Δρ. Ντίνος Αυγουστή
Εκπαιδευτικός στο ΤΕΙ Λάρισα
Από το Μονάγρι Λεμεσού
Η Κύπρος, σε πείσμα όσων ντόπιων και ξένων το αμφισβητούν, είναι ένα Ελληνικό νησί, με Ελληνική Ιστορία που ξεκινά από τα βάθη των αιώνων και φθάνει ως τις μέρες μας. Η Κύπρος, ύστερα από την κάθοδο πρώτα των Μυκηναίων κι ύστερα των Αχαιών και των Δωριέων, ένωσε την τύχη της με την Μάνα Ελλάδα, μιλά και γράφει Ελληνικά, έχει ίδια ήθη και έθιμα, είναι παρούσα παντοιοτρόπως σε όλους τους Εθνικούς Αγώνες και όπως λέει και ο ποιητής, «πολλούς αφέντες άλλαξε, δεν άλλαξε καρδιά». Η Κύπρος στα σπλάχνα της, κρύβει παντού την Ελλάδα.
Ενώ λοιπόν, σήμερα, η Κύπρος, με βάση τις συμφωνίες είναι «διεθνώς ανεξάρτητος», δεν είναι, όμως, ο Κυπριακός Ελληνισμός ανεξάρτητος της Ελλάδος, αφού αποτελεί τμήμα αναπόσπαστο του Ελληνικού Έθνους. Άλλωστε, η ανεξαρτησία, δεν ήταν επιλογή των Κυπρίων, αλλά τους επιβλήθηκε! Κακή τη μοίρα λοιπόν η Κύπρος έμεινε μακριά από τις μητρικές αγκάλες παρά τις πολλές ειρηνικές, αλλά και τις αιματηρές μάχες που έδωσε. Και είναι πραγματικά κρίμα που σήμερα υπάρχει μια απίστευτη άγνοια (;) από τους αδελφούς Ελλαδίτες για όλα τα παραπάνω που πολλές φορές φθάνει και ξεπερνά τα όρια της παράνοιας. Χωρίς να παραγνωρίζω και το νέο κίνημα των νεοκυπρίων-λωτοφάγων- ανεγκέφαλων που ένεκα κυρίως των ιδεολογικών αγκυλώσεων τους αμφισβητούν το ίδιο το είναι τους. Είμαστε Κυπραίοι λένε κομπάζοντας μερικοί, αλλά ευτυχώς δεν τους ακούει κανείς, αφού οι Ελληνικές σημαίες κυματίζουν και θα κυματίζουν πάντα μαζί με τις ελληνικές πατριωτικές της ειρήνης ψυχές, περήφανες στην Μεγαλόνησο. Κυπριακό έθνος ούτε
υπήρξε, ούτε και θα υπάρξει ποτέ τυφλοί, θεομπαίχτες, χωρίς Ιδανικά, Πρότυπα και Αξίες, νεοκύπριοι!
Πως φθάσαμε όμως στην ανεξαρτησία για την οποία υπάρχει τόση πολλή άγνοια ανάμεσα στον Μητροπολιτικό Ελληνισμό; Ας δούμε λοιπόν σε πολύ αδρές γραμμές τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα από το 1878, όπου δια της διμερούς μυστικής Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, που συνομολογήθηκε μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Σουλτάνος συμφώνησε στην εκχώρηση της Κύπρου στην Αγγλία με πλήρη δικαίωμα της κατάληψης και της υπ΄ αυτής διοίκησή της. Σε αντάλλαγμα, η Αγγλία αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ με στρατιωτική δύναμη (δια των όπλων) για την υπεράσπιση των περιοχών Βατούμ, Αρνταχάν και Καρς στη περίπτωση που η Ρωσία ήθελε να κατακρατήσει τις περιοχές αυτές, ή θα επιχειρούσε να καταλάβει άλλα οθωμανικά εδάφη επί της Ασίας.
Σημειώνεται ότι την ίδια εποχή το Βασίλειο της Ελλάδας αντιμετώπιζε μία πολύ δύσκολη φάση του Κρητικού προβλήματος με την κρητική επανάσταση στις αρχές του 1878 και με δεδομένη την ανθελληνική τότε στάση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αποδείχθηκε με την διμερή ρωσοτουρκική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου του 1878), είχε τότε ιδιαιτέρως την ανάγκη της υποστήριξης της Αγγλίας. Μάλιστα την ίδια εποχή στην Ελλάδα, κατ΄ επανάληψη είχαν γεννηθεί υπόνοιες ότι οι Άγγλοι διαπραγματεύονταν μυστικά με την Υψηλή Πύλη την κατάληψη της Κρήτης, στη δε Κρήτη ο Άγγλος πρέσβης κυριολεκτικώς εκλιπαρούσε τους Κρήτες επαναστάτες να εκδώσουν ψήφισμα που να ζητούν την αγγλική προστασία, χωρίς βέβαια να το πετύχει. Έτσι μεταξύ των δύο κακών έγινε καλύτερα αποδεκτό, (ίσως και με ανακούφιση), να λάβουν οι Άγγλοι την Κύπρο. Δεν παραβλέπεται όμως ότι και πολλοί Έλληνες αγγλόφιλοι της εποχής διατηρούσαν και διατράνωναν ελπίδες ότι η Αγγλία τελικώς θα παραχωρούσε στη συνέχεια την Κύπρο στην Ελλάδα κατά το παράδειγμα των Ιονίων νήσων που ήταν ακόμα τότε πρόσφατο, πριν 15 χρόνια. Αυτό διαφαίνεται και μέσα από την προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄, ο οποίος με την ιδιότητα του εκκλησιαστικού και εθνικού ηγέτη του Ελληνικού πληθυσμού της Μεγαλονήσου, προσφώνησε τον πρώτο Άγγλο Ύπατο Αρμοστή «κατά χρέος» το «ευ παρέστης», βεβαιώνοντάς τον ότι: «…Αποδεχόμεθα την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ΄ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεταννία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων Νήσων να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται».
Από το 1880, οι Κύπριοι άρχισαν να διαδηλώνουν επισήμως την επιθυμία τους να ενωθούν με το Ελληνικό Κράτος. Το Αναγνωστήριο «Κιτιεύς» απάντησε με το εξής ψήφισμά του, που εξέφραζε το πνεύμα του Ελληνισμού της Κύπρου προς τον Κάρολο Λουζινιάν, που διεκδικούσε τον θρόνο: «Γνήσιοι Έλληνες όντες, έναν μόνον έχομεν πόθον, μιάν γλυκείαν και παρήγορον ελπίδα, την μετά της Μητρός ημών Ελλάδος Ένωσιν, ήτις θάττον ή βράδιον πεπείσμεθα, ότι τελεσθήσεται τη αρωγή του μεγαθύμου και γενναιόφρονος Αγγλικού έθνους και την Αρχήν των εθνοτήτων».
Μεσολάβησαν κι άλλες πολλές ενωτικές προσπάθειες, έως το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στις 3 Ιανουαρίου 1919, Κυπριακή αντιπροσωπεία υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο πήγε στο Λονδίνο και αξίωσε την παραχώρηση της Κύπρου και την Ένωσή της με την Ελλάδα. Παραλλήλως, οι πόλεις και κοινότητες, οι σύλλογοι και οι οργανώσεις της Κύπρου, έστειλαν υπομνήματα και τηλεγραφήματα στον Βρετανό πρωθυπουργό. Εκτός από αόριστες υποσχέσεις για εξέταση του ζητήματος, η Κυπριακή αντιπροσωπεία δεν επέτυχε τίποτα άλλο.
Το 1921 η Κύπρος εόρτασε μετά της άλλης Ελλάδας με ενθουσιασμό την Εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Παλλιγεννεσίας, παρά την απαγόρευση των αγγλικών αρχών κατοχής. Με τον τρόπο αυτό ο λαός εξεδήλωσε την επιθυμία του να ενωθεί με την Ελλάδα. Οι ωμές αντιδράσεις των Άγγλων είχαν ως αποτέλεσμα να συγκληθεί «Παγκύπρια Συνέλευσις» στην Λευκωσία στις 10 Οκτωβρίου 1921, όπου οι Αντιπρόσωποι διεκήρυξαν ότι «Η αξίωση του Κυπριακού λαού είναι μια μόνη και αναλλοίωτος - η Ένωσις μετά της Ελλάδος».
Οι Άγγλοι αποικιοκράτες, προκαλώντας τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου, διοργάνωσαν το 1928 γιορτές με την ευκαιρία της πεντηκονταετίας της Βρετανικής κατοχής της νήσου. Οι Κύπριοι απέσχον των εορτών και οργάνωσαν καθ’ άπασαν την νήσο διαδηλώσεις και συλλαλητήρια ενωτικά.
Στις 26 Ιουνίου 1930 συγκλήθηκε στην Αρχιεπισκοπή μεγάλη αντιπροσωπευτική Συνέλευση και τότε ιδρύθηκε η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» με σκοπό την πάλη για εθνική αυτοδιάθεση-Ένωση με την Ελλάδα. Η «Εθνική Οργάνωσις της Κύπρου» οργάνωσε στις 25 Μαρτίου 1930, δημοψήφισμα -επειδή αρνήθηκε να το πράξει η κατοχική Κυβέρνηση- υπό μορφή ενωτικού ψηφίσματος, σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά και τα αποτελέσματα τα απέστειλε στον Υπουργό των Αποικιών. Με την ευκαιρία της εκλογικής νίκης του William Ewart Gladstone (Ουίλιαμ Γλάδστων), τον ίδιο χρόνο οι Έλληνες της Κύπρου, στα συγχαρητήρια τηλεγραφήματά τους προς αυτόν, εκφράζουν «τον δίκαιον πόθον τους για Ένωσιν». Να σημειωθεί ότι με πρωτοβουλία του William Gladstone (ο οποίος διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και το φιλελληνισμό του), δόθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα, το 1881.
Τον Οκτώβριο του 1931 καταστέλλεται βίαια άλλη μια ενωτική κίνηση των Κυπρίων, για να ακολουθήσει μια περίοδος μεγάλων διωγμών και καταπιέσεων όπου απαγορεύθηκε ακόμα και η χρήση της Ελληνικής σημαίας. Τα στυγνά καταπιεστικά μέτρα χαλάρωσαν όταν η Αγγλία υποσχόμενη δικαίωση των πόθων των Πανελλήνων εκλιπαρούσε να πολεμήσουμε παρά το πλευρό της, κατά του άξονα. Το τέλος του πολέμου όμως δεν έφερε και πάλιν το ποθούμενο, αφού ο Ελληνισμός μπήκε στην δίνη του αδελφοκτόνου πολέμου, αποτέλεσμα του οποίου ήταν και η οριστική απώλεια της Κύπρου.
Στις 15 Ιανουαρίου 1950, η Εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου πραγματοποίησε Δημοψήφισμα, στο οποίο ο Ελληνικός Κυπριακός λαός ψήφισε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, σε ποσοστό 95,7%. Η αντιπροσωπεία όμως των Κυπρίων που προωθούσε την υλοποίηση της θελήσεως του Κυπριακού Ελληνισμού έβρισκε παντού θύρες κλειστές, μηδέ εξαιρουμένης και της Αθήνας. Ο Μητροπολίτης Κυρήνειας, ήρθε στην Ελληνική Πρωτεύουσα επικεφαλής αντιπροσωπείας, και επέδωσε τους τόμους του Δημοψηφίσματος στον Πρωθυπουργό Στρατηγό Πλαστήρα, ο οποίος Πλαστήρας, εκείνη την εποχή, είχε πει, ορθά, κοφτά, στον Μακάριο, όταν μετά από λίγους μήνες έγινε Αρχιεπίσκοπος: «Εγώ, παπά μου, με την Αγγλία δεν τα βάζω». Τα ίδια είχε πει και ο Βενιζέλος, και η αντιπολίτευση η οποία τότε ήταν εντελώς αρνητική.
Στις 23 Ιουνίου 1950, σε συνομιλία που είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου (ήταν υπουργός Εσωτερικών τότε), με τον Δήμαρχο Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη, είπε στον Έλληνα Κύπριο πολιτευτή ότι «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού»!
Ανταποκρινόμενη η Ελλάδα στο αίτημα των Κυπρίων, από το 1954 έως και το 1956, προσέφυγε πέντε φορές στον Ο.Η.Ε., με μοναδικό αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Ωστόσο, η Αθήνα έδινε τις διπλωματικές μάχες προσπαθώντας πάντα να αποφύγει την δυσαρέσκεια των «συμμάχων» χωρών, γεγονός που δημιουργούσε μεγάλες τριβές ακόμη και μεταξύ Ελλαδιτών πολιτικών και διπλωματών. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η διαφορά απόψεων και ήθους του Γ. Σεφέρη με τον Άγγελο Βλάχο (οπαδού της πολιτικής Ευάγγελου Αβέρωφ στο Κυπριακό), ο οποίος αντιτιθόταν βαθύτατα στον κυπριακό αγώνα και γενικά σε κάθε πράξη που έφερε σε διάσταση την Ελλάδα με την Αγγλία, όπως και την Ελλάδα με την Τουρκία. Ο λόγος ήταν ότι οι νατοϊκές δεσμεύσεις θα έπρεπε να προηγούνταν των ελληνικών συμφερόντων!
Έτσι φθάσαμε στον υπέρ βωμών και εστιών Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. για τους ηγέτες του οποίου έγραψε ο Άγγελος Βλάχος: «Επικεφαλής του αγώνα ήταν οι δυο πιο άκριτοι, πιο αδίστακτοι, ματαιόδοξοι και πείσμονες άνθρωποι που έχω γνωρίσει, δυο θλιβεροί τυχοδιώκτες, οι Μακάριος και Γρίβας...»!
Ο Ελληνικός Λαός σε αντίθεση με τις ηγεσίες του (η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.), ήταν υπέρ της Ένωσης), συμπαραστέκεται στην Κύπρο και βγαίνει στους δρόμους με το κυρίαρχο σύνθημα «Ένωση και μόνο Ένωση». Στην Ελληνική Πρωτεύουσα, η αστυνομία του Καραμανλή δεν διστάζει να ανοίξει πυρ κατά των Ελλήνων διαδηλωτών που διαδήλωναν κατά των εκτελέσεων των Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, με αποτέλεσμα να πέσουν νεκροί 4 διαδηλωτές από πυρά της ελληνικής αστυνομίας! Ωστόσο, ακόμη και αυτή την δύσκολη περίοδο, δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί, οι διπλωμάτες και οι διανοούμενοι που συμπαρίστανται με κάθε τρόπο στον αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου. Ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, παρά το γεγονός ότι είναι στέλεχος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών συναντάται με τον Ανδρέα Αζίνα, επικεφαλής του «παράνομου τομέα» της Ε.Ο.Κ.Α. στην Αθήνα, μέσω του οποίου μεταφέρει απόψεις και πληροφορίες στον Μακάριο και στον Γρίβα. Ήταν η εποχή που ο Γιώργος Σεφέρης βρέθηκε ως διπλωμάτης στην Κύπρο και φωτογράφισε στους τοίχους το σύνθημα: «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγομεν πέτρες!». Κι ο ήρωας Κυριάκος Μάτσης ερμηνεύοντας ανάγλυφα την θέληση του Ελληνισμού της Κύπρου για Εθνική ολοκλήρωση έγραφε: «Προτιμούμεν τα ράκη της μητρός Ελλάδος, παρά την πορφύραν της μητρυιάς» (εννοώντας την Αγγλία).
Το Ελληνικό θαύμα του 1955-59, συνέθλιψε δυστυχώς η Βρετανική δολοπλοκία και δολιότητα. Οι Άγγλοι δήλωναν ξεκάθαρα πως «Η πολιτική δεν έχει και δεν επιτρέπεται να έχει κώδικα ηθικής…». Γι’ αυτό και στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. χρησιμοποίησαν κάθε δόλιο μέσο. Γράφει ο Γραμματέας της Εθναρχίας και μετέπειτα πρώτος πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα, Νίκος Κρανιδιώτης: «Οι ηρωισμοί, τα κατορθώματα και η αυτοθυσία των Κυπρίων αγωνιστών είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα περηφάνιας κι ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης στα πλατειά λαϊκά στρώματα, που έβλεπαν τον Κυπριακό αγώνα με τον ενθουσιασμό, τη νοοτροπία και την πίστη των προηγούμενων απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους, και με αποκλειστικά κριτήρια την ανθρώπινη λεβεντιά, τον ηρωισμό και τα μεγάλα ανδραγαθήματα.
Απέναντι στα αγνά αυτά ελατήρια και την αγνή ψυχή του λαού η Βρετανική πολιτική ετοίμαζε επιδέξια, μέσα από τις σκοτεινές ατραπούς της έμπειρης διπλωματίας της, τα δικά της σχέδια, που ήταν αδύνατο να συλλάβει τη σατανικότητά τους η πλημμυρισμένη από γνήσιο πατριωτισμό και συναισθηματικότητα, αλλά στερημένη από πολιτική πείρα και παράδοση, Κυπριακή λαϊκή ψυχή.
Τις γενικές δυσχέρειες επέτεινε ακόμη περισσότερο η εμπλοκή της Ελλάδας στα συμμαχικά της πλαίσια, πράγμα που ανάγκαζε τις εκάστοτε Ελληνικές Κυβερνήσεις να συμπλέουν με απόψεις άσχετες προς το χαρακτήρα του θέματος και να τοποθετούν ενίοτε τα ευρύτερα συμμαχικά συμφέροντα υπεράνω των εθνικών. Το πνεύμα αυτό της διαλλακτικότητας δημιουργούσε πολλές φορές πιεστικές καταστάσεις στον Κυπριακό παράγοντα κι έκανε το θέμα να παρεκκλίνει από την πορεία του». (Νίκου Κρανιδιώτη «Δύσκολα Χρόνια» σελ. 249).
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και Λονδίνου που ακολούθησαν τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-59, έφεραν το τέλος του ενωτικού αγώνα των Κυπρίων, αποκλείοντας δια παντός την Ένωση και καθιστώντας την Κύπρο ανεξάρτητο κράτος και τους Τούρκους Κυπρίους, με την συνδρομή πάντα του «διαίρει και βασίλευε των Βρετανών, ισότιμους εταίρους μας….. Για να φθάσουμε στην προδοσία του ΄74, στην τουρκική εισβολή, στην κατοχή και στην de-facto διχοτόμηση, τις συνέπειες της οποίας ο Κυπριακός Ελληνισμός υπόκειται για 40 συναπτά έτη, στοχεύοντας πάντα στην απελευθέρωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου