Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική!

Του Σάββα Ιακωβίδη

Ένα σημαντικό συνέδριο από τον Όμιλο Πνευματικής Ανανεώσεως - Ύψιστης σημασίας η ελληνική γλώσσα για τον κυπριακό Ελληνισμό, που καλείται να την υπερασπίσει. Πράξη αντίστασης να μιλά κανείς ελληνικά«Η γλώσσα σε δύσκολους καιρούς, μέσα στην πιο αφόρητη σκλαβιά, γίνεται καταφύγιο και παρηγορία»

Γλώσσα και εθνική ταυτότητα είναι δύο συνιστώσες που σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, στο πλαίσιο της ασύδοτης και αδίστακτης παγκοσμιοποίησης, κινδυνεύουν με ισοπέδωση, αλλοτρίωση και αφανισμό. Κάποιος είπε ότι αν θέλεις να εξαφανίσεις έναν λαό, κατάστρεψε την γλώσσα του. Η ελληνική γλώσσα είναι η πατρίδα μας. Η ψυχή και το ήθος της. Η ιστορία και ο πολιτισμός της.
Οι αγώνες και η συνείδησή της. Η ελληνική γλώσσα μας είναι η εθνική μας ταυτότητα και αυτογνωσία, η γνώση και η παιδεία μας. Σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, όπως με την τουρκική κατοχή της πατρίδας, να μιλάμε ελληνικά είναι πράξη αντίστασης ενάντια στην εθνική μας αποξένωση, στην πνευματική μας αλλοτρίωση και στην επιχειρούμενη πολιτισμική υποδούλωσή μας.
Ο Όμιλος Πνευματικής Ανανεώσεως, αφουγκραζόμενος τις ανησυχίες των Ελλήνων της Κύπρου και, διαπιστώνοντας την πολεμική που ξεκίνησε πάλι από συγκεκριμένα κομματικά κέντρα εναντίον της Ελληνικής, διοργάνωσε στις 5/5/2012, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Λαϊκής Τράπεζας, στη Λευκωσία, συνέδριο με θέμα: «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική». Ομιλητές ήταν καθηγητές Φιλολογίας και Γλωσσολογίας, και ενώπιον ενός πυκνότατου ακροατηρίου κατέθεσαν τις θέσεις και τις απόψεις τους.
Ο Παντελής Βουτουρής, καθηγητής της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μίλησε με θέμα: «Γλώσσα και συνείδηση στο ''Άξιον εστί'' του Οδυσσέα Ελύτη». Ο Παναγιώτης Περσιάνης, πρώην αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Εκπαίδευσης στο Παν/μιο Κύπρου, μίλησε με θέμα: «Η ελληνική γλώσσα και ο νεότερος κυπριακός Ελληνισμός». Ο Γεώργιος Ξενής, αν. καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Κύπρου, μίλησε με θέμα: «Νεοελληνική κοινή και κυπριακή διάλεκτος:
Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση». Και η Σταυρούλα Τσιπλάκου, αν. καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Ανοικτό Παν/μιο Κύπρου, μίλησε με θέμα: «Διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα νέα αναλυτικά προγράμματα της Κύπρου». Παρεμβάσεις έκαναν οι Γ. Προδρόμου, πρώην επιθεωρητής Φιλολογικών Μαθημάτων, αντιπρόεδρος του ΟΠΑ, με θέμα: «ΜΜΕ και γλώσσα». Και ο Χάρης Χαραλάμπους, φιλόλογος, μέλος του Δ.Σ. του ΟΠΑ, με θέμα: «Greeklish».
Αναζήτηση ταυτότητας

Σήμερα θα αναφερθούμε εκτενώς σε δύο ομιλίες, του Π. Περσιάνη και του Παντ. Βουτουρή. Με θέμα: «Η ελληνική γλώσσα και ο νεότερος κυπριακός Ελληνισμός», ο Π. Περσιάνης επισήμανε ότι σήμερα, «η έμφαση στην επικοινωνιακή, καθαρά χρηστική και εργαλειακή σημασία της γλώσσας, συμβάλλει στην υποβάθμιση της συμβολικής και εθνικής της σημασίας, με αποτέλεσμα να χάνει την εθνική της αξία και να παύει να είναι η ψυχή του Έθνους, όπως ήταν στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα είναι να παρατηρείται το φαινόμενο ατόμων και κρατών που ζητούν εναγωνίως την ταυτότητά τους». Πολλοί αντέδρασαν σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων.
Στην Ελλάδα, ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης «ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε για το Έθνος η διατήρηση της γλώσσας: τη συντήρηση της εθνικής μνήμης και της εθνικής παράδοσης (μονάχη έγνοια/ η γλώσσα μου/ με τα πρώτα/ μαύρα ρίγη, μονάχη έγνοια/ η γλώσσα μου/ με τα πρώτα/ Δόξα σοι/ μονάχη έγνοια/ η γλώσσα μου/ με τα πρώτα/ λόγια του/ Ύμνου). Γι΄ αυτό ανέδειξε την ελληνική γλώσσα σε μοναδική του έγνοια».
Η γλώσσα ως ενοποιητικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας

Ο Π. Περσιάνης αναφέρθηκε στις προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού να ιδρύσει το Παγκύπριο Γυμνάσιο, με κύριο στόχο τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, αλλάζοντας έτσι δραστικά τη μοίρα του νεότερου κυπριακού Ελληνισμού. Τις προσπάθειές του συνέχισαν οι μετέπειτα Αρχιεπίσκοποι, μοναστήρια, τοπικές εκκλησίες, δήμοι, κοινότητες, σύλλογοι και αναγνωστήρια. Όλες αυτές οι προσπάθειες είχαν μακροπρόθεσμες πολιτιστικές και πολιτικές συνέπειες στους Έλληνες της Κύπρου.

Η πρώτη απ’ αυτές ήταν η διευκόλυνση της ταχείας γλωσσικής και πνευματικής ανάπτυξης των Ελληνοκυπρίων, μέσω της καλλιέργειας στενών πολιτιστικών σχέσεων με την εθνική μητρόπολη. Η κάθαρση και ενίσχυση της ελληνικής γλώσσας διευκόλυνε την εισαγωγή των ελληνικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και των διδακτικών βιβλίων από την Ελλάδα, και συνέβαλε στον εμπλουτισμό του διαθέσιμου πολιτιστικού υλικού με την παροχή της δυνατότητας αξιοποίησης του πλούσιου πολιτιστικού υλικού που παραγόταν στην Ελλάδα (βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες).
Η δεύτερη συνέπεια ήταν ο επηρεασμός της κυβέρνησης του Λονδίνου υπέρ μιας ευνοϊκής για τον κυπριακό Ελληνισμό γλωσσικής πολιτικής στην εκπαίδευση της Κύπρου. Σε προσπάθεια καθορισμού της αγγλικής ως γλώσσας διδασκαλίας στις σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τον Άγγλο ύπατο αρμοστή Sir R. Biddulph και τον Άγγλο αρχιεπιθεωρητή σχολείων Rev. J. Spencer, η ελληνική γλώσσα είχε τόσο εμπεδωθεί, ώστε ο Υπουργός Αποικιών, Earl of Kimberley, έκρινε ότι έπρεπε να απορρίψει κάθε ιδέα υποκατάστασης της ελληνικής από την αγγλική γλώσσα. Αυτή η απόφαση σήμαινε ουσιαστικά τη διαμόρφωση ελεύθερου πεδίου για καλλιέργεια και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.
Η τρίτη συνέπεια ήταν η βαθιά αλλαγή στην κοινωνική και πολιτική στάση και συμπεριφορά των Ελληνοκυπρίων. Η εθνική περηφάνια, που ξαφνικά ένιωσαν από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων είχαν το προνόμιο να έχουν μητρική γλώσσα, γέννησε στην ψυχή τους μια ισχυρή αυτοπεποίθηση και έναν εθνικό ενθουσιασμό, που εκδηλώθηκε ως ζήλος όχι μόνο για εκπαίδευση, αλλά και για επιχειρηματική δράση και για πρόοδο.
Η τέταρτη, τέλος, συνέπεια είναι η μεγάλη επίδραση στην πολιτιστική και πολιτική ιστορία του νησιού. Όλα αυτά δείχνουν πως η εθνική και πολιτική ιστορία του νεότερου κυπριακού Ελληνισμού είναι ταυτισμένη σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο. Διακύβευμα για τους Κυπρίους
Ο Π. Περσιάνης θέτει τέλος μερικά κρίσιμα ερωτήματα: «Σε ποιο βαθμό η ελληνική γλώσσα εξακολουθεί σήμερα να είναι αξία; Πόσο νιώθουμε το μεγαλείο της και με πόσο σεβασμό τη χρησιμοποιούμε; Πόση είναι η έγνοια μας για το εύρος και την ποιότητα της χρήσης της και, προπαντός, για την εκτίμηση και την αγάπη της οποίας χαίρει μεταξύ της ελληνοκυπριακής νεολαίας; Πόσο μιλούν στην ψυχή μας οι στίχοι του Ελύτη ''τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική'' και πόση υποχρέωση νιώθουμε να την προστατεύσουμε από την κακοποίηση, τον ευτελισμό και την παραγνώριση;

»Είναι φανερό πως επείγει η διατύπωση μιας νέας αφήγησης, η οποία να καθορίσει με επιστημονικότητα και ρεαλισμό, τη θέση που μπορεί και πρέπει να κατέχει σήμερα η ελληνική γλώσσα στην εκπαίδευση και στην καθημερινή πραγματικότητα αλλά και στην ψυχή των Ελλήνων. Ιδιαίτερα για μας τους Ελληνοκυπρίους το εθνικό διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο. Η επιβίωση της ελληνικής γλώσσας στο απομακρυσμένο αυτό νησί για τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα ήταν ο ομφάλιος λώρος, που κράτησε τον Ελληνισμό της Κύπρου δεμένο με τον μητροπολιτικό Ελληνισμό και ζωντανό. Αποκοπή αυτού του δεσμού θα σημαίνει απώλεια της εθνικής ταυτότητας και του προσανατολισμού, και εξαφάνισή του στη μαύρη τρύπα του κοσμοπολιτισμού».
Παιδεία και συνείδηση

Στη δική του ομιλία, με θέμα «Γλώσσα και συνείδηση στο ''Άξιον εστί'' του Οδυσσέα Ελύτη», ο Παντελής Βουτουρής υπογραμμίζει ότι «η εθνική ταυτότητα προϋποθέτει συνείδηση μιας κοινής ιστορίας (μιας κοινής ''ελληνικής γραμμής''), κοινού ήθους, κοινού πολιτισμού, γνώση και μνήμη». Και προσθέτει:
«Η γλώσσα δεν είναι απλώς και μόνο κώδικας επικοινωνίας, ο οποίος εξυπηρετεί πρακτικές ανάγκες του καθημερινού βίου. Η ελληνική γλώσσα από τον Δ. Σολωμό (''μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα'') ώς τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Ελύτη είναι κάτι περισσότερο από επικοινωνιακός κώδικας. Είναι η ρητή έκφραση της φυσικοϊστορικής μνήμης και ο πυρήνας της εθνικής συνείδησης. Από αυτό το θεωρητικό πρόταγμα θα έπρεπε να ξεκινά η διδασκαλία της γλώσσας στα σχολεία μας, αν βεβαίως όλοι όσοι ασχολούμαστε με την εκπαίδευση δεν είχαμε προσβληθεί και αλλοτριωθεί από εθνομηδενιστικά και αποδομιστικά ιδεολογήματα».
Το κάθε ωμέγα

Αναλύοντας το «Άξιον εστί» του Ελύτη, ο Παντ. Βουτουρής επισημαίνει: «Η κατακτημένη εθνική ταυτότητα θεμελιώνεται σε μια διπλή συνείδηση: α) τη συνείδηση της γης και β) τη συνείδηση της γλώσσας. Η ελληνική γη και ιδίως ο νησιωτικός χώρος και η ελληνική γλώσσα αποτελούν στο ''Άξιον εστί'' δύο διακριτές εννοιακές περιοχές (προϋποθέσεις της ταυτότητας), οι οποίες με βάση τη θεωρία των αναλογιών συνείρονται σε μιαν ενιαία γεω-γλωσσική περιοχή.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Ελύτης σε κάποιο δοκίμιό του: ''... το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια''. (''Τα δημόσια και τα ιδιωτικά'', Εν λευκώ 339-340)». Και καταλήγει:
«Η γλώσσα, η βάση και η ρητή έκφραση της εθνικής αυτογνωσίας, συνείρεται όπως ακριβώς και στον Σολωμό με την Ελευθερία. Και ακόμη περισσότερο με την αντίσταση και την καρτερία. Η γλώσσα σε δύσκολους καιρούς, όταν κοπροκρατούν το μέλλον Σελτζούκοι και Χαγάνοι, Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι και ερεβομανείς, μέσα στην πιο αφόρητη σκλαβιά, γίνεται καταφύγιο και παρηγορία».

Πηγή : www.simerini.com.cy

Δεν υπάρχουν σχόλια: