Του πολίτη Παναγιώυη Παπαγαρυφάλλου
Αντιπρόεδρος Επιτροπής Ενημερώσεως Εθνικών Θεμάτων
Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες παρελαύνουν στις ουρές με την καραβάνα στο χέρι να πάρουν το καθημερινό τους συσσίτιο από τους πονόψυχους συμπατριώτες.
Άλλες τόσες χιλιάδες ντρέπονται, προς το παρόν, να πιάσουν την καραβάνα. Ένα εκατομμύριο άνεργοι βολοδέρνουν στα οικονομικά αδιέξοδα.
Τρία εκατομμύρια (3.000.000) Ελληνίδες και Έλληνες ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας με προοπτική όλα αυτά τα νούμερα ν’ αυξάνουν αλματωδώς.
Η Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών βρίσκεται σε κώμα και ο «κυρίαρχος» λαός πνέει τα λοίσθια. Κι όμως, ένας ολόκληρος λαός και μία κοινωνία ζουν σε κατάσταση χλωροφορμίασης, την οποία έκαναν οι πολιτικοί αναισθησιογόνοι που τρέμουν μπας και ξυπνήσουν.
Ερωτάται: Γιατί ο ελληνικός λαός δεν τολμά να σπάσει τα δεσμά της υποτέλειας, της πείνας και της εξαθλίωσης; Είναι θέμα παιδείας, Είναι θέμα ψυχολογίας; Είναι θέμα φοβίας;
Εδώ και τρεις αιώνες ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Σ. Μοντεσκιέ έγραφε: «Κάποτε ο λαός με εκατό χιλιάδες μπράτσα ανατρέπει το παν και άλλοτε με εκατό χιλιάδες πόδια δεν βαδίζει παρά σαν τα έντομα» (βλ. «Το Πνεύμα των Νόμων», εκδ. «Αναγνωστίδη», Αθήνα, χ.χ., σελ. 42), ενώ λίγο αργότερα ο Γερμανός διανοητής Γκαίτε θα πει: «Ήρθε καιρός ν’ αποδείξουμε με πράξεις ότι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ισούται με το μεγαλείο των θεών» («Φάουστ»).
Επειδή όμως αυτές τις επισημάνσεις και προτροπές τις γράφω χρόνια και χρόνια, κατέληξα στο κείμενό μου, το οποίο έχει ως τίτλο: «Ο ζήτουλας λαός» (βλ. το μηνιαίο περιοδικό «Ηλιαία», τεύχ. Δεκεμβρίου 2007).
Αν δεν γίναμε ζήτουλες, οπωσδήποτε έχουμε υποστεί μετάλλαξη (βλ. το άρθρο μου: «Η μετάλλαξη των Ελλήνων και ο επερχόμενος εθνικός αφανισμός», στα «Πολιτικά Θέματα» της 7/12/2003).
Όπως και να έχουν τα πράγματα, εδώ και αρκετά χρόνια, ο ελληνικός λαός –ή μάλλον η συντριπτική του πλειοψηφία- βιώνει σ’ ένα καθεστώς κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής χλωροφορμίασης, γεγονός το οποίο προκαλεί πολλά γιατί και πολλά ερωτήματα πως φθάσαμε εδώ που φθάσαμε χωρίς ουσιαστική αντίδραση.
Παρακάμπτοντας τις δικές μου απόψεις αναφέρω, εντελώς ενδεικτικά, την άποψη εκείνων που ερμηνεύουν το φαινόμενο αποδίδοντάς το στην κακή και λειψή παιδεία και στην κακοποίηση του χαρακτήρος τόσο απ’ αυτή όσο και από την οικογένεια και κατ’ εξοχήν από τη σύγχρονη μητέρα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο ψυχολόγος Χ. Κωνσταντόπουλος που υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι κατ’ εξοχήν πρόβλημα παιδείας και μαλθακής οικογενειακής αγωγής(βλ. το έργο του: «Τραγωδία: Αριστοτελική Κάθαρσις», εκδ. «Γεωργιάδη», Αθήνα 2005).
Έχω τη γνώμη ότι πρόκειται για μία λυμφατική και ελλειπτική θεωρία, γιατί αγνοεί μία σειρά από κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και βιολογικούς παράγοντες, οι οποίοι συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρος.
Ως προς το χαρακτήρα και το εννοιολογικό του περιεχόμενο, μεταφέρω εδώ μερικές γραμμές από το πρόσφατο έργο του Χ. Κωνσταντόπουλου, οι οποίος γράφει και τα εξής: «Ο χαρακτήρ, με την έννοια της λέξεως νοείται το σύνολο των συναισθηματικών βιωμάτων του θυμικού. Το ποιόν του χαρακτήρος εγγράφεται (από την σύλληψή του ακόμη) κατά τη γέννηση και κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας».
Προχωρώντας θα κάνει διάκριση μεταξύ θετικού και αρνητικού ποιοτικού χαρακτήρος, ο οποίος διαμορφώνεται και «εγχαράσσεται από τον μηχανιστικό τρόπο που γεννιούνται οι σημερινοί άνθρωποι», οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία «υφίστανται καρατόμηση», στερούμενοι «αυθορμήτων παιχνιδιών» (βλ. το πρόσφατο έργο του: «Έξοδος από το αδιέξοδο», εκδ. «Πελασγός», Αθήνα 2012, σελ. 40). Πρόκειται για ένα κοινωνικό ζήτημα το οποίο δεν μελετήθηκε ίσως σε βάθος από τους παιδαγωγούς και τους παιδοψυχολόγους και γι’ αυτό ακριβώς οι γνώσεις μας είναι λυμφατικές.
Να σημειώσω ακόμα ότι σύμφωνα με το λεξικό, το ουσιαστικό χαρακτήρας προέρχεται από το χάραγμα «πάνω σε σκληρή επιφάνεια με αιχμηρό αντικείμενο» και κατ’ επέκταση «ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς, ενέργειας, σκέψης κάθε ατόμου».
Με τον χαρακτήρα ταυτίζεται και η ιδιοσυγκρασία, που σημαίνει την ιδιαίτερη οργανική και ψυχολογική σύσταση που χαρακτηρίζει ένα άτομο και η διάθεσή του απέναντι στις εξωτερικές επιδράσεις».
Συνεπώς, με αφετηρία αυτές τις εννοιολογικές παραδοχές, θα έτεινα να υποστηρίξω ότι το χάραγμα, ο χαρακτήρας, έχει βιολογικές και ψυχολογικές καταβολές, που συνδέονται άρρηκτα με τοDNA του ανθρώπου και πολύ λίγο εξαρτάται από την παιδεία.
Αν τώρα, σ’ αυτό το βιολογικό γεγονός προσθέσουμε και μία σειρά κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, γίνεται πρόδηλο ότι η θεωρία της παιδείας δεν είναι αρκετή να δικαιολογήσει την «στρεβλή» διαμόρφωση του χαρακτήρα.
Τα περισσότερα ανήκουν στη σφαίρα της βιολογίας και της ψυχολογίας και φυσικά σε φαινόμενα και καταστάσεις βιολογικές που ανήκουν στο χώρο του αταβισμού (κληρονομικότητας).
Μετά την παρένθεση αυτή επανέρχομαι στο θέμα για να θέσω το ερώτημα:
Πώς να γίνει δεκτό ότι τρία εκατομμύρια πεινασμένοι –και αύριο πέντε- δεν αρπάζουν τα στυλιάρια για να κάνουν κάποια, έστω, εξέγερση; Πώς είναι ανεκτό να χειροκροτάς τους θύτες σου οι οποίοι τάχα σε συμπονούν και έρχονται να συμφάγουν μαζί σου;
Ευθύνονται γι’ αυτό οι μάνες και η Παιδεία; Ή μήπως τελικά είχε δίκιο ο γράφων όταν έγραφε: «Αυτόν τον σάπιο λαό ποιος θα τον αγοράσει;» (βλ. «Πολιτικά Θέματα» της 3/10/2003).
Ερωτάται, λοιπόν, η αποχαυνωμένη ελληνική κοινωνία: Τις πταίει; Μήπως, τελικά σε μεγάλο βαθμό φταίει η αποσύνθεση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, της ελληνικής κοινωνίας και ηκατεδάφιση των ιδεολογιών και των ιδανικών; Ή μήπως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το αδιανόητο φαινόμενο στη διαμόρφωση της στρεβλής ή κολοβωμένης ατομικής και συλλογικής συνείδησης; Αν όμως μπάσουμε και τη συνείδηση στην ερμηνεία αυτών των φαινομένων, τότε μπαίνουμε σε πολύπλοκα ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία ανάγονται τόσο στον ορισμό της όσο και στον τρόπο διαμόρφωσής της.
Ο Κωνσταντόπουλος, αναφερόμενος σ’ αυτή, μας λέει: «Η συνείδηση δεν είναι ούτε αντικείμενο ούτε έννοια, αλλά ποιοτική διεργασία, η οποία διαρκώς διευρύνεται... Πώς να ορισθεί «κάτι» το οποίο δεν υπάρχει και ευρίσκεται εν εξελίξει;» (βλ. «Τραγωδία: Αριστοτελική Κάθαρσις», σελ. 323).
Πώς όμως διαμορφώνεται η συνείδηση; Και πώς λειτουργεί; (Το ζήτημα αυτό το διαπραγματεύομαι στο έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία», σελ. 39 επ. όπου το κεφάλαιο: «Η συνείδηση ως προϊόν της ύλης» και «Ο τρόπος διαμόρφωσης της συνείδησης σε συνδυασμό με τη λειτουργία της νόησης»).
Καταλήγοντας με το πολύπλοκο αυτό φυσιολογικό και κοινωνικό ζήτημα μεταφέρω τη σχετική θεμελιώδη διατύπωση του Κ. Μαρξ ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους αλλά, αντίθετα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους», που σημαίνει ότι εκείνο το οποίο δεσπόζει σ’ αυτή τη διαδικασία διαμόρφωσης της συνείδησης είναι το ατομικό συμφέρον (βλ. το έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία», εκδ. «Κάδμος» 2010, σελ. 45 επ. όπου το Κεφάλαιο: «Οι τρόποι διαμόρφωσης της συνείδησης»).
Το θέμα είναι τεράστιο και απλά έγινα κάποιες νύξεις για μία πιο ουσιαστική διερεύνηση του προβλήματος της συμπεριφοράς των ατόμων και των κοινωνιών.
Επανέρχομαι όμως στο θέμα και τις απόψεις που ανάγουν την ατομική συμπεριφορά μόνο στην παιδεία, για να πω ότι η άποψη αυτή δεν επαρκεί για την ερμηνεία αναλόγων ατομικών και κοινωνικών φαινομένων.
Όταν πεινάς, το στομάχι δεν σε ρωτά τι παιδεία έχεις. Σκούζει, όπως σκούζει και ο «κυρίαρχος» λαός σε κατάσταση κοινωνικής αφασίας. Γιατί, λοιπόν, δεν αρπάζουμε τα στυλιάρια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου