Γράφει ο Γεώργιος Επιτήδειος
Αντγος ε.α
Οι πρόσφατες προκλήσεις της Τουρκίας με την είσοδο δύο τουρκικών πολεμικών πλοίων εντός των χωρικών μας υδάτων που περιέπλεαν τις Κυκλάδες, ως συνέχεια αντιστοίχων προκλήσεων κατά την διάρκεια της ασκήσεως «Θαλασσόλυκος» τον Μάϊο, οι οποίες είχαν συνδυασθεί και με μαζικές παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας, έφεραν στην επιφάνεια, για μία ακόμη φορά την ανησυχία για πιθανή πρόκληση θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών.
Είναι γνωστό ότι από το 1974 και μετέπειτα, η τακτική των προκλήσεων κατά της χώρας μας και η δημιουργία εντάσεων, αποτελεί παγία πολιτική της Τουρκίας. Την πολιτική αυτή εφαρμόζει είτε όταν αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα και επιθυμεί να στρέψει το ενδιαφέρον του πληθυσμού της σε άλλο θέμα, είτε και χωρίς συγκεκριμένη αφορμή, απλά και μόνον γιά να υπενθυμίζει στην διεθνή κοινότητα την αμφισβήτησή της επί των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο, ώστε να αποκομίζει, κατά περίπτωση, πολιτικά οφέλη. Παρά το γεγονός όμως ότι η τακτική αυτή εγκυμονεί τον κίνδυνο γενικότερης εντάσεως και εμπλοκής, η Τουρκία φροντίζει πάντοτε να μην ωθεί τα πράγματα στα άκρα και να αποφεύγει την δημιουργία θερμού επεισοδίου. Αυτό συνέβη τόσο κατά την κρίση του Μαρτίου 1987, όσο και κατά την κρίση στα Ίμια τον Ιανουάριο 1996, οπότε η κλιμάκωση της εντάσεως απεφεύχθη την τελευταία στιγμή.
Εάν αναλύσουμε την συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως τα συμφέροντά της δεν εξυπηρετούνται από ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα διότι αυτό θα έχει περαιτέρω προεκτάσεις. Η διαμάχη της Ελλάδος με την Τουρκία παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που την κάνουν εντελώς διαφορετική από τις αντίστοιχες άλλων ομόρων κρατών. Η κυριότερη από αυτές είναι το ότι οι δύο χώρες δεν διεκδικούν μία περιοχή της οποίας το διεθνές νομικό καθεστώς είναι ασαφές και περιπεπλεγμένο ώστε να είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ποιά από τις δύο έχει δίκαιο. Τις μεταξύ μας τριβές τις δημιουργεί το γεγονός ότι η Τουρκία εγείρει απαιτήσεις για ένα τμήμα της ελληνικής επικράτειας το οποίο είναι κατοχυρωμένο με διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις. Συνεπώς, οι τουρκικές αιτιάσεις δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από την δική μας πλευρά. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι βέβαιο, πως ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο θα οδηγήσει σε σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών η οποία, ούτε σύντομα θα λήξει, ούτε με την μεσολάβηση τρίτων χωρών. Και τούτο λόγω της ιδιομορφίας της διαμάχης που προαναφέρθηκε.
Ας υποθέσουμε, προκειμένου να τεκμηριώσουμε την παραπάνω άποψη, πως η εξέλιξη ενός θερμού επεισοδίου είναι η κατάληψη από την Τουρκία είτε μίας βραχονησίδας, ή μικρής νήσου, είτε τμήματος μεγάλης νήσου. Στην περίπτωση αυτή η Τουρκία θα ζητήσει να τερματισθούν οι εχθροπραξίες και θα προτείνει συμβιβασμό, επιδιώκοντας να εκμεταλλευθεί την επιτυχία της. Ποια ελληνική κυβέρνηση θα διανοηθεί να αποδεχθεί ένα τέτοιο συμβιβασμό χωρίς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί προδοτική και να αντιμετωπίσει ανάλογες συνέπειες; Θα υποχρεωθεί συνεπώς να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, με οποιοδήποτε κόστος, έως ότου αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Έστω τώρα πως η Τουρκία δεν επιτύχει άμεσα κάποιο από τα προαναφερθέντα. Είναι τότε προφανές πως θα συνεχίσει και αυτή τις επιχειρήσεις έως ότου επιτύχει ένα από τους στόχους της. Σε διαφορετική περίπτωση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της διάλύσεώς της ως κράτους.
Ως γνωστόν στην Τουρκία υπάρχει αριθμός εθνοτήτων, με πλέον σημαντική την κουρδική, καθώς επίσης θρησκευτικές και κοινωνικές μειονότητες οι οποίες, παρά τις τεράστιες διαφορές που έχουν, υποχρεούνται να συμβιώνουν ειρηνικά, λόγω της καταπιέσεως και της καταστολής που ασκεί επάνω τους η εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση με την δύναμη των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας. Σε μία περίοδο λοιπόν συρράξεως με την Ελλάδα, ακόμη και περιορισμένης διάρκειας, πολύ δε περισσότερο εάν η Τουρκία ηττηθεί, υπό την έννοια ότι δεν θα επιτύχει τους στόχους της οπότε η επιμελώς συντηρουμένη φήμη περί του αήττητου του τουρκικού Στρατού θα έχει καταρρεύσει, σε όλες τις ετερόκλιτες αυτές δυνάμεις θα δοθεί η δυνατότητα να εξεγερθούν γιά να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους.
Οι Κούρδοι ιδιαίτερα, θα έχουν την ιδανική ευκαιρία να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία του κουρδικού κράτους, καθόσον η πλειοψηφία των δυνάμεων του τουρκικού Στρατού που εδρεύουν στις περιοχές τους, θα έχουν μεταφερθεί στα μέτωπα των επιχειρήσεων με την Ελλάδα. Παράλληλα θα ζητήσουν και θα εξασφαλίσουν την διεθνή αναγνώρισή τους από τα κράτη εκείνα τα συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούνται από αυτή την εξέλιξη. Το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί, διαχρονικά, την μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία οπότε, είναι λογικό, να μη διακινδυνεύσει να το προκαλέσει. Δεν πρέπει να μας παραπλανά το γεγονός ότι πρόσφατα και μετά την συμφωνία του Οτσαλάν με την κυβέρνηση της Τουρκίας, οι μαχητές του ΡΚΚ σταμάτησαν τις επιχειρήσεις τους εναντίον των τουρκικών δυνάμεων και αποχώρησαν από τα πεδία των μαχών. Εξακολουθούν να διατηρούν τον εξοπλισμό τους και δεν τους είναι δύσκολο να επιστέψουν, όταν το αποφασίσουν, στις περιοχές των συνόρων με το Ιράκ και να ενωθούν με τους ομοφύλους τους που κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή.
Όπως αποδεικνύεται και από τις συνεχιζόμενες τις τελευταίες εβδομάδες ταραχές στην Τουρκία, οι καταπιεζόμενες θρησκευτικές και κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού περιμένουν και αυτές το έναυσμα για να εξεγερθούν και να απαιτήσουν από την κυβέρνηση την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Μία ένοπλη κρίση με την Ελλάδα διευκολύνει την εμφάνιση αυτής της εκδοχής. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της πιθανότητας να δημιουργηθεί παρατεταμένη αστάθεια η οποία ενδέχεται είτε να οδηγήσει στην διάλυση της υφισταμένης κρατικής συνθέσεως, είτε στον ισχυρό κλονισμό της.
Κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, οι διεθνείς εξελίξεις στην Μ. Ανατολή και την Αν. Μεσόγειο δεν επιτρέπουν στην Τουρκία ούτε να δημιουργήσει, ούτε να συντηρήσει μία κρίση με την Ελλάδα. Μετά μάλιστα την κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλεως Αλ-Κουίζαρ (κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο) από τις δυνάμεις του Άσσαντ στη Συρία, η μόνη οδός ανεφοδιασμού των ανταρτών που υποστηρίζονται από την Δύση, διέρχεται πλέον από την Τουρκία.
Συνεπώς, οποιαδήποτε όξυνση των σχέσεών της με την Ελλάδα η οποία θα ενισχύσει την αστάθεια στην περιοχή, με υπαιτιότητα μάλιστα της Τουρκίας δεν θα γίνει ανεκτή από τους δυτικούς. Τούτο διότι θα δυσχερανθεί σημαντικά η ενίσχυση των ανταρτών και θα παρασχεθεί στον Άσσαντ η δυνατότητα να τους εξουδετερώσει και να εδραιώσει την κυριαρχία του, οπότε μεταβάλλονται άρδην τα γεωπολιτικά και στρατηγικά δεδομένα. Στην περίπτωση αυτή, αφ’ ενός μεν αποτυγχάνει η προσπάθεια της Δύσεως να απομονώσει το Ιράν και μειώνεται κατά πολύ η στρατηγική αξία της αεροναυτικής παρουσίας της στην περιοχή, αφ’ ετέρου δε, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, απομονώνεται το Ισραήλ, κάτι το οποίο οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν να συμβεί. Δεδομένης μάλιστα και της ισχυρής παρουσίας της Ρωσίας στην Αν. Μεσόγειο και τον Περσικό Κόλπο, η ήδη ρευστή κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί και να οδηγηθούμε σε γενικότερη ένοπλη αντιπαράθεση.
Εάν στα προαναφερθέντα προστεθεί και το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην αρχή της τουριστικής περιόδου και η Τουρκία προσδοκά οικονομικά οφέλη από τα εκατομμύρια των τουριστών που θα την επισκεφθούν, η πιθανότητα να προκαλέσει η ίδια θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο μειώνεται σημαντικά. Το πιθανότερο συνεπώς είναι να περιορισθεί η Τουρκία στους γνωστούς λεονταρισμούς της, την δημιουργία εντυπώσεων και τον έλεγχο της υπομονής και της αυτοσυγκρατήσεώς μας.
Ο σημαντικότερος όμως, κατά την άποψή μας παράγοντας που συνηγορεί υπέρ της αποφυγής ενός θερμού επεισοδίου, είναι η αποτρεπτική ικανότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο παράγοντας αυτός, τα τελευταία σαράντα χρόνια παραμένει συνεχώς ισχυρός, άρα και καθοριστικός για την διατήρηση της ειρήνης. Παρά την αναμφισβήτητη αριθμητική υπεροχή της Τουρκίας σε πολεμικά μέσα, φυσιολογική άλλωστε λόγω των μεγαλυτέρων σε μέγεθος δυνάμεών της, δεν έχει μεταβληθεί η ποιοτική ισορροπία των μέσων της αυτών με τα αντίστοιχα ελληνικά. Αυτό σημαίνει πως επειδή διαθέτουμε και εμείς, σε όλους τους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων πολεμικά μέσα των ιδίων δυνατοτήτων με τα τουρκικά, είμαστε σε θέση, χρησιμοποιώντας τα με τον κατάλληλο τρόπο, σε συνδυασμό με την εκπαίδευση και την ποιότητα του προσωπικού, να επιφέρουμε αποφασιστικά πλήγματα, γεγονός το οποίο κάθε άλλο παρά θα κάνει εύκολη υπόθεση την επικράτηση της Τουρκίας σε μία πολεμική αναμέτρηση. Εφόσον η αποτρεπτική ικανότητά μας παραμείνει ισχυρή, η εκάστοτε πολιτική εξουσία έχει την δυνατότητα να μην επηρεάζεται από τις επιδείξεις ισχύος της Τουρκίας και, εάν το επιθυμεί, να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις κατά καιρούς προκλήσεις της γείτονος.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να επισημάνουμε την αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί με κάθε κόστος η αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας. Η ανάγκη αυτή γίνεται περισσότερο επιτακτική εάν λάβουμε υπόψη τις εργώδεις προσπάθειες που καταβάλλει η Τουρκία να ανατρέψει την υφισταμένη ισορροπία, ακολουθώντας με θρησκευτική ευλάβεια ένα τριακονταετές πρόγραμμα εξοπλισμών το οποίο άρχισε να υλοποιείται από το 1996 και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2024.
Κατ΄αρχάς έχει αναβαθμίσει σημαντικά την πολεμική της βιομηχανία, με επιδίωξη να επιτύχει, σε πρώτη φάση, την συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων με άλλες χώρες και να αποκτήσει την απαιτουμένη τεχνογνωσία, σε δεύτερη δε φάση, να παράγει μόνη της τα συστήματα αυτά. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Η Τουρκία συμπαράγει μέσα άρματα μάχης και εκπαιδευτικά αεροσκάφη με την Ν. Κορέα, μικρού και μέσου βεληνεκούς (150 – 180 χιλιομέτρων) βλήματα εδάφους – εδάφους με την Κίνα, επιθετικά ελικόπτερα και ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη με την Ιταλία, και μη επανδρωμένα αεροσκάφη με το Ισραήλ. Επίσης συμμετέχει στην παραγωγή του νέου μαχητικού αεροσκάφους F-35 LIGHTNING III από την αμερικανική εταιρεία NORTHROP GRUMMAΝ.
Παράλληλα έχει προμηθευθεί αυτοκινούμενα πυροβόλα από την Ν. Κορέα, γεφυροφόρα άρματα από την Γερμανία, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα ναυπηγήσεως φρεγατών και κορβετών από την Τουρκία και αγοράς υποβρυχίων τύπου U214 από την Γερμανία. Ενισχύει επίσης τις δυνατότητές της για έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο και τον αποβατικό της στόλο με απόκτηση αποβατικών πλοίων χωρητικότητος Τάγματος για την ταχεία μεταφορά και ανάπτυξή του. Επί πλέον, έχει εκσυγχρονίσει αριθμό αεροσκαφών Φάντομ F4E και F-16 Block 40 και 50, έχει προγραμματίσει την προμήθεια, μετά το 2015, 100 αεροσκαφών JOINT STRIKE FIGHTER LIGHTNING ΙΙ και ενδιαφέρεται να αποκτήσει αντιαεροπορικά βλήματα εδάφους – αέρος μεγάλου βεληνεκούς. Πέραν των παραπάνω έχει εκτοξεύσει στο διάστημα κατασκοπευτικό δορυφόρο και, σε συνεργασία με την Ουκρανία, έχει θέσει σε λειτουργία δορυφορικό πρόγραμμα, με την επιδίωξη να κατασκευάσει και διαστημόπλοιο. Από το 1975 η Τουρκία έχει θέσει ως στρατηγικό αντικειμενικό της σκοπό να εξελιχθεί σε πυρηνική δύναμη, κατασκευάζοντας τρία εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Το πρόγραμμα αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια η Τουρκία τα διαφημίζει μέσω του ημερησίου και του περιοδικού τύπου, του διαδικτύου και της τηλεοράσεως.
Εύκολα λοιπόν γίνεται αντιληπτό πως σε αντίθεση με εμάς, η Τουρκία, προσπαθεί μεθοδικά, με σοβαρότητα και υπομονή, να εξουδετερώσει την μόνη πραγματική απειλή που αισθάνεται από την Ελλάδα, την αποτρεπτική δηλαδή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, χωρίς να υπολογίζει χρόνο, χρήμα και προσπάθειες. Δυστυχώς δε για εμάς, οι Τούρκοι ξέρουν να προετοιμάζονται και να περιμένουν, ώστε να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία, όταν αυτή παρουσιασθεί. Εμείς από την πλευρά μας οφείλουμε να αντιληφθούμε πως οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν υπάρχει στην Τουρκία (κεμαλιστών, ισλαμιστών, στρατιωτικών, πολιτικών), η μόνη δύναμη την οποία αντιλαμβάνεται και υπολογίζει είναι η δύναμη των όπλων. Σ΄αυτήν οφείλουμε να συνεχίσουμε να επενδύουμε, εάν θέλουμε να περιορίσουμε την τουρκική επιθετικότητα και να αποφύγουμε την δημιουργία θερμών επεισοδίων.
Εάν όμως, στρουθοκαμηλίζοντας, καλυπτόμασθε πίσω από την οικονομική κρίση και τις απαγορεύσεις της τρόϊκα και αρνούμασθε να αναβαθμίσουμε την σχεδόν κατεστραμμένη αμυντική μας βιομηχανία, περιορίζουμε τις δαπάνες για την άμυνα και κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να ρίξουμε το ηθικό του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας, δεν είναι μακριά η στιγμή κατά την οποία η Τουρκία θα αποκτήσει υπεροπλία σε όλους τους τομείς έναντι ημών. Όσο κυνικό και αν ακούγεται αυτό, τότε θα μηδενισθεί η πιθανότητα να συμβεί θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Πολύ απλά διότι δεν θα υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Τόσον ο διάπλους των τουρκικών πλοίων στο Αιγαίο, όσο και η παραβίαση του εναερίου χώρου από τα αεροσκάφη δεν θα θεωρείται προκλητική ενέργεια αλλά, συνήθης εκπαιδευτική δραστηριότητα. Αποτελεί συνεπώς εθνική ανάγκη η υποχρέωση να απαιτούμε όλοι από τις ελληνικές κυβερνήσεις να αίρονται στο ύψος των περιστάσεων καί να κάνουν το αυτονόητο. Να μην υποβαθμίζουν δηλαδή την αποτρεπτική δυνατότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Σε διαφορετική περίπτωση θα είμαστε άξιοι της τύχης μας, το κακό θα έχει συντελεσθεί, θα είναι μη αναστρέψιμο και κανένα Ειδικό Δικαστήριο, όσο αυστηρά και αν αντιμετωπίσει τους υπευθύνους, δεν θα είναι ικανό να αποδώσει δικαιοσύνη.
ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Διαδίκτυο: www.defensenews.com
www.arabianaerospace.aero
http://pr-usa.net/index www.todayszaman.com
http://defencetr.blogspot.com
http://www.epicos.com
http://defenseindustrydaily.com
http://www.yourdefensenews.com
www.worldaffairsboard.com
www.turkishweekly.net/news
http://china-defense.blogspot.com
Αντγος ε.α
Οι πρόσφατες προκλήσεις της Τουρκίας με την είσοδο δύο τουρκικών πολεμικών πλοίων εντός των χωρικών μας υδάτων που περιέπλεαν τις Κυκλάδες, ως συνέχεια αντιστοίχων προκλήσεων κατά την διάρκεια της ασκήσεως «Θαλασσόλυκος» τον Μάϊο, οι οποίες είχαν συνδυασθεί και με μαζικές παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας, έφεραν στην επιφάνεια, για μία ακόμη φορά την ανησυχία για πιθανή πρόκληση θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών.
Είναι γνωστό ότι από το 1974 και μετέπειτα, η τακτική των προκλήσεων κατά της χώρας μας και η δημιουργία εντάσεων, αποτελεί παγία πολιτική της Τουρκίας. Την πολιτική αυτή εφαρμόζει είτε όταν αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα και επιθυμεί να στρέψει το ενδιαφέρον του πληθυσμού της σε άλλο θέμα, είτε και χωρίς συγκεκριμένη αφορμή, απλά και μόνον γιά να υπενθυμίζει στην διεθνή κοινότητα την αμφισβήτησή της επί των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο, ώστε να αποκομίζει, κατά περίπτωση, πολιτικά οφέλη. Παρά το γεγονός όμως ότι η τακτική αυτή εγκυμονεί τον κίνδυνο γενικότερης εντάσεως και εμπλοκής, η Τουρκία φροντίζει πάντοτε να μην ωθεί τα πράγματα στα άκρα και να αποφεύγει την δημιουργία θερμού επεισοδίου. Αυτό συνέβη τόσο κατά την κρίση του Μαρτίου 1987, όσο και κατά την κρίση στα Ίμια τον Ιανουάριο 1996, οπότε η κλιμάκωση της εντάσεως απεφεύχθη την τελευταία στιγμή.
Εάν αναλύσουμε την συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως τα συμφέροντά της δεν εξυπηρετούνται από ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα διότι αυτό θα έχει περαιτέρω προεκτάσεις. Η διαμάχη της Ελλάδος με την Τουρκία παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που την κάνουν εντελώς διαφορετική από τις αντίστοιχες άλλων ομόρων κρατών. Η κυριότερη από αυτές είναι το ότι οι δύο χώρες δεν διεκδικούν μία περιοχή της οποίας το διεθνές νομικό καθεστώς είναι ασαφές και περιπεπλεγμένο ώστε να είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ποιά από τις δύο έχει δίκαιο. Τις μεταξύ μας τριβές τις δημιουργεί το γεγονός ότι η Τουρκία εγείρει απαιτήσεις για ένα τμήμα της ελληνικής επικράτειας το οποίο είναι κατοχυρωμένο με διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις. Συνεπώς, οι τουρκικές αιτιάσεις δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από την δική μας πλευρά. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι βέβαιο, πως ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο θα οδηγήσει σε σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών η οποία, ούτε σύντομα θα λήξει, ούτε με την μεσολάβηση τρίτων χωρών. Και τούτο λόγω της ιδιομορφίας της διαμάχης που προαναφέρθηκε.
Ας υποθέσουμε, προκειμένου να τεκμηριώσουμε την παραπάνω άποψη, πως η εξέλιξη ενός θερμού επεισοδίου είναι η κατάληψη από την Τουρκία είτε μίας βραχονησίδας, ή μικρής νήσου, είτε τμήματος μεγάλης νήσου. Στην περίπτωση αυτή η Τουρκία θα ζητήσει να τερματισθούν οι εχθροπραξίες και θα προτείνει συμβιβασμό, επιδιώκοντας να εκμεταλλευθεί την επιτυχία της. Ποια ελληνική κυβέρνηση θα διανοηθεί να αποδεχθεί ένα τέτοιο συμβιβασμό χωρίς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί προδοτική και να αντιμετωπίσει ανάλογες συνέπειες; Θα υποχρεωθεί συνεπώς να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, με οποιοδήποτε κόστος, έως ότου αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Έστω τώρα πως η Τουρκία δεν επιτύχει άμεσα κάποιο από τα προαναφερθέντα. Είναι τότε προφανές πως θα συνεχίσει και αυτή τις επιχειρήσεις έως ότου επιτύχει ένα από τους στόχους της. Σε διαφορετική περίπτωση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της διάλύσεώς της ως κράτους.
Ως γνωστόν στην Τουρκία υπάρχει αριθμός εθνοτήτων, με πλέον σημαντική την κουρδική, καθώς επίσης θρησκευτικές και κοινωνικές μειονότητες οι οποίες, παρά τις τεράστιες διαφορές που έχουν, υποχρεούνται να συμβιώνουν ειρηνικά, λόγω της καταπιέσεως και της καταστολής που ασκεί επάνω τους η εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση με την δύναμη των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας. Σε μία περίοδο λοιπόν συρράξεως με την Ελλάδα, ακόμη και περιορισμένης διάρκειας, πολύ δε περισσότερο εάν η Τουρκία ηττηθεί, υπό την έννοια ότι δεν θα επιτύχει τους στόχους της οπότε η επιμελώς συντηρουμένη φήμη περί του αήττητου του τουρκικού Στρατού θα έχει καταρρεύσει, σε όλες τις ετερόκλιτες αυτές δυνάμεις θα δοθεί η δυνατότητα να εξεγερθούν γιά να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους.
Οι Κούρδοι ιδιαίτερα, θα έχουν την ιδανική ευκαιρία να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία του κουρδικού κράτους, καθόσον η πλειοψηφία των δυνάμεων του τουρκικού Στρατού που εδρεύουν στις περιοχές τους, θα έχουν μεταφερθεί στα μέτωπα των επιχειρήσεων με την Ελλάδα. Παράλληλα θα ζητήσουν και θα εξασφαλίσουν την διεθνή αναγνώρισή τους από τα κράτη εκείνα τα συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούνται από αυτή την εξέλιξη. Το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί, διαχρονικά, την μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία οπότε, είναι λογικό, να μη διακινδυνεύσει να το προκαλέσει. Δεν πρέπει να μας παραπλανά το γεγονός ότι πρόσφατα και μετά την συμφωνία του Οτσαλάν με την κυβέρνηση της Τουρκίας, οι μαχητές του ΡΚΚ σταμάτησαν τις επιχειρήσεις τους εναντίον των τουρκικών δυνάμεων και αποχώρησαν από τα πεδία των μαχών. Εξακολουθούν να διατηρούν τον εξοπλισμό τους και δεν τους είναι δύσκολο να επιστέψουν, όταν το αποφασίσουν, στις περιοχές των συνόρων με το Ιράκ και να ενωθούν με τους ομοφύλους τους που κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή.
Όπως αποδεικνύεται και από τις συνεχιζόμενες τις τελευταίες εβδομάδες ταραχές στην Τουρκία, οι καταπιεζόμενες θρησκευτικές και κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού περιμένουν και αυτές το έναυσμα για να εξεγερθούν και να απαιτήσουν από την κυβέρνηση την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Μία ένοπλη κρίση με την Ελλάδα διευκολύνει την εμφάνιση αυτής της εκδοχής. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της πιθανότητας να δημιουργηθεί παρατεταμένη αστάθεια η οποία ενδέχεται είτε να οδηγήσει στην διάλυση της υφισταμένης κρατικής συνθέσεως, είτε στον ισχυρό κλονισμό της.
Κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, οι διεθνείς εξελίξεις στην Μ. Ανατολή και την Αν. Μεσόγειο δεν επιτρέπουν στην Τουρκία ούτε να δημιουργήσει, ούτε να συντηρήσει μία κρίση με την Ελλάδα. Μετά μάλιστα την κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλεως Αλ-Κουίζαρ (κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο) από τις δυνάμεις του Άσσαντ στη Συρία, η μόνη οδός ανεφοδιασμού των ανταρτών που υποστηρίζονται από την Δύση, διέρχεται πλέον από την Τουρκία.
Συνεπώς, οποιαδήποτε όξυνση των σχέσεών της με την Ελλάδα η οποία θα ενισχύσει την αστάθεια στην περιοχή, με υπαιτιότητα μάλιστα της Τουρκίας δεν θα γίνει ανεκτή από τους δυτικούς. Τούτο διότι θα δυσχερανθεί σημαντικά η ενίσχυση των ανταρτών και θα παρασχεθεί στον Άσσαντ η δυνατότητα να τους εξουδετερώσει και να εδραιώσει την κυριαρχία του, οπότε μεταβάλλονται άρδην τα γεωπολιτικά και στρατηγικά δεδομένα. Στην περίπτωση αυτή, αφ’ ενός μεν αποτυγχάνει η προσπάθεια της Δύσεως να απομονώσει το Ιράν και μειώνεται κατά πολύ η στρατηγική αξία της αεροναυτικής παρουσίας της στην περιοχή, αφ’ ετέρου δε, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, απομονώνεται το Ισραήλ, κάτι το οποίο οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν να συμβεί. Δεδομένης μάλιστα και της ισχυρής παρουσίας της Ρωσίας στην Αν. Μεσόγειο και τον Περσικό Κόλπο, η ήδη ρευστή κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί και να οδηγηθούμε σε γενικότερη ένοπλη αντιπαράθεση.
Εάν στα προαναφερθέντα προστεθεί και το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην αρχή της τουριστικής περιόδου και η Τουρκία προσδοκά οικονομικά οφέλη από τα εκατομμύρια των τουριστών που θα την επισκεφθούν, η πιθανότητα να προκαλέσει η ίδια θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο μειώνεται σημαντικά. Το πιθανότερο συνεπώς είναι να περιορισθεί η Τουρκία στους γνωστούς λεονταρισμούς της, την δημιουργία εντυπώσεων και τον έλεγχο της υπομονής και της αυτοσυγκρατήσεώς μας.
Ο σημαντικότερος όμως, κατά την άποψή μας παράγοντας που συνηγορεί υπέρ της αποφυγής ενός θερμού επεισοδίου, είναι η αποτρεπτική ικανότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο παράγοντας αυτός, τα τελευταία σαράντα χρόνια παραμένει συνεχώς ισχυρός, άρα και καθοριστικός για την διατήρηση της ειρήνης. Παρά την αναμφισβήτητη αριθμητική υπεροχή της Τουρκίας σε πολεμικά μέσα, φυσιολογική άλλωστε λόγω των μεγαλυτέρων σε μέγεθος δυνάμεών της, δεν έχει μεταβληθεί η ποιοτική ισορροπία των μέσων της αυτών με τα αντίστοιχα ελληνικά. Αυτό σημαίνει πως επειδή διαθέτουμε και εμείς, σε όλους τους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων πολεμικά μέσα των ιδίων δυνατοτήτων με τα τουρκικά, είμαστε σε θέση, χρησιμοποιώντας τα με τον κατάλληλο τρόπο, σε συνδυασμό με την εκπαίδευση και την ποιότητα του προσωπικού, να επιφέρουμε αποφασιστικά πλήγματα, γεγονός το οποίο κάθε άλλο παρά θα κάνει εύκολη υπόθεση την επικράτηση της Τουρκίας σε μία πολεμική αναμέτρηση. Εφόσον η αποτρεπτική ικανότητά μας παραμείνει ισχυρή, η εκάστοτε πολιτική εξουσία έχει την δυνατότητα να μην επηρεάζεται από τις επιδείξεις ισχύος της Τουρκίας και, εάν το επιθυμεί, να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις κατά καιρούς προκλήσεις της γείτονος.
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να επισημάνουμε την αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί με κάθε κόστος η αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας. Η ανάγκη αυτή γίνεται περισσότερο επιτακτική εάν λάβουμε υπόψη τις εργώδεις προσπάθειες που καταβάλλει η Τουρκία να ανατρέψει την υφισταμένη ισορροπία, ακολουθώντας με θρησκευτική ευλάβεια ένα τριακονταετές πρόγραμμα εξοπλισμών το οποίο άρχισε να υλοποιείται από το 1996 και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2024.
Κατ΄αρχάς έχει αναβαθμίσει σημαντικά την πολεμική της βιομηχανία, με επιδίωξη να επιτύχει, σε πρώτη φάση, την συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων με άλλες χώρες και να αποκτήσει την απαιτουμένη τεχνογνωσία, σε δεύτερη δε φάση, να παράγει μόνη της τα συστήματα αυτά. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Η Τουρκία συμπαράγει μέσα άρματα μάχης και εκπαιδευτικά αεροσκάφη με την Ν. Κορέα, μικρού και μέσου βεληνεκούς (150 – 180 χιλιομέτρων) βλήματα εδάφους – εδάφους με την Κίνα, επιθετικά ελικόπτερα και ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη με την Ιταλία, και μη επανδρωμένα αεροσκάφη με το Ισραήλ. Επίσης συμμετέχει στην παραγωγή του νέου μαχητικού αεροσκάφους F-35 LIGHTNING III από την αμερικανική εταιρεία NORTHROP GRUMMAΝ.
Παράλληλα έχει προμηθευθεί αυτοκινούμενα πυροβόλα από την Ν. Κορέα, γεφυροφόρα άρματα από την Γερμανία, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα ναυπηγήσεως φρεγατών και κορβετών από την Τουρκία και αγοράς υποβρυχίων τύπου U214 από την Γερμανία. Ενισχύει επίσης τις δυνατότητές της για έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο και τον αποβατικό της στόλο με απόκτηση αποβατικών πλοίων χωρητικότητος Τάγματος για την ταχεία μεταφορά και ανάπτυξή του. Επί πλέον, έχει εκσυγχρονίσει αριθμό αεροσκαφών Φάντομ F4E και F-16 Block 40 και 50, έχει προγραμματίσει την προμήθεια, μετά το 2015, 100 αεροσκαφών JOINT STRIKE FIGHTER LIGHTNING ΙΙ και ενδιαφέρεται να αποκτήσει αντιαεροπορικά βλήματα εδάφους – αέρος μεγάλου βεληνεκούς. Πέραν των παραπάνω έχει εκτοξεύσει στο διάστημα κατασκοπευτικό δορυφόρο και, σε συνεργασία με την Ουκρανία, έχει θέσει σε λειτουργία δορυφορικό πρόγραμμα, με την επιδίωξη να κατασκευάσει και διαστημόπλοιο. Από το 1975 η Τουρκία έχει θέσει ως στρατηγικό αντικειμενικό της σκοπό να εξελιχθεί σε πυρηνική δύναμη, κατασκευάζοντας τρία εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Το πρόγραμμα αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια η Τουρκία τα διαφημίζει μέσω του ημερησίου και του περιοδικού τύπου, του διαδικτύου και της τηλεοράσεως.
Εύκολα λοιπόν γίνεται αντιληπτό πως σε αντίθεση με εμάς, η Τουρκία, προσπαθεί μεθοδικά, με σοβαρότητα και υπομονή, να εξουδετερώσει την μόνη πραγματική απειλή που αισθάνεται από την Ελλάδα, την αποτρεπτική δηλαδή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, χωρίς να υπολογίζει χρόνο, χρήμα και προσπάθειες. Δυστυχώς δε για εμάς, οι Τούρκοι ξέρουν να προετοιμάζονται και να περιμένουν, ώστε να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία, όταν αυτή παρουσιασθεί. Εμείς από την πλευρά μας οφείλουμε να αντιληφθούμε πως οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν υπάρχει στην Τουρκία (κεμαλιστών, ισλαμιστών, στρατιωτικών, πολιτικών), η μόνη δύναμη την οποία αντιλαμβάνεται και υπολογίζει είναι η δύναμη των όπλων. Σ΄αυτήν οφείλουμε να συνεχίσουμε να επενδύουμε, εάν θέλουμε να περιορίσουμε την τουρκική επιθετικότητα και να αποφύγουμε την δημιουργία θερμών επεισοδίων.
Εάν όμως, στρουθοκαμηλίζοντας, καλυπτόμασθε πίσω από την οικονομική κρίση και τις απαγορεύσεις της τρόϊκα και αρνούμασθε να αναβαθμίσουμε την σχεδόν κατεστραμμένη αμυντική μας βιομηχανία, περιορίζουμε τις δαπάνες για την άμυνα και κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να ρίξουμε το ηθικό του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας, δεν είναι μακριά η στιγμή κατά την οποία η Τουρκία θα αποκτήσει υπεροπλία σε όλους τους τομείς έναντι ημών. Όσο κυνικό και αν ακούγεται αυτό, τότε θα μηδενισθεί η πιθανότητα να συμβεί θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Πολύ απλά διότι δεν θα υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Τόσον ο διάπλους των τουρκικών πλοίων στο Αιγαίο, όσο και η παραβίαση του εναερίου χώρου από τα αεροσκάφη δεν θα θεωρείται προκλητική ενέργεια αλλά, συνήθης εκπαιδευτική δραστηριότητα. Αποτελεί συνεπώς εθνική ανάγκη η υποχρέωση να απαιτούμε όλοι από τις ελληνικές κυβερνήσεις να αίρονται στο ύψος των περιστάσεων καί να κάνουν το αυτονόητο. Να μην υποβαθμίζουν δηλαδή την αποτρεπτική δυνατότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Σε διαφορετική περίπτωση θα είμαστε άξιοι της τύχης μας, το κακό θα έχει συντελεσθεί, θα είναι μη αναστρέψιμο και κανένα Ειδικό Δικαστήριο, όσο αυστηρά και αν αντιμετωπίσει τους υπευθύνους, δεν θα είναι ικανό να αποδώσει δικαιοσύνη.
ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Διαδίκτυο: www.defensenews.com
www.arabianaerospace.aero
http://pr-usa.net/index www.todayszaman.com
http://defencetr.blogspot.com
http://www.epicos.com
http://defenseindustrydaily.com
http://www.yourdefensenews.com
www.worldaffairsboard.com
www.turkishweekly.net/news
http://china-defense.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου