του Μελέτη Η. Μελετόπουλου
Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.
Όλες οι αναλύσεις, δημοσκοπήσεις και έρευνες της κοινής γνώμης συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι, στις επερχόμενες ευρωεκλογές, οι δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού θα καταγάγουν θρίαμβο, οδηγώντας την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε πρωτοφανή κρίση. Ένα ευρωκοινοβούλιο ελεγχόμενο από τα πολιτικά κινήματα του Φάρρατζ, της Λεπέν κλπ., θα βραχυκυκλώσει την όποια πρόοδο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και θα προετοιμάσει το έδαφος γιά την επικράτηση των ευρωσκεπτικιστών και στα εθνικά κοινοβούλια, όπερ και το οριστικό τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως την ξέρουμε σήμερα. Ας μην σπεύσουν οι καθ’ ημάς ευρωπαϊστές, διαφωτιστές και φεντεραλιστές, με το γνωστό πομπώδες ύφος τους, να κατηγορήσουν την «ανώριμη» ευρωπαϊκή κοινή γνώμη γιά τις επιλογές της. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση γνώρισε μέρες μεγάλης απήχησης και δημοτικότητας. Τι συνέβη λοιπόν και τώρα έπαυσε να αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο και από όραμα έγινε φόβητρο; Το κρίσιμο σημείο για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, που την απαξίωσε στην κοινή γνώμη των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου, υπήρξε, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Ασφαλώς αρνητικό ρόλο στην απήχηση του ευρωπαϊκού οράματος έπαιξαν άλλα μείζονα θέματα, όπως η εκχώρηση εξουσιών στην ανώνυμη και μη διορισμένη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η παταγώδης αποτυχία της κοινής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, η απροθυμία των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών να θέσουν σε δεύτερη μοίρα το εθνικό εγώ τους χάριν του κοινοτικού εμείς, και εσχάτως η μετατροπή μίας Ευρώπης ελεύθερων λαών σε χώρο ανάδειξης του γερμανικού ηγεμονισμού. Σε αυτά προσετέθη η Μεγάλη Ύφεση, τα μνημόνια και οι τρόϊκες. Όμως, όλα αυτά αποτελούν συζητήσεις και προβλήματα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ας ορίσουμε ως ευρωπαϊκό πλαίσιο τον τρόπο σκέψης, τις κοινωνικές δομές και τον πολιτισμό που προέκυψαν από τον Ελληνορωμαϊκό και χριστιανικό κόσμο της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, και στην συνέχεια την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση. Όταν όμως στην ευρωπαϊκή συνάρτηση εισέρχεται η Τουρκία, η συζήτηση εκφεύγει του ευρωπαϊκού πλαισίου. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν πρόκειται περί ρατσισμού, σωβινισμού, εθνικισμού κλπ., λέξεις που με περισσή επιπολαιότητα εκτοξεύουν οι υποστηρικτές (γιά ποιόν λόγο άραγε τόσο πάθος;) της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ένα κράτος με βαρβαρικό ασιατικό χαρακτήρα και δουλοκτητικό παρελθόν, και η νεοτουρκική και κεμαλική της συνέχεια, προέρχονται από μία εντελώς άλλη πραγματικότητα, όχι μόνον μη ευρωπαϊκή, αλλά διαλεκτικά αντίθετη με την Ευρώπη. Η τουρκική κοινωνία δεν πέρασε από τις συγκλονιστικές ευρωπαϊκές εμπειρίες της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν υιοθέτησε τον Ορθό Λόγο, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τις Ατομικές Ελευθερίες,την Δημοκρατία. Όλη η ιστορική πορεία των Τούρκων αποτελεί μία συνεχή πολεμική σύγκρουση με την Ευρώπη και την Δύση γενικώτερα. Οι τουρκικές ορδές κατέστρεψαν το Βυζαντινό κράτος, δηλαδή το πιό ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος του Μεσαίωνα, που εκπροσωπούσε αυτά από τα οποία προέρχεται ο δυτικός κόσμος. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα Βαλκάνια και σταμάτησαν μπροστά στα τείχη της Βιέννης. Όπου προήλαυναν, οι Τούρκοι δημιουργούσαν πολιτιστική και οικονομική υπανάπτυξη. Μόνον οι περιοχές που έμειναν έξω από την οθωμανική επικράτεια ως τμήμα δυτικών δυνάμεων
(π.χ. τα Ιόνια και η Κρήτη μέχρι το 1669) αναπτύχθηκαν πολιτιστικά και κοινωνικά. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η νεοτουρκική Τουρκία πολέμησε εναντίον των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρεταννίας, της Γαλλίας και της Ρωσσίας, με αποτέλεσμα τον διαμελισμό της. Στον Δεύτερο η μετακεμαλική Τουρκία τήρησε σώφρονα ουδετερότητα, γιά να αποφύγει την αντιπαράθεση προς την Δύση. Στον Ψυχρό Πόλεμο η Τουρκία έπρεπε να επιλέξει μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οπότε η επιλογή ήταν υποχρεωτική και αυτονόητη. Αλλά ο Ψυχρός Πόλεμος δεν μετατράπηκε σε Θερμό, ώστε να διαπιστωθεί η νομιμοφροσύνη και ο πραγματικός βαθμός της εμπλοκής της Τουρκίας στο πλευρό των συμμάχων της. Απόδειξη άλλωστε του επίπλαστου και επιφανειακού χαρακτήρα της συμμαχίας της Τουρκίας με την Δύση είναι η ευκολία με την οποία η Τουρκία ανέπτυξε την δική της, αυτόνομη και μάλιστα αντίθετη προς τα δυτικά συμφέροντα γεωστρατηγική ατζέντα, αμέσως μόλις κατέρρευσε η Σοβιετική απειλή. Όχι μόνον η Τουρκία βραχυκύκλωσε από βορρά τα αμερικανικά επιτελικά σχέδια στο Ιράκ, αλλά τελικά ήρθε σε σύγκρουση και με το Ισραήλ. Επομένως η Τουρκία φροντίζει να επαληθεύει τα αντιευρωπαϊκά της χαρακτηριστικά με την σημερινή της διεθνή στάση. Ο Ερντογάν συνόδευσε την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην ΕΕ με ιταμές απειλές προς την Ευρώπη σε περίπτωση αποριπτικής απάντησης, και ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία δεν θα εισέλθει στην ΕΕ ως ένας περιφερειακός εταίρος που θα δίνει συνεχείς εξετάσεις εξευρωπαϊσμού, αλλά ως ισχυρός κεντρικός παίκτης στον σκληρό πυρήνα της κοινής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Άλλωστε ο πληθυσμός της Τουρκίας, και ως σημερινό απόλυτο μέγεθος και ως δημογραφική προοπτική, «εγγυάται» τις τουρκικές αξιώσεις. Οι Ευρωπαίοι στην αρχή αντέδρασαν ευγενώς σε όλα αυτά, αλλά όταν η Τουρκία αρνήθηκε να αντιμετωπίσει την Κύπρο, πλήρες μέλος της ΕΕ, ως υπαρκτό κράτος, διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις. Τώρα, με γερμανική πρωτοβουλία, αυτές ξαναρχίζουν. Η πορεία αυτή θα ανακοπεί στις ευρωεκλογές. Διότι εκεί, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν θα κριθεί το ευρωπαϊκό όραμα, αλλά μία υβριδική, ασαφής και ανεπιθύμητη ευρωτουρκική προοπτική. Η Ευρώπη δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας ως πλήρους μέλους, ακόμη κι αν γιά λόγους πολιτικής ορθότητος δεν το διακηρύσσει ευθέως. Ασφαλώς όμως επιθυμεί μία σχέση οικονομικής συνεργασίας, καλών σχέσεων, ακόμη και γεωστρατηγικής συνύπαρξης με την Τουρκία. Άλλωστε, η ένταξη της τελευταίας στο ΝΑΤΟ, στον βαθμό που δεν υπονομευθεί από ακραία αντιδυτικές επιλογές της, διευκολύνει μία τέτοια συνεργασία. Η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί οπωσδήποτε καίριο στοίχημα.
Δημοσιεύθηκε στην πρωινή εφημερίδα “Kontra News” την Πέμπτη, 23.1.2014.
Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.
Όλες οι αναλύσεις, δημοσκοπήσεις και έρευνες της κοινής γνώμης συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι, στις επερχόμενες ευρωεκλογές, οι δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού θα καταγάγουν θρίαμβο, οδηγώντας την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε πρωτοφανή κρίση. Ένα ευρωκοινοβούλιο ελεγχόμενο από τα πολιτικά κινήματα του Φάρρατζ, της Λεπέν κλπ., θα βραχυκυκλώσει την όποια πρόοδο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και θα προετοιμάσει το έδαφος γιά την επικράτηση των ευρωσκεπτικιστών και στα εθνικά κοινοβούλια, όπερ και το οριστικό τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως την ξέρουμε σήμερα. Ας μην σπεύσουν οι καθ’ ημάς ευρωπαϊστές, διαφωτιστές και φεντεραλιστές, με το γνωστό πομπώδες ύφος τους, να κατηγορήσουν την «ανώριμη» ευρωπαϊκή κοινή γνώμη γιά τις επιλογές της. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση γνώρισε μέρες μεγάλης απήχησης και δημοτικότητας. Τι συνέβη λοιπόν και τώρα έπαυσε να αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο και από όραμα έγινε φόβητρο; Το κρίσιμο σημείο για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, που την απαξίωσε στην κοινή γνώμη των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου, υπήρξε, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Ασφαλώς αρνητικό ρόλο στην απήχηση του ευρωπαϊκού οράματος έπαιξαν άλλα μείζονα θέματα, όπως η εκχώρηση εξουσιών στην ανώνυμη και μη διορισμένη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η παταγώδης αποτυχία της κοινής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, η απροθυμία των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών να θέσουν σε δεύτερη μοίρα το εθνικό εγώ τους χάριν του κοινοτικού εμείς, και εσχάτως η μετατροπή μίας Ευρώπης ελεύθερων λαών σε χώρο ανάδειξης του γερμανικού ηγεμονισμού. Σε αυτά προσετέθη η Μεγάλη Ύφεση, τα μνημόνια και οι τρόϊκες. Όμως, όλα αυτά αποτελούν συζητήσεις και προβλήματα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ας ορίσουμε ως ευρωπαϊκό πλαίσιο τον τρόπο σκέψης, τις κοινωνικές δομές και τον πολιτισμό που προέκυψαν από τον Ελληνορωμαϊκό και χριστιανικό κόσμο της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, και στην συνέχεια την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση. Όταν όμως στην ευρωπαϊκή συνάρτηση εισέρχεται η Τουρκία, η συζήτηση εκφεύγει του ευρωπαϊκού πλαισίου. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν πρόκειται περί ρατσισμού, σωβινισμού, εθνικισμού κλπ., λέξεις που με περισσή επιπολαιότητα εκτοξεύουν οι υποστηρικτές (γιά ποιόν λόγο άραγε τόσο πάθος;) της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ένα κράτος με βαρβαρικό ασιατικό χαρακτήρα και δουλοκτητικό παρελθόν, και η νεοτουρκική και κεμαλική της συνέχεια, προέρχονται από μία εντελώς άλλη πραγματικότητα, όχι μόνον μη ευρωπαϊκή, αλλά διαλεκτικά αντίθετη με την Ευρώπη. Η τουρκική κοινωνία δεν πέρασε από τις συγκλονιστικές ευρωπαϊκές εμπειρίες της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν υιοθέτησε τον Ορθό Λόγο, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τις Ατομικές Ελευθερίες,την Δημοκρατία. Όλη η ιστορική πορεία των Τούρκων αποτελεί μία συνεχή πολεμική σύγκρουση με την Ευρώπη και την Δύση γενικώτερα. Οι τουρκικές ορδές κατέστρεψαν το Βυζαντινό κράτος, δηλαδή το πιό ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος του Μεσαίωνα, που εκπροσωπούσε αυτά από τα οποία προέρχεται ο δυτικός κόσμος. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα Βαλκάνια και σταμάτησαν μπροστά στα τείχη της Βιέννης. Όπου προήλαυναν, οι Τούρκοι δημιουργούσαν πολιτιστική και οικονομική υπανάπτυξη. Μόνον οι περιοχές που έμειναν έξω από την οθωμανική επικράτεια ως τμήμα δυτικών δυνάμεων
(π.χ. τα Ιόνια και η Κρήτη μέχρι το 1669) αναπτύχθηκαν πολιτιστικά και κοινωνικά. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η νεοτουρκική Τουρκία πολέμησε εναντίον των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρεταννίας, της Γαλλίας και της Ρωσσίας, με αποτέλεσμα τον διαμελισμό της. Στον Δεύτερο η μετακεμαλική Τουρκία τήρησε σώφρονα ουδετερότητα, γιά να αποφύγει την αντιπαράθεση προς την Δύση. Στον Ψυχρό Πόλεμο η Τουρκία έπρεπε να επιλέξει μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οπότε η επιλογή ήταν υποχρεωτική και αυτονόητη. Αλλά ο Ψυχρός Πόλεμος δεν μετατράπηκε σε Θερμό, ώστε να διαπιστωθεί η νομιμοφροσύνη και ο πραγματικός βαθμός της εμπλοκής της Τουρκίας στο πλευρό των συμμάχων της. Απόδειξη άλλωστε του επίπλαστου και επιφανειακού χαρακτήρα της συμμαχίας της Τουρκίας με την Δύση είναι η ευκολία με την οποία η Τουρκία ανέπτυξε την δική της, αυτόνομη και μάλιστα αντίθετη προς τα δυτικά συμφέροντα γεωστρατηγική ατζέντα, αμέσως μόλις κατέρρευσε η Σοβιετική απειλή. Όχι μόνον η Τουρκία βραχυκύκλωσε από βορρά τα αμερικανικά επιτελικά σχέδια στο Ιράκ, αλλά τελικά ήρθε σε σύγκρουση και με το Ισραήλ. Επομένως η Τουρκία φροντίζει να επαληθεύει τα αντιευρωπαϊκά της χαρακτηριστικά με την σημερινή της διεθνή στάση. Ο Ερντογάν συνόδευσε την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην ΕΕ με ιταμές απειλές προς την Ευρώπη σε περίπτωση αποριπτικής απάντησης, και ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία δεν θα εισέλθει στην ΕΕ ως ένας περιφερειακός εταίρος που θα δίνει συνεχείς εξετάσεις εξευρωπαϊσμού, αλλά ως ισχυρός κεντρικός παίκτης στον σκληρό πυρήνα της κοινής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Άλλωστε ο πληθυσμός της Τουρκίας, και ως σημερινό απόλυτο μέγεθος και ως δημογραφική προοπτική, «εγγυάται» τις τουρκικές αξιώσεις. Οι Ευρωπαίοι στην αρχή αντέδρασαν ευγενώς σε όλα αυτά, αλλά όταν η Τουρκία αρνήθηκε να αντιμετωπίσει την Κύπρο, πλήρες μέλος της ΕΕ, ως υπαρκτό κράτος, διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις. Τώρα, με γερμανική πρωτοβουλία, αυτές ξαναρχίζουν. Η πορεία αυτή θα ανακοπεί στις ευρωεκλογές. Διότι εκεί, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν θα κριθεί το ευρωπαϊκό όραμα, αλλά μία υβριδική, ασαφής και ανεπιθύμητη ευρωτουρκική προοπτική. Η Ευρώπη δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας ως πλήρους μέλους, ακόμη κι αν γιά λόγους πολιτικής ορθότητος δεν το διακηρύσσει ευθέως. Ασφαλώς όμως επιθυμεί μία σχέση οικονομικής συνεργασίας, καλών σχέσεων, ακόμη και γεωστρατηγικής συνύπαρξης με την Τουρκία. Άλλωστε, η ένταξη της τελευταίας στο ΝΑΤΟ, στον βαθμό που δεν υπονομευθεί από ακραία αντιδυτικές επιλογές της, διευκολύνει μία τέτοια συνεργασία. Η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί οπωσδήποτε καίριο στοίχημα.
Δημοσιεύθηκε στην πρωινή εφημερίδα “Kontra News” την Πέμπτη, 23.1.2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου