Του Νικόλα Ιωαννίδη
Ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ. η Κύπρος είχε μπολιαστεί από τον ελληνικό πολιτισμό και αυτό το γεγονός, μαζί με την καίρια γεωγραφική της θέση, θα σφράγιζαν διά παντός τη μοίρα των κατοίκων της. Μια μακραίωνη ιστορία γεμάτη κατακτητές, κακουχίες, διωγμούς, δηώσεις. «Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους, εμείς τζιαμέ, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στο ρότσον τους» έγραφε ο ποιητής Κώστας Μόντης, αποτυπώνοντας γλαφυρά την ψυχοσύνθεση των Κυπρίων, οι οποίοι υπέμεναν με στωικότητα κάθε είδους δυσκολία και αγωνίζονταν για να διατηρήσουν την ελληνική καταγωγή και την αξιοπρέπειά τους. Μετά από αιώνες σκλαβιάς, οι Κύπριοι αποφάσισαν να απαιτήσουν το αναφαίρετο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης και συνακόλουθα να διεκδικήσουν την Ένωση με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Μετά το Ενωτικό δημοψήφισμα της 15/01/1950, ξεκίνησε μια προσπάθεια των Άγγλων, οι οποίοι ενέπλεξαν την Τουρκία στο Κυπριακό, ούτως ώστε ο λαός αυτού του τόπου να μην ασκήσει ποτέ το διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης1 και να παραμείνει δέσμιος των συμφερόντων του βρετανοτουρκικού ιμπεριαλισμού.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο διαχωρισμός του λαού της Κύπρου σε δύο εθνικές κοινότητες είναι επίπλαστος. Αυτή ήταν η επιδίωξη των Άγγλων αποικιοκρατών, ούτως ώστε να εφαρμόσουν το δόγμα “divide et impera” και να διαιωνίσουν την παρουσία τους στο νησί μας ως «μεσολαβητές» και «ειρηνευτές». Ωστόσο, εκτός από τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν Έλληνες χριστιανοί, στην Κύπρο υπήρχε απλά μια μειονότητα θρησκευτική, μουσουλμανική -όχι τουρκική- με έντονα κρυπτοχριστιανικά στοιχεία. Ήταν οι λεγόμενοι «λινοβάμβακοι», εξισλαμισθέντες Έλληνες χριστιανοί, οι οποίοι ασπάστηκαν το μωαμεθανισμό για διάφορους λόγους και ήταν δίγλωσσοι σε μεγάλο βαθμό2. Οι περισσότεροι γνώριζαν την ελληνική καταγωγή τους, μιλούσαν ελληνικά και αρκετοί από αυτούς ψήφισαν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα το 1950. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό των τεσσάρων ηλικιωμένων μουσουλμάνων από τον Καραβά, οι οποίοι όταν ρωτήθηκαν απάντησαν λακωνικά: «αφού εσείς, τ’ αδέλφια μας, θέλετε Ένωση γιατί εμείς να μη θέλουμε»;3 Ακόμα και όσοι είναι όντως τουρκικής καταγωγής, θα πρέπει να σέβονται την ελληνικότητα του τόπου και βεβαίως το κράτος θα πρέπει να εγγυάται τα μειονοτικά τους δικαιώματα. Είναι απαράδεκτη η αναγωγή της μουσουλμανικής μειονότητας σε «τουρκική κοινότητα», καθώς με αυτό τον τρόπο χωρίστηκε ο πληθυσμός της Κύπρου εθνοτικά και οι μωαμεθανοί ονομάστηκαν-εντελώς λανθασμένα-Τούρκοι, λαμβάνοντας υπερπρονόμια κατά παράβαση της δημοκρατικής αρχής. Αυτός ο κίβδηλος διαχωρισμός επικυρώθηκε και από τις πρόνοιες του δοτού Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 2 §§1,2 Σ).
Αφού, λοιπόν, οι ιμπεριαλιστές δίχασαν το λαό μας και παρέδωσαν τους μουσουλμάνους της Κύπρου στις αγκάλες της Τουρκίας, επιδόθηκαν μετ’ επιτάσεως σε μια προσπάθεια απίσχνανσης των εθνικών αντανακλαστικών των Ελλήνων της Κύπρου. Καθώς αντιλήφθηκαν ότι ο λαός μας είναι δυσήνιος, προσπαθούν να τον εξανδραποδίσουν με αθέμιτα μέσα. Το πιο σημαντικό μέσο που χρησιμοποιούν είναι η άμβλυνση των ηθικών αντιστάσεων μέσω της παροχής υλικών αγαθών (φαινόμενο Danegeld). Οι Βρετανοί άφησαν πίσω τους μια αγγλοθρεμμένη μπουρζουαζία, η οποία λειτούργησε και λειτουργεί διαβρωτικά προωθώντας την κονιορτοποίηση των συνειδήσεων, τον εκφυλισμό της παιδείας και αναπόφευκτα οδηγεί σε μια ιδεολογική σύγχυση τους κατοίκους της Κύπριδας νήσου. Είναι, όμως, αξιοπερίεργο το ότι οι απόψεις αυτής της κατευθυνόμενης από τη Βρετανία αστικής τάξης συμπίπτουν με τις θέσεις των ούτω καλούμενων «προοδευτικών» διανοουμένων και της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς. Προφανώς έχουν τους ίδιους καθοδηγητές-χρηματοδότες και εκφράζουν τις αυτές απόψεις, έστω και αν κατ’ επίφασιν υπάρχει ανάμεσά τους ιδεολογικό χάσμα.
Καλλιεργείται εδώ και αρκετά χρόνια (ξεκίνησε επί αποικιοκρατίας και συνεχίστηκε από ημετέρους μετά την ανεξαρτησία) μια «νεοκυπριακή» κουλτούρα που έχει σκοπό να δημιουργήσει «κυπριακή εθνική συνείδηση» και να αποκόψει τους Κυπρίους από την ελληνική τους παράδοση. Θεωρώ πως τέτοια εγχειρήματα είναι σκαιότατατα, φαιδρά και αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμιά επιστημονικά θεμελιωμένη θεωρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη κυπριακού έθνους, απλούστατα γιατί κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί και αυτό επ’ ουδενί δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως σοβινισμός και μισαλλοδοξία γιατί δε σημαίνει πως εχθρευόμαστε τους αλλοεθνείς όταν επιθυμούμε να διατηρήσουμε τις ρίζες μας. Άλλωστε, ο Ισοκράτης είχε πει πως: «’Ελληνες εισίν οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες». Δεν είναι θέμα εθνικής καταγωγής ή χρώματος, λοιπόν, αλλά ζήτημα παιδείας. Το ότι επικράτησε ο ελληνικός πολιτισμός μετά από τόσους αιώνες και τόσους κατακτητές δείχνει τον πλούτο και την αφομοιωτική του δύναμη. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας μας, όπως οι αλλοδαποί σέβονται τον πολιτισμό μας.
Έτσι, για να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα της Κύπρου, οι ιμπεριαλιστές προσπαθούν να πλήξουν τις ρίζες και τις παραδόσεις μας προάγοντας τον κοσμοπολιτισμό, ο οποίος πρεσβεύει την αποδυνάμωση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας μέσω της ενίσχυσης άλλων, πιο σύγχρονων και λιγότερο «διχαστικών» ταυτοτήτων (π.χ. υπερ-εθνικές ταυτότητες, σεξουαλικές ή απορρέουσες από το lifestyle). Όπως σημειώνει ο Νίκος Ψυρούκης, ο κοσμοπολιτισμός λειτουργεί ως «μια ιμπεριαλιστική επιδρομή για να ξεριζωθούν οι πολιτισμοί των λαών [...] και έτσι να υποταχθούν στον τρόπο ζωής που απαιτούν οι ανάγκες του παγκόσμιου κεφαλαίου»4.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι το Κυπριακό πρόβλημα δεν είναι δικοινοτικό, αλλά ζήτημα εισβολής και κατοχής. Η Τουρκία εισέβαλε και κατέχει παράνομα έδαφος ενός κυρίαρχου κράτους που, από το 2004, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι διεθνές ζήτημα και η Τουρκία είναι υπόλογη για τις έκνομες ενέργειές της σε βάρος της Κύπρου. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αναλωνόμαστε σε ανούσιες επαναπροσεγγίσεις που αποσείουν το βάρος της ευθύνης από την Τουρκία, αλλά να ασκήσουμε αποτελεσματική διπλωματία με σκοπό να απαλλαγεί ο λαός μας από την τουρκοβρετανική κηδεμονία. Είναι ενθαρρυντικό το ότι οι νέοι του τόπου ερχονται κοντά, όμως αυτό δεν είναι πανάκεια ούτε υποκατάστατο πολιτικής. Ο τουρκικός στρατός και οι έποικοι θα φύγουν μόνο όταν ασκήσουμε μια δυναμική εξωτερική πολιτική διεκδικώντας τα δίκαιά μας μεθοδικά και με αξιοπρέπεια. Αν αντ’ αυτών παραμείνουμε στα ευχολόγια, συνεχίσουμε να υποχωρούμε μπροστά στις υλακές των Τούρκων και να ξεγελιόμαστε από τα τεχνάσματα των Βρετανών, τότε η κατάσταση δε θα βελτιωθεί, καθώς αυτές οι συμπεριφορές μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο.
Επιπλέον, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η Τουρκία έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο από τη δεκαετία του 1950 την επανάκτηση της Κύπρου, σύμφωνα με τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ (1956)5. Την επιδίωξη αυτή έχουν αναγάγει σε ουσιώδη παράμετρο της πολιτικής τους και οι σημερινοί κυβερνώντες στην Τουρκία, κάτι το οποίο γίνεται ξεκάθαρο από τις απόψεις του πρώτου τη τάξη διπλωμάτη της γείτονος, Ahmed Davutoglu, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά για την Κύπρο: «Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα»6. Αυτή η ωμή έκφραση των θέσεων των νεο-οθωμανών μας δείχνει εναργώς το με ποιους έχουμε να κάνουμε. Δε νοιάζονται για τους μουσουλμάνους της Κύπρου, παρά μόνο για τα συμφέροντά τους. Αλλ’ όμως αυτό δε θέλουν να το αντιληφθούν οι ημέτεροι υμνητές του Ερντογάν-μπέη.
Δυστυχώς, η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο νεο-σουλτάνος χρειάζεται νεο-ραγιάδες και τους βρίσκει στα πρόσωπα των ξενομανών αστών και των κάθε λογής ψευδοδιανοουμένων, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται πως για να αντισταθούμε στον ιμπεριαλισμό και να απαλλαγούμε από το σφικτό εναγκαλισμό Βρετανίας και Τουρκίας θα πρέπει να διατηρήσουμε τις εθνικές μας ιδιαιτερότητες. Γίνονται με αυτό τον τρόπο φερέφωνα των τουρκοβρετανών και επιθυμούν να γίνει η Κύπρος δορυφόρος αυτών, ενώ ευαγγελίζονται την αντίσταση και την πρόοδο. Μα ακριβώς, η πραγματική αντίσταση συνίσταται στη διατήρηση της ταυτότητάς μας, χωρίς μίσος προς τους επήλυδες, αλλά με πνεύμα συνεργασίας, ενάντια στο ρεύμα της παγκοσμιοποίησης που ισοπεδώνει τη διαφορετικότητα και επιδιώκει μια μουντή ομοιομορφία αντί ενός πολύχρωμου μωσαϊκού λαών.
Πηγή : Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “The Cyprus Dossier”, Τεύχος 1, Οκτώβριος 2011
http://www.efylakas.com/
Ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ. η Κύπρος είχε μπολιαστεί από τον ελληνικό πολιτισμό και αυτό το γεγονός, μαζί με την καίρια γεωγραφική της θέση, θα σφράγιζαν διά παντός τη μοίρα των κατοίκων της. Μια μακραίωνη ιστορία γεμάτη κατακτητές, κακουχίες, διωγμούς, δηώσεις. «Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους, εμείς τζιαμέ, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στο ρότσον τους» έγραφε ο ποιητής Κώστας Μόντης, αποτυπώνοντας γλαφυρά την ψυχοσύνθεση των Κυπρίων, οι οποίοι υπέμεναν με στωικότητα κάθε είδους δυσκολία και αγωνίζονταν για να διατηρήσουν την ελληνική καταγωγή και την αξιοπρέπειά τους. Μετά από αιώνες σκλαβιάς, οι Κύπριοι αποφάσισαν να απαιτήσουν το αναφαίρετο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης και συνακόλουθα να διεκδικήσουν την Ένωση με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Μετά το Ενωτικό δημοψήφισμα της 15/01/1950, ξεκίνησε μια προσπάθεια των Άγγλων, οι οποίοι ενέπλεξαν την Τουρκία στο Κυπριακό, ούτως ώστε ο λαός αυτού του τόπου να μην ασκήσει ποτέ το διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης1 και να παραμείνει δέσμιος των συμφερόντων του βρετανοτουρκικού ιμπεριαλισμού.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο διαχωρισμός του λαού της Κύπρου σε δύο εθνικές κοινότητες είναι επίπλαστος. Αυτή ήταν η επιδίωξη των Άγγλων αποικιοκρατών, ούτως ώστε να εφαρμόσουν το δόγμα “divide et impera” και να διαιωνίσουν την παρουσία τους στο νησί μας ως «μεσολαβητές» και «ειρηνευτές». Ωστόσο, εκτός από τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν Έλληνες χριστιανοί, στην Κύπρο υπήρχε απλά μια μειονότητα θρησκευτική, μουσουλμανική -όχι τουρκική- με έντονα κρυπτοχριστιανικά στοιχεία. Ήταν οι λεγόμενοι «λινοβάμβακοι», εξισλαμισθέντες Έλληνες χριστιανοί, οι οποίοι ασπάστηκαν το μωαμεθανισμό για διάφορους λόγους και ήταν δίγλωσσοι σε μεγάλο βαθμό2. Οι περισσότεροι γνώριζαν την ελληνική καταγωγή τους, μιλούσαν ελληνικά και αρκετοί από αυτούς ψήφισαν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα το 1950. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό των τεσσάρων ηλικιωμένων μουσουλμάνων από τον Καραβά, οι οποίοι όταν ρωτήθηκαν απάντησαν λακωνικά: «αφού εσείς, τ’ αδέλφια μας, θέλετε Ένωση γιατί εμείς να μη θέλουμε»;3 Ακόμα και όσοι είναι όντως τουρκικής καταγωγής, θα πρέπει να σέβονται την ελληνικότητα του τόπου και βεβαίως το κράτος θα πρέπει να εγγυάται τα μειονοτικά τους δικαιώματα. Είναι απαράδεκτη η αναγωγή της μουσουλμανικής μειονότητας σε «τουρκική κοινότητα», καθώς με αυτό τον τρόπο χωρίστηκε ο πληθυσμός της Κύπρου εθνοτικά και οι μωαμεθανοί ονομάστηκαν-εντελώς λανθασμένα-Τούρκοι, λαμβάνοντας υπερπρονόμια κατά παράβαση της δημοκρατικής αρχής. Αυτός ο κίβδηλος διαχωρισμός επικυρώθηκε και από τις πρόνοιες του δοτού Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 2 §§1,2 Σ).
Αφού, λοιπόν, οι ιμπεριαλιστές δίχασαν το λαό μας και παρέδωσαν τους μουσουλμάνους της Κύπρου στις αγκάλες της Τουρκίας, επιδόθηκαν μετ’ επιτάσεως σε μια προσπάθεια απίσχνανσης των εθνικών αντανακλαστικών των Ελλήνων της Κύπρου. Καθώς αντιλήφθηκαν ότι ο λαός μας είναι δυσήνιος, προσπαθούν να τον εξανδραποδίσουν με αθέμιτα μέσα. Το πιο σημαντικό μέσο που χρησιμοποιούν είναι η άμβλυνση των ηθικών αντιστάσεων μέσω της παροχής υλικών αγαθών (φαινόμενο Danegeld). Οι Βρετανοί άφησαν πίσω τους μια αγγλοθρεμμένη μπουρζουαζία, η οποία λειτούργησε και λειτουργεί διαβρωτικά προωθώντας την κονιορτοποίηση των συνειδήσεων, τον εκφυλισμό της παιδείας και αναπόφευκτα οδηγεί σε μια ιδεολογική σύγχυση τους κατοίκους της Κύπριδας νήσου. Είναι, όμως, αξιοπερίεργο το ότι οι απόψεις αυτής της κατευθυνόμενης από τη Βρετανία αστικής τάξης συμπίπτουν με τις θέσεις των ούτω καλούμενων «προοδευτικών» διανοουμένων και της «αντιιμπεριαλιστικής» αριστεράς. Προφανώς έχουν τους ίδιους καθοδηγητές-χρηματοδότες και εκφράζουν τις αυτές απόψεις, έστω και αν κατ’ επίφασιν υπάρχει ανάμεσά τους ιδεολογικό χάσμα.
Καλλιεργείται εδώ και αρκετά χρόνια (ξεκίνησε επί αποικιοκρατίας και συνεχίστηκε από ημετέρους μετά την ανεξαρτησία) μια «νεοκυπριακή» κουλτούρα που έχει σκοπό να δημιουργήσει «κυπριακή εθνική συνείδηση» και να αποκόψει τους Κυπρίους από την ελληνική τους παράδοση. Θεωρώ πως τέτοια εγχειρήματα είναι σκαιότατατα, φαιδρά και αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμιά επιστημονικά θεμελιωμένη θεωρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη κυπριακού έθνους, απλούστατα γιατί κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί και αυτό επ’ ουδενί δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως σοβινισμός και μισαλλοδοξία γιατί δε σημαίνει πως εχθρευόμαστε τους αλλοεθνείς όταν επιθυμούμε να διατηρήσουμε τις ρίζες μας. Άλλωστε, ο Ισοκράτης είχε πει πως: «’Ελληνες εισίν οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες». Δεν είναι θέμα εθνικής καταγωγής ή χρώματος, λοιπόν, αλλά ζήτημα παιδείας. Το ότι επικράτησε ο ελληνικός πολιτισμός μετά από τόσους αιώνες και τόσους κατακτητές δείχνει τον πλούτο και την αφομοιωτική του δύναμη. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας μας, όπως οι αλλοδαποί σέβονται τον πολιτισμό μας.
Έτσι, για να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα της Κύπρου, οι ιμπεριαλιστές προσπαθούν να πλήξουν τις ρίζες και τις παραδόσεις μας προάγοντας τον κοσμοπολιτισμό, ο οποίος πρεσβεύει την αποδυνάμωση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας μέσω της ενίσχυσης άλλων, πιο σύγχρονων και λιγότερο «διχαστικών» ταυτοτήτων (π.χ. υπερ-εθνικές ταυτότητες, σεξουαλικές ή απορρέουσες από το lifestyle). Όπως σημειώνει ο Νίκος Ψυρούκης, ο κοσμοπολιτισμός λειτουργεί ως «μια ιμπεριαλιστική επιδρομή για να ξεριζωθούν οι πολιτισμοί των λαών [...] και έτσι να υποταχθούν στον τρόπο ζωής που απαιτούν οι ανάγκες του παγκόσμιου κεφαλαίου»4.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι το Κυπριακό πρόβλημα δεν είναι δικοινοτικό, αλλά ζήτημα εισβολής και κατοχής. Η Τουρκία εισέβαλε και κατέχει παράνομα έδαφος ενός κυρίαρχου κράτους που, από το 2004, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι διεθνές ζήτημα και η Τουρκία είναι υπόλογη για τις έκνομες ενέργειές της σε βάρος της Κύπρου. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αναλωνόμαστε σε ανούσιες επαναπροσεγγίσεις που αποσείουν το βάρος της ευθύνης από την Τουρκία, αλλά να ασκήσουμε αποτελεσματική διπλωματία με σκοπό να απαλλαγεί ο λαός μας από την τουρκοβρετανική κηδεμονία. Είναι ενθαρρυντικό το ότι οι νέοι του τόπου ερχονται κοντά, όμως αυτό δεν είναι πανάκεια ούτε υποκατάστατο πολιτικής. Ο τουρκικός στρατός και οι έποικοι θα φύγουν μόνο όταν ασκήσουμε μια δυναμική εξωτερική πολιτική διεκδικώντας τα δίκαιά μας μεθοδικά και με αξιοπρέπεια. Αν αντ’ αυτών παραμείνουμε στα ευχολόγια, συνεχίσουμε να υποχωρούμε μπροστά στις υλακές των Τούρκων και να ξεγελιόμαστε από τα τεχνάσματα των Βρετανών, τότε η κατάσταση δε θα βελτιωθεί, καθώς αυτές οι συμπεριφορές μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο.
Επιπλέον, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η Τουρκία έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο από τη δεκαετία του 1950 την επανάκτηση της Κύπρου, σύμφωνα με τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ (1956)5. Την επιδίωξη αυτή έχουν αναγάγει σε ουσιώδη παράμετρο της πολιτικής τους και οι σημερινοί κυβερνώντες στην Τουρκία, κάτι το οποίο γίνεται ξεκάθαρο από τις απόψεις του πρώτου τη τάξη διπλωμάτη της γείτονος, Ahmed Davutoglu, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά για την Κύπρο: «Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα»6. Αυτή η ωμή έκφραση των θέσεων των νεο-οθωμανών μας δείχνει εναργώς το με ποιους έχουμε να κάνουμε. Δε νοιάζονται για τους μουσουλμάνους της Κύπρου, παρά μόνο για τα συμφέροντά τους. Αλλ’ όμως αυτό δε θέλουν να το αντιληφθούν οι ημέτεροι υμνητές του Ερντογάν-μπέη.
Δυστυχώς, η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο νεο-σουλτάνος χρειάζεται νεο-ραγιάδες και τους βρίσκει στα πρόσωπα των ξενομανών αστών και των κάθε λογής ψευδοδιανοουμένων, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται πως για να αντισταθούμε στον ιμπεριαλισμό και να απαλλαγούμε από το σφικτό εναγκαλισμό Βρετανίας και Τουρκίας θα πρέπει να διατηρήσουμε τις εθνικές μας ιδιαιτερότητες. Γίνονται με αυτό τον τρόπο φερέφωνα των τουρκοβρετανών και επιθυμούν να γίνει η Κύπρος δορυφόρος αυτών, ενώ ευαγγελίζονται την αντίσταση και την πρόοδο. Μα ακριβώς, η πραγματική αντίσταση συνίσταται στη διατήρηση της ταυτότητάς μας, χωρίς μίσος προς τους επήλυδες, αλλά με πνεύμα συνεργασίας, ενάντια στο ρεύμα της παγκοσμιοποίησης που ισοπεδώνει τη διαφορετικότητα και επιδιώκει μια μουντή ομοιομορφία αντί ενός πολύχρωμου μωσαϊκού λαών.
Πηγή : Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “The Cyprus Dossier”, Τεύχος 1, Οκτώβριος 2011
http://www.efylakas.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου