Του Σταύρου Λυγερού
Η αιματηρή επίθεση εναντίον του γαλλικού σατυρικού περιοδικού Charlie Hebdo δεν συγκρίνεται από την άποψη του αριθμού των θυμάτων με παλαιότερες τυφλές και πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις, όπως αυτή στη Μαδρίτη το 2003 και στο Λονδίνο το 2005. Εμπεριέχει, ωστόσο, με πιο καθαρό τρόπο το μήνυμα του “ιερού πολέμου” που η ισλαμική τρομοκρατία έχει κηρύξει εναντίον όχι κάποιων δυτικών κυβερνήσεων, αλλά εναντίον των αξιών του δυτικού πολιτισμού.
Οι εξελίξεις κατέδειξαν, άλλωστε, ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Οι αιματηρές επιθέσεις-ομηρίες που ακολούθησαν επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για αλυσίδα επιθέσεων, η οποία έχει σκοπό να προκαλέσει πανικό και φόβο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μάλιστα, φοβούνται ότι η αλυσίδα δεν θα περιορισθούν στη Γαλλία.
Η χρήση του όρου τρομοκρατία για τις ανωτέρω επιθέσεις δεν είναι βεβαίως λανθασμένη, αλλά βάζοντας διαφορετικά πράγματα στο ίδιο τσουβάλι χάνουμε τον ειδικό χαρακτήρα αυτών των επιθέσεων. Η ισλαμική τρομοκρατία διαφέρει ποιοτικά και από την ακροαριστερή και από την ακροδεξιά τρομοκρατία, αλλά και από την τρομοκρατική δράση εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.
Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες τρομοκρατών, που διατηρούν κάποιου είδους ηθικούς φραγμούς, η ισλαμική τρομοκρατία είναι επιρρεπής στην υπέρβαση κάθε αναστολής. Η πυροδότηση του απόλυτου μίσους καταλύει όλους τους περιορισμούς που η Ανθρωπότητα έχει στην πορεία της ιστορίας θέσει για τους τρόπους διεξαγωγής των εχθροπραξιών.
Όπως αποδείχθηκε και από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς για τις απώλειες αθώων. Από τη στιγμή, που οι ίδιοι οι δράστες θεωρούν ότι θυσιάζονται για έναν ιερό σκοπό δεν διστάζουν να συμπαρασύρουν στον θάνατο αμάχους, ακόμα και μικρά παιδιά. Στα μάτια τους, άλλωστε, ο Δυτικός άνθρωπος είναι όχι μόνο “άπιστος”, αλλά και εχθρός.
Όπως αποδείχθηκε και από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς για τις απώλειες αθώων. Από τη στιγμή, που οι ίδιοι οι δράστες θεωρούν ότι θυσιάζονται για έναν ιερό σκοπό δεν διστάζουν να συμπαρασύρουν στον θάνατο αμάχους, ακόμα και μικρά παιδιά. Στα μάτια τους, άλλωστε, ο Δυτικός άνθρωπος είναι όχι μόνο “άπιστος”, αλλά και εχθρός.
Το 2002, είχαμε την πολύνεκρη έκρηξη στο τουριστικό Μπαλί της Ινδονησίας. Το 2003, είχαμε τα δύο ζεύγη βομβιστικών επιθέσεων στην Κωνσταντινούπολη. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις μεταξύ των θυμάτων ήταν και μουσουλμάνοι. Όσοι τις σχεδίασαν και τις εκτέλεσαν απέδειξαν ότι θεωρούν αναλώσιμους και ανύποπτους ομόθρησκούς τους, που έτυχε να βρίσκονται στον τόπο των εκρήξεων.
Το 2004, με την επίσης πολύνεκρη βομβιστική επίθεση στη Μαδρίτη, το μέτωπο του ασύμμετρου αυτού πολέμου μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ευρώπης. Ήταν ένα μήνυμα ότι όποια ευρωπαϊκή χώρα ευθυγραμμίζεται με την κυβέρνηση Μπους θα γίνεται στόχος. Το 2005, ήλθε η σειρά του Λονδίνου. Λόγω της συμμετοχής της στον πόλεμο του Ιράκ, η Βρετανία ήταν στόχος. Παραλλήλως, αντίστοιχες επιθέσεις δεχόταν και η Ρωσία (η αιματηρή κατάληψη του σχολείου στην Βόρεια Οσετία (2004) και οι πολύνεκρες επιθέσεις των Τσετσένων στη Μόσχα) και η Ινδία (η αιματηρή επίθεση Πακιστανών τρομοκρατών στη Βομβάη το 2008).
Η ισλαμική τρομοκρατία τροφοδοτείται από τη δεξαμενή του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος είναι ένα ιδεολογικοπολιτικό φαινόμενο με μεγάλη
απήχηση στο μουσουλμανικό τόξο που αρχίζει από το Μαρόκο και τη Νιγηρία και φθάνει μέχρι την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, υποτίμησαν τη θρησκευτική-πολιτισμική εχθρότητα του ισλαμικού φονταμενταλισμού προς τη Δύση και τον δυτικό τρόπο ζωής.
Για την ισλαμική τρομοκρατία εχθρός δεν είναι μόνο οι φορείς και οι μηχανισμοί ενός καθεστώτος, ή ενός κράτους. Εχθρός είναι όλα τα ιδεολογικά και αξιακά παρακλάδια του Διαφωτισμού. Η χρήση κάθε μέσου που καλλιεργεί τον τρόμο στον εχθρό, είναι θεμιτή. Η δράση των τζιχαντιστών δεν περιορίζεται από ηθικούς ενδοιασμούς και γι’ αυτό και δεν διστάζουν να καταφεύγουν στην τυφλή βία, σε βιντεοσκοπημένες τελετουργίες αποκεφαλισμών, όπως αυτές που πραγματοποίησε προσφάτως το ΙSIS.
Στην πραγματικότητα, η ισλαμική τρομοκρατία αντιπροσωπεύει μία ασύμμετρη απειλή, που ιδεολογικά παραπέμπει σε πόλεμο πολιτισμών. Εξ ου και το φαινόμενο δεν αποτελεί πτυχή του παραδοσιακού γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Μπορεί ορισμένες φορές να διασυνδέεται με αυτόν, αλλά τακτικά κι όχι στρατηγικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική σπάνια από μόνη της οδηγεί σε τόσο ακραίες συμπεριφορές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθοριστικό ρόλο παίζει η ύπαρξη του θρησκευτικού υπόβαθρου και η νομιμοποιημένη από το Ισλάμ έννοια του “ιερού πολέμου” (τζιχάντ). Αυτό δεν σημαίνει ότι αιτία της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι το θρησκευτικό δόγμα. Μία τέτοια ταύτιση θα ήταν όχι μόνο άτοπη, αλλά και επικίνδυνη.
Από την άλλη πλευρά, όμως, εθελοτυφλούν όσοι στο όνομα της πολιτικής ορθότητας αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης ανάμεσα στα δύο. Η ισλαμική τρομοκρατία νομιμοποιείται από μία ακραία ανάγνωση του Κορανίου. Δεν είναι τυχαίο ότι π.χ. κανένας Σέρβος δεν πραγματοποίησε τρομοκρατική επίθεση αυτοκτονίας, παρότι η χώρα του βομβαρδίσθηκε και ταπεινώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις. Όπως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αιματηρές επιθέσεις των τζιχαντιστών γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό από δεκάδες εκατομμυρίων απλών μουσουλμάνων σ’ όλο τον κόσμο. Και οι επιθέσεις στη Γαλλία δεν αποτελούν εξαίρεση.
Στην πραγματικότητα, η ισλαμική τρομοκρατία και ευρύτερα ο ισλαμικός φονταμενταλισμός τροφοδοτούνται από το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει το μουσουλμανικό κόσμο από τη Δύση. Υπενθυμίζουμε ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία του ενός πέμπτου των κατοίκων της Γης και είναι επίσης η θρησκεία, που επεκτείνεται με ταχύτερο ρυθμό διεθνώς, αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Οι πολύνεκρες και κατά κανόνα φανταιζί επιθέσεις των τζιχαντιστών μεγιστοποιούν την πολιτικοψυχολογική επίπτωση στη διεθνή κοινή γνώμη. Λόγω της τεράστιας κάλυψης από τα διεθνή ΜΜΕ, αφήνουν βαθύτερη σφραγίδα. Προκαλούν μεγάλο θόρυβο κι ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια. Η διεθνής κοινή γνώμη τείνει να πιστέψει ότι η Αλ Κάιντα και τα παρακλάδια της είναι ικανή να πλήξει στόχους όπου και όποτε θέλει. Έχει ήδη υφανθεί ένας μύθος, τον οποίον κάθε νέα επίθεση μεγαλώνει.
Δεν πρόκειται για τυχαίο αποτέλεσμα. Η ισλαμική τρομοκρατία δεν έχει μόνο επιδείξει φαντασία και πρωτοτυπία στις μεθόδους. Έχει επιδείξει και ένα πρωτοφανές για τα μέτρα του μουσουλμανικού κόσμου επίπεδο επιχειρησιακής οργάνωσης και πειθαρχίας. Ο Οσάμα Mπιν Λάντεν είχε δηλώσει ότι ο Δυτικός Κόσμος δεν θα μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Με άλλα λόγια, η ισλαμική τρομοκρατία είναι πρωτίστως εργαλείο ψυχολογικού πολέμου.
Η διάχυτη αόρατη απειλή μετατρέπει τους ανθρώπους σε έρμαια του φόβου και κατ’ αυτό τον τρόπο αποσταθεροποιεί την καθημερινότητά τους. Το κλίμα αυτό είχε παροξυνθεί αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και βεβαίως είχε επιτρέψει στην κυβέρνηση Μπους να περάσει τη νομοθεσία περιστολής των δημοκρατικών ελευθεριών στο εσωτερικό.
Η Αλ Κάϊντα και τα παρακλάδια της έχουν επιβιώσει της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας των ΗΠΑ και των συμμάχων της, κυρίως επειδή δεν λειτουργούν ως πυραμιδοειδής ιεραρχική οργάνωση με ορισμένο καθοδηγητικό κέντρο. Στην πραγματικότητα, είναι η ομπρέλα ενός πλήθους ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων, που είναι διεσπαρμένες σ’ όλο σχεδόν τον μουσουλμανικό κόσμο και οι οποίες δρουν αποκεντρωμένα. Είναι, όμως, και το σημείο αναφοράς αυτοσχέδιων ομάδων φανατικών ισλαμιστών, οι οποίοι επιδιώκουν τα μιμηθούν τη δράση των “ηρώων” τους και να γίνουν κι αυτοί μάρτυρες.
Η Αλ Κάιντα προσφέρει στις τοπικές οργανώσεις την ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα και σε αρκετές περιπτώσεις την τεχνογνωσία του τρόμου και χρηματικούς πόρους. Σημαντική πηγή παραμένει το δίκτυο των μουσουλμανικών οργανισμών και φιλανθρωπικών ταμείων που χρηματοδοτεί αφειδώς η Σαουδική Αραβία. Ένα τμήμα αυτών των χρημάτων διοχετεύεται μέσα από πολυδαίδαλα κανάλια στη χρηματοδότηση της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Στόχος της ισλαμικής τρομοκρατίας δεν είναι απλώς η εκδίκηση. Η επίθεση εναντίον των Δίδυμων Πύργων και οι επιθέσεις που ακολούθησαν εντάσσονται σε μία στρατηγική. Οι τζιχαντιστές επιδιώκουν να προκαλέσουν έναν ακήρυχτο πόλεμο πολιτισμών, που θα υποχρεώσει τον μουσουλμανικό κόσμο να περιχαρακωθεί και να εισέλθει μαζικά σε τροχιά αντιπαράθεσης με τη Δύση. Παρά τις αντιστάσεις που υπάρχουν στις μουσουλμανικές κοινωνίες, θα ήταν βαρύ σφάλμα να υποτιμηθούν οι επιπτώσεις όλης αυτής της υπόθεσης στη συλλογική συνείδηση αυτών των κοινωνιών.
Η νέα γενιά τζιχαντιστών που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη όχι μόνο διευρύνει πολύ τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ισλαμικού τρομοκρατικού δικτύου, αλλά και πιθανότατα να τροφοδοτήσει ένα κύμα διάσπαρτων μικρής κλίμακας επιθέσεων εναντίον απροστάτευτων στόχων. Τέτοιες επιθέσεις έχουν ήδη λάβει χώρα και στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι προφανές ότι εάν γενικευθούν θα διαμορφώσουν ένα εφιαλτικό κλίμα μαζικής ανασφάλειας, το οποίο εκ των πραγμάτων θα διαταράξει την καθημερινότητα και θα λειτουργήσει σαν καταλύτης για τη συρρίκνωση των δημοκρατικών ελευθεριών. Δεν αποκλείεται καθόλου, μάλιστα, να προκληθεί ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον απλών μουσουλμάνων και βεβαίως να διογκωθεί η επιρροή των ξενοφοβικών κομμάτων. Όλα δείχνουν πάντως, ότι το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας πνέει τα λοίσθια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015 – http://www.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου