Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Η στρατηγική του Φοίνικα


Του Γιάννου Χαραλαμπίδη

Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, το καλύτερο σενάριο για την κυπριακή οικονομία είναι το κατ΄ αρχήν μνημόνιο. Και εφόσον δεν πρόκειται να ληφθεί απόφαση στο Γιούρογκρουπ της Δευτέρας και εφόσον τον Φεβρουάριο πάμε σε εκλογές, καλό Μάρτιο, με τη νέα Κυβέρνηση θα υπογραφεί το μνημόνιο. Το ερώτημα είναι πώς θα λειτουργήσει το κράτος ώς τότε. Και τι προοπτικές έχει για τη συνέχεια, ένα ζήτημα που είναι συναφές με την επιβίωση της οικονομίας του ίδιου του κράτους, της εκεμτάλλευσης του φυσικού αερίου ως στραηγικού αγαθού και του ρόλου που θέλουμε να διαδραμτίσουμε ως Ελληνισμός και ως κράτη, ελληνικό και κυπριακό, σε σχέση με του γείτονές μας και δη με την Τουρκία και το Ισραήλ, καθώς και με τους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ σε περιφερειακό επίπεδο.

Πώς θα πληρωθεί το 1 δισ. των ημικρατικών; 
Προφανώς, η Κύπρος θα ζει ώς τον Μάρτιο από τα ταμεία των ημικρατικών οργανισμών με τη μορφή τρίμηνων δανεισμών. Το κράτος επιβαρύνεται, επί τη βάσει εσωτερικού δανεισμού, με επιπρόθετο χρέος, το οποίο θα επωμιστεί ο πολίτης. Συν τους τόκους. Λογιστικά αλλά και ουσιαστικά το 1 δισ. ευρώ που ενδεχομένως να γλιτώσουμε από τους υπολογισμούς της PIMCO (αντί δηλαδή το χρέος να φτάσει τα 10 δισ. ευρώ, να περιοριστεί τελικά στα 9 δισ. ευρώ ή στα 8,5 δισ. ευρώ) θα το επωμιστούμε μέσω του εσωτερικού δανεισμού. Εφόσον δεν υπάρχει ανάπτυξη παρά μόνο ύφεση, πού θα βρει Κυβέρνηση να πληρώσει το κεφάλαιο και τον τόκο; 

Τα παλαμάκια των επιτελείων και το κασσανδρικό σενάριο 

Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι εάν θα υπογραφεί το μνημόνιο -όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση δεν υπάρχει άλλη επιλογή- αλλά εάν έχουμε στρατηγική και όραμα εξόδου από την κρίση και για το μέλλον. Συνεπώς υπάρχουν τα εξής προς εξέταση θεμελιώδη ζητήματα:
1. Ποιο θα είναι το τελικό περιεχόμενο του μνημονίου και αν τελικώς θα ιδιωτικοποιηθούν κερδοφόροι ημικρατικοί οργανισμοί ή όχι. Ο όρος αυτός βρίσκεται εντός του μνημονίου. Και έχει δώσει τη σύμφωνη γνώμη της η Κυβέρνηση. Συνιστά φόρμουλα περιορισμού του δημόσιου χρέους ώστε αυτό να είναι βιώσιμο, δηλαδή κάτω του 120% επί του ΑΕΠ. Το ζήτημα αυτό είναι συναφές με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), αφού με βάση το καταστατικό του, δεν μπορεί να συμμετάσχει σε δανειοδότηση εάν το χρέος του κράτους είναι πέραν του 120%. Συνεπώς, εάν ένα κράτος δεν πωλήσει περιουσιακά στοιχεία για να περιορίσει το χρέος του, τότε θα οδηγηθεί σε κούρεμα. Προσοχή πού βρίσκεται ο κίνδυνος:
α. Στον λαϊκισμό που επικρατεί ενόψει εκλογών. Ότι δηλαδή μετά βεβαιότητας δεν θα υπάρξουν άλλα μνημόνια ή ότι μπορούμε εάν μιά νυκτί να σχίσουμε το μνημόνιο ή ότι θα βγούμε από την κρίση χωρίς κοστολογημένη πολιτική και χωρίς μοντέλο ανάπτυξης. Και επί τούτου δικαίως κάποιος μπορεί να ισχυριστεί τα ακόλουθα: Για τον λαϊκισμό δεν ευθύνονται μόνο πολιτικοί, αλλά και οι πολίτες εκείνοι που βρίσκονται κοντά στους υποψηφίους και βαρούν παλαμάκια αντί να ασκούν καλοπροαίρετη κριτική. Και δυστυχώς χάνεται το μέτρο και αναλαμβάνει δράση ο τυφλός φανατισμός. Χάνεται ο ορθολογισμός, ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια, ο διάλογος και η ανταλλαγή επιχειρημάτων. Έχουμε συζητήσεις κωφών και παράλληλους μονολόγους. Και ως εκ τούτου η πολιτική εξελίσσεται σε γήπεδο φανατικών οπαδών με αποτέλεσμα να μειώνονται αντί να αυξάνονται τα περιθώρια για φόρμουλες διάσωσης.
β. Ακόμη και αν γίνει το οποιοδήποτε μαγείρεμα επί του χρέους, είτε για να είναι βιώσιμο είτε για να περιοριστεί ώστε να πλησιάζει αντί να απομακρύνεται από το όριο του 120% επί του ΑΕΠ, το μελλοντικό αποτέλεσμα είναι πιθανό να είναι χειρότερο από ένα μνημόνιο που θα υπογραφεί στην παρούσα φάση και το οποίο θα είναι χειρότερο από το κατ΄ αρχήν μνημόνιο. Γιατί; Διότι, εάν δεν καλύπτεται το χρέος και εμφανιστούν την επαύριον τα μαγειρέματα των αριθμών που ενδεχομένως γίνονται σήμερα, τότε: Είτε θα έρθουν νέα χειρότερα μνημόνια είτε και θα οδηγηθούμε σε κούρεμα.
Και η δική μας περίπτωση είναι διαφορετική από εκείνην της Ελλάδας, αφού τα κρατικά ομόλογα βρίσκονται κυρίως σε Κύπριους θεσμικούς επενδυτές, όπως τα συνεργατικά ιδρύματα, τα ταμεία προνοίας και οι τράπεζες. Έτσι θα βρεθεί η οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο και οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν σήμερα να γίνουν με μεγαλύτερη επιτυχία, την επαύριο, εάν η κατάσταση γίνει χειρότερη από ό,τι είναι σήμερα, θα επιφέρουν λιγότερο χρήμα στα ταμεία του κράτους. Και υπό αυτές τις συνθήκες θα εξελιχθεί το κασσανδρικό σενάριο, εάν εμείς στην παρούσα φάση ξεγελάσουμε την οικονομία, το χρέος και τους εαυτούς μας.
2. Εάν και πώς θα βγει η κυπριακή οικονομία από την κρίση. Και στο θέμα αυτό το μνημόνιο από μόνο του δεν μπορεί να δώσει απάντηση. Το μνημόνιο δύναται να επιβάλει αλλαγές, οι οποίες προ καιρού θα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν. Όπως και οι έλεγχοι. Διότι, για παράδειγμα, εάν οι σχέσεις Ορφανίδη - Χριστόφια ήταν καλύτερες, ενδεχομένως να είχαν ασκηθεί διαφορετικοί έλεγχοι επί των τραπεζιτών, καθώς και λήψη αποφάσεων, επί τη βάσει των οποίων: α. Δεν θα ήταν τόσο εκτεθειμένες οι κυπριακές τράπεζες στα ελληνικά ομόλογα. β. Θα ήταν δυνατή η διατύπωση πιο ολοκληρωμένης πολιτικής και λήψης μέτρων ως προς την απόφαση για το κούρεμα του ελληνικού χρέους, η οποία έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου, χωρίς να προβλεφθούν με επαρκή σοφία οι επιπτώσεις.
Κυβερνητικός εμφύλιος και διαπραγμάτευση 
ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ μπορεί, εφόσον έχει το ορθό μείγμα, να φέρει σταθερότητα και να δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης, λόγω καλύτερης ανταγωνιστικότητας και ασφάλειας π.χ. συναλλαγών. Το ζήτημα αυτό εμπίπτει στη διαπραγματευτική μας ικανότητα. Επί τούτου δε, φαίνεται ότι η Κυβέρνηση δεν τα πήγε καλά. Απόδειξη τούτου είναι οι κατηγορίες του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Νεοκλή Συλυκιώτη εναντίον του Υπουργού Οικονομικών Βάσου Σιαρλή για τις δεσμεύσεις που λήφθηκαν επί των αποφάσεων που αφορούν στο φυσικό αέριο. Τελικώς, ως φαίνεται, δεν έχει επαρκώς ξεκαθριστεί στην Τρόικα ότι είναι ζήτημα υψίστης κυριαρχίας και ότι δεν θα έχει επί τούτου λόγο. Όταν για ένα τόσο ζωτικό ζήτημα, δύο υπουργοί της ίδιας Κυβέρνησης δεν μπορούν να συνεννοηθούν, πώς να πείσουν για τη διαπραγματευτική τους ικανότητα, ειδικώς επί κυριαρχικών δικαιωμάτων που αφορούν στο φυσικό αέριο και στην ανάπτυξη; 

Φυσικό αέριο, ΝΑΤΟ και ζητήματα ασφάλειας
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ είναι ζήτημα συναφές με μια συγκροτημένη στρατηγική, που έχει σχέση και με τον τουρισμό και με την οικοδομική βιομηχανία, και με την παροχή υπηρεσιών, καθώς και με την ορθή εκμετάλλευση του φυσικού αερίου, και με όσους άλλους τομείς μπορεί η Κύπρος να έχει αναπτυξιακό πλεονέκτημα (Βλέπε π.χ. απόφαση για μετατροπή της Κύπρου σε περιφερειακό πανεπιστημιακό κέντρο). Ειδικότερα, το ζήτημα του φυσικού αερίου σχετίζεται άμεσα: α) με την ασφάλεια και τις περιφερειακές συμμαχίες. β) με την Τουρκία, τις απειλές της και τη λύση του Κυπριακού.
Είναι σημαντικό να υπάρξει δέσμευση των υποψήφιων Προέδρων ότι δεν θα γίνει δεκτή με τη λύση του Κυπριακού η όποια παράνομη συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ ψευδοκράτους και Τουρκίας και δη με την Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων και δεν θα ενσωματωθεί εντός της νομοθεσίας του νέου πολιτειακού συστήματος. Διότι, υπό αυτές τις συνθήκες, εάν υπάρχουν πετρέλαια ή φυσικό αέριο στις βόρειες κατεχόμενες θάλασσες της Κύπρου, ο πλούτος αυτός δεν θα ανήκει καν στους Τουρκοκύπριους, αλλά στην Άγκυρα.
Εάν δε, η συμφωνία προνοεί την παραμονή τουρκικού στρατού και αν υπάρχουν εγγυητικά δικαιώματα ή εάν η Κύπρος δεν έχει δικές τις ένοπλες δυνάμεις ή και αν δεν συνάψει από τώρα συμμαχίες, οι οποίες θα συνεχιστούν και μετά τη λύση, η ασφάλεια του φυσικού αερίου θα συνεχίσει να τελεί υπό τον έλεγχο της Τουρκίας, εκτός και αν: i) Δημιουργηθούν τέτοια οικονομικά συμφέροντα που να δρουν αποτρεπτικά. ii) Η Κύπρος ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, οπότε με τη λύση θα υπάρχει κοινό σύστημα ασφάλειας. Βεβαίως, θα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως, παρότι η Ελλάδα είναι στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία απειλεί στο Αιγαίο. Φανταστείτε να μην ήταν η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ σε ποια δεινή έναντι της Τουρκίας θέση θα βρισκόταν. Από την άλλη, αληθές είναι ότι, χωρίς ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και συμμαχίες, δεν μπορείς να παρέχεις ασφάλεια.
Συνεπώς, το φυσικό αέριο σχετίζεται με την ανάπτυξη, καθώς και με την ασφάλεια, αλλά και με τις γεωστρατηγικές αλλαγές και σχεδιασμούς που μπορούν να προκύψουν. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι οι αγωγοί φυσικού αερίου θα περάσουν μέσω Τουρκίας, καθότι θα είναι η Κύπρος γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά όμηρος της Άγκυρας. Το Ισραήλ, με το οποίο έχουμε κοινωνία συμφερόντων, δεν θα ήθελε μια τέτοια εξέλιξη, διότι ουδόλως θα ήθελε να τεθεί υπό τη γεωπολιτική εξάρτηση της Τουρκίας περνώντας είτε δικούς του αγωγούς ή βλέποντας δικούς μας να περνούν από την Τουρκία, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο την Άγκυρα ως περιφερειακή δύναμη. Όταν το πανίσχυρο Ισραήλ δεν επιθυμεί εξάρτηση από την Τουρκία, γιατί να τη θέλουμε εμείς; 

Η λογική της περιφερειακής δύναμης
Η ανάπτυξη της Κύπρου μέσω του φυσικού αερίου είναι πολυδιάστατη και πρέπει να ιδωθεί μέσα από τις διεθνείς οικονομικές συμμαχίες που σχετίζονται με τις πετρελαϊκές εταιρείες που θα εμπλακούν στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου, καθώς και στις συμμαχίες της Κύπρου με το Ισραήλ και την Ελλάδα για τη δημιουργία εναλλακτικής ενεργειακής οδού και της εγκαθίδρυσης ισχυρής στρατιωτικής αμυντικής συμμαχίας - ασφάλειας. Χωρίς ασφάλεια δεν μπορούν να γίνουν επενδύσεις ούτε εκμετάλλευση. Η ασφάλεια που παρατηρείται σήμερα είναι συγκυριακή, λόγω σύμπλευσης συμφερόντων με το Ισραήλ. Η σχέση αυτή πρέπει να αποκτήσει μακροπρόθεσμο στρατηγικό χαρακτήρα και να θεμελιωθεί στην πρακτική της εμβάθυνσης, που σημαίνει ανάπτυξη του τομέα της ναυτιλίας, της παροχής υπηρεσιών, του τουρισμού και αλλού. Εάν δεν θεμελιωθεί η συμμαχία με το Ισραήλ και αν αλλάξουν τα συμφέροντα, είναι πιθανό να βρεθούμε εκ νέου στο έλεος της Τουρκίας, η οποία συνιστά περιφερειακή δύναμη.
Τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα μπορούν να έχουν μέλλον όταν δουν τον κόσμο πώς μπορεί να σχεδιαστεί για τις επόμενες γενιές, δηλαδή όταν έχουν όραμα στη λογική μιας γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σύζευξης, που θα ξεκινά από τα Βαλκάνια και θα καταλήγει στη Μέση Ανατολή, καθιστώντας και τον Ελληνισμό ως περιφερειακή δύναμη σταθερότητας, συνεργασίας και ειρήνης. Έτσι, ούτε ο Ελληνισμός της Κύπρου θα είναι μειοψηφία στην τουρκική πλειοψηφία ενώ, πλέον, δεν θα τελεί υπό τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική ομηρία της Τουρκίας.
Όπως η Τουρκία ξεκινά από τα Βαλκάνια και φτάνει ώς τη Μέση Ανατολή, έτσι θα πρέπει να γίνει και με τον Ελληνισμό ανεξαρτήτως της λύσης του Κυπριακού. Ακόμη και αν εξευρεθεί λύση, το κεντρικό της ζητούμενο είναι ή δεν είναι πώς θα επιβιώσει ο Κυπριακός Ελληνισμός; Ε, δεν μπορεί να επιβιώσει εάν δεν είναι ενταγμένος σε ενιαία στρατηγική με τον λοιπό Ελληνισμό, που προϋποθέτει τον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ στην περιοχή του Καστελορίζου για να προκύψει η σύζευξη Ελλάδας - Κύπρου. Η στρατιωτική ισχύς, η οικονομία, οι διακρατικές συμμαχίες, η συμμετοχή σε Διεθνείς Οργανισμούς, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ ενισχύουν την ανεξαρτησία ενός κράτους και ενός έθνους όταν αυτό είναι αξιόπιστο.
Όσο η Κύπρος απομακρύνεται από το ΝΑΤΟ τόσο περισσότερο ο γεωστρατηγικός έλεγχος του νησιού και η ΑΟΖ θα ελέγχονται από την Άγκυρα και μαζί θα αυξάνονται οι πιθανόητες για την Τουρκία να ελέγχει, ως περιφερειακή δύναμη και ως ενεργειακό σταυροδρόμι, ακόμη και αυτή την ανάπτυξη της Κύπρου, ειδικώς εάν γίνει το σφάλμα να περάσει ο αγωγός από δικό μας έδαφος στην Τουρκία. Συνεργασία με την Τουρκία μπορεί να καταστεί εφικτή στη βάση της ισοτιμίας και του αμοιβαίου σεβασμού όταν έχουμε το ισοϋψές γεωστραηγικό ανάστημα ισχυρού περιφερειακού κέντρου, θωρακισμένου με ισχύ, συμμαχίες και πολυεθνικά συμφέροντα. Διαοφερικά, θα συνεχιστεί το καθεστώς των απειλών, της σαλαμοποίησης του Ελληνισμού και της φινλανδοποίησης.
Βεβαίως, μπορεί δικαίως να ισχυριστεί κάποιος: Εδώ δεν έχουμε να φάμε, υπάρχει καμένη γη, στάχτες από το Μαρί ώς τις χρεοκοπημένες τράπεζες και το κράτος, για ποιους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς μπορεί να γίνεται λόγος. Ακριβώς, επειδή δεν πρέπει να επαναλάβουμε την ιστορία και το παρελθόν, θα πρέπει να μάθουμε πώς να οικοδομούμε στρατηγική και δη του Φοίνικα από τις στάχτες, για να αντιμετωπίσουμε το σήμερα και να οικοδομήσουμε επί τη βάσει κοινών συμφερόντων και σχεδιασμών την ανάπτυξη και ένα ασφαλές μέλλον. Για να προκύψει σταθερότητα και αμοιβαίος σεβασμός, ο οποίος είναι αποτέλεσμα των ισοζυγίων δυνάμεων. Αυτά διδάσκει και στη θεωρία και στην πράξη ο κλασικός ρεαλισμός και ο νεο-ρεαλισμός. Εάν οι πολιτικοί στην Αθήνα και στην Κύπρο συνεχίσουν να μην αναζητούν νέα στρατηγική και νέες πολιτικές, τότε πώς μπορεί το μέλλον να είναι καλύτερο από το περελθόν; 

Η αναδρομικότητα και το σχίσιμο του μνημονίου

ΣΤΟ φυσικό αέριο, ως στρατηγικό αγαθό που είναι δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα από τη μια στιγμή στην άλλη. Και βεβαίως δεν μπορεί να μας σώσει από το μνημόνιο τους επόμενους μήνες. Επιτέλους η κρίση ας μας μάθει την οργάνωση στο βάθος χρόνου. Την πρακτική σημασία της στρατηγικής: Στόχο και εξεύρεση μέσων εμμονής στον σκοπό και μεθοδολογία με εναλλακτικά σενάρια δράσης, αν χρειαστεί, σε βάθος χρόνου.
Με σταθερά, μελετημένα και σοβαρά βήματα. Εκείνο που θα μπορούσε ορθώς να λεχθεί, είναι το εξής: Η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου πρέπει να γίνει επί τη βάσει σχεδιασμού και να αρχίσει το συντομότερο δυνατό. Εφόσον υπάρξει σοβαρότητα, όντως το φυσικό αέριο μπορεί να μας ξελασπώσει. Αυτό που γίνεται αντιληπτό επί του παρόντος είναι ότι δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες από ειδικούς, που να καλύπτουν όλες τις πτυχές που αφορούν στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου από τα νομικά ζητήματα, ώς τα οικολογικά, τα χρηματιστηριακά καθώς και εκείνα της ασφάλειας ή ακόμη και τα ναυτιλιακά, καθώς και άλλα. Κυριαχούν οι προεκλογικές δηλώσεις, οι οποίες θέλουν εκ των πραγμάτων περισσότερη ανάλυση και εμπλουτισμό.
Υπάρχει συνεπώς ο κίνδυνος να καταστεί το φυσικό αέριο θύμα του προεκλογικού, όπως και η ανάπτυξη, καθώς και το θέμα της αναδρομικότητας. Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα αυτό, δηλαδή της αναδρομικότητας, δεν μπορεί να επιλυθεί πριν από την 1 Μαρτίου του 2014, διότι τότε θα τεθεί σε ισχύ ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός για τις Τράπεζες. Η Γερμανία, όπως και άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων η Φινλανδία και η Ολλανδία, καθιστούν σαφές ότι δεν θα γίνει δεκτή η αναδρομικότητα. Δηλαδή το μέτρο θα καλύπτει τις χώρες τών οποίων οι τράπεζες θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα μετά τον Μάρτιο του 2014.
Για το επόμενο έτος η κυπριακή οικονομία θα επωμιστεί, επί του δημόσιου χρέους της, το ποσό που αναλογεί στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η αλήθεια, λοιπόν, έχει ως ακολούθως: Είναι ορθή η διεκδίκηση της αναδρομικότητας, διότι έτσι θα αποφορτιστεί το δημόσιο χρέος από το ποσοστό, που αναλογεί στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Όμως, μέχρι να ληφθεί απόφαση, θα ζήσουμε με το μνημόνιο.
Όπως ορθή είναι η θέση περί εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου, μέσω των χρηματιστηριακών αγορών, η οποία όμως δεν μπορεί να αποδώσει άμεσα, δηλαδή προ της υπογραφής του μνημονίου και πριν από τους υπόλοιπους έξι με εννέα μήνες το λιγότερο. Συνεπώς, η ορθή προσέγγιση έχει ως εξής: Θα υπογραφεί το μνημόνιο, κατόπιν διαπράγματευσης (αν και βρισκόμαστε με τη θηλιά στο λαιμό), για να μη χρεοκοπήσουμε ατάκτως και εν συνεχεία εφόσον αποδώσουν όλες οι δέουσες διαδικασίες για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου χρηματιστηριακώς και άλλως πως, αναλόγως του ποσού που αρχικώς θα εξασφαλίσουμε, είτε θα προχωρήσουμε σε ελάφρυνση των όρων του είτε και ακόμη και στο σχίσιμό του. Άλλωστε, τι πρόβλημα θα έχουν οι τροϊκανοί να σχίσουν το μνημόνιο εφόσον θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Χωρίς, βεβαίως, ανάπτυξη και δη μοντέλο ανάπτυξης ενταγμένο σε συγκροτημένη, πολυδιαστατη πολιτική για τα επόμενα δέκα με είκοσι χρόνια, δεν θα βγούμε εύκολα από την κρίση, η οποία δεν είναι οικονομική μόνο, είναι και συστημική. Το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στο έλλειμμα στρατηγικής και οράματος, γεγονός που οδηγεί συνήθως σε εφιάλτες. Το ζητούμενο δεν είναι να βγούμε από την κρίση και να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά να προχωρήσουμε στο μέλλον.

www.simerini.com.cy

Δεν υπάρχουν σχόλια: