Υπό φυσιολογικές συνθήκες, εάν αυτό συνέβαινε σε κάποια χώρα της Δύσης, εάν αντιμετώπιζε τέτοια οικονομική κρίση, όπως αυτή που αντιμετωπίζει η Ρωσικής Ομοσπονδία, ο ηγέτης της χώρας θα κατρακυλούσε στις δημοσκοπήσεις και η συντριπτική πλειοψηφία θα καλούσε για την παραίτησή του. Καλές κουβέντες δεν θα άκουγε ούτε από αυτούς που τελικά θα τον ψήφιζαν σε εκλογές…
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η Ιστορία όμως διδάσκει, ότι τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά στη Ρωσία. Καθώς οι δύσκολες στιγμές είναι μάλλον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στην Ιστορία της, ο κόσμος συνήθως συσπειρώνεται γύρω από τον ηγέτη, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται «ανεξήγητα» υψηλά ποσοστά δημοφιλίας.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωγραφική διαμόρφωση του εδάφους που καταλαμβάνει η Ρωσία, καθώς η έλλειψη φυσικών συνόρων, παραδοσιακά έκανε την άμυνα του χώρου που καταλαμβάνει η χώρα πολύ δύσκολη υπόθεση, με τη χώρα να έχει «ματώσει» πολλές φορές, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μια συλλογική ιστορική μνήμη που επικρατεί και στις μέρες μας, παρότι το ενδεχόμενο εισβολής όπως αυτή του Ναπολέοντα ή του Χίτλερ, μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί και όχι μόνο λόγω του ότι έχει αλλάξει σημαντικά η μορφή του διεθνούς συστήματος και των εργαλείων άσκησης αποτελεσματικής πίεσης.
Την περασμένη Πέμπτη δημοσιοποιήθηκε δημοσκόπηση που διενεργήθηκε από τη συνεργασία του ειδησεογραφικού πρακτορείο Associated Press με το εξειδικευμένο στις σφυγμομετρήσεις NORC (Center for Public Affairs Research / Κέντρο Ερευνών Δημοσίων Υποθέσεων), του πανεπιστημίου του Σικάγο. Η δημοσκόπηση που έγινε στην κορύφωση της κατακρήμνιση του ρουβλίου (22 Νοεμβρίου – 7 Δεκεμβρίου), έχοντας περιθώριο σφάλματος 2,4%, θετικό ή αρνητικό, αποκάλυψε ότι παρά τις δυσκολίες και την ανασφάλεια για το μέλλον, ένα 80% των Ρώσων υποστηρίζει τον Βαλντιμίρ Πούτιν.
Υπάρχουν κι επιμέρους συμπεράσματα τα οποία όμως δεν αλλοιώνουν το
κεντρικό. Για παράδειγμα, όσοι δηλώνουν ότι η τηλεόραση είναι η βασική πηγή ενημέρωσής τους, σε μεγαλύτερο ποσοστό υποστηρίζουν τον Πούτιν, κάτι που παραπέμπει στον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης από το κράτος. Και πάλι όμως οι διαφορές είναι μικρές (84% vs. 73%) και η δημοφιλία του Ρώσου ηγέτη μεγάλη.
Και αυτό είναι εν πολλοίς λογικό, αφού είναι ζήτημα να έχει περάσει μια δεκαετία από την σταδιακή διαφυγή από τις επιπτώσεις των συνεπειών της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Μπορεί ο Πούτιν να ωφελήθηκε από τις υψηλές τιμές των υδρογονανθράκων για να εξοφλήσει τα ρωσικά χρέη, να μαζέψει αρκετό χρήμα σε συναλλαγματικά αποθέματα, και να αισθανθεί ο μέσος Ρώσος πολίτης τη διαφορά στην καθημερινότητά του, στην τσέπη του.
Όταν σημαντικό τμήμα των μεσαίων ή και κατώτερων στρωμάτων στη ρωσική κοινωνία απέκτησαν αυτή την περίοδο για πρώτη φορά στη ζωή τους αυτοκίνητο, όταν επωφελούμενοι του ισχυρού ρουβλίου ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο δαπανώντας κατά κεφαλήν περισσότερα από όσα ο μέσος δυτικός τουρίστας, είναι λογικό, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, αυτή την περίοδο να την έχουν συνδέσει με τη διακυβέρνηση Πούτιν, ο οποίος κατόρθωσε πάνω από όλα, να τους δώσει τη χαμένη τους αξιοπρέπεια στα μάτια του κόσμου, να τους δώσει ένα μέλλον.
Κατά συνέπεια, θέματα που απασχολούν τη δυτική επικαιρότητα βάσει των οποίων ο Πούτιν «καταδικάζεται» ως «μη δημοκράτης», όπως ο έλεγχος στα μέσα ενημέρωσης και η «φίμωση» δημοσιογράφων, στον μέσο Ρώσο πολίτη, αυτό είναι από αδιάφορο έως ήσσονος σημασίας, τη στιγμή μάλιστα που διαθέτει επαρκή επιχειρήματα για να κατηγορήσει τους αντιπάλους του Πούτιν για «αντιρωσική διάθεση».
Από την εκμετάλλευση της περιοδικής ρωσικής αδυναμίας την εποχή του Γιέλτσιν για να αναδιατάξουν τα σύνορα στα Βαλκάνια και τη συμπερίληψη στο ΝΑΤΟ των Βαλτικών Δημοκρατιών, μέχρι τον περίεργο ρόλο των μη κυβερνητικών οργανώσεων σε χώρες της πρώην σοβιετικής περιφέρειας, στις χώρες που κάποτε αποτελούσαν μέλη της ΕΣΣΔ.
Ο μέσος Ρώσος, ακόμα κι αν ενοχλείται σε θεωρητικό επίπεδο από την «έλλειψη δημοκρατίας», τείνει όπως δείχνουν μελέτες, να το αντιμετωπίζει ως έναν αναγκαίο συμβιβασμό για να απολαμβάνει όλα όσα κατόρθωσε την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτό δεν θα διαρκέσει στο διηνεκές.
Απλά, το επιχείρημα είναι, ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα έχει μια σημαντική περίοδο υποστήριξης – αρχικά – και ανοχής στη συνέχεια, την οποία θα πρέπει να αξιοποιήσει για να αντιστρέψει την αρνητική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Μέσα σε αυτή την περίοδο θα πρέπει να έχει βρει τρόπο να βγάλει τη χώρα από την ιδιότυπη απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει, εξαιτίας του «οικονομικού» πολέμου που διεξάγεται από το ελεγχόμενο από τη Δύση οικονομικό σύστημα.
Εδώ πέρα όμως υπάρχει και η μεγάλη παγίδα για τη Δύση. Οι Ρώσοι γνωρίζουν καλά, ότι οι προσπάθειες ανατροπής της παγκόσμιας καθεστηκυίας τάξης, του ελεγχόμενου δηλαδή από τη Δύση παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους και σε κάθε ευκαιρία στέλνει «σήματα» συνδιαλλαγής, θέτοντας απλά κάποιες κόκκινες γραμμές, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της Κριμαίας.
Προς το παρόν, η Δύση εξακολουθεί να τον πιέζει ασφυκτικά, διαμηνύοντας ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό κι ότι η Κριμαία θα πρέπει να επιστρέψει υπό ουκρανική κυριαρχία. Όσο περισσότερο πιέζεται λοιπόν η Ρωσία, τόσο περισσότερο θα αυξάνεται το κίνητρό της να αναζητήσει μια διέξοδο, ανεξαρτήτως κόστους και αβεβαιότητας, αφού δεν του αφήνει ο αντίπαλος εναλλακτική.
Η Δύση έχει καλό επιχείρημα να θεωρεί ότι «νέα τάξη πραγμάτων» στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει, ενώ η άρνηση π.χ. της Λευκορωσίας να διεξάγει εμπόριο σε ρούβλια δείχνει τα όρια του εγχειρήματος. Κάτι τέτοιο προφανώς αφορά και το Καζακστάν, το οποίο ούτως ή άλλως είναι σημαντικά μεγαλύτερο μέγεθος και έχει δεδηλωμένη θέση υπέρ της ισόρροπης ανάπτυξης σχέσεων με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ – ΕΕ.
Πόσο πιθανό θεωρείται να δεχτεί η Κίνα εμπόριο σε ένα νόμισμα χωρίς αξία; Σε κάποιο χρονικό σημείο βέβαια, εάν οι τιμές των υδρογονανθράκων επανέλθουν, η αγορά ρουβλίου σ χαμηλά επίπεδα μπορεί να αποδειχθεί μια χρυσοφόρα επένδυση. Αυτό βέβαια είναι ένα στοίχημα στην ολική επαναφορά των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας και εγκατάλειψη του ψυχροπολεμικού σεναρίου, το οποίο η πλειοψηφία σήμερα βλέπει ως πιο πιθανό.
Το Πεκίνο γνωρίζει ότι όσα υφίσταται σήμερα η Ρωσία μπορεί στο μέλλον να τα αντιμετωπίσει και το ίδιο και οι κινήσεις του είναι εξαιρετικά προσεκτικές. Οι χώρες των BRICS επίσης αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικά προβλήματα, ενώ το υποκατάστατο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας που σχεδιάζουν, θα χρηματοδοτείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από την Κίνα.
Πόσο πιθανό είναι αυτό να είναι επιθυμητό, αφού θα συνεπάγεται υπερβολική εξάρτηση από την Κίνα. Μπορεί βέβαια να εξελιχθεί στη λιγότερο κακή επιλογή που θα έχουν διαθέσιμη, εάν η στάση της Δύσης παραμείνει άκαμπτη. Ούτε η Ρωσία ενθουσιάζεται στην προοπτική της οικονομικής της εξάρτησης από την Κίνα, καθώς πέραν της ρητορικής, τα συμφέροντα των δυο χωρών αποκλίνουν σημαντικά σε περιοχές όπως η Κεντρική Ασία.
Η πτώση της τιμής του φυσικού αερίου σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα βέβαια, θα εγείρει επιπρόσθετη πίεση αφού κανείς δεν είναι κορόιδο να αγοράζει σε τιμές ακριβότερες από τις διεθνείς. Άρα, κι εδώ θα πρέπει να παρατηρηθεί η εξέλιξη των σχέσεων, καθότι θα υπάρξουν επιπτώσεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι το αποτέλεσμα «αόρατων κανόνων» της αγοράς, αλλά κάπουσχεδιάστηκαν και η πορεία στην «κατηφόρα» ξεκίνησε με κάποιο σπρώξιμο…
Εάν μπορέσει κάποια στιγμή να υπάρξει κάποια διευθέτηση για την Κριμαία και να γίνουν κατανοητές οι στρατηγικές παράμετροι της ανασφάλειας της Ρωσίας στο αμυντικό επίπεδο που εξηγήθηκαν ανωτέρω, τότε είναι βέβαιο πως το διεθνές σύστημα θα ξαναβρεί μια ισορροπία. Διαφορετικά, η απειλή σοβαρής εκτροπής θα συνεχίσει να είναι μεγάλη, ενώ παρανοϊκά και επικίνδυνα στοιχεία τύπου Ερντογάν θα αποτελούν «μήλο της Έριδας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τις δυο πλευρές.
Εν ολίγοις, το επιχείρημα εδώ είναι, ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση είναι παράγωγο της γεωστρατηγικής αστάθειας στον πλανήτη, συνεπεία των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των πολλαπλών ανοιχτών μετώπων. Βέβαια, και η εξήγηση του «μιλιταριστικού κεϋνσιανισμού» (βλ.http://www.defence-point.gr/news/?p=118907) θα πρέπει πάντα να βρίσκεται στη σκέψη μας. Κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει και την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο; Κάπως έτσι δεν πήρε μπροστά η διεθνής οικονομία; Με τους «αντιπάλους» να ανακάμπτουν με σημαντική καθυστέρηση…
http://www.defence-point.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου