ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Εδώ, θυμόμαστε τον Θουκυδίδη και τις αναλυτικές αναφορές του στο δίκαιο της ισχύος έναντι της ισχύος του δικαίου. Ο Πούτιν εφαρμόζει τον Θουκυδίδη στο πλαίσιο μιας πολιτικής σκληρού ρεαλισμού, όπου προβάλλει το κόστος οποιουδήποτε εγχειρήματος των δυτικών δυνάμεων απέναντί του, για να εφαρμόσει την πολιτική του στρατηγικού ελέγχου της Κριμαίας και της ευρύτερης Ουκρανίας. Όπως έγινε το 2008 στην περίπτωση της Γεωργίας, όπου εφάρμοσε με μεγάλη επιτυχία το ίδιο μοντέλο της στρατιωτικής δύναμης έναντι των διακηρυγμένων αρχών και κανόνων διεθνούς δικαίου, έτσι και τώρα, χρησιμοποιεί την κρίση της Ουκρανίας εν είδει παραδείγματος αποτρεπτικής απειλής, για να εμπεδώσει τη στρατηγική ανάδυσης της Ρωσίας σε ισότιμη μεγάλη δύναμη της διεθνούς πολιτικής.
Από την άλλη, ο Ομπάμα χρησιμοποιεί τον ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, γιατί η αλληλεξάρτηση στο διεθνές οικονομικό και κατ’ επέκταση πολιτικό επίπεδο είναι τόσο μεγάλη και ισχυρή, που οποιαδήποτε σύγκρουση με τη Ρωσία θα έχει κόστος για όλους τους εμπλεκομένους. Η δε στρατιωτική επιλογή είναι σαφώς απαγορευτική, διότι επαπειλεί δημιουργία συνθηκών παγκόσμιας καταστροφής, αφού η προβολή της πυρηνικής απειλής είναι εξαιρετικά αξιόπιστη και επομένως αποτρεπτική.
Πρέπει, επανερχόμενοι στον Θουκυδίδη, να υπογραμμίσουμε πως, δυστυχώς, ο κόσμος δεν είναι δομημένος πολιτικά βάσει των αρχών του δικαίου, οι οποίες υφίστανται και εφαρμόζονται μόνο κατ’ εξαίρεσιν και απολύτως επιλεκτικά, εφόσον οι διεθνείς συνθήκες το ευνοούν, και πάλιν όμως καταστρατηγούμενες (βλ. Κόσοβο, Ρωσία, Ιράκ, Αφγανιστάν). Επομένως, το μάθημα που εμείς έχουμε να διδαχθούμε ως ελλαδικός και κυπριακός Ελληνισμός από την περίπτωση της Ουκρανίας και της ρωσοαμερικανικής αντιπαράθεσης είναι ότι, ακόμη και σήμερα, στον 21ο αιώνα, η δύναμη επιβάλλεται του δικαίου ή, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης:
«Ο ισχυρός πράττει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Δεύτερον, στην περίπτωση της Κριμαίας, που θα μπορούσε να προσομοιάζει στην περίπτωση της Κύπρου, αποφάσισε να αποσχισθεί εφαρμόζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, όντας σχεδόν 70% ρωσικός πληθυσμός. Αυτό το δικαίωμα το είχαν και το έχουν οι Έλληνες της Κύπρου, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ΄50 ως δικαίωμα στην αποαποικιοποίηση, όντας 82% του συνόλου του πληθυσμού. Ουδέποτε επιχειρήσαμε ως Ελλάδα και Κύπρος, με στρατηγικό πλάνο, να το εφαρμόσουμε. Η Ελλάδα όφειλε να παίξει τον ρόλο που διαδραματίζει η Ρωσία στην Κριμαία σήμερα, έναντι της Τουρκίας τότε και μετέπειτα. Αντίθετα, σήμερα συζητούμε για την εξίσωση των μεγεθών του 82% με το 18%.
Τρίτον, η περίπτωση της Κριμαίας δεν έχει σχέση με την περίπτωση της κατεχόμενης Κύπρου και τη δράση της Τουρκίας, γιατί ακριβώς η Κύπρος υπέστη το 1974 παρανόμως εισβολή και κατοχή, εκδίωξη και προσφυγοποίηση του πληθυσμού της, κατ’ εφαρμογήν ενός σχεδίου εθνοκάθαρσης, και σήμερα επιδιώκει να εξισώσει την παράνομη οντότητα της κατεχόμενης Κύπρου με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Να διδαχθούμε από τα παθήματα των άλλων
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ μας συνίσταται στο ότι μπορούμε να εμπιστευθούμε το διεθνές δίκαιο όταν είμαστε αρκούντως ισχυροί για να υπερασπιστούμε το δίκαιο και την υπόθεσή μας, δηλαδή την πατρίδα μας. Ακόμη, πρέπει να διδαχθούμε από τα παθήματα των άλλων χωρών που εμπιστεύθηκαν τους ξένους, όπως είναι η σημερινή Ουκρανία φυσικά, που περιμένει τη βοήθεια από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, για να αποκαταστήσει την κυριαρχία της, αλλά και η Βοσνία που προηγήθηκε, που απετέλεσε τον πρόδρομο της κυπριακής λύσης τύπου Ανάν, που είναι απλώς ένα διαλυμένο κρατικό μόρφωμα που διοικείται από ξένους.
Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας στον κόσμο του 21ου αιώνα πρέπει να μας παραδειγματίσουν, ώστε να αποφύγουμε την απόλυτη και τυφλή εμπιστοσύνη που δείχνουμε μέχρι τώρα στους ξένους και τους όποιους τρίτους, εκπροσώπους μεγάλων χωρών, που εμφανίζονται πως θέλουν να μας στηρίξουν, να μας βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματός μας. Σκέφτονται και λειτουργούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα, πολλές φορές τα ατομικά και όχι τα κρατικά. Είναι επιτακτική ανάγκη επιβίωσης η χάραξη στρατηγικής ως προς το τι θέλουμε να πετύχουμε και με ποια μέσα, με ποιους συμμαχούμε και πώς προχωρούμε στα επόμενα βήματά μας. Δεν μας ενδιαφέρει η όποια λύση, μας ενδιαφέρει η καλή και πραγματικά δίκαιη επίλυση του Κυπριακού, που θα δικαιώνει εκείνους που έφυγαν και θα καθιστά υπερήφανους εκείνους που έρχονται.
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Ενεργειακό παιγνίδι Μόσχας με Κίεβο, και Κίεβο με Ευρώπη και Δύση
Η κατάσταση στην Ουκρανία λειτούργησε ως το πεδίο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης των δύο ψυχροπολεμικών πόλων, στην παρούσα φάση, με την προβολή και της Γερμανίας ως ηγέτιδας της ευρωπαϊκής ηπείρου…
Η ΕΛΛΑΔΑ όφειλε να παίξει τον ρόλο που διαδραματίζει η Ρωσία στην Κριμαία σήμερα, έναντι της Τουρκίας τότε και μετέπειτα…
Η ουκρανική κρίση που εκδηλώθηκε τους τελευταίους μήνες, δημιουργώντας ένα πολωμένο κλίμα εμφυλίου στο εσωτερικό της Ουκρανίας, κορυφώθηκε στις 15 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία διεξήχθη το δημοψήφισμα για ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία. Εν μέσω αυτών των καταιγιστικών εξελίξεων που εκτυλίσσονται στην ουκρανική ενδοχώρα, αναδεικνύονται πτυχές της ιστορικής και πολιτιστικής αυτοσυνειδησίας των Ουκρανών, διαγράφοντας παράλληλα σε διεθνές επίπεδο ένα παίγνιο ανταγωνισμών και στρατηγικών επιδιώξεων, που έλκει την καταγωγή του στον 19ο αιώνα μεταξύ Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και Τσαρκικής Ρωσίας, και αργότερα μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Η κατάσταση στην Ουκρανία λειτούργησε ως το πεδίο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης των δύο ψυχροπολεμικών πόλων, στην παρούσα φάση, με την προβολή και της Γερμανίας ως ηγέτιδας της ευρωπαϊκής ηπείρου…
Η ΕΛΛΑΔΑ όφειλε να παίξει τον ρόλο που διαδραματίζει η Ρωσία στην Κριμαία σήμερα, έναντι της Τουρκίας τότε και μετέπειτα…
Η ουκρανική κρίση που εκδηλώθηκε τους τελευταίους μήνες, δημιουργώντας ένα πολωμένο κλίμα εμφυλίου στο εσωτερικό της Ουκρανίας, κορυφώθηκε στις 15 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία διεξήχθη το δημοψήφισμα για ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία. Εν μέσω αυτών των καταιγιστικών εξελίξεων που εκτυλίσσονται στην ουκρανική ενδοχώρα, αναδεικνύονται πτυχές της ιστορικής και πολιτιστικής αυτοσυνειδησίας των Ουκρανών, διαγράφοντας παράλληλα σε διεθνές επίπεδο ένα παίγνιο ανταγωνισμών και στρατηγικών επιδιώξεων, που έλκει την καταγωγή του στον 19ο αιώνα μεταξύ Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και Τσαρκικής Ρωσίας, και αργότερα μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι δύο αυτές δυνάμεις κυρίως φαίνεται να αναβιώνουν σε μια μοντέρνα εκδοχή την υποβόσκουσα στρατηγική τους για την ηγεμόνευση στη διεθνή πολιτική, όπως αναδύθηκε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τη μεταβατική ανάδειξη των ΗΠΑ σε παγκόσμιο ηγεμόνα. Η κατάσταση στην Ουκρανία λειτούργησε ως το πεδίο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης των δύο ψυχροπολεμικών πόλων, στην παρούσα φάση, με την προβολή και της Γερμανίας ως ηγέτιδας της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπου το παιχνίδι δεν είναι μόνο ένας ανταγωνισμός για το κύρος της υπερδύναμης, αλλά κυρίως αναφέρεται στα ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας που συνδέουν τη Μόσχα με το Κίεβο και το Κίεβο με την Ευρώπη και τη Δύση.
Παράλληλα, φυσικά, επιχειρείται η στρατηγική ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής
ενός ασφυκτικού κλοιού, που θα εγκλώβιζε τη Ρωσία σε έναν περιορισμένο χώρο, συρρικνώνοντας τις δυνατότητες επιρροής, έτσι ώστε να μην μπορεί η Ρωσική Ομοσπονδία και η ηγεσία της, δηλαδή ο Πούτιν, να ενισχύουν την επιρροή τους στην Ασιατική Ήπειρο και να διαμορφώνουν συνθήκες παγκόσμιας ισοτιμίας με τις ΗΠΑ, στο σκηνικό της διεθνούς πολιτικής του 21ου αιώνα. Εκείνο που θα ενδιέφερε να εξετάσουμε, σε αυτήν την κρίση, είναι οι πολιτικές συμπεριφορές που αναπτύσσει η κάθε πλευρά στη διαχείριση της κρίσης και δη οι δύο βασικοί μονομάχοι, ο Πούτιν και ο Ομπάμα.Παράλληλα, φυσικά, επιχειρείται η στρατηγική ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής
Εδώ, θυμόμαστε τον Θουκυδίδη και τις αναλυτικές αναφορές του στο δίκαιο της ισχύος έναντι της ισχύος του δικαίου. Ο Πούτιν εφαρμόζει τον Θουκυδίδη στο πλαίσιο μιας πολιτικής σκληρού ρεαλισμού, όπου προβάλλει το κόστος οποιουδήποτε εγχειρήματος των δυτικών δυνάμεων απέναντί του, για να εφαρμόσει την πολιτική του στρατηγικού ελέγχου της Κριμαίας και της ευρύτερης Ουκρανίας. Όπως έγινε το 2008 στην περίπτωση της Γεωργίας, όπου εφάρμοσε με μεγάλη επιτυχία το ίδιο μοντέλο της στρατιωτικής δύναμης έναντι των διακηρυγμένων αρχών και κανόνων διεθνούς δικαίου, έτσι και τώρα, χρησιμοποιεί την κρίση της Ουκρανίας εν είδει παραδείγματος αποτρεπτικής απειλής, για να εμπεδώσει τη στρατηγική ανάδυσης της Ρωσίας σε ισότιμη μεγάλη δύναμη της διεθνούς πολιτικής.
Από την άλλη, ο Ομπάμα χρησιμοποιεί τον ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, γιατί η αλληλεξάρτηση στο διεθνές οικονομικό και κατ’ επέκταση πολιτικό επίπεδο είναι τόσο μεγάλη και ισχυρή, που οποιαδήποτε σύγκρουση με τη Ρωσία θα έχει κόστος για όλους τους εμπλεκομένους. Η δε στρατιωτική επιλογή είναι σαφώς απαγορευτική, διότι επαπειλεί δημιουργία συνθηκών παγκόσμιας καταστροφής, αφού η προβολή της πυρηνικής απειλής είναι εξαιρετικά αξιόπιστη και επομένως αποτρεπτική.
Πρέπει, επανερχόμενοι στον Θουκυδίδη, να υπογραμμίσουμε πως, δυστυχώς, ο κόσμος δεν είναι δομημένος πολιτικά βάσει των αρχών του δικαίου, οι οποίες υφίστανται και εφαρμόζονται μόνο κατ’ εξαίρεσιν και απολύτως επιλεκτικά, εφόσον οι διεθνείς συνθήκες το ευνοούν, και πάλιν όμως καταστρατηγούμενες (βλ. Κόσοβο, Ρωσία, Ιράκ, Αφγανιστάν). Επομένως, το μάθημα που εμείς έχουμε να διδαχθούμε ως ελλαδικός και κυπριακός Ελληνισμός από την περίπτωση της Ουκρανίας και της ρωσοαμερικανικής αντιπαράθεσης είναι ότι, ακόμη και σήμερα, στον 21ο αιώνα, η δύναμη επιβάλλεται του δικαίου ή, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης:
«Ο ισχυρός πράττει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Δεύτερον, στην περίπτωση της Κριμαίας, που θα μπορούσε να προσομοιάζει στην περίπτωση της Κύπρου, αποφάσισε να αποσχισθεί εφαρμόζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, όντας σχεδόν 70% ρωσικός πληθυσμός. Αυτό το δικαίωμα το είχαν και το έχουν οι Έλληνες της Κύπρου, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ΄50 ως δικαίωμα στην αποαποικιοποίηση, όντας 82% του συνόλου του πληθυσμού. Ουδέποτε επιχειρήσαμε ως Ελλάδα και Κύπρος, με στρατηγικό πλάνο, να το εφαρμόσουμε. Η Ελλάδα όφειλε να παίξει τον ρόλο που διαδραματίζει η Ρωσία στην Κριμαία σήμερα, έναντι της Τουρκίας τότε και μετέπειτα. Αντίθετα, σήμερα συζητούμε για την εξίσωση των μεγεθών του 82% με το 18%.
Τρίτον, η περίπτωση της Κριμαίας δεν έχει σχέση με την περίπτωση της κατεχόμενης Κύπρου και τη δράση της Τουρκίας, γιατί ακριβώς η Κύπρος υπέστη το 1974 παρανόμως εισβολή και κατοχή, εκδίωξη και προσφυγοποίηση του πληθυσμού της, κατ’ εφαρμογήν ενός σχεδίου εθνοκάθαρσης, και σήμερα επιδιώκει να εξισώσει την παράνομη οντότητα της κατεχόμενης Κύπρου με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Να διδαχθούμε από τα παθήματα των άλλων
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ μας συνίσταται στο ότι μπορούμε να εμπιστευθούμε το διεθνές δίκαιο όταν είμαστε αρκούντως ισχυροί για να υπερασπιστούμε το δίκαιο και την υπόθεσή μας, δηλαδή την πατρίδα μας. Ακόμη, πρέπει να διδαχθούμε από τα παθήματα των άλλων χωρών που εμπιστεύθηκαν τους ξένους, όπως είναι η σημερινή Ουκρανία φυσικά, που περιμένει τη βοήθεια από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, για να αποκαταστήσει την κυριαρχία της, αλλά και η Βοσνία που προηγήθηκε, που απετέλεσε τον πρόδρομο της κυπριακής λύσης τύπου Ανάν, που είναι απλώς ένα διαλυμένο κρατικό μόρφωμα που διοικείται από ξένους.
Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας στον κόσμο του 21ου αιώνα πρέπει να μας παραδειγματίσουν, ώστε να αποφύγουμε την απόλυτη και τυφλή εμπιστοσύνη που δείχνουμε μέχρι τώρα στους ξένους και τους όποιους τρίτους, εκπροσώπους μεγάλων χωρών, που εμφανίζονται πως θέλουν να μας στηρίξουν, να μας βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματός μας. Σκέφτονται και λειτουργούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα, πολλές φορές τα ατομικά και όχι τα κρατικά. Είναι επιτακτική ανάγκη επιβίωσης η χάραξη στρατηγικής ως προς το τι θέλουμε να πετύχουμε και με ποια μέσα, με ποιους συμμαχούμε και πώς προχωρούμε στα επόμενα βήματά μας. Δεν μας ενδιαφέρει η όποια λύση, μας ενδιαφέρει η καλή και πραγματικά δίκαιη επίλυση του Κυπριακού, που θα δικαιώνει εκείνους που έφυγαν και θα καθιστά υπερήφανους εκείνους που έρχονται.
http://www.sigmalive.com/simerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου