Τοῦ πολίτη Π.Λ. Παπαγαρυφάλλου καί ὑπό τήν ἰδιοτητά του ὡς Προέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐνημερώσεως Ἐθνικῶν Θεμάτων.
Τήν ὥρα πού τό πιό χυδαῖο, πιό διεφθαρμένο, πιό πατριδοκτόνο, πιό ἐθνοκτόνο καί πιό ἀντιδημοκρατικό πολιτικό «σύστημα» -πολιτικές συμμορίες- βρίσκεται σέ πλήρη καί πολύμορφη καί πολυεπίπεδη ἀποσύνθεση, κάνει τήν ἐμφανισή της μιά πλειάδα ἀνθρώπων τῶν γραμμάτων, τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τέχνης γιά νά τοῦ δώσει «τό φιλί τῆς ζωῆς» στό ὄνομα ἑνός ἀνύπαρκτου ρατσισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει μόνον ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων.
Πρόκειται γιά… ἐπωνύμους ἀρκετοί ἀπό τούς ὁποίους σιτίστηκαν καί σιτίζονται ἀπό τό φτωχό πρυτανεῖο καί τό ὁποῖο ποικιλοτρόπως ὑπηρέτησαν καί ὑπηρετοῦν παρά τίς δυσόδεις ὀσμές του.
Πρόκειται γιά… ἐπωνύμους ἀρκετοί ἀπό τούς ὁποίους συμπορεύθηκαν, στήριξαν καί ἀναπαρήγαγαν τήν πιό διεφθαρμένη δημοκρατία τῆς Οἰκουμένης.
Αὐτή τους καί μόνο ἡ στάση αὐτοαναιρεῖ τήν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ ταγοῦ, γιατί ἕνας ἀληθινός πνευματικός ταγός ὑψώνει φωνή διαμαρτυρίας ἐναντίον τῆς πολιτικῆς χυδαιότητας καί δέν σιωπᾶ, καί πολύ περισσότερο, δέν τή στηρίζει οὔτε μέ τήν ψῆφο του οὔτε μέ τό λόγο του.
Ὁ ἀληθινός Πνευματικός ταγός καί νομπελίστας Α. Καμύ ἔγραψε: «Σωπαίνοντας ἀφήνεις νά πιστεύουν ὅτι δέν ἔχεις οὔτε κρίση, οὔτε ἐπιθυμία γιά τίποτα» (βλ. «Ὁ ἐπαναστατημένος ἄνθρωπος», Ἀθήνα 1971, σελ. 28)
Δέν γνωρίζω ἄν καί πόσο ἀρκετοί ἀπό τούς ὑπογράφοντες τήν: «Ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τούς νέους γιά τό ρατσισμό», ἀνταποκρίθηκαν σ’αὐτή τήν ὑποχρεωσή τους νά μιλήσουν. Καί ὅταν λέω νά μιλήσουν ἐννοῶ ν’ ἀσκήσουν κριτική κατά τῆς ἐξουσίας καί ὄχι νά μᾶς πεῖ ἡ πρώτη ὑπογραφουσα ὅτι: «Ὁ Γιῶργος Παπανδρέου εἶναι σπουδαῖος πολιτικός» (Αὐτά ὅταν ὁ δραπετεύσας Giorgos ἦταν στήν ἐξουσία). Ὅταν εἶσαι ἀληθινός πνευματικός ταγός πρίν ἀπ’ ὅλα καί πάνω ἀπ’ ὅλα εἶσαι ἀληθινός στήν παρουσίαση τῶν γεγονότων καί ἀντικειμενικός στίς κρίσεις σου.
Συνεπῶς, ὅταν βλέπεις καί καταγγέλεις μόνο τά ἐγκλήματα κατά τῶν ξένων δηλαδή κατά τῶν λαθρομεταναστῶν καί σιωπᾶς προκλητικά καί ἔνοχα για τά κακουργήματα αὐτῶν κατά τῶν ἀνυπεράσπιστων Ἑλλήνων, ε τότε δέν εἶσαι ἀληθινός πνευματικός ταγός.
Πολύ περισσότερο ὅτι τήν καλοπέραση καί τήν πνευματική καί τήν καλλιτεχνινή δόξα τή χρωστάς καί σ’αὐτά τά θύματα τῶν Ἑλλήνων καί ὄχι στούς λαθρομετανάστες. Αὐτοί οὔτε Ἑλληνικές ταινίες βλέπουν, οὔτε ἑλληνικά βιβλία διαβάζουν, οὔτε ζωγραφικούς πίνακες Ἑλλήνων βλέπουν οὔτε καλοπληρωμένες συναυλίες Ἑλλήνων τραγουδιστῶν παρακολουθοῦν.
Ἐξάλλου, τό ποιός καί πόσο ἐκληματεῖ περισσότερο, μποροῦν οἱ συντάκτες τῆς ἐπιστολῆς νά τό πληροφορηθοῦν ἀπό τά βοῶντα στατιστικά στοιχεῖα στά ὁποῖα οὔτε κάν κάνουν ἀναφορά.
Γράφουν καί μιλοῦν -οἱ πιό πολλοί τους- ὠσάν ἡ Ἑλλάδα νά ζεῖ σέ παραδείσους ἐνῶ γνωρίζουν πολύ καλά καί τήν ἀπόλυτη σήψη τοῦ πολιτικοῦ συστήματος καί τήν ἀπόλυτη, πολύμορφη καί πολυεπίπεδη χρεοκοπία καί τίς χιλιάδες αὐτοκτονίες Ἑλλήνων.
Γι’ αὐτά οὔτε μία λέξη!
Ἐπειδή ὅμως τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἀβανταδόρικης ἐπιστολῆς ἀπαντᾶται ἀπό τό σχετικό ἔργο μου πού ἐκδόθηκε, σχεδόν, ταυτόχρονα, μέ τή δημοσίευση αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς δέν θά προβῶ σέ περισσότερη ἀνάλυσή της.
Θά σταθῶ ὅμως σέ δύο μόττο, τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς.
Τό πρῶτο εἶναι ὁ καβαβικός στίχος: «μέ τό δικαίωμά σου νά’σαι πολίτης εἰς τῶν ἰδεῶν τήν πόλι».
Γιά τό ζήτημα αὐτό θά ἔλεγα:
α) Οἱ λαθρομετανάστες δέν εἶναι πολίτες.
β) Οὔτε οἱ Ἕλληνες ψηφοφόροι, στό σύνολό τους, εἶναι πολίτες μέ τήν ἀριστοτελική ἔννοια (βλ. τή Σειρά τῶν ἄρθρων μου στό ἑβδομαδιαῖο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» ἀπό 15 Μαΐου ἕως 26 Ἰουνίου 1992, ὅπου τά κείμενά μου μέ τό γενικό τίτλο: «Ἡ Ἑλλάδα χωρίς πολίτες» καί «ὁ δεκάλογος τοῦ πολίτη»
γ) Στό ἔργο μου πού μόλις ἐκδόθηκε ἀπό τίς ἐκδ. «Πελασγός» - Ι. Γιαννάκενας, μέ τόν τίτλο: «Ἐχθροπάθεια: Ἡ μεγάλη ἐμπάθεια κατά τῶν Ἑλλήνων» δίνονται ἀπαντήσεις καί σ’αὐτό τό ζήτημα τοῦ ἀληθινοῦ πολίτη, μέ ἀναφορές στόν Ἀριστοτέλη καί τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία καί πῶς αὐτή ἀντιμετώπιζε τό θέμα.
Ὡς πρός τό δεύτερο μόττο τῶν ἐπιστολογράφων, πού ἐπικαλοῦνται τήν «Ἀντιγόνη» τοῦ Σοφοκλῆ:
«Γεννήθηκα γιά ν’ ἀγαπῶ καί ὄχι γιά νά μισῶ», ὁ γράφων ἀπαντᾶ:
Πρόκειται γιά μία ἐξωανθρώπινη, ἐξωκοινωνική, ἐξωπολιτική καί ἐξωϊστορική εὐχή. Γιατί; Ἡ ἀπάντηση στό πιό πάνω ἔργο μου καί στό Ἴντερνετ. Ὁ γράφων δήλωσε ὅτι μισεῖ τούς πολιτικούς ἀπατεῶνες πού πούλησαν τήν Ἑλλάδα καί τήν ἔβαλαν μέ ἀπάτη στό Δ.Ν.Τ.
Μισεῖ τούς διεφθαρμένους πολιτικούς πού λήστεψαν τήν Ἑλλάδα.
Μισεῖ τούς δῆθεν πνευματικούς ταγούς πού συνήργησαν στήν παραχάραξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας καί σέ ὅσους σιωποῦν.
Ἐπειδή ὅμως ἀνάμεσα στούς ὑπογράφοντες εἶναι καί καταξιωμένοι πνευματικοί ἄνθρωποι τῆς λογοτεχνίας, πού «γεννήθηκαν γιά ν’ἀγαποῦν» - αἴσθημα ἐν ἀνεπαρκεία στή ζωή τῶν ἀνθρώπων – σκέφθηκα νά παραθέσω καί τούτους τούς στίχους ἀπό τόν ἐθνικό μας βάρδο, τόν Κωστῆ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀναδεικνύει τό μῖσος στό ποιημά του: «Σιδερένια Πλάσις», στούς ὁποίους διαβάζουμε:
«Μισεῖ ὁ πατέρας τό παιδί, καί τό παιδί γιορτάζει,
Γιά τοῦ πατέρα τό χαμό.
Ἀναγαλλιάζει κι ὁ ἀδελφός τ’ἀδέλφια νά σπαράζη
Λυκου μονιά τό σπιτικό
Σκιάχτρο τοῦ ἥλιου ὁ ἄνθρωπος γεννιέται καί κυλιέται.
Στά σάπια βάλτα τῆς Ζωῆς
Κι’ ἡ Νύχτα πού τή μάλεψε, κι αὐτή τήν καταριέται
Λάγνος περνάει κι’αδικητής».
Ὁ ἑρμηνευτής τοῦ Παλαμικοῦ ἔργου Δ. Βεζανῆς, θά γράψει ὅτι ὁ κόσμος αὐτός «εἶναι κόσμος τοῦ Μίσους, τῆς κακίας, τῆς τέλειας ἀποσυνθέσεως… Ἡ ¨Σιδερένια πλάσις¨ ἀποτελεῖ τό Πρότυπον τῆς Δυσαρμονίας καί τῆς Ἀναρχίας» (βλ. Δ. Βεζανῆ: «Ὁ Παλαμᾶς φιλόσοφος», ἐκδ. 1929 καί ἐπανέκδοση ἀπό «Ἐλεύθερη Σκέψι», Ἀθήναι 2007, σελ. 116) Ὅσο καί ἄν οἱ στίχοι αὐτοί εἶναι «κακοί» καί ἀποθητικοί, δέν παύουν ν’ ἀπηχοῦν μιά κοινωνική καί διαχρονική πραγματικότητα, ἡ ὁποία πορεύεται μέ τόν ἄνθρωπο καί τήν ἱστορία του.
Κατηγορῶ τούς δῆθεν πνευματικούς ταγούς, οἱ ὁποίοι μέ πράξεις ἤ παραλείψεις συνήργησαν στήν προϊούσα ἀλλοίωση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, ἔστω καί μέ τή σιωπή τους. (Γιά τό ζήτημα αὐτό βλ. τό ἔργο μου: «Ἡ ἐθνική μας παράδοση καί ἡ σημασία της στή διατήρηση τῆς Ἐθνικῆς μας ταυτότητας», ἐκδ. «Πελασγός» - Ι. Γιαννάκενας, Ἀθήνα 2012)
Συνεπῶς, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐντελῶς, ὑποκριτική ἡ θέση τῶν ἐπωνύμων, πού λέει: «νά διακηρύξουμε τόν σεβασμό τῶν πολιτισμικῶν καί πολιτικῶν παραδόσεων τοῦ ἔθνους».
Ὁ γράφων δέν γνωρίζει πόσοι καί πότε καί ποῦ ὑπεράσπισαν τίς «παραδόσεις τοῦ Ἔθνους», ὅλα αὐτά, τά χρόνια πού ἡ ἀναφορά του καί μόνον θεωρεῖται ρατσισμός! (Περισσότερα γι’αὐτό βλ. τόν πρόλογό μου στό ἔργο τοῦ Α. Παπαναστασίου: «Ὁ Ἐθνικισμός», ἐκδ. «Πελασγός»-Γ. Γιαννάκενας, Ἀθήνα 2013, σελ. 7-25, ὅπου καί ὁ σχετικός πρόλογός μου.)
Ὅταν δέν τολμᾶς νά προφέρεις τή λέξη διαφθορά στούς κόλπους μίας διεφθαρμένης ἐξουσίας -καί ὄχι μόνο- τότε δέν ὑπερασπίζεις τό Ἔθνος καί τήν Πατρίδα σου καί τίς παραδόσεις του.
Ὅταν σύσσωμη ἡ Εὐρώπη ἔλεγε καί ἔγραφε ὅτι: «Οἱ Ἕλληνες κολυμποῦν στά σκατά» καί σύ σιωπᾶς, έ τότε δέν ὑπερασπίζεις οὔτε τήν κοινωνία, οὔτε τό πολίτευμα οὔτε τήν πατρίδα σου οὔτε τό Ἔθνος σου, οὔτε τήν ἀνθρωπιά σου.
Συνελόντι εἰπεῖν:
Ἐπειδή τό θιγόμενο ζήτημα εἶναι πολύ πιό σοβαρό, πιό βαθύ καί πιό πλατύ ἀπ’ ὅ,τι φαντάζονται οἱ ἐπιστολογράφοι, τούς προτείνω: Ἐπειδή ἔχουν τά μέσα καί τά ἐπικοινωνιακά περάσματα, νά ὀργανώσουν μία ἐπιστημονική ἡμερίδα γιά τό θέμα, στήν ὁποία νά μήν κληθοῦν μόνο οἱ αὐτοπροσδιοριζόμενοι ὡς… προοδευτικοί. Μπουχτίσαμε ἀπ’ αὐτούς!
Ἐξάλλου, ὡς ἐπώνυμοι τοῦ πνεύματος γνωρίζουν καί τή γνωστή ρήση τοῦ Βολταίρου: «Διαφωνῶ μέ τή γνώμη σου ἀλλά θά ἔδινα τή ζωή μου νά μπορεῖς νά τή λές.»
Ἰδού ἡ Ρόδος ἰδού καί τό πήδημα.
Ὅμως, αὐτή τή θεμελιώδη δημοκρατική ἀρχή στήν Ἑλλάδα τήν ἐπικαλούμεθα ἀλλά δέν τήν ἐφαρμόζουμε. Εὐελπιστῶ ὅτι οἱ ἐπιστολογράφοι θά τήν κάνουν πράξη. Τό ὀφείλουν καί στήν Ἑλλάδα καί στήν Ἐπιστήμη.
Εἶναι καιρός ὁ πνευματικός κόσμος νά μιλήσει ἀληθινά καί νά πάρει θέση ὄχι μέ τήν ἔννοια πού συνιστοῦσε ὁ Φλωρεντινός φιλόσοφος Ν. Μακιαβέλλι: «Ἄν θέλεις νά πᾶς μπροστά νά ἀκολουθεῖς τό ρεῦμα τῶν καιρῶν» (βλ. «Ἔργα» Ν. Machiavelli, ἐκδ. «Κάλβος», Ἀθήνα 1984, σελ. 471) ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού ἀναδεικνύει ὁ Γκαῖτε λέγοντας: «Ἡ ζωή προχωρεῖ γιατί ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού τῆς ἀντιστέκονται» καί γιατί ὅπως μᾶς συνιστᾶ ὁ ἴδιος: «Ἦρθε ὁ καιρός ν’ἀποδείξουμε μέ πράξεις ὅτι ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου ἰσοῦται μέ τό μεγαλεῖο τῶν θεῶν».
Κάτι τό ὁποῖο οἱ ἐπιστολογράφοι προσπερνοῦν σιωπῶντας γιά τίς οὐρές τῶν συσσιτίων στά καζάνια, τό δράμα τῶν ἀστέγων καί ἀνέργων καί τήν ἀβίωτη ζωή στίς λαϊκές γειτονιές τῶν Ἀθηνῶν ἐξ αἰτίας τῶν λαθρομεταναστῶν. Ὅσο κι ἄν παριστάνουν τόν ἀνήξερο ὁ «Ἅγιος Παντελεήμων» ὑπάρχει καί οἱ κάτοικοί του σκούζουν.
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ πνευματικός κόσμος τῆς πνεούσης τά λοίσθια Ἑλλάδας θά πρέπει νά δραπετεύσει ἀπό τήν μακάρια κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ ληθάργου, τόν ὁποῖο ἤδη ἀπό τό 1945, καυτηρίαζε ὁ κοινωνιολόγος Τ. Ἀντόρνο, γιά τήν ἀπουσία του ἀπό τά κοινωνικά καί πολιτικά δρώμενα ἀποφεύγοντας «νά δείξει τό δρόμο τῆς ἀνάτασης καί τῆς ἀρετῆς».
Γιά τούς διανοουμένους τῆς ἐποχῆς του ἔγραψε: «Εἶναι ἤδη τόσο πολύ καθηλωμένοι σέ ὅ,τι εἶναι καταξιωμένοι στήν ἀπομονωμένη τους σφαίρα, ὥστε δέν ἐπιθυμοῦν τίποτε περισσότερο ἀπό τό νά σερβίρονται ὡς διανοούμενοι… Ἡ ὑποκειμενική προϋπόθεση τῆς ἀντίθεσης, ἡ ἔξω ἀπό νόρμες κρίση πεθαίνει.» (βλ. τό ἔργο του: «Minima Moralia», ἐκδ. «Ἀλεξάνδρεια», Ἀθήνα 2000, σελ. 309-310)
ΟΧΙ. Οἱ ἀληθινοί διανοούμενοι, δέν εἶναι, δέν μποροῦν νά εἶναι, δέν ἐπιτρέπεται νά εἶναι μέ τήν ἐξουσία, ἡ ὁποία παντοῦ καί πάντα καί κατά κανόνα εἶναι διεφθαρμένη. Πολύ περισσότερο αὐτό ἰσχύει γιά τήν ἐξουσία τούτων τῶν χρόνων τῆς ἄφατηςσήψης πού πλανᾶται στήν Ἑλλάδα.
Ἕνας ἀληθινός διανοούμενος καί ἕνας ἀληθινός πνευματικός ταγός ψάχνει, κρίνει, ἀπορρίπτει, συγκρούεται, μάχεται, προτείνει. Ὅμως δέν προτείνει τίς κονσέρβες τῆς ἐξουσίας. Κάνει αὐτό πού συνιστοῦσε ὁ Γκαῖτε: «Ἤρθαμε ἐδῶ κάτω, στή γῆ, γιά νά θέσουμε προβλήματα καί ὄχι γιά νά τά λύσουμε».
Ἡ ζωή, ὁ ἄνθρωπος, ἡ κοινωνία, ἡ Ἱστορία καί ἡ Πολιτική εἶναι ἕνα ἀνοιχτό βιβλίο, τό ὁποῖο διαρκῶς μελετοῦμε ἀλλά δέν τό τελειώνουμε. Ἕνα πρόβλημα λύνουν οἱ ἄνθρωποι καί ἑκατό ἐμφανίζονται.
Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀληθινῆς διαλεκτικῆς καί ἀληθινῆς στάσης ζωῆς.
Περιμένοντας τήν ἡμερίδα καταθέτω στό «Βῆμα», μέ curier καί μέ email τόσο τήν ἀπάντησή μου αὐτή ὅσο καί τό σχετικό μου ἔργο «Ἐχθροπάθεια. Ἡ μεγάλη ἐμπάθεια κατά τῶν Ἑλλήνων» Γιατί συστημένη; Γιατί ὅταν τό 2010 πού κυκλοφόρησε τό ἔργο μου: «Ἡ Κομμουνιστική Οὐτοπία», τό παρέδωσα γιά κριτική παρουσίαση δέν ἔγραψε οὔτε κάν ὅτι κυκλοφορεῖ. Αὐτό βέβαια ἰσχύει γιά ὅλο τόν Τύπο τῶν Ἀθηνῶν, πλήν «Ριζοσπάστη» πού δέν τό κατέθεσα.
Γιά νά δοῦμε πόση καί ποιά δημοκρατία ἔχουμε στήν Ἑλλάδα, τῆς ὁποίας ἡ βουλή ἀποκλήθηκε ἀπό τούς ἴδιους τούς φορεῖς τῆς ἐξουσίας ὡς: «πτυελοδοχεῖο», «ὀπερέτα», «χάλκειο διαφθορᾶς», «πλυντήριο», «ὄχημα συγκάλυψης παρανομιῶν» καί πάει λέγοντας.
Φυσικά, παραλείπω τή γνωστή φράση τῶν… ἀγανακτησμένων «νά καεῖ…» γιά νά μήν προκαλέσω τά… δημοκρατικά αἰσθήματα τῶν ἐπιστολογράφων οἱ ὁποῖοι τήν ἀντιμετωπίζουν ὡσάν νά μήν ἄκουσαν τίποτα καί νά μήν εἶδαν τίποτα.
Εἶδαν καί ἄκουσαν καί διάβασαν μόνο αὐτά πού ἤθελαν γιά νά ἐνισχύσουν τήν ἄκρως μονομερή ἐπιχειρηματολογία τους, γι’ αὐτό κάνουν λόγο μόνο γιά«ἔκτροπα μέσα, στό ἑλληνικό κοινοβούλιο». Τό κοινοβούλιο ὅμως εἶναι πολιτικός βόθρος. Εἶναι πλυντήριο πάσης πολιτικῆς ἀθλιότητος.
Τέτοιο… κοινοβούλιο θέλουν; Ἄς τό χαίρονται καί ἄς τό ὑπηρετοῦν καί ἄς τό στηρίζουν γιά νά δικαιώσουν τόν Πλάτωνα πού ἔγραφε: «Τά πολιτεύματα δέν γίνονται ἀπό δρῦν ἤ ἀπό πέτραν, ἀλλά ἀπό τά ἤθη τῶν πολιτῶν.» (βλ. «Πολιτεία» βιβλίον Ζ’). Δηλαδή, ὅπως λέγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι: «Ὅμοιος ὁμοίω ἀεῖ πελάζει.» Αὐτά τά ἤθη, τῆς ἀρετῆς, ὀφείλουν νά καλλιεργοῦν καί νά σμιλεύουν οἱ πνευματικοί ταγοί καί γιά νά τό κάνουν αὐτό πρέπει νά πολεμοῦν τήν ἐξουσία, γιατί ὅπως ἔγραφε ὁ Σ. Μοντεσκιέ: «Ἡ διαφθορά ἀρχίζει πάντοτε ἀπ’ αὐτή» (βλ. τό ἔργο του «Τό πνεῦμα τῶν νόμων», ἐκδ. «Ἀναγνωστίδη», Ἀθήνα, χ.χ., σελ. 118).
Ε, ΟΧΙ Δέν εἴμαστε ὅλοι ὅμοιοι, ἔστω κι’ἄν ὑπάρχουν στήν Ἑλλάδα «περισσότερο ἴσοι ἀπ’ τούς ἴσιους», γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν Τ. Ὄργουελ.
Καταλήγοντας θά ἔλεγα ὅτι θά προτιμοῦσα αὐτός ὁ κόσμος τῆς διανόησης νά μιμηθεῖ καί νά γράψει «ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τούς νέους», ὄχι χτυπῶντας τόν ἀνύπαρκτο ρατσισμό στήν Ἑλλάδα ἀλλά κατά τό πνεῦμα καί τήν οὐσία τῶν «ἀνοιχτῶν γραμμάτων πρός τούς νέους» τόσο τοῦ Γερμανοῦ ποιητή Ραϊνε Μ. Ρίλκε ὅσο καί τοῦ Γάλλου Ἀκαδημαϊκοῦ Ἀντρέ Μωρουά: «Ἀνοιχτό γράμμα σ’ἕνα νέο», Ἀθήνα 1972.
Οἱ ἀληθινοί διανοητές μπαίνουν στήν πρωτοπορία τῶν μεγάλων ἀνθρωπίνων ὁριζόντων καί δέν ταυτίζονται μέ τίς ἐφήμερες καί πλιατσικολόγες ἐξουσίες, γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν στοχαστή Κώστα Ἀξελό ὁ ὁποῖος -ἀντίθετα μέ τούς νομοθέτες τους, πού κηρύσσουν τήν «ἀφοβία» ἐναντίον τῆς «ξενοφοβίας»- κάνει λόγο γιά «ἀξερίζωτο φόβο τῶν ἀνθρώπων», καί αὐτός ὁ φόβος τούς ὁδηγεῖ «νά ψάχνουν νά γιατρευτοῦν ἀναζωογονώντας τούς παλιούς μύθους καί νά ἐπινοοῦν καινούριους.» (βλ. τό ἔργο του: «Οἱ ὁρίζοντες τοῦ Κόσμου», ἐκδ. «Δωδώνη», Ἀθήνα 1978, σελ. 23).
Σημ. Ἡ παρούσα ἐπιστολή ἀναρτᾶται στό internet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου