ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ
Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου
Το 1976 ο καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος σε μια συνέντευξή του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Καθημερινή» δήλωσε τα εξής: Αν οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν έστω και αυτή την ελλιπή γνώση των αρχαίων ελληνικών, θα μετατρέπονταν σε μια επιπλέον βαλκανική φυλή. Η Ελλάδα υπάρχει ως πραγματικότητα και ως ιδέα.
Πριν εκατό χρόνια η Ελλάδα ήταν πολύ μεγαλύτερη ως πραγματικότητα, ακόμα και πριν πενήντα χρόνια. Την εποχή εκείνη όλοι οι Ευρωπαίοι ήξεραν αρχαία ελληνικά. Επομένως, υπήρξε μια σμίκρυνση της Ελλάδας. (Καθημερινή, 8 Φεβρ. 1976).
Σύμφωνα με αυτή τη δήλωση, η Ελλάδα δεν είναι μια βαλκανική χώρα, έστω κι αν γεωγραφικά είναι μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου. Εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι η συλλογική εκπαιδευτική ταυτότητα των κατοίκων της και, συγκεκριμένα, το
γεγονός ότι έχουν κάποια γνώση των αρχαίων ελληνικών. Οι δυο παραδοχές που υπόκεινται στη δήλωση αυτή είναι ότι: α) η Ελλάδα ως πραγματικότητα είναι ο πολιτισμός της και κυρίως ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός που επιβιώνει χάρη στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών και β) η γνώση των αρχαίων ελληνικών βοηθά τους νεοέλληνες να έχουν μια διαφορετική από τους άλλους βαλκανικούς λαούς συλλογική εκπαιδευτική ταυτότητα, όχι μόνο γιατί έχουν αυτή τη γνώση αλλά κυρίως γιατί η γνώση αυτή τους βοηθά να βλέπουν τον εαυτό τους διαφορετικό και να σκέφτονται και να ενεργούν διαφορετικά.
Η δήλωση του καθηγητή Ι. Θεοδωρακόπουλου αποδίδει τη μεγάλη σημασία της συλλογικής εκπαιδευτικής ταυτότητας των Ελλήνων του 19ου και του 20ου αιώνα , τη μεγάλη δηλαδή περηφάνια για τους προγόνους τους και τη βαθιά υποχρέωση που ένιωθαν να τους μοιάσουν αρχίζοντας από τη μελέτη των κλασικών κειμένων.
Αυτή η έφεση για μελέτη των κλασικών κειμένων συνέπεσε με τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού στην Ελλάδα .Και οι δυο μαζί συνέβαλαν σε σημαντική αλλαγή των τρόπων ζωής, σκέψης και δράσης με την υιοθέτηση της προοδευτικότητας, του ορθολογισμού, της φιλομάθειας, της φιλοκαλίας και της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση του ιδεώδους του ανθρωπισμού. Ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν «άνθρωποι».
Δεν θα αναφερθώ σ’ όσα αφορούν στη διαμάχη που άρχισε από το 19ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα (βλέπε άρθρο Χρ. Γιανναρά, Καθημερινή 8 Αυγ., 2014) σχετικά με το μεγάλο «σφάλμα των ελληνοκεντρικών», που οδήγησε στην απώλεια του οικουμενικού χαρακτήρα που είχε ο ελληνισμός πριν περιορισθεί σε έθνος-κράτος το 1830, γιατί είναι πολύ γνωστά και επαναλήφθηκαν πολλές φορές, ιδιαίτερα εκείνα που αναφέρονται στον περιορισμό της προσφοράς των Ελλήνων σε απλή «μετακένωση» και μίμηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Θα σταθώ αντίθετα στο ρόλο που η συλλογική αυτή εκπαιδευτική ταυτότητα διαδραμάτισε στην Κύπρο επιβεβαιώνοντας έτσι τη σημασία της συλλογικής εκπαιδευτικής ταυτότητας, όπως την είδε ο καθηγητής Θεοδωρακόπουλος. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως η συλλογική αυτή εκπαιδευτική ταυτότητα βοήθησε στο να επιβιώσει η ελληνική γλώσσα και ο ελληνισμός της Κύπρου. Χωρίς την ελληνική γλώσσα οι Ελληνοκύπριοι θα ήταν σήμερα ένα υβρίδιο που θα είχε ως επίσημη γλώσσα και ως γλώσσα των μορφωμένων την Αγγλική, και θα ήταν πολιτιστικά ένας λαός ανάλογος με εκείνον της Μάλτας.
Η ελληνική γλώσσα ως γλώσσα διδασκαλίας συναντούσε πολλά προβλήματα στην Κύπρο από τα πρώτα χρόνια της αγγλικής διοίκησης. Πέρα από τα πολύ μεγάλα και φανερά οικονομικά και επαγγελματικά πλεονεκτήματα που είχαν οι γνωρίζοντες την αγγλική γλώσσα για πρόσληψη στη δημόσια υπηρεσία και για εγγραφή στο Διδασκαλικό Κολλέγιο καθώς και για να τύχουν υποτροφίας για τα αγγλικά πανεπιστήμια, υπήρχαν και οι προσπάθειες των Άγγλων να υποβαθμίσουν τη σημασία της ελληνικής γλώσσας ως κατάλληλης για τη μέση εκπαίδευση, γιατί, όπως διέδιδαν, έλειπαν τα κατάλληλα εκπαιδευτικά εγχειρίδια σ’αυτή. Υπήρχε ακόμα και ένα άλλο οικονομικό κίνητρο, αφού το κυβερνητικό σχολείο μέσης γενικής εκπαίδευσης (English School) επέβαλλε πολύ χαμηλότερα δίδακτρα, παρείχε πολλές υποτροφίες και ήταν προθάλαμος για εγγραφή σε αγγλικά πανεπιστήμια που θα βοηθούσαν σε σίγουρη κάθετη κοινωνικοοικονομική κινητικότητα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των γονέων αγνόησαν όλα αυτά τα πλεονεκτήματα και τη σχετική προπαγάνδα και συνέχισαν να στέλλουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία ήταν κάτι πολύ εκπληκτικό που μπορεί να εξηγηθεί κυρίως μέσα από τη συλλογική εκπαιδευτική ταυτότητά τους. Οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν πως η ταυτότητα αυτή ήταν κάτι ιδιαίτερα τιμητικό γι αυτούς και ταυτόχρονα τεκμήριο μιας ποιοτικής εκπαίδευσης. Στο συμπέρασμα αυτό έφταναν με τη σκέψη ότι, αν οι ξένοι (μαζί και οι Άγγλοι) διδάσκονταν στα σχολεία τους Αρχαία Ελληνικά, αυτό ήταν απόδειξη της μεγάλης μορφωτικής αξίας τους. Επομένως οι ίδιοι, ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, έπρεπε να είχαν μεγαλύτερη έφεση να τα διδάσκονται, όχι μόνο ως εθνικό χρέος αλλά και ως στοιχείο ποιοτικής διαφοράς στην εκπαίδευσή τους.
Υπάρχουν σήμερα ενδείξεις πως η συλλογική αυτή εκπαιδευτική ταυτότητα διαβρώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη τις τεράστιες πολιτιστικές αλλαγές που επέφερε η παγκοσμιοποίηση. Δεν νομίζω ωστόσο ότι είναι κάτι ανεπανόρθωτο, αφού η εθνική περηφάνια για αυτή την εκπαιδευτική ταυτότητα και η έφεση για μάθηση της αρχαίας ελληνικής είναι ακόμα σε κάποιο βαθμό ζωντανές, περισσότερο ίσως μεταξύ των ενηλίκων παρά των νεοτέρων. Μια ένδειξη γι αυτό είναι η συρροή πολύ μορφωμένων ενηλίκων (αρχιτεκτόνων, γιατρών, μαθηματικών, καθηγητών της πληροφορικής, στρατιωτικών) στα μαθήματα που προσφέρει κάθε χρόνο δωρεάν στην αρχαία ελληνική γλώσσα το Πανεπιστήμιο Κύπρου (Νεοελληνικό Σπουδαστήριο Πετρώνδα) με διδάσκοντα τον καθηγητή Γ. Ξενή. (Paideia-news , 15 Οκτ. 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου