Μετά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της Τουρκίας από το ΑΚΡ, που σημαδεύτηκαν από την προσπάθεια του Τ. Ερντογάν να εξουδετερώσει το βαθύ κράτος του στρατιωτικοπολιτικού κεμαλικού κατεστημένου, δημιουργήθηκαν σε Αθήνα και Λευκωσία προσδοκίες ότι θα εγκαταλειπόταν η παραδοσιακή διεκδικητική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Έτσι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες επένδυσαν στον κ. Ερντογάν για να διαπιστώσουν δώδεκα χρόνια μετά ότι το καθεστώς που οικοδομείται πια στην Τουρκία είναι πολύ πιο ανεξέλεγκτο και το ίδιο επικίνδυνο για τα συμφέροντα του Ελληνισμού.
Οι διεκδικήσεις που πλέον ξεδιπλώνει με καθαρό τρόπο η Άγκυρα εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου συνδυάζονται με τον δυναμισμό με τον οποίο η Τουρκία διεκδικεί έναν περιφερειακό ρόλο και με τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να επιβάλλει έναν νέου τύπου συνεταιρισμό με την ΕΕ, στον οποίο δεν θα έχουν θέση όροι και προϋποθέσεις που θα αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, το ευρωπαϊκό κεκτημένο ή την επίλυση του Κυπριακού.
Οι απειλητικές δηλώσεις του Ερντογάν εναντίον της ΕΕ με αφορμή την κριτική που ασκήθηκε από τις Βρυξέλλες για το κύμα συλλήψεων δημοσιογράφων και διωγμών των μη φιλικών του ΜΜΕ, προβληματίζουν την ΕΕ, αλλά κυρίως προκαλούν ανησυχία σε Αθήνα και Λευκωσία, μια και αποδεικνύεται ότι πολλές και σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ αυτών η Βρετανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία κ.ά., είναι διατεθειμένες να «καταπιούν» τον αυταρχισμό και την αλαζονεία του καθεστώτος Ερντογάν με το επιχείρημα ότι πρέπει με κάθε τρόπο να κρατηθεί ζωντανή η σχέση, έστω και «ανάρμοστη», με την Τουρκία του Ερντογάν.
Οι απειλές του Ερντογάν ότι η «Τουρκία δεν θα γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος» της Ευρώπης και ότι η «ΕΕ δεν έχει δικαίωμα να σηκώνει το δάκτυλο στην Τουρκία, αλλά θα πρέπει να κοιτάξει τα δικά της προβλήματα με την ισλαμοφοβία και τον ρατσισμό», ερέθισαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά αντιμετωπίσθηκαν με πρωτοφανή ανοχή από την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία.
Όπως πολλοί αναλυτές επισημαίνουν, έτσι και η τελευταία έκθεση του Carnegie Europe εκτιμά ότι «σήμερα η σχέση Τουρκίας - ΕΕ είναι περισσότερο προβληματική από οποιαδήποτε άλλη στιγμή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν το 2005, καθώς εκτός των άλλων η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται παρά σε ελάχιστες προϋποθέσεις από αυτές που απαιτούνται για ένα υποψήφιο μέλος».
Όμως η στρατηγική θέση της Τουρκίας είναι αυτή που εξασφαλίζει την ανοχή των εταίρων, καθώς, όπως με κυνισμό αναφέρουν οι αναλυτές του Ghatham House για τα θέματα της Τουρκίας, «κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την Τουρκία οποιεσδήποτε κι αν είναι οι πολιτικές που ακολουθεί ο πρόεδρος Ερντογάν».
Το πλαίσιο αυτό που δημιουργείται στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ και τη Δύση είναι δυσμενές για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού πλέον οδηγείται σε ακύρωση το μεγάλο όπλο που είχε στα χέρια της για σχεδόν δύο δεκαετίες η Αθήνα, καθώς κρατούσε στα χέρια της το κλειδί των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Όλο και περισσότερο αναποτελεσματική είναι η πίεση που ασκήθηκε στην Τουρκία είτε για την υποχρέωση σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα και σεβασμού του διεθνούς δικαίου είτε στον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και θρησκευτικών ελευθεριών, στα οποία περιλαμβάνεται και το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και το Κυπριακό…
Μια ισχυρή Τουρκία που επιβάλλει ad hoc σχέση με την Ευρώπη, υποχρεώνει την Αθήνα και τη Λευκωσία να επανακαθορίσουν τη στρατηγική τους και μάλιστα υπό τους δυσμενείς όρους όχι μόνο της οικονομικής κρίσης και της αποδυνάμωσης της διπλωματικής ισχύος των δύο χωρών, αλλά και εν μέσω εκδήλωσης της πιο προκλητικής αμφισβήτησης της οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την ίδια περίοδο μάλιστα που στο Αιγαίο όχι μόνο έχουν ξεδιπλωθεί και πάλι όλες οι διεκδικήσεις της Τουρκίας (που διατυπώθηκαν αρχικά από το κεμαλικό κατεστημένο αλλά με την ίδια ευκολία υιοθετηθήκαν και από το ισλαμοεθνικιστικό μόρφωμα του ΑΚΡ), αλλά επαναλαμβάνονται οι συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, οι υπερπτήσεις ελληνικών νησιών και ο -σε τακτά χρονικά διαστήματα- διάπλους τουρκικών φρεγατών στα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Οι δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων, μετά την προκήρυξη εκλογών στην Ελλάδα, ότι λίγο-πολύ είχε δρομολογηθεί η αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στο Αιγαίο, δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό για το τι ακριβώς είχε διαμειφθεί στις τελευταίες επαφές του κ. Βενιζέλου με την τουρκική ηγεσία. Και κυρίως σε ποια βάση διαπιστωνόταν αυτή η «προσέγγιση», καθώς τουλάχιστον από τουρκικής πλευράς δεν υπήρχε καμία απολύτως μετακίνηση από τις σκληρές θέσεις της.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, όπου ο στρατηγικός σχεδιασμός της Τουρκίας είναι σαφής και προβλέπει είτε τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων είτε την εξασφάλιση ελέγχου των κοιτασμάτων της Κυπριακής ΑΟΖ μέσω των Τουρκοκυπρίων σε μια χαλαρή Ομοσπονδία, οι προκλήσεις θα συνεχισθούν, θέτοντας τη Λευκωσία σε δεινή θέση, καθώς οι πιέσεις θα ασκηθούν τελικά στην ελληνοκυπριακή πλευρά για να προσδεθεί σε συνομιλίες και να αποδεχθεί την όποια λύση διαμορφωθεί. Με την τακτική αυτή η Άγκυρα θέλει να δώσει και τον χαρακτήρα της «τελευταίας ευκαιρίας» στη διαδικασία των συνομιλιών που θα ξεκινήσουν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, πιθανότατα το αμέσως πρόσεχες διάστημα, δημιουργώντας έτσι νέα δεδομένα στο Κυπριακό σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας ή απόρριψης του σχεδίου λύσης από τους Ελληνοκύπριους. Με την Ελλάδα σε προεκλογική περίοδο, με την πολιτική αβεβαιότητα να θεωρείται δεδομένη για ένα σημαντικό διάστημα, με το εθνικό διαπραγματευτικό «κεφάλαιο» να πρέπει να διατεθεί κυρίως για τη μάχη της οικονομίας και της αντιμετώπισης των δανειστών και την Κύπρο σε θέση αδυναμίας να αποκρούσει τις απειλές και τις προκλήσεις της Τουρκίας, το 2015 ξεκινά με αρνητικούς οιωνούς στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Εκτός των άλλων, Αθήνα και Λευκωσία δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει τη στρατηγική απέναντι στη «Νέα Τουρκία» την οποία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με αναποτελεσματικά «παλιά εργαλεία»…
http://www.paron.gr/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου