Γράφει ο Γιώργος Θ. Νεστωράκης
Σήμερα γιορτάζει γιορτή μεγάλη η πατρίδα και ξεχωριστά η ιδιαίτερη, η δική μας πατρίδα, η Ροδόπη και η Κομοτηνή. Τη σημερινή μέρα την αφιερώνω με μνήμες και στοχασμούς στη μάχη του θρυλικού οχυρού της Νυμφαίας που συνέβη την 6η Απριλίου 1941. Την αφιερώνω και για πολλοστή φορά στις θρακιώτικες Θερμοπύλες για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, ότι εδώ οι τρακόσιοι, όχι του Λεωνίδα, αλλά του απογόνού του, του ηρωϊκού ταγματάρχου, του ένδοξου ελληνικού στρατού Αναγνωστού Αλεξάνδρου, βροντοφωνάζοντας ένα νέο «Μολών Λαβέ» και νίκησαν. Και οι τρακόσιοι – για την ακρίβεια 14 αξιωματικοί και 464 οπλίτες – του Αναγνώστου Αλεξάνδρου, παρά το τραγικό αποτέλεσμα, πολέμησαν γενναία και στην ουσία νίκησαν. Νίκησαν ένα ολόκληρο σώμα στρατού μηχανοκινήτων της μέχρι τότε θεωρούμενης αήττητης ναζιστική γερμανικής Βέρμαχτ. Γιατί το οχυρό της Νυμφαίας δε νικήθηκε, δεν παραδόθηκε, αλλά καταλήφθηκε και ύστερα από προδοσία, όταν όλα ήταν πλέον υπεράνθρωπα. Την ημέρα εκείνη, την έναρξη της τιτανομαχίας, το ημερολόγιο της ιστορίας έγραφε Κυριακή 6η Απριλίου του 1941 και ώρα 5η τα χαράματα. Από την ημέρα εκείνη και μέχρι την 8-4-1941 που τελικά καταλήφθηκε το οχυρό της Νυμφαίας πέρασαν 70 ολόκληρα χρόνια. Κι όμως η γενιά μας που έζησε τα γεγονότα τα θυμάται σα να ήταν χθες.
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΠΡΩΚΤΕΙΟ
Προσωπικά τα θυμάμαι με ευλάβεια, συγκίνηση και με λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες σαν αυτές που λίγες, εξιστορώ στη συνέχεια.
το τότε Μπρώκτειο και σήμερα Ροδίτη. Και ήμουν τσομπανόπουλο γιατί με την κήρυξη της γενικής επιστρατεύσεως την 28η Οκτωβρίου του 1940, έκλεισαν όλα τα σχολεία και εγώ μαθητής της 3ης τάξεως του 8/ταξίου γυμνασίου Κομοτηνής κατ’ ανάγκη επέστρεψα οριστικά στο χωριό μου. Λόγω λοιπόν της γενικής επιστρατεύσεως στο χωριό μείναμε τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες. Έτσι, αντικατέστησα τους επιστρατευμένους ενήλικες τσομπάνηδες του κοπαδιού μας. Στο προαύλειο του φτωχικού προσφυγοσπιτιού μας υπήρχαν δύο θεόρατες τσιτζιφιές που λόγω της ανθοφορίας τους ευωδίαζαν σ’ ολόκληρο το τετράγωνο. Καθισμένος και αγουροξυπνημένος στη ρίζα της τζιτζιφιάς προσπαθούσα να φορέσω τα γουρουνοτσάρουχά μου και να ετοιμαστώ για την βοσκή του κοπαδιού των προβάτων μας. Από νωρίς ακουγότανε κανονιές και φαινότανε λάμψεις στην μέχρι τότε άγνωστη για μένα περιοχή της Ροδόπης – Νυμφαίας. Το γεγονός ανησύχησε τον πατέρα και τους γειτόνους, οι οποίοι στο σταυροδόμι σχολίαζαν τα περίεργα συμβαίνοντα. Όλοι μιλούσαν ανυποψίαστοι για δήθεν μεγάλα γυμνάσια βαρέως του πυροβολικού του στρατού μας.
Ξαφνικά όλοι έντρομοι είδαμε δύο αεροπλάνα που με το χαμηλό ύψος, τις μηχανές και τις σειρήνες τους έκαναν δαιμονιώδη θόρυβο. Οι προκηρύξεις που έριξαν μαρτύρησαν την ταυτότητά τους. Ήταν δύο γερμανικά στούκας. Μέσα σε λίγα λεπτά ένα ολόκληρο σμήνος και κατά κύματα σφυροκοπούσε το θρυλικό οχυρό της Νυμφαίας. Ένας δεύτερος πόλεμος στα μέρη μας, δίπλα μας άρχιζε και το νέο όχι των Ελλήνων αντήχησε στις βουνοπλαγιές της Ροδόπης. Κι όμως η ζωή στο μικρό χωριό μας έπρεπε να συνεχιστεί. Ξεκινώντας για τη βοσκή του κοπαδιού μας ο πατέρας με συμβούλεψε να είμαι στα κοντινά βοσκοτόπια για κάθε ενδεχόμενο, όπως μου ετόνισε. Πράγματι λίγο έξω από το χωριό στα πρώτα υψώματα συνάντησα το κοπάδι του μπάρμπα Γιώργη Μαρινίδη που έβοσκε ο συνομήλικος και ξάδελφός μου, μακαρίτης σήμερα Θανασιός Γιαννακίδης, πατέρας του περιφερειάρχη Αριστείδη Γιαννακίδη.
Από τα υψώματα του Ροδίτη λοιπόν και περά με τον Θανασιό παρακολουθούσα την ολοήμερη και ανελέητη προσβολή δια πυρός και σιδήρου του οχυρού της Νυμφαίας. Δεν πέρασαν πολλές ώρες, όταν άρχισαν να καταφθάνουν στις θέσεις μας και μέσα από διάφορους χωραφοδρόμους τα συμπτυσσόμενα βάσει σχεδίου διάφορα στρατιωτικά τμήματα της επιφανείας του οχυρού και της προκαλύψεως των συνόρων. Η στρατιωτική αυτή πορεία της σύμπτυξης κράτησε μέχρι της απογευματινές ώρες της 6-4-1941 συνεχώς αυξανόμενη. Τα οπισθοχωρούντα τμήματα της μεθορίου (ελληνοβουλγαρικής) και οι εντός της πόλεως Κομοτηνής μικρές μονάδες, ακολούθησαν κρατικά αυτοκίνητα με τους πολιτικούς «άρχοντες» και τους άλλους πολυσχήμονες επιτηδείους, οι οποίοι μας εγκατέλειπαν για να σωθούν με την φυγή. Εξαίρεση, ο αείμνηστος ποιμενάρχης μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου τότε Βασίλειος και τη φάλαγγα εκείνη της «ντροπής» έκλεισαν τα τελευταία τμήματα της χωροφυλακής τα οποία στο πέρασμά τους ειδοποιούσαν βιαστικά τους πολίτες να προσέχουν, να διπλώσουν τις σημαίες, γιατί …έρχονται οι Γερμανοί. Πράγματι και ενώ οι υπερασπιστές του οχυρού Νυμφαίας με τον διοικητή τους ταγματάρχη Αναγνωστό Αλέξανδρο και τους 14 αξιωματικούς τους εξακολουθούσαν τον τιτάνιο και άνισο αγώνα και μέχρι την πρωΐα της 8ης Απριλίου του 1941, έναν απέλπη ίσως, αγώνα όμως για την τιμή και την ελληνική λεβεντιά, Γερμανοί δικυκλιστές έμπαιναν το απόγευμα της Κυριακής 6-4-1941, προερχόμενοι από τα μονοπάτια των υψωμάτων της περιοχής Ιάσμου – Σώστη, στην Κομοτηνή. Και ενώ όλα τα δραματικά γεγονότα συνέβαιναν γύρω μας, ο Θανασιός και εγώ ανίδεοι για την τραγική κατάσταση και συνεπαρμένοι από την αφέλεια και περιέργεια, εξακολουθούσαμε αμέριμνοι να βόσκουμε τα πρόβατά μας.
Την παιδική μας αδιαφορία διέκοψε η ξαφνική παρουσία του πατέρα μου Θεοφάνη, ο οποίος έντρομος ήρθε και μας περιμάζεψε. Την επιστροφή στο σπίτι μας ακολούθησε μια τελετουργική, συγκινητική και ιστορική σκηνή. Παρουσία ολόκληρης της εξαμελούς οικογενείας μας, με τρεμάμενα χέρια και λυγμούς και με την ψαλμωδία του εθνικού μας ύμνου ο πατέρας μας υπέστειλε την γαλανόλευκη σημαία μας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι την εποχή εκείνη που διαρκούσε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στην Αλβανία όλα τα σπίτια του χωριού και κάθε ημέρα ήταν σημαιοστολισμένα. Η εθνική εκείνη τελετουργία έκλεισε με το ευλαβικό δίπλωμα και το προσκύνημα της σημαίας από όλους μας. Δε θα ξεχάσω σ’ όλοκληρη τη ζωή μου την τελευταία εκείνη σκηνή του εθνικού δράματος. Και τώρα ακόμα στα γεροντικά αφτιά μου αντηχούν οι «διαταγές του πατέρα προς την αείμνηστη μητέρα μου Ζαφείρα, το γένους Κολλάρου: «Γυναίκα να την φυλάξουμε στους κόρφους μας μέχρι την ώρα της λευτεριάς που δε θα αργήσει…».
Κι όμως άργησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια να έρθει η λευτεριά από την πιο απάνθρωπη βουλγαρική κατοχή. Η γενιά μας λοιπόν μεγάλωσε με την ελληνική σημαία στους κόρφους της, αφού ζούσαμε αγκαλιά μ’ αυτήν ημέρα και νύχτα μέσα στο παιδικό μας αχυρόστρωμα. Η σημαία εκείνη ξανακυμάτισε και πάλι ελεύθερη την 14η Σεπτεμβρίου του 1944 στο τότε φτωχικό μας, αλλά και κυματίζει και έως και σήμερα και θα κυματίζει υπερήφανη εφ’ όρου ζωής μου σε κάθε μικρή ή μεγάλη εθνική γιορτή. Να λοιπόν γιατί η γενιά μας είμαστε σημαιολάτρεις.
Χαραγμένα βαθιά στη ψυχή μου όλα και εκείνα τα γεγονότα με έδωσαν ερεθίσματα να αναζητήσω αυθεντικές πηγές, να καταγράψω και να δημοσιεύσω στο πέρασμα του χρόνου, πολλές προσωπικές μαρτυρίες πολεμιστών τόσο του εσωτερικού του οχυρού, όσο και άλλων συναδέλφων τους των τμημάτων της επιφανείας.
Απ’ όλους εκείνους τους πραγματικά ήρωες της μάχης του οχυρού της Νυμφαίας, την εδβομηντάχρονη επέτειο της οποίας γιορτάζουμε σήμερα 6η Απριλίου 2011 (1941-2011), άκουσα, κατέγραψα και δημοσίευσα σελίδες πολλές στο «Χρόνο». Έμαθα και διδάχθηκα για την τραγική αιχμαλωσία τους, την περιπέτειά τους με το πέρασμα των υπολοίπων τμημάτων στην Τουρκία, την παρασπονδία, ως συνήθως των Τούρκων, την παράνομη μεταχείριση του στρατού μας ως αιχμαλώτων πολέμου, την ελληνική ευαισθησία των ανδρών του στρατού μας και την αυτοκτονία για την τιμή των ελληνικών όπλων του ήρωα υποστρατήγου διοικητού της Ταξιαρχίας Έβρου, στα Ύψαλα της Τουρκίας Ιωάννου Ζήση. Έμαθα ακόμη για τη συνέχιση του αγώνα από τα όσα τμήματα κατόρθωσαν να διαφύγουν προς την Μέση Ανατολή και την Βορ. Αφρική, αλλά και στο Ρήμινι της Ιταλίας κατά την απελευθέρωση της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1944. Για την ιστορία και την ιερή μνήμη τους, αναφέρω λίγα μόνον ονόματα. Όσα θυμάμαι τώρα από τα ηρωϊκά εκείνα και αντάξια της πατρίδας παιδιά. Θυμάμαι τον ιερέα Θεοδόσιο Θυμικιώτη, τον Πασχάλη Καπλανίδη, τον Νικόλα Καραμπατζάκη, τον Κρητικό λοχία Νίκο Κατσικάκη, τον Χρ. Φιλίππου αξιωματικό τηλεπικοινωνιών του οχυρού Νυμφαίας και τους Γιώργο Πανταζή και Γιώργο Λιπορδέζη. Εξ όσων πληροφορούμαι, σήμερα επιζούν σχεδόν αιωνόβιοι στον Ροδίτη ο Γ. Πανταζής και στις Σάπες ο Γ. Λιπορδέζης. Την υπενθύμιση για τους τελευταίους αυτούς των γενναίων του οχυρού της Νυμφαίας συμπατριωτών μας έκανα και παλαιότερα, αλλά και κάνω και σήμερα τους αρμοδίους περί της εθιμοτυπίας και τα εορταστικά.
Για τη σημερινή επέτειο λοιπόν της ιστορικής μάχης του θρυλικού οχυρού Νυμφαίας τις παραπάνω παιδικές μου μνήμες και τους γεροντικούς στοχασμούς μου ξαναγράφω σήμερα για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν και να διδάσκονται, οι δυστυχώς απαίδευτοι ιστορικά νέοι μας.
Πηγή : http://www.xronos.gr/
Σήμερα γιορτάζει γιορτή μεγάλη η πατρίδα και ξεχωριστά η ιδιαίτερη, η δική μας πατρίδα, η Ροδόπη και η Κομοτηνή. Τη σημερινή μέρα την αφιερώνω με μνήμες και στοχασμούς στη μάχη του θρυλικού οχυρού της Νυμφαίας που συνέβη την 6η Απριλίου 1941. Την αφιερώνω και για πολλοστή φορά στις θρακιώτικες Θερμοπύλες για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, ότι εδώ οι τρακόσιοι, όχι του Λεωνίδα, αλλά του απογόνού του, του ηρωϊκού ταγματάρχου, του ένδοξου ελληνικού στρατού Αναγνωστού Αλεξάνδρου, βροντοφωνάζοντας ένα νέο «Μολών Λαβέ» και νίκησαν. Και οι τρακόσιοι – για την ακρίβεια 14 αξιωματικοί και 464 οπλίτες – του Αναγνώστου Αλεξάνδρου, παρά το τραγικό αποτέλεσμα, πολέμησαν γενναία και στην ουσία νίκησαν. Νίκησαν ένα ολόκληρο σώμα στρατού μηχανοκινήτων της μέχρι τότε θεωρούμενης αήττητης ναζιστική γερμανικής Βέρμαχτ. Γιατί το οχυρό της Νυμφαίας δε νικήθηκε, δεν παραδόθηκε, αλλά καταλήφθηκε και ύστερα από προδοσία, όταν όλα ήταν πλέον υπεράνθρωπα. Την ημέρα εκείνη, την έναρξη της τιτανομαχίας, το ημερολόγιο της ιστορίας έγραφε Κυριακή 6η Απριλίου του 1941 και ώρα 5η τα χαράματα. Από την ημέρα εκείνη και μέχρι την 8-4-1941 που τελικά καταλήφθηκε το οχυρό της Νυμφαίας πέρασαν 70 ολόκληρα χρόνια. Κι όμως η γενιά μας που έζησε τα γεγονότα τα θυμάται σα να ήταν χθες.
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΠΡΩΚΤΕΙΟ
Προσωπικά τα θυμάμαι με ευλάβεια, συγκίνηση και με λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες σαν αυτές που λίγες, εξιστορώ στη συνέχεια.
το τότε Μπρώκτειο και σήμερα Ροδίτη. Και ήμουν τσομπανόπουλο γιατί με την κήρυξη της γενικής επιστρατεύσεως την 28η Οκτωβρίου του 1940, έκλεισαν όλα τα σχολεία και εγώ μαθητής της 3ης τάξεως του 8/ταξίου γυμνασίου Κομοτηνής κατ’ ανάγκη επέστρεψα οριστικά στο χωριό μου. Λόγω λοιπόν της γενικής επιστρατεύσεως στο χωριό μείναμε τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες. Έτσι, αντικατέστησα τους επιστρατευμένους ενήλικες τσομπάνηδες του κοπαδιού μας. Στο προαύλειο του φτωχικού προσφυγοσπιτιού μας υπήρχαν δύο θεόρατες τσιτζιφιές που λόγω της ανθοφορίας τους ευωδίαζαν σ’ ολόκληρο το τετράγωνο. Καθισμένος και αγουροξυπνημένος στη ρίζα της τζιτζιφιάς προσπαθούσα να φορέσω τα γουρουνοτσάρουχά μου και να ετοιμαστώ για την βοσκή του κοπαδιού των προβάτων μας. Από νωρίς ακουγότανε κανονιές και φαινότανε λάμψεις στην μέχρι τότε άγνωστη για μένα περιοχή της Ροδόπης – Νυμφαίας. Το γεγονός ανησύχησε τον πατέρα και τους γειτόνους, οι οποίοι στο σταυροδόμι σχολίαζαν τα περίεργα συμβαίνοντα. Όλοι μιλούσαν ανυποψίαστοι για δήθεν μεγάλα γυμνάσια βαρέως του πυροβολικού του στρατού μας.
Ξαφνικά όλοι έντρομοι είδαμε δύο αεροπλάνα που με το χαμηλό ύψος, τις μηχανές και τις σειρήνες τους έκαναν δαιμονιώδη θόρυβο. Οι προκηρύξεις που έριξαν μαρτύρησαν την ταυτότητά τους. Ήταν δύο γερμανικά στούκας. Μέσα σε λίγα λεπτά ένα ολόκληρο σμήνος και κατά κύματα σφυροκοπούσε το θρυλικό οχυρό της Νυμφαίας. Ένας δεύτερος πόλεμος στα μέρη μας, δίπλα μας άρχιζε και το νέο όχι των Ελλήνων αντήχησε στις βουνοπλαγιές της Ροδόπης. Κι όμως η ζωή στο μικρό χωριό μας έπρεπε να συνεχιστεί. Ξεκινώντας για τη βοσκή του κοπαδιού μας ο πατέρας με συμβούλεψε να είμαι στα κοντινά βοσκοτόπια για κάθε ενδεχόμενο, όπως μου ετόνισε. Πράγματι λίγο έξω από το χωριό στα πρώτα υψώματα συνάντησα το κοπάδι του μπάρμπα Γιώργη Μαρινίδη που έβοσκε ο συνομήλικος και ξάδελφός μου, μακαρίτης σήμερα Θανασιός Γιαννακίδης, πατέρας του περιφερειάρχη Αριστείδη Γιαννακίδη.
Από τα υψώματα του Ροδίτη λοιπόν και περά με τον Θανασιό παρακολουθούσα την ολοήμερη και ανελέητη προσβολή δια πυρός και σιδήρου του οχυρού της Νυμφαίας. Δεν πέρασαν πολλές ώρες, όταν άρχισαν να καταφθάνουν στις θέσεις μας και μέσα από διάφορους χωραφοδρόμους τα συμπτυσσόμενα βάσει σχεδίου διάφορα στρατιωτικά τμήματα της επιφανείας του οχυρού και της προκαλύψεως των συνόρων. Η στρατιωτική αυτή πορεία της σύμπτυξης κράτησε μέχρι της απογευματινές ώρες της 6-4-1941 συνεχώς αυξανόμενη. Τα οπισθοχωρούντα τμήματα της μεθορίου (ελληνοβουλγαρικής) και οι εντός της πόλεως Κομοτηνής μικρές μονάδες, ακολούθησαν κρατικά αυτοκίνητα με τους πολιτικούς «άρχοντες» και τους άλλους πολυσχήμονες επιτηδείους, οι οποίοι μας εγκατέλειπαν για να σωθούν με την φυγή. Εξαίρεση, ο αείμνηστος ποιμενάρχης μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου τότε Βασίλειος και τη φάλαγγα εκείνη της «ντροπής» έκλεισαν τα τελευταία τμήματα της χωροφυλακής τα οποία στο πέρασμά τους ειδοποιούσαν βιαστικά τους πολίτες να προσέχουν, να διπλώσουν τις σημαίες, γιατί …έρχονται οι Γερμανοί. Πράγματι και ενώ οι υπερασπιστές του οχυρού Νυμφαίας με τον διοικητή τους ταγματάρχη Αναγνωστό Αλέξανδρο και τους 14 αξιωματικούς τους εξακολουθούσαν τον τιτάνιο και άνισο αγώνα και μέχρι την πρωΐα της 8ης Απριλίου του 1941, έναν απέλπη ίσως, αγώνα όμως για την τιμή και την ελληνική λεβεντιά, Γερμανοί δικυκλιστές έμπαιναν το απόγευμα της Κυριακής 6-4-1941, προερχόμενοι από τα μονοπάτια των υψωμάτων της περιοχής Ιάσμου – Σώστη, στην Κομοτηνή. Και ενώ όλα τα δραματικά γεγονότα συνέβαιναν γύρω μας, ο Θανασιός και εγώ ανίδεοι για την τραγική κατάσταση και συνεπαρμένοι από την αφέλεια και περιέργεια, εξακολουθούσαμε αμέριμνοι να βόσκουμε τα πρόβατά μας.
Την παιδική μας αδιαφορία διέκοψε η ξαφνική παρουσία του πατέρα μου Θεοφάνη, ο οποίος έντρομος ήρθε και μας περιμάζεψε. Την επιστροφή στο σπίτι μας ακολούθησε μια τελετουργική, συγκινητική και ιστορική σκηνή. Παρουσία ολόκληρης της εξαμελούς οικογενείας μας, με τρεμάμενα χέρια και λυγμούς και με την ψαλμωδία του εθνικού μας ύμνου ο πατέρας μας υπέστειλε την γαλανόλευκη σημαία μας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι την εποχή εκείνη που διαρκούσε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στην Αλβανία όλα τα σπίτια του χωριού και κάθε ημέρα ήταν σημαιοστολισμένα. Η εθνική εκείνη τελετουργία έκλεισε με το ευλαβικό δίπλωμα και το προσκύνημα της σημαίας από όλους μας. Δε θα ξεχάσω σ’ όλοκληρη τη ζωή μου την τελευταία εκείνη σκηνή του εθνικού δράματος. Και τώρα ακόμα στα γεροντικά αφτιά μου αντηχούν οι «διαταγές του πατέρα προς την αείμνηστη μητέρα μου Ζαφείρα, το γένους Κολλάρου: «Γυναίκα να την φυλάξουμε στους κόρφους μας μέχρι την ώρα της λευτεριάς που δε θα αργήσει…».
Κι όμως άργησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια να έρθει η λευτεριά από την πιο απάνθρωπη βουλγαρική κατοχή. Η γενιά μας λοιπόν μεγάλωσε με την ελληνική σημαία στους κόρφους της, αφού ζούσαμε αγκαλιά μ’ αυτήν ημέρα και νύχτα μέσα στο παιδικό μας αχυρόστρωμα. Η σημαία εκείνη ξανακυμάτισε και πάλι ελεύθερη την 14η Σεπτεμβρίου του 1944 στο τότε φτωχικό μας, αλλά και κυματίζει και έως και σήμερα και θα κυματίζει υπερήφανη εφ’ όρου ζωής μου σε κάθε μικρή ή μεγάλη εθνική γιορτή. Να λοιπόν γιατί η γενιά μας είμαστε σημαιολάτρεις.
Χαραγμένα βαθιά στη ψυχή μου όλα και εκείνα τα γεγονότα με έδωσαν ερεθίσματα να αναζητήσω αυθεντικές πηγές, να καταγράψω και να δημοσιεύσω στο πέρασμα του χρόνου, πολλές προσωπικές μαρτυρίες πολεμιστών τόσο του εσωτερικού του οχυρού, όσο και άλλων συναδέλφων τους των τμημάτων της επιφανείας.
Απ’ όλους εκείνους τους πραγματικά ήρωες της μάχης του οχυρού της Νυμφαίας, την εδβομηντάχρονη επέτειο της οποίας γιορτάζουμε σήμερα 6η Απριλίου 2011 (1941-2011), άκουσα, κατέγραψα και δημοσίευσα σελίδες πολλές στο «Χρόνο». Έμαθα και διδάχθηκα για την τραγική αιχμαλωσία τους, την περιπέτειά τους με το πέρασμα των υπολοίπων τμημάτων στην Τουρκία, την παρασπονδία, ως συνήθως των Τούρκων, την παράνομη μεταχείριση του στρατού μας ως αιχμαλώτων πολέμου, την ελληνική ευαισθησία των ανδρών του στρατού μας και την αυτοκτονία για την τιμή των ελληνικών όπλων του ήρωα υποστρατήγου διοικητού της Ταξιαρχίας Έβρου, στα Ύψαλα της Τουρκίας Ιωάννου Ζήση. Έμαθα ακόμη για τη συνέχιση του αγώνα από τα όσα τμήματα κατόρθωσαν να διαφύγουν προς την Μέση Ανατολή και την Βορ. Αφρική, αλλά και στο Ρήμινι της Ιταλίας κατά την απελευθέρωση της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1944. Για την ιστορία και την ιερή μνήμη τους, αναφέρω λίγα μόνον ονόματα. Όσα θυμάμαι τώρα από τα ηρωϊκά εκείνα και αντάξια της πατρίδας παιδιά. Θυμάμαι τον ιερέα Θεοδόσιο Θυμικιώτη, τον Πασχάλη Καπλανίδη, τον Νικόλα Καραμπατζάκη, τον Κρητικό λοχία Νίκο Κατσικάκη, τον Χρ. Φιλίππου αξιωματικό τηλεπικοινωνιών του οχυρού Νυμφαίας και τους Γιώργο Πανταζή και Γιώργο Λιπορδέζη. Εξ όσων πληροφορούμαι, σήμερα επιζούν σχεδόν αιωνόβιοι στον Ροδίτη ο Γ. Πανταζής και στις Σάπες ο Γ. Λιπορδέζης. Την υπενθύμιση για τους τελευταίους αυτούς των γενναίων του οχυρού της Νυμφαίας συμπατριωτών μας έκανα και παλαιότερα, αλλά και κάνω και σήμερα τους αρμοδίους περί της εθιμοτυπίας και τα εορταστικά.
Για τη σημερινή επέτειο λοιπόν της ιστορικής μάχης του θρυλικού οχυρού Νυμφαίας τις παραπάνω παιδικές μου μνήμες και τους γεροντικούς στοχασμούς μου ξαναγράφω σήμερα για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν και να διδάσκονται, οι δυστυχώς απαίδευτοι ιστορικά νέοι μας.
Πηγή : http://www.xronos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου