Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ


Γράφει ο πολίτης Π. Παπαγαρυφάλλου
Πρόεδρος της Επιτροπής Ενημερώσεως Εθνικών Θεμάτων
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
και Δήμου Αθηναίων


Η πολιτική είναι μια κοινή όσο και σοβαρή υπόθεση και δεν πρέπει να αφεθεί εξ’ ολοκλήρου στα χέρια μόνο των πολιτικών. Στην Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία μέσα στην οποία ο Αθηναίος πολίτης ήταν πραγματικά πολίτης και κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής ζωής, αφού η γνώμη του, η ψήφος του και η συμμετοχή του στην άσκηση της εξουσίας και στην κατάληψη όλων των δημοσίων αξιωμάτων αποτελούσε καθημερινή, σχεδόν, πολιτική και κοινωνική πρακτική.
Η Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε το κυρίαρχο συλλογικό σώμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και αποφάσιζε για όλα τα μεγάλα ζητήματα, ενώ παράλληλα είχε απόλυτη νομοθετική εξουσία, εκτελεστική και δικαστική. Σ’ αυτή τη συνέλευση του αθηναϊκού λαού συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες, οι οποίοι για να αποκτήσουν αυτό τον επίζηλο τίτλο περνούσαν από εξαντλητική δοκιμασία ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες είχαν την δυνατότητα να κληρωθούν σ’ όλα τα δημόσια αξιώματα χωρίς να υπάρχει κατά κανόνα καμμια ιδιαίτερη διάκριση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και σε γραμματισμένους ή όχι.

Η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη

Τη βάση αυτού του πρωτόφαντου δημοκρατικού πολιτεύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας, αποτέλεσε η διοικητική και πολιτική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη που έγινε το 508 π.Χ. Η μεταρρύθμιση αυτή στηρίχθηκε στη διαίρεση των κατοίκων της Αττικής σε δέκα φυλές, δηλαδή εκατό συνολικά δήμοι (άλλοι συγγραφείς κάνουν λόγο για 130) συγκρότησαν την εδαφική και πληθυσμιακή υπόσταση του αθηναϊκού κράτους ή καλύτερα της Αθηναϊκής Πολιτείας.
Μέσα σ’ αυτήν κυριαρχούσε η απόλυτη νομική ισότητα, η δικαιοσύνη και η διαφάνεια των δημοσίων ενεργειών όλων των πολιτειακών παραγόντων στο άπλετο φως της Εκκλησίας του Δήμου.
Αυτή, λοιπόν, η δημοκρατικότητα του συστήματος, και μάλιστα της άμεσης δημοκρατίας, σφυρηλατούσε καθημερινά ένα νέου τύπου πολίτη, ο οποίος αισθανόταν μεγάλη υπερηφάνεια να συμμετέχει στην καθημερινή πολιτική ζωή της πόλης και να το θεωρεί ύψιστο χρέος προς αυτή και την κοινωνία. Αυτή η συμμετοχή και αυτή η προσφορά θεωρήθηκε τόσο ζωτικά αναγκαία, ώστε ο Περικλής, στον περίφημο «Επιτάφιο», να πει ότι όποιος πολίτης δεν ασχολείται με τα ζητήματα της πολιτείας, είναι άχρηστος άνθρωπος (αχρείος).
Σ’ αυτό το σημείο θεωρώ αναγκαίο και χρήσιμο να παραθέσω μερικές απόψεις γι’ αυτό το ανθρώπινο και δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο υπήρξε το θερμοκήπιο του πολιτικού διαλόγου και το αμάλγαμα της αληθινής λαϊκής συμμετοχής και του πολίτη με υπεύθυνη και ώριμη στάση απέναντι στην κοινωνία και την πολιτεία.
Ο τ. πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γ. Βλάχος, με τη βαρύνουσα επιστημονική του προσφορά και γνώμη, θεωρεί ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία «περικλείει την ανθρώπινη και ουσιαστική έννοια της Δημοκρατίας» και ότι αυτή «είναι η ανθρωποκρατία στην ύψιστη σημασία του όρου» και είχε την υπέροχη δυνατότητα να «περικλείει … σε μια ιδιαίτερη ενότητα τον άνθρωπο ως άτομο και τον πολίτη». (βλ. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τομ. 64, έτους 1989 σελ. 263 επ. όπου η ομιλία του: «Η δημοκρατική παράδοση των Ελλήνων και η Γαλλική Επανάσταση»).
Ο Ι. Μοντανέλλι, σημειώνει ότι «ενώ ο οποιοσδήποτε σύγχρονος άνθρωπος βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένειά του, ο τότε Αθηναίος ήταν πριν από οτιδήποτε άλλο, πολίτης για τον οποίο το κοινωνικό καθήκον προείχε». (βλ. «Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα 1987, σελ. 306).
Η C. Farrar σημειώνει ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία «χρησιμεύει ως ερευνητική περίπτωση για τη δυνατότητα του συνδυασμού της κοινωνικής ολοκλήρωσης με την ενεργό λαϊκή συμμετοχή και την οξεία πολιτική διαμάχη» και ότι «όλοι οι πολίτες θεωρούνταν ικανοί να εκτιμήσουν και νιώσουν το δεσμό ανάμεσα στα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα της κοινωνίας, γιατί διαρκώς – καθότι συμμετέχοντες ενεργά στην πολιτική τους ζωή – ζητείται ν’ αποτιμήσουν και να ερμηνεύσουν αυτόν τον δεσμό». Όσο για το προσωπικό συμφέρον, προσθέτει, «ότι το κυνήγι του εθεωρείτο πράξη πρόστυχη». (βλ. Οι αρχές της δημοκρατικής σκέψης στην κλασική Αθήνα», Αθήνα 1991, σελ. 27, 427, και 429).
Ο Μ. Finley γράφει ότι η συζήτηση της Εκκλησίας γινόταν σ’ ένα κλίμα αυθορμητισμού, ελευθερίας και επιχειρηματολογίας, στοιχεία τα οποία δεν λειτουργούν πλήρως στα μέλη ενός συγχρόνου κοινοβουλίου, όπου λειτουργεί η κομματική πειθαρχία, ενώ «η κοινωνική υπευθυνότητα και η έντιμη προαίρεση στην εκτίμηση του δικαίου … ήταν κάτι αναμενόμενο σε κάθε πολίτη της Αθήνας … όταν συνεδρίαζε σε ένα ενορκοδικείο και στην Εκκλησία ή στη Βουλή». (βλ. Αρχαία και σύγχρονη Δημοκρατία, Αθήνα, 1989, σελ. 111 και 159).
Ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ πίστευε ότι το κοινωνικό σύνολο υπήρχε και ενεργούσε σε κάθε Αθηναίο πολίτη, ο οποίος «ήταν ελεύθερος γιατί δεν έφερνε σε αντίθεση την ιδιωτική του ζωή με τη δημόσια ζωή».

Ο ρόλος του πολίτη


Είναι έξω από κάθε ιστορική αμφιβολία ότι ο πολίτης της κλασικής Αθήνας ήταν ένας κοινωνικά και πολιτικά ώριμος πολίτης και αυτή του η ωριμότητα τον οδηγούσε σε μια υπεύθυνη στάση απέναντι στην πολιτεία του και στα καθήκοντά του που απέρρεαν από την ιδιότητά του ως μέλος της.
Σ’ αντίθετη μάλιστα με το σημερινό φαινόμενο να υποχρεώνεται ο Έλληνας πολίτης ν’ ασκήσει το εκλογικό του χρέος, ο πολίτης της αρχαίας Αθήνας αισθανόταν τόσο υπεύθυνος απέναντι σ’ αυτό, ώστε ο Αριστοφάνης να περιγράφει την εναγώνια προσπάθεια ενός ηλικιωμένου να προσπαθεί να δραπετεύσει από το σπίτι του, που τον κρατούσε το παιδί του, για να πάει να ψηφίσει. (Σφήκες, στιχ. 139 – 144). Είναι επίσης έξω από κάθε ιστορική αμφιβολία, ότι αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός τύπος του πολίτη ήταν στενά δεμένος με το σύστημα της άμεσης δημοκρατίας, η οποία τον υποχρέωνε να βρίσκεται σε κοινωνική εγρήγορση μέσα από τη διαρκή συμμετοχή.
Τούτο το τελευταίο είναι κάτι το οποίο απουσιάζει, σε μεγάλο βαθμό, τόσο από τη σύγχρονη Ελλάδα όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο έστω κι αν νομικά είναι κατοχυρωμένη η καθολική ψηφοφορία και η ισότητα των αποκαλούμενων πολιτών, οι οποίοι σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υποβοηθούν και να καλλιεργούν τον κομματικό ραγιαδισμό.
Σε ό,τι αφορά την κρίση της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας διεθνώς και την αδυναμία του πολίτη ν’ ασκήσει οποιαδήποτε επίδραση στην πολιτική διαδικασία, σταχυολογώ, ελλείψει χώρου, μόνο τούτες τις έγκυρες απόψεις:
Έτσι, ο Μ. Finley, διαπιστώνει ότι «η δημόσια απάθεια και η πολιτική άγνοια αποτελούν ένα βασικό γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους πολιτικούς ηγέτες και όχι από τη λαική ψήφο, η οποία στην καλύτερη περίπτωση έχει μόνο ευχέρεια αρνησικυρίας εκ των υστέρων». (βλ. οπ. π. σελ. 95).
Ο Ε. Fromm, αναλύοντας την αποτυχία της καθολικής ψηφοφορίας να λύσει τα σύγχρονα προβλήματα της δημοκρατίας και ρίχνοντας το βάρος στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η ψηφοφορία θέτει τούτο το ερώτημα: «Πως μπορεί ο λαός να εκφράσει τη θέλησή του, αν δεν έχει δική του θέληση ή δικές του πεποιθήσεις, αν αποτελείται από αλλοτριωμένα αυτόματα, που τα γούστα, οι γνώμες και οι προτιμήσεις τους διαμορφώνονται από τις μεγάλες προσδιοριστικές μηχανές; Κάτω από αυτές τις συνθήκες η καθολική ψηφοφορία έγινε φετίχ … Χρησιμοποιούν την τηλεόραση για να προβάλλουν πολιτικές προσωπικότητες, όπως τη χρησιμοποιούν για να προβάλλουν ένα σαπούνι» (βλ. Υγιής κοινωνία, σελ. 232 – 235).
Αν αυτά λέγονται και γίνονται στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες της Δύσης να σκεφθεί κανείς τι και πόσα θα μπορούσε να προσθέσει για τους Έλληνες ψηφοφόρους που «ενημερώνονται» για όλα τα ζητήματα της πολιτείας στις προεκλογικές συγκεντρώσεις ανάμεσα σε καπνογόνα, τραγούδια, σημαίες και πολλοί ανεβασμένοι στα δένδρα από όπου χειροκροτούν τον αρχηγό! Μ’ άλλα λόγια πρόκειται για ένα ψηφοφόρο – οπαδό που δεν μπορεί να έχει σχέση ούτε με τον πραγματικό πολίτη, ούτε με την ολοκληρωμένη ανθρώπινη προσωπικότητα.
Στην ίδια προβληματική και αμφισβήτηση κινήθηκε πριν από μερικές δεκαετίες και ο Άγγλος φιλόσοφος Μ. Ράσσελ, γράφοντας: «Η ατομική πρωτοβουλία είναι κλειστή και περιορισμένη τόσο από το κράτος όσο και από ισχυρούς οργανισμούς, και είναι αισθητός ο μεγάλος κίνδυνος αυτή η κατάσταση να οδηγήσει, όπως στην αρχαία Ρώμη, σε μια μορφή μαρασμού και μοιρολατρείας που είναι καταστρεπτικά για μια ακμαία ζωή. Η κυβέρνηση απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τους κυβερνωμένους – και τούτο είναι αποτέλεσμα της έκτασης του κράτους – ενώ τείνει ακόμα στη δημοκρατία να έχει μια δική της ανεξάρτητη ζωή».
Στη συνέχεια, ασκώντας κριτική στα σύγχρονα συγκεντρωτικά κράτη του κόσμου – τι θα έγραφε αν ζούσε στην οικογενειοκρατούμενη Ελλάδα – γράφει: «Ο κοινός ψηφοφόρος μακριά από το να νιώθει ότι αυτός είναι η πηγή της εξουσίας … αισθάνεται σαν ένας ταπεινός τους υπήκοος, που το καθήκον του είναι, καθώς συνήθιζαν να λένε οι Κινέζοι, να τρέμει και να υπακούει … Παρ’ όλα αυτά όμως πρέπει να καταπολεμηθεί μια τέτοια αίσθηση αν η δημοκρατία πρόκειται να είναι μια αισθητή πραγματικότητα και όχι μια απλή κυβερνητική μηχανή …» και καταλήγοντας με τούτη την αποκρουστική αλλά αληθινή διαπίστωση: «Πιεζόμαστε από τις μεγάλες απρόσωπες δυνάμεις που κυβερνούν την καθημερινή ζωή μας, κάνοντάς μας σκλάβους των περιστάσεων έστω κι αν δεν είμαστε πλέον σκλάβοι σύμφωνα με το νόμο» (βλ. «Η Εξουσία και το άτομο», Αθήνα 1975, σελ. 36. 70 και 107).
Γι’ αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους ο Μ. Ράσσελ τάσσεται υπέρ της αυτοκυβέρνησης των μικρότερων γεωγραφικών μονάδων και της διοικητικής πολιτικής αποκέντρωσης, γιατί «με τη συμμετοχή στον έλεγχο μικρότερων οργανισμών, ο άνθρωπος θα μπορούσε να κερδίσει κάτι από την αίσθηση της προσωπικής ευκαιρίας και υπευθυνότητας που ανήκε στους πολίτες μιας πόλης – κράτους στην αρχαία Ελλάδα» (βλ. «Πολιτικά Ιδεώδη», Αθήνα, 1975, σελ. 40).
Να, λοιπόν, που μετά από 2.500 χρόνια περίπου, το υπόδειγμα της Αθηναίικης Δημοκρατίας ως ανθρωπίνου κυβερνητικού συστήματος έρχεται και ξανάρχεται ως αίτημα των φιλοσόφων, ενώ η σύγχρονη Ελλάδα με τους κάθε είδους «εθνικούς ταγούς», το αγνοεί ωμά και προκλητικά. Οι κυβερνώντες σε τούτο τον τόπο δεν θέλουν πραγματικούς πολίτες γιατί είναι φανατικοί εραστές της εξουσίας την οποία και μόνο σκέφτονται και την οποία φιλοδοξούν να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους! Ούτε αυτοκράτορες να ήταν.
Εν όψει όλων αυτών των φαινομένων οι Έλληνες ψηφοφόροι δείχνουν όλο και πιο λίγο ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, το οποίο στην πορεία τείνει να χαθεί τελείως. Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο επισημαίνεται ήδη στο τόπο μας και το οποίο βρίσκει την εξήγησή του σ’ αυτά που τόνιζε ήδη ο J. Rousseau στο γνωστό του «κοινωνικό συμβόλαιο», γράφοντας: «Σε μια καλά οργανωμένη πολιτεία όλοι απαιτούν μία συνέλευση, ενώ σ’ ένα άσχημα συγκροτημένο κράτος κανείς δεν θέλει να κάνει ούτε ένα βήμα για να το πλησιάσει, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι γίνεται, αφού ξέρουν εκ των προτέρων ότι η κοινή γνώμη δεν θα γίνει σεβαστή κι αφού οι προσωπικές τους έγνοιες τους απασχολούν όλους».
Αφού, λοιπόν, έχουμε την κρατική οργάνωση ή μάλλον την κρατική παράλυση που έχουμε, είναι επόμενο να ανθεί και να φουντώνει η πολιτική αδιαφορία των ψηφοφόρων για την πορεία των εθνικών μας πραγμάτων.
Αυτό σημαίνει ότι αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση για την ύπαρξη της Ελλάδος αν δεχθεί κανείς τούτη την άποψη του J. Rousseau: «Από την στιγμή που τα δημόσια πράγματα θα πάψουν ν’ αποτελούν την κύρια ασχολία των πολιτών κι αρχίσουν να προτιμούν να φροντίζουν το πορτοφόλι και το άτομό τους, το κράτος είναι έτοιμο να καταρρεύσει … Απ’ τη στιγμή που κάποιος θα πει για τα δημόσια πράγματα: «τι με νοιάζει;», το κράτος θα πρέπει να θεωρηθεί χαμένο».
Αναφερόμενος δε στους αρχαίους προγόνους μας, σημειώνει: «Στους Έλληνες, ο λαός ό,τι είχε κάνει το έκανε μόνος του. Ήταν συνέχεια συγκεντρωμένος στην πλατεία … και δεν ήταν καθόλου άπληστος».
Είναι φανερό ότι ανάμεσα στην Αθηναϊκή Δημοκρατία της κλασικής αρχαιότητος και στη μοντέρνα αρχηγική είναι εντελώς διαφορετική η πολιτική συνείδηση και συμπεριφορά των Ελλήνων. Τότε ήταν πολίτες, και τώρα ψηφοφόροι και οπαδοί, που συγκεντρώνονται στις πλατείες, όταν συγκεντρώνονται, για να χειροκροτήσουν τους αρχηγούς μέσα στους καπνούς και τα μεγάφωνα χωρίς να ακούνε τι λένε και τι υπόσχονται. Όποιος φέρει στο μυαλό του κάποια εικόνα των «θριαμβικών» προεκλογικών συγκεντρώσεων θα διαπιστώσει το μέγεθος της διαφοράς και την πολιτική υπανάπτυξη της σύγχρονης Ελλάδος, η οποία, πιο πέρα, θα υστερεί τόσο σε ηθικούς όσο και σε πολιτικούς θεσμικούς κανόνες.
Αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα: Το πρώτο αφορά το περίφημο «πόθεν έσχες», το οποίο τόσες και τόσες αντιδράσεις προκαλεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, της οποίας τα μέλη αντιδρούν και στην πληρωμή των φόρων και ιδιαίτερα όσα επαγγέλματα διαθέτουν δυνατότητες πιέσεων προς την κυβέρνηση.
Να λοιπόν τι είχαν θεσπίσει οι Αθηναίοι όσον αφορά τα οικονομικά και τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος: «Το πρώτο καθήκον ενός Αθηναίου ήταν να συντηρεί τον εαυτό του και την οικογένειά του είτε παράγοντας τρόφιμα στο αγρόκτημά του, είτε με κάποιο άλλο μέσον. Υπήρχε μάλιστα κι ένας νόμος της οκνηρίας … Κάθε χρόνο, ο κάθε άνδρας έπρεπε να δηλώσει την πηγή της απόκτησής του προς το ζην και όποιος αποτύγχανε να αποδείξει ότι είχε μια έντιμη πηγή καταδικαζόταν σε θάνατο … Υπάρχουν μερικά στοιχεία που δείχνουν ότι οι παραβάτες του νόμου του Σόλωνα τιμωρούνταν από τον Άρειο Πάγο».
Επίσης, όλοι οι αξιωματούχοι που διαχειρίζονταν δημόσιο χρήμα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν διαχειριστικό έλεγχο κάθε 36 ημέρες και για πολλά παραπτώματα αυτού του είδους υπήρχε το αδίκημα της «ατιμίας», το οποίο επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων».
Αυτά γράφει ο Άγγλος ελληνιστής D.M. Dowelle, ο οποίος αναφέρει και τούτο το αδίκημα, το οποίο αποτελούσε φραγμό στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό, τον άκρατο λαϊκισμό και στην ακατάσχετη υποσχεσιολογία μερικών ανεύθυνων πολιτικών.
Πρόκειται για το «αδίκημα της εξαπάτησης του λαού», το οποίο «συνίσταται στο να δώσει κανείς ψευδή υπόσχεση στον αθηναϊκό λαό. Ο νόμος όριζε ότι εκείνος ο οποίος δίνοντας μια υπόσχεση, εξαπατούσε το λαό, τη Βουλή ή ένα δικαστήριο θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Η λέξη «λαός» σημαίνει εδώ την Εκκλησία του Δήμου.
Ο Δημοσθένης χαρακτηρίζει τον νόμο αρχαίο, πιθανώς δε βάσει αυτού του νόμου ή κάποιας παλαιότερης μορφής του, διώχθηκε ο Μιλτιάδης το 489 π.Χ., ο οποίος, μετά τη ναυμαχία της Πάρου, είχε υποσχεθεί στους Αθηναίους ότι θα τους έκανε πλούσιους, αν του ανέθεταν τη διοίκηση 70 πλοίων. Οδήγησε τα πλοία στην Πάρο, αλλά η πολιορκία του νησιού απέτυχε, ενώ τραυματίσθηκε και ο ίδιος. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα μηνύθηκε από τον Ξάνθιππο για εξαπάτηση του αθηναϊκού λαού … Ο Πλάτων λέγει ότι ο λαός ψήφισε πράγματι υπέρ της θανατικής ποινής, αλλά ο πρύτανης εμπόδισε την εκτέλεσή της … μετά από λίγο καιρό (ο Μιλτιάδης) πέθανε από το τραύμα του και το πρόστιμο (των 50 ταλάντων) το πλήρωσε ο γιος του Κίμων». (βλ. το έργο του: «Το Δίκαιο στην Αθήνα των Κλασικών Χρόνων», εκδ. «Παπαδήμα», Αθήνα, 1986, σελ. 258 και 276. Πρβλ. και Ηρόδοτο, ΣΤ 132).
Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτει ότι η πολιτική ηθική των προγόνων μας ήταν ασύγκριτα ανώτερη από την πολιτική ηθική του καιρού μας και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο – η μάλλον ήταν κι αυτός ένας σημαντικός λόγος – ήταν ασύγκριτα ανώτερη και η κοινωνική και πολιτική συνείδηση του Αθηναίου πολίτη. Σήμερα τα αδικήματα αυτά φαίνονται όχι μόνο αδιανόητα, αλλά αντίθετα εκατομμύρια νεοέλληνες ψηφοφόροι και οπαδοί καμαρώνουν τους αρχηγούς τους όταν μέσα στη Βουλή αλληλοκατηγορούνται για πλιάτσικο. (βλ. πρακτικά Βουλής της 20/3/1992, σελ. 4.974 και 4.982).
Παρά το γεγονός αυτό και παρά τον ηθικό τραυματισμό της ελληνικής κοινωνίας από τη φαύλη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, που έφθασε στην αρμοδιότητα του ποινικού νόμου και σε μερικές καταδίκες, οι σύγχρονοι δημόσιοι άνδρες αντιδρούν στην εφαρμογή των νόμων προβάλλοντας τη θεωρία της «ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής». Αυτό σημαίνει, σε αντίθεση με τους αρχαίους Αθηναίους, ότι επιζητούν να παραμένουν ατιμώρητοι και ανεύθυνοι στο όνομα της δημοκρατίας!
Σε αντίθεση με το ισχύον ανεύθυνο, σχεδόν, των σημερινών πολιτικών, στην Αθηναϊκή Δημοκρατία ίσχυε ο θεσμός της «Εισαγγελίας» σύμφωνα με την οποία κάθε πολίτης μπορούσε να υποβάλλει κατηγορία στη Βουλή για κακή διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Ακολουθούσε δίκη και καθαίρεση του ενόχου από το αξίωμά του. Αυτή την καθαίρεση την υπέστη και ο μεγάλος πολιτικός, ο Περικλής, το 430 π.Χ.
Για τις αφειδώς και ανευθύνως διδόμενες υποσχέσεις των σημερινών δημοσίων ανδρών προς τον ελληνικό λαό είναι περιττό να αναφερθώ ειδικότερα γιατί είναι τόσο γνωστές και τόσο προκλητικές ώστε να καταντά κωμωδία αυτό το ζήτημα. Οι νεοέλληνες πολιτικοί όχι μόνο παραμένουν ποινικά ατιμώρητοι γι’ αυτά τα ψεύδη που υπόσχονται αλλά επιβραβεύονται πολιτικά και ηθικά από τους ψηφοφόρους οι οποίοι τους αναδεικνύουν κυβερνήτες. Πρόκειται για διαφορετική πολιτική ηθική και διαφορετικούς κόσμους που λειτουργούν εντελώς διαφορετικά στο ζήτημα του γενικού συμφέροντος και της αποστολής της πολιτικής.
Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία η πολιτική αποτελούσε την επιστήμη των επιστημών και το κορυφαίο καθήκον των πολιτών, ενώ σήμερα έχει μετατραπεί σε προσοδοφόρο επάγγελμα, το οποίο επενδύεται από «ιδεολογικό» περίβλημα ενώ στην ουσία πρόκειται για εμπόριο».
Όσο για την απόκτηση περιουσίας από κυβερνώντες και τις ολέθριες συνέπειές της για την τύχη της πόλης, ο Πλάτων προειδοποιούσε γράφοντας: «Όταν όμως οι κυβερνώντες αποκτήσουν ιδίαν περιουσίαν, είτε εις κτήματα, είτε εις οικοδομάς, είτε εις χρήματα, θα καταντήσουν από φρουροί που είναι, επιχειρηματίες ή γεωργοί, από υπερασπιστές των πολιτών, εχθροί και τύραννοι, θα διέρχωνται την ζωήν των με αμοιβαία μίση και επιβουλάς και πολύ περισσότερον φόβον θα έχουν από εσωτερικούς παρά από εξωτερικούς εχθρούς και άκρατοι πλέον θα φέρονται από τον όλεθρον και οι ίδιοι και όλη η πόλις». (βλ. «Πολιτεία», μεταφρ. Γ. Γρυπάρη, χ.χ. Αθήνα, σελ. 135 – 136).
Είναι τόσο εύστοχες και τόσο σύγχρονες οι παρατηρήσεις αυτές ώστε να μη σταθώ παρά μόνον στο χειροπιαστό όλεθρο προς τον οποίο οδηγείται η σημερινή Ελλάδα. Το σημερινό όμως φαινόμενο της χλιδής και του πλούτου αρκετών παραγόντων της πολιτικής μας ζωής είναι αποτέλεσμα της ανοχής των Ελλήνων και του πολιτικού μας ήθους το οποίο διαμόρφωσε το σύγχρονο πολίτευμα.
Να τι γράφει πάλι ο Πλάτων γι’ αυτό το ζήτημα: «ή νομίζεις ότι τα πολιτεύματα γίνονται από δρυν ή πέτραν και όχι από τα ήθη των πολιτών, τα οποία κατά την διεύθυνση, που θα λάβουν, θα συμπαρασύρουν και όλα τα λοιπά;» Την απάντηση την δίνει ο ίδιος: «Πραγματικώς από τα ήθη και μόνον» (βλ. οπ. π. τομ. Β, σελ. 84). Συνεπώς, η σημερινή κατάπτωση της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής είναι συνάρτηση των πολιτικών μας ηθών. Οι κυβερνώντες όλων των επιπέδων είναι σάρκα από τη σάρκα του γένους των Ελλήνων ψηφοφόρων οι οποίοι έτσι τους θέλουν. Σάπιους και φαύλους.
Αυτά όμως τα πολιτικά ήθη δεν γεννήθηκαν ξαφνικά και απότομα, όπως βγαίνει μια σφαίρα από την κάννη του όπλου, αλλά αποτελούν ιστορικό προϊόν με ρίζες κοινωνιολογικές, ιστορικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτικές.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα’ αλλάξουμε ούτε γρήγορα ούτε ριζικά. Όμως, η ύπαρξη του ελληνικού έθνους απαιτεί ν’ αρχίσουμε από σήμερα αυτή τη νέα πολιτική πορεία, η οποία πριν απ’ όλα θα πρέπει να απολακτίσει τη δημαγωγία. Τη δημαγωγία που αποτελεί το εθνοφθόρο και εθνοκτόνο όπιο στις συνειδήσεις των Ελλήνων και τους αχρηστεύει ως πολίτες. 

Περιοδικό Ελληνόραμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: