Του Σταύρου Λυγερού
ΤΟ ΕΡΓΟ το έχουμε ξαναδεί επανειλημμένως. Οταν έρχεται η ώρα να εκταμιευθεί μία δόση, η τρόικα θέτει νέες απαιτήσεις, η κυβέρνηση αρχικά αρνείται να τις ικανοποιήσει, αλλά τελικώς υποκύπτει. Η μόνη διαφορά με το παρελθόν είναι ότι αυτή τη φορά έχουμε μπροστά μας κάλπες. Κάλπες για την τοπική αυτοδιοίκηση, κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο, ενώ δεν αποκλείεται να στηθούν και εθνικές κάλπες.
Ο Σαμαράς έχει επίγνωση ότι το κόμμα του κινδυνεύει να υποστεί βαριά ήττα στις ευρωεκλογές. Γι’ αυτό αγωνίζεται να μοιράσει το 70% του πρωτογενούς πλεονάσματος με τη μορφή εφάπαξ προεκλογικού δώρου μερικών ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ένστολους. Αν και υπάρχει σχετική συμφωνία, η τρόικα δεν συναινεί. Ο λόγος δεν είναι μόνο η ιδεοληπτική προσκόλλησή της στη μονοδιάστατη λιτότητα. Είναι και το γεγονός ότι έχει επίγνωση πως το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πλασματικό και, βεβαίως, μη βιώσιμο.
Εχουμε εξαρχής υπογραμμίσει ότι είναι κοροϊδία να μιλάει η κυβέρνηση για πρωτογενές πλεόνασμα όταν δεν πληρώνει ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς ιδιώτες. Αν το Δημόσιο ήταν συνεπές στις υποχρεώσεις του, αντί για το πρωτογενές πλεόνασμα, θα είχε καταγραφεί πρωτογενές έλλειμμα πάνω από δύο δισ. ευρώ. Η τρόικα αποδέχεται την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος επειδή το ευρωιερατείο έχει ανάγκη να δείξει στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι η μονοδιάστατη λιτότητα φέρνει και θετικά αποτελέσματα. Η Ελλάδα, άλλωστε, έχει εξαρχής μετατραπεί στο πειραματόζωο της κρίσης του ευρώ.
Επειδή η τρόικα γνωρίζει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πλασματικό και μη βιώσιμο, από το φθινόπωρο είχε αποκλείσει τη διάθεση του 70% σε προεκλογικά δώρα. Τώρα που έρχεται η ώρα, περιορίζει το ύψος του κάτω από το ένα δισ., επικαλούμενη προεισπράξεις δημοσίων εσόδων του 2014. Παραλλήλως, πιέζει την κυβέρνηση να διοχετεύσει το πρωτογενές πλεόνασμα στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και στην κάλυψη δημοσιονομικών αναγκών
του 2014.
Υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με το μνημόνιο, το 2014 πρέπει να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (περίπου 2,75 δισ.), το 2015 3% του ΑΕΠ (περίπου 5,7 δισ.) και το 2016 4,5% του ΑΕΠ (περίπου 9 δισ.). Οι στόχοι αυτοί αντιστοιχούν σε συνολικά ελλείμματα (συμπεριλαμβάνεται η πληρωμή των τόκων) 4,1% του ΑΕΠ το 2013, 3,3% του ΑΕΠ το 2014, 2,1% του ΑΕΠ το 2015 και 0,8% του ΑΕΠ το 2016.
Οι στόχοι αυτοί είναι απρόσιτοι. Για να εμφανίσει το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα, η κυβέρνηση έκανε τα πάντα. Εκτός από τη μερική στάση πληρωμών στο εσωτερικό και τις προεισπράξεις εσόδων, «ψαλίδισε» τις δημόσιες επενδύσεις και επέβαλε υπερφορολόγηση.
Παραλλήλως, επέβαλε άνευ προηγουμένου μεθόδους είσπραξης. Οταν το κράτος αφαιρεί από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων τα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών και όταν επικρέμαται η απειλή φυλάκισης, προφανώς ο φορολογούμενος θέτει σε προτεραιότητα την πληρωμή των οφειλών του στο Δημόσιο.
Ο λόγος που η κυβέρνηση έχει αναγάγει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος σε κεντρικό στόχο της είναι το γεγονός ότι το Eurogroup το έχει θέσει ως όρο για να συζητήσει νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Πόσο ακόμα, όμως, θα αντέξει η πραγματική οικονομία την υπερφορολόγηση; Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και πολλές καταρρέουν. Οι αποταμιεύσεις των μικρομεσαίων εξανεμίζονται, για να χρηματοδοτήσουν τη διαβίωση και την πληρωμή φόρων.
Η δραστική μείωση των εισοδημάτων, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση, πολλαπλασιάζουν όχι μόνο τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, αλλά και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο Δημόσιο. Ουκ αν λάβεις, όμως, από τους μη έχοντες. Αλλά και όσοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία δυσκολεύονται να τη ρευστοποιήσουν. Η αγορά ακινήτων είναι ουσιαστικά «παγωμένη» και οι τιμές συνεχώς κατρακυλούν σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Ο Σόιμπλε και η «κατά φαντασία θεραπευμένη»
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΣΟΔΑ είναι βιώσιμα μόνο όταν προέρχονται κυρίως από μια λογική φορολόγηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, εάν δηλαδή προέρχονται κυρίως από τον παραγόμενο πλούτο. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί τα δημόσια οικονομικά να είναι υγιή (ούτε και το τραπεζικό σύστημα) όταν η πραγματική οικονομία ασφυκτιά και συρρικνώνεται. Η -μέσω της υπερφολόγησης- λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας μόνο προσωρινά λύνει το δημοσιονομικό πρόβλημα. Βιώσιμη λύση θα προκύψει μόνο εάν η πραγματική οικονομία αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική. Ο Σαμαράς μιλάει για ανάπτυξη, αλλά η πολιτική του αποδομεί την πραγματική οικονομία.
Το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, η υπερφορολόγηση, η έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, η γραφειοκρατία και το υψηλό κόστος ενέργειας αποτρέπουν την πραγματοποίηση σημαντικών άμεσων ξένων επενδύσεων παραγωγικού χαρακτήρα. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η πολιτική αβεβαιότητα, λόγω της αστάθειας του ΠΑΣΟΚ και της διαφαινόμενης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ.
Οσοι επενδύσουν κατά κανόνα θα το κάνουν για να αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσια περιουσία, ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας, ιδιωτική περιουσία που ξεπουλιέται επειδή οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα αυξημένα φορολογικά βάρη και τα «κόκκινα» δάνεια από τις τράπεζες.
Χωρίς να υποβαθμίζουμε τις όποιες σωστές αλλαγές, το συμπέρασμα είναι ότι δεν βρισκόμαστε στο τέλος μίας επώδυνης αλλά εξυγιαντικής διαδρομής. Το αντίθετο. Η πραγματική οικονομία βυθίζεται στο τέλμα, με αποτέλεσμα την καταστροφή υγιούς παραγωγικού ιστού. Με άλλα λόγια, το παραμύθι ότι «ακόμα λίγη υπομονή και θα βγούμε από το τούνελ» είναι ψεύδος. Η πραγματικότητα είναι πεισματάρικη, και αυτές τις ημέρες η τρόικα υπενθυμίζει στους Σαμαρά - Βενιζέλο ότι είναι πολιτικά όμηροι.
Το ευρωιερατείο δεν δείχνει διατεθειμένο να συμμερισθεί τις προεκλογικές σκοπιμότητές τους. Το αίτημα για έλεος, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικό διαπραγματευτικό όπλο. Η δήλωση Σόιμπλε είναι ενδεικτική. Υπενθυμίζουμε την προ καιρού αναφορά του περιοδικού Spiegel ότι η Ελλάδα είναι «κατά φαντασία θεραπευμένη». Οι Σαμαράς - Βενιζέλος ισχυρίζονται το αντίθετο, αλλά το ευρωιερατείο πιέζει την Ελλάδα να συνάψει νέα δανειακή σύμβαση και, βεβαίως, νέο μνημόνιο, που για επικοινωνιακούς λόγους θα ονομασθεί αλλιώς.
www.real.gr
ΤΟ ΕΡΓΟ το έχουμε ξαναδεί επανειλημμένως. Οταν έρχεται η ώρα να εκταμιευθεί μία δόση, η τρόικα θέτει νέες απαιτήσεις, η κυβέρνηση αρχικά αρνείται να τις ικανοποιήσει, αλλά τελικώς υποκύπτει. Η μόνη διαφορά με το παρελθόν είναι ότι αυτή τη φορά έχουμε μπροστά μας κάλπες. Κάλπες για την τοπική αυτοδιοίκηση, κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο, ενώ δεν αποκλείεται να στηθούν και εθνικές κάλπες.
Ο Σαμαράς έχει επίγνωση ότι το κόμμα του κινδυνεύει να υποστεί βαριά ήττα στις ευρωεκλογές. Γι’ αυτό αγωνίζεται να μοιράσει το 70% του πρωτογενούς πλεονάσματος με τη μορφή εφάπαξ προεκλογικού δώρου μερικών ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ένστολους. Αν και υπάρχει σχετική συμφωνία, η τρόικα δεν συναινεί. Ο λόγος δεν είναι μόνο η ιδεοληπτική προσκόλλησή της στη μονοδιάστατη λιτότητα. Είναι και το γεγονός ότι έχει επίγνωση πως το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πλασματικό και, βεβαίως, μη βιώσιμο.
Εχουμε εξαρχής υπογραμμίσει ότι είναι κοροϊδία να μιλάει η κυβέρνηση για πρωτογενές πλεόνασμα όταν δεν πληρώνει ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς ιδιώτες. Αν το Δημόσιο ήταν συνεπές στις υποχρεώσεις του, αντί για το πρωτογενές πλεόνασμα, θα είχε καταγραφεί πρωτογενές έλλειμμα πάνω από δύο δισ. ευρώ. Η τρόικα αποδέχεται την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος επειδή το ευρωιερατείο έχει ανάγκη να δείξει στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι η μονοδιάστατη λιτότητα φέρνει και θετικά αποτελέσματα. Η Ελλάδα, άλλωστε, έχει εξαρχής μετατραπεί στο πειραματόζωο της κρίσης του ευρώ.
Επειδή η τρόικα γνωρίζει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πλασματικό και μη βιώσιμο, από το φθινόπωρο είχε αποκλείσει τη διάθεση του 70% σε προεκλογικά δώρα. Τώρα που έρχεται η ώρα, περιορίζει το ύψος του κάτω από το ένα δισ., επικαλούμενη προεισπράξεις δημοσίων εσόδων του 2014. Παραλλήλως, πιέζει την κυβέρνηση να διοχετεύσει το πρωτογενές πλεόνασμα στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και στην κάλυψη δημοσιονομικών αναγκών
του 2014.
Υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με το μνημόνιο, το 2014 πρέπει να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (περίπου 2,75 δισ.), το 2015 3% του ΑΕΠ (περίπου 5,7 δισ.) και το 2016 4,5% του ΑΕΠ (περίπου 9 δισ.). Οι στόχοι αυτοί αντιστοιχούν σε συνολικά ελλείμματα (συμπεριλαμβάνεται η πληρωμή των τόκων) 4,1% του ΑΕΠ το 2013, 3,3% του ΑΕΠ το 2014, 2,1% του ΑΕΠ το 2015 και 0,8% του ΑΕΠ το 2016.
Οι στόχοι αυτοί είναι απρόσιτοι. Για να εμφανίσει το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα, η κυβέρνηση έκανε τα πάντα. Εκτός από τη μερική στάση πληρωμών στο εσωτερικό και τις προεισπράξεις εσόδων, «ψαλίδισε» τις δημόσιες επενδύσεις και επέβαλε υπερφορολόγηση.
Παραλλήλως, επέβαλε άνευ προηγουμένου μεθόδους είσπραξης. Οταν το κράτος αφαιρεί από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων τα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών και όταν επικρέμαται η απειλή φυλάκισης, προφανώς ο φορολογούμενος θέτει σε προτεραιότητα την πληρωμή των οφειλών του στο Δημόσιο.
Ο λόγος που η κυβέρνηση έχει αναγάγει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος σε κεντρικό στόχο της είναι το γεγονός ότι το Eurogroup το έχει θέσει ως όρο για να συζητήσει νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Πόσο ακόμα, όμως, θα αντέξει η πραγματική οικονομία την υπερφορολόγηση; Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και πολλές καταρρέουν. Οι αποταμιεύσεις των μικρομεσαίων εξανεμίζονται, για να χρηματοδοτήσουν τη διαβίωση και την πληρωμή φόρων.
Η δραστική μείωση των εισοδημάτων, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση, πολλαπλασιάζουν όχι μόνο τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, αλλά και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο Δημόσιο. Ουκ αν λάβεις, όμως, από τους μη έχοντες. Αλλά και όσοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία δυσκολεύονται να τη ρευστοποιήσουν. Η αγορά ακινήτων είναι ουσιαστικά «παγωμένη» και οι τιμές συνεχώς κατρακυλούν σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Ο Σόιμπλε και η «κατά φαντασία θεραπευμένη»
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΣΟΔΑ είναι βιώσιμα μόνο όταν προέρχονται κυρίως από μια λογική φορολόγηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, εάν δηλαδή προέρχονται κυρίως από τον παραγόμενο πλούτο. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί τα δημόσια οικονομικά να είναι υγιή (ούτε και το τραπεζικό σύστημα) όταν η πραγματική οικονομία ασφυκτιά και συρρικνώνεται. Η -μέσω της υπερφολόγησης- λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας μόνο προσωρινά λύνει το δημοσιονομικό πρόβλημα. Βιώσιμη λύση θα προκύψει μόνο εάν η πραγματική οικονομία αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική. Ο Σαμαράς μιλάει για ανάπτυξη, αλλά η πολιτική του αποδομεί την πραγματική οικονομία.
Το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, η υπερφορολόγηση, η έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, η γραφειοκρατία και το υψηλό κόστος ενέργειας αποτρέπουν την πραγματοποίηση σημαντικών άμεσων ξένων επενδύσεων παραγωγικού χαρακτήρα. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η πολιτική αβεβαιότητα, λόγω της αστάθειας του ΠΑΣΟΚ και της διαφαινόμενης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ.
Οσοι επενδύσουν κατά κανόνα θα το κάνουν για να αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσια περιουσία, ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας, ιδιωτική περιουσία που ξεπουλιέται επειδή οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα αυξημένα φορολογικά βάρη και τα «κόκκινα» δάνεια από τις τράπεζες.
Χωρίς να υποβαθμίζουμε τις όποιες σωστές αλλαγές, το συμπέρασμα είναι ότι δεν βρισκόμαστε στο τέλος μίας επώδυνης αλλά εξυγιαντικής διαδρομής. Το αντίθετο. Η πραγματική οικονομία βυθίζεται στο τέλμα, με αποτέλεσμα την καταστροφή υγιούς παραγωγικού ιστού. Με άλλα λόγια, το παραμύθι ότι «ακόμα λίγη υπομονή και θα βγούμε από το τούνελ» είναι ψεύδος. Η πραγματικότητα είναι πεισματάρικη, και αυτές τις ημέρες η τρόικα υπενθυμίζει στους Σαμαρά - Βενιζέλο ότι είναι πολιτικά όμηροι.
Το ευρωιερατείο δεν δείχνει διατεθειμένο να συμμερισθεί τις προεκλογικές σκοπιμότητές τους. Το αίτημα για έλεος, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικό διαπραγματευτικό όπλο. Η δήλωση Σόιμπλε είναι ενδεικτική. Υπενθυμίζουμε την προ καιρού αναφορά του περιοδικού Spiegel ότι η Ελλάδα είναι «κατά φαντασία θεραπευμένη». Οι Σαμαράς - Βενιζέλος ισχυρίζονται το αντίθετο, αλλά το ευρωιερατείο πιέζει την Ελλάδα να συνάψει νέα δανειακή σύμβαση και, βεβαίως, νέο μνημόνιο, που για επικοινωνιακούς λόγους θα ονομασθεί αλλιώς.
www.real.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου