Μια μελέτη από ένα από τα πλέον ψύχραιμα ερευνητικά ιδρύματα – δεξαμενές σκέψης (think tanks) στις Ηνωμένες Πολιτείες για την κατάσταση που βιώνει η Ελλάδα, έχει εξ ορισμού αυτονόητο ενδιαφέρον. Κυρίως όμως, ενδιαφέρον έχει η οπτική ενός ιδρύματος από μία χώρα που μέχρι στιγμής τουλάχιστον περιορίζεται σε γενικής φύσεως συμβουλές και δεν εμφανίζεται να «προπαγανδίζει» την εφαρμογή των προβλέψεων του Μνημονίου.
Λόγω του ενδιαφέροντος της ανάλυσης του Ντάγκλας Έλιοτ την παραθέτουμε μεταφρασμένη:
Η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί σύντομα εκτός Ευρωζώνης, ανάλογα με τα αποτελέσματα των εκλογών της 17η Ιουνίου. Η έξοδός της θα μπορούσε μάλιστα, κάλλιστα, να προκύψει και πριν τις εκλογές, αν δεν γίνουν οι αναγκαίες κινήσεις αποφυγής του ενδεχομένου αυτού. Η πιθανή έξοδός της θα οδηγούσε σε σοβαρά προβλήματα την ίδια, την ΕΕ, αλλά και τις ΗΠΑ, ακόμα και την Κίνα. Μελέτες, υπολογίζουν το κόστος εξόδου στο 1 τρισ. δολάρια. Ακόμα και το ΔΝΤ εμφανίζεται ανήσυχο απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο.
Ωστόσο υπάρχουν μερικά σοβαρά ερωτήματα:
>Ποια η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ;
>Η λύση είναι η λιτότητα ή η ανάπτυξη;
>Τι θα συμβεί στις ελληνικές εκλογές;
>Τι θα συμβεί μετά τις ελληνικές εκλογές;
>Με ποιόν τρόπο θα οδηγηθεί Ελλάδα στην έξοδο;
>Θα την ακολουθήσουν και άλλες χώρες και πως η Ευρωζώνη θα σταματήσει τις επόμενες εξόδους;
Μια σημαντική παράμετρος αφορά την αντίδραση των αγορών και το κατά πόσο αυτές αξιολογούν πραγματικά ως πιθανή την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Φαίνεται πως θεωρούν πράγματι το ενδεχόμενο υπαρκτό, αλλά όχι πιθανό, λόγω ακριβώς της επίπτωσης που θα έχει στην παγκόσμια οικονομία. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας είναι 1 στις 5, δηλαδή υψηλότερη από προηγουμένως, αλλά αρκετά χαμηλά, ώστε να επιβεβαιώνει την άποψη των αγορών ότι πράγματι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα αποτελούσε παγκόσμια οικονομική καταστροφή.
Τα περισσότερα ελληνικά πολιτικά κόμματα υποστηρίζουν την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Η άποψη δε αυτή υποστηρίζεται από τα 3/4 του ελληνικού εκλογικού σώματος. Παράλληλα όμως μια εξίσου μεγάλη πλειοψηφία των εκλογέων υποστηρίζει την ακύρωση ή την επαναδιαπραγμάτευση των αρχικών όρων της δανειακής συμφωνίας, η οποία προβλέπει μέτρα συντριπτικής λιτότητας. Και εδώ βρίσκεται η αντίφαση, εφόσον ακύρωση ή επαναδιαπραγμάτευση θα οδηγήσει πιθανόν σε έξοδο από το ευρώ.
To πρόβλημα στην Ευρωζώνη είναι ότι πολλά μέλη έχουν πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο συνδυάζεται με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι μεγιστοποιούν χρόνο με τον χρόνο το χρέος. Η Γερμανία και οι συν αυτή, μαζί με την ΕΚΤ, έχει προτείνει και στην ουσία έχει επιβάλει πολιτικές περικοπών των ελλειμμάτων και νόμους, κανονισμούς και πρακτικές που υποβοηθούν τον ανταγωνισμό και κρατούν το κόστος της αγοράς εργασίας σε υψηλά επίπεδα. Οι πλέον επώδυνοι από τους νόμους αυτούς είναι αυτοί που αφορούν την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και το λεγόμενο «άνοιγμα» των κλειστών επαγγελμάτων. Ωστόσο αυτή η πολιτική έχει ως επακόλουθο την αύξηση της ανεργίας.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες αντιπάλων των μέτρων λιτότητας, καταρχάς αυτοί που χάνουν τα προνόμιά τους και δεύτερον, αυτοί που πιστεύουν ότι ναι μεν τα μέτρα είναι αναγκαία, αλλά χρειάζεται μεγαλύτερος χρόνος προσαρμογής. Διαφορετικά η οικονομία περιέρχεται σε έναν φαύλο κύκλο όπου η πτώση της κατανάλωσης οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας και σε περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομίας, σε συνδυασμό με την αυξημένη φορολογία. Η δε συρρίκνωση οδηγεί σε νέα μέτρα λιτότητας.
Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στο πέμπτο έτος ύφεσης και οι περισσότεροι των Ελλήνων αποδίδουν την ύφεση στην κακή εφαρμογή, από κυβερνητικής πλευράς, των αναγκαίων μέτρων. Οι περισσότεροι Αμερικανοί οικονομικοί αναλυτές τείνουν να συμφωνήσουν ότι ο επιβαλλόμενος από τη Γερμανία ρυθμός των περικοπών στον ελληνικό προϋπολογισμό είναι εξωπραγματικός, καθιστώντας αδύνατο το ενδεχόμενο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, το ότι τη γερμανική άποψη την ασπάζονται και άλλες χώρες λέει ότι η Ελλάδα απέτυχε να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που της προτάθηκαν και αν χαλαρώσει η πίεση που της ασκείται, θα πράξει ακόμα λιγότερα. Υπάρχει όμως ένα νέο ευρωπαϊκό σκεπτικό που θεωρεί ότι μπορεί τελικά να διευρυνθεί ο χρόνος προσαρμογής. Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ είναι ο κύριος εκφραστής της αλλαγής αυτής πλεύσης της ΕΕ. Σύμφωνα με την ίδια οπτική πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη, η οποία θα υποβοηθηθεί τουλάχιστον, με διάφορα επενδυτικά προγράμματα, μέσω των οποίων θα ρεύσει χρήμα στις πιεζόμενες χώρες της Ευρωζώνης.
Παράλληλα οι ισχυρές, οικονομικά, χώρες της Ευρωζώνης θα μπορούν να εξισορροπήσουν τις οικονομίες τους και να ενισχύσουν τις ασθενέστερες χώρες κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου. Ειδικά η Γερμανία πιέζεται να ενισχύσει την κατανάλωση και τις εισαγωγές από την ευρωπαϊκή περιφέρεια, μειώνοντας το εμπορικό της πλεόνασμα. Επίσης η Γερμανία πιέζεται να επιτρέψει την αύξηση του πληθωρισμού της.
Αν ο πληθωρισμός στη Γερμανία αυξηθεί κατά μία μόλις ποσοστιαία μονάδα και διατηρηθεί στο επίπεδο αυτό για πέντε έτη, άμεσα, στις προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, η προσαρμογή των τιμών θα γίνονταν πέντε φορές πιο εύκολα, και δεν θα χρειάζονταν οριζόντιες περικοπές.
Όσον αφορά τις ελληνικές εκλογές, αν η ΝΔ κερδίσει την πλειοψηφία και σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με το ΠΑΣΟΚ, θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση ορισμένων όρων με την Τρόικα. Αυτό είναι απαραίτητο διότι αυτό επιθυμεί η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά και διότι, πιθανότατα, η Ελλάδα δεν θα μπορεί να τηρήσει τους όρους των συμβάσεων, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής της κατάστασης. Θα ήταν λοιπόν πιο λογικό να προλάβει αυτή την αδυναμία με μια τροποποίηση της συμφωνίας.
Από την πλευρά της η Τρόικα θα έχει ισχυρά κίνητρα να ενισχύσει την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις και ταυτόχρονα διατηρώντας την αρχική συμφωνία στο μεγαλύτερό της μέρος. Με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνονται και αντιδραστικές φωνές σε άλλες χώρες που επίσης ζητούν αλλαγές στις παρόμοιες συμβάσεις που έχουν υπογράψει. Φυσικά η Τρόικα δεν επιθυμεί την πτώση της νέας κυβέρνησης και τη νέα προσφυγή σε εκλογές, τις οποίες προφανώς θα κερδίσουν εύκολα τα κόμματα που ζητούν την κατάργηση των συμφωνιών.
Από την άλλη και εντός της Τρόικα ακούγονται διαφορετικές φωνές, με το ΔΝΤ κυρίως να εμφανίζεται προβληματισμένο με τα μέτρα λιτότητας και τον χρονικό ορίζοντα εφαρμογής τους. Πολλοί αναλυτές αναρωτιούνται άλλωστε αν η ακόμα και η πρώτη συμφωνία που η Ελλάδα υπέγραψε είχε πραγματική βάση, ήδη από τη στιγμή που υπεγράφη. Η ίδια αμφισβήτηση υπάρχει και για τη δεύτερη δανειακή σύμβαση. Έτσι, νέα τροποποίηση της θα άφηνε το ΔΝΤ εκτεθειμένο σε νέα κριτική σχετικά με την αξιοπιστία της σύμβασης. Από την πλευρά τους τα ευρωπαϊκά «συστατικά μέρη» της Τρόικα θα έβλεπαν αρκετά δελεαστική μια προσωρινή λύση αυτού του τύπου, για να κερδίζουν χρόνο περισσότερο και να προετοιμαστούν καλύτερα για μια ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Ακόμη χειρότερα, υπάρχει μια σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα ότι η έξοδος θα μπορούσε να προκύψει από εσφαλμένες κρίσεις και παρεξηγήσεις και όχι από μια πραγματικά επιλογή αν η απόρριψη της συμφωνίας ή η παραμονή στη ζώνη του ευρώ είναι το πιο σημαντικό. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται σημαντικά από τα κίνητρα για πολλούς από τους παίκτες σε αυτό το πολύπλοκο πολιτικό και διπλωματικό παιχνίδι να οδηγήσουν τις διαπραγματεύσεις σε κατάρρευση.
Πιθανή έξοδος τη Ελλάδας από την Ευρωζώνη, βραχυπρόθεσμα, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχει κυβέρνηση με πρώτη δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές, καθώς η Τρόικα θα διέκοπτε την χρηματοδότηση. Η Κομισιόν προβλέπει πως το ελληνικό έλλειμμα εφέτος, χωρίς την πληρωμή τοκοχρεολυσίων θα είναι στο 1% του ΑΕΠ. Σίγουρα όμως η πρόβλεψη αυτή είναι πολύ αισιόδοξη, ειδικά αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο νικητής των εκλογών. Η απόδοση των φόρων θα πέσει λόγω της υποβάθμισης της επιχειρηματικής και καταναλωτικής πίστης και λόγω του γεγονότος ότι όλοι θα κρατούν τα ευρώ τους και θα περιμένουν να κάνουν πληρωμές μετά την πιθανή έξοδο από την Ευρωζώνη και την συνακόλουθη υποτίμηση.
Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ότι μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κατορθώσει να συμφωνήσει εγκαίρως με την Τρόικα, οπότε θα πάψουν οι εκταμιεύσεις. Η κυβέρνηση αναγκαστικά θα προβεί σε περικοπές για να καλύψει το έλλειμμα, καθώς είναι απίθανο να βρεθούν άλλοι χρηματοδότες.
Μια δεύτερη πιθανότητα είναι να προβεί σε κάποια μορφή απαλλοτρίωσης, περιουσιακών στοιχείων για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα. Αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, ειδικά αν η διαπραγμάτευση με την Τρόικα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά θα έχει σαφώς σοβαρό πολιτικό και οικονομικό κόστος. Ένας άλλος και μάλλον πιθανότερος δρόμος είναι η έκδοση υποσχετικών. Το μέτρο αυτό έλαβε η κυβέρνηση της πολιτείας της Καλιφόρνια όπως και άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό η ελληνική κυβέρνηση θα αναγνωρίσει όλες τις οφειλές της και θα καλύπτει μέρος από αυτές με υποσχετικές, δεσμευόμενη ότι θα αποπληρώσει την οφειλή της. Η λύση αυτή όμως θα έχει πολιτικό κόστος, αλλά και θα πλήξει τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση, αλλά θα πλήξει σοβαρά και το τραπεζικό σύστημα, καθώς θα υπάρξει μαζική εκροή καταθέσεων.
Το πιθανότερο έναυσμα για μια ελληνική έξοδο από τη ζώνη του ευρώ θα είναι ακριβώς αυτή η μαζική εκροή από τις τράπεζες, η οποία δεν αντισταθμίζονται από εισροές από την ΕΚΤ. Η Ελλάδα θα μπορούσε να εθνικοποιήσει τις τράπεζες, αλλά αυτό δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου ή με υποσχετικές, δεδομένης της ισχυρής υποψίας μιας μελλοντικής αθέτησης των υποχρεώσεων αυτών. Στο σημείο αυτό η πιθανότητα εξόδου από το ευρώ θα φανεί ως η μόνη λύση. Η δημιουργία ενός νέου νομίσματος, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η εγκατάλειψη του ευρώ από την Ελλάδα θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρή για την ίδια, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η καλύτερη ευκαιρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να παίξει το χαρτί της εξόδου της χώρας, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θα υποφέρει, αλλά δεν θα υποφέρει μόνη. Δεν υπάρχει νομικός μηχανισμός για την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ, χωρίς επίσης να αποσυρθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως εκ τούτου, βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νομικά ύδατα όπου οι ελληνικές και άλλες κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν ad hoc αποφάσεις και να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν για να περιοριστεί τη ζημιά. Αυτό συνεπάγεται τεράστια αβεβαιότητα που θα επιβαρύνει υπέρμετρα την ελληνική οικονομία.
Λίγες επιχειρήσεις ή μεμονωμένα άτομα θα τολμούσαν να επενδύσουν στην Ελλάδα βραχυπρόθεσμα. Θα υπάρξει μεγάλη προσπάθεια μεταφοράς κεφαλαίων εκτός Ελλάδας, ακόμα και αν επιβληθεί έλεγχος. Πολλές επιχειρήσεις αναμένεται να χρεοκοπήσουν από τις αλλεπάλληλες κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών που θα ακολουθήσουν. Η δραχμή θα βυθιστεί σε αξία έναντι του ευρώ, ακόμη κι αν η αρχική επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία θα είναι σχεδόν σίγουρα ένα προς ένα. Το δε χρέος θα αυξηθεί, αφού θα πρέπει να εξοφληθεί σε υποτιμημένες δραχμές. Η εξωτερική χρηματοδότηση επίσης σχεδόν θα σταματήσει. Η πολιτική αβεβαιότητα θα προσθέσει το δικό της βάρος, καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από το ευρώ να εκδιωχθεί.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνθλίψουν τον τουρισμό για κάποιο χρονικό διάστημα έως ότου μια σχετική σταθερότητα αποκατασταθεί. Μακροπρόθεσμα, η υποτιμημένη δραχμή θα μπορούσε να κάνει τον τουρισμό στην Ελλάδα και τις εξαγωγές σε άλλες χώρες, πολύ πιο ελκυστικές, επιτρέποντας στην Ελλάδα να ανακτήσει την πρόσβαση σε ξένα κεφάλαια με τη λειτουργία ενός εμπορικού πλεονάσματος. Και λέμε θα μπορούσε γιατί αυτό θα εξαρτηθεί και από άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και τις εξαγωγές. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εκτοξευτεί από την αύξηση του κόστους των εισαγόμενων εμπορευμάτων, διαγράφοντας ορισμένα από τα πλεονεκτήματα της μείωσης των τιμών των εξαγώγιμων προϊόντων.
Οι δαπάνες θα αυξηθούν επίσης, επειδή τα επιτόκια θα ανεβαίνουν λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Θεωρητικά, θα ήταν δυνατό να αναπτυχθεί μια πολιτική μισθών-τιμών που θα διασφάλιζε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε βέβαια κάλλιστα να επιβάλει ακόμα πιο σκληρή λιτότητα, ως αποτέλεσμα της αποκοπής της εξωτερικής χρηματοδότησης, εν μέρει ως αντίδραση από τα ξένα κράτη για την ελληνική αποχώρηση και εν μέρει επειδή ο ιδιωτικός τομέας θα γίνει ακόμη πιο καχύποπτος να τοποθετήσει κεφάλαια στην Ελλάδα.
Κανένα από τα άλλα έθνη της ζώνης του ευρώ δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το κοινό νόμισμα, δεδομένου ότι θα υπόκεινται στο ίδιο τρομερό κόστος μετάβασης, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο, υπάρχει μια πραγματική πιθανότητα ένα ή περισσότερα από αυτά τα έθνη χωρίς τη θέλησή τους να χρειαστεί να αποσυρθεί. Η Πορτογαλία είναι ίσως η πιο ευάλωτη χώρα, αν και η Ισπανία, ήδη φαίνεται να κινδυνεύει εξίσου. Σίγουρα θα ακολουθήσει η Ιταλία, ενώ και η Γαλλία δεν είναι εξασφαλισμένη.
Οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να επιχειρήσουν αποφύγουν το ντόμινο αν η ΕΚΤ χρηματοδοτούσε απεριόριστα, με χαμηλό επιτόκιο τις κεντρικές τράπεζες των εν λόγω χωρών, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, παράλληλα με την προσφυγή των χωρών αυτών στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης. Μια άλλη λύση θα ήταν και τα ευρωομόλογα. Ωστόσο τα μέτρα αυτά θα κόστιζαν τρισεκατομμύρια ευρώ και θα εξέθεταν ανεπανόρθωτα ακόμα και ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία και θα την καθιστούσαν «ύποπτη» έναντι των οίκων αξιολόγησης. Θεωρείται βέβαιο όμως, πως πριν οδηγηθούμε στο σημείο αυτό πιθανότατα το σχέδιο σωτηρίας των εν λόγω χωρών θα εγκαταλειφθεί με ότι συνέπειες θα έχει αυτό για την Ευρωζώνη.
Πηγή : www.defence-point.gr
Λόγω του ενδιαφέροντος της ανάλυσης του Ντάγκλας Έλιοτ την παραθέτουμε μεταφρασμένη:
Η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί σύντομα εκτός Ευρωζώνης, ανάλογα με τα αποτελέσματα των εκλογών της 17η Ιουνίου. Η έξοδός της θα μπορούσε μάλιστα, κάλλιστα, να προκύψει και πριν τις εκλογές, αν δεν γίνουν οι αναγκαίες κινήσεις αποφυγής του ενδεχομένου αυτού. Η πιθανή έξοδός της θα οδηγούσε σε σοβαρά προβλήματα την ίδια, την ΕΕ, αλλά και τις ΗΠΑ, ακόμα και την Κίνα. Μελέτες, υπολογίζουν το κόστος εξόδου στο 1 τρισ. δολάρια. Ακόμα και το ΔΝΤ εμφανίζεται ανήσυχο απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο.
Ωστόσο υπάρχουν μερικά σοβαρά ερωτήματα:
>Ποια η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ;
>Η λύση είναι η λιτότητα ή η ανάπτυξη;
>Τι θα συμβεί στις ελληνικές εκλογές;
>Τι θα συμβεί μετά τις ελληνικές εκλογές;
>Με ποιόν τρόπο θα οδηγηθεί Ελλάδα στην έξοδο;
>Θα την ακολουθήσουν και άλλες χώρες και πως η Ευρωζώνη θα σταματήσει τις επόμενες εξόδους;
Μια σημαντική παράμετρος αφορά την αντίδραση των αγορών και το κατά πόσο αυτές αξιολογούν πραγματικά ως πιθανή την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Φαίνεται πως θεωρούν πράγματι το ενδεχόμενο υπαρκτό, αλλά όχι πιθανό, λόγω ακριβώς της επίπτωσης που θα έχει στην παγκόσμια οικονομία. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας είναι 1 στις 5, δηλαδή υψηλότερη από προηγουμένως, αλλά αρκετά χαμηλά, ώστε να επιβεβαιώνει την άποψη των αγορών ότι πράγματι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα αποτελούσε παγκόσμια οικονομική καταστροφή.
Τα περισσότερα ελληνικά πολιτικά κόμματα υποστηρίζουν την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Η άποψη δε αυτή υποστηρίζεται από τα 3/4 του ελληνικού εκλογικού σώματος. Παράλληλα όμως μια εξίσου μεγάλη πλειοψηφία των εκλογέων υποστηρίζει την ακύρωση ή την επαναδιαπραγμάτευση των αρχικών όρων της δανειακής συμφωνίας, η οποία προβλέπει μέτρα συντριπτικής λιτότητας. Και εδώ βρίσκεται η αντίφαση, εφόσον ακύρωση ή επαναδιαπραγμάτευση θα οδηγήσει πιθανόν σε έξοδο από το ευρώ.
To πρόβλημα στην Ευρωζώνη είναι ότι πολλά μέλη έχουν πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο συνδυάζεται με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι μεγιστοποιούν χρόνο με τον χρόνο το χρέος. Η Γερμανία και οι συν αυτή, μαζί με την ΕΚΤ, έχει προτείνει και στην ουσία έχει επιβάλει πολιτικές περικοπών των ελλειμμάτων και νόμους, κανονισμούς και πρακτικές που υποβοηθούν τον ανταγωνισμό και κρατούν το κόστος της αγοράς εργασίας σε υψηλά επίπεδα. Οι πλέον επώδυνοι από τους νόμους αυτούς είναι αυτοί που αφορούν την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και το λεγόμενο «άνοιγμα» των κλειστών επαγγελμάτων. Ωστόσο αυτή η πολιτική έχει ως επακόλουθο την αύξηση της ανεργίας.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες αντιπάλων των μέτρων λιτότητας, καταρχάς αυτοί που χάνουν τα προνόμιά τους και δεύτερον, αυτοί που πιστεύουν ότι ναι μεν τα μέτρα είναι αναγκαία, αλλά χρειάζεται μεγαλύτερος χρόνος προσαρμογής. Διαφορετικά η οικονομία περιέρχεται σε έναν φαύλο κύκλο όπου η πτώση της κατανάλωσης οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας και σε περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομίας, σε συνδυασμό με την αυξημένη φορολογία. Η δε συρρίκνωση οδηγεί σε νέα μέτρα λιτότητας.
Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στο πέμπτο έτος ύφεσης και οι περισσότεροι των Ελλήνων αποδίδουν την ύφεση στην κακή εφαρμογή, από κυβερνητικής πλευράς, των αναγκαίων μέτρων. Οι περισσότεροι Αμερικανοί οικονομικοί αναλυτές τείνουν να συμφωνήσουν ότι ο επιβαλλόμενος από τη Γερμανία ρυθμός των περικοπών στον ελληνικό προϋπολογισμό είναι εξωπραγματικός, καθιστώντας αδύνατο το ενδεχόμενο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, το ότι τη γερμανική άποψη την ασπάζονται και άλλες χώρες λέει ότι η Ελλάδα απέτυχε να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που της προτάθηκαν και αν χαλαρώσει η πίεση που της ασκείται, θα πράξει ακόμα λιγότερα. Υπάρχει όμως ένα νέο ευρωπαϊκό σκεπτικό που θεωρεί ότι μπορεί τελικά να διευρυνθεί ο χρόνος προσαρμογής. Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ είναι ο κύριος εκφραστής της αλλαγής αυτής πλεύσης της ΕΕ. Σύμφωνα με την ίδια οπτική πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη, η οποία θα υποβοηθηθεί τουλάχιστον, με διάφορα επενδυτικά προγράμματα, μέσω των οποίων θα ρεύσει χρήμα στις πιεζόμενες χώρες της Ευρωζώνης.
Παράλληλα οι ισχυρές, οικονομικά, χώρες της Ευρωζώνης θα μπορούν να εξισορροπήσουν τις οικονομίες τους και να ενισχύσουν τις ασθενέστερες χώρες κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου. Ειδικά η Γερμανία πιέζεται να ενισχύσει την κατανάλωση και τις εισαγωγές από την ευρωπαϊκή περιφέρεια, μειώνοντας το εμπορικό της πλεόνασμα. Επίσης η Γερμανία πιέζεται να επιτρέψει την αύξηση του πληθωρισμού της.
Αν ο πληθωρισμός στη Γερμανία αυξηθεί κατά μία μόλις ποσοστιαία μονάδα και διατηρηθεί στο επίπεδο αυτό για πέντε έτη, άμεσα, στις προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, η προσαρμογή των τιμών θα γίνονταν πέντε φορές πιο εύκολα, και δεν θα χρειάζονταν οριζόντιες περικοπές.
Όσον αφορά τις ελληνικές εκλογές, αν η ΝΔ κερδίσει την πλειοψηφία και σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με το ΠΑΣΟΚ, θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση ορισμένων όρων με την Τρόικα. Αυτό είναι απαραίτητο διότι αυτό επιθυμεί η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά και διότι, πιθανότατα, η Ελλάδα δεν θα μπορεί να τηρήσει τους όρους των συμβάσεων, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής της κατάστασης. Θα ήταν λοιπόν πιο λογικό να προλάβει αυτή την αδυναμία με μια τροποποίηση της συμφωνίας.
Από την πλευρά της η Τρόικα θα έχει ισχυρά κίνητρα να ενισχύσει την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις και ταυτόχρονα διατηρώντας την αρχική συμφωνία στο μεγαλύτερό της μέρος. Με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνονται και αντιδραστικές φωνές σε άλλες χώρες που επίσης ζητούν αλλαγές στις παρόμοιες συμβάσεις που έχουν υπογράψει. Φυσικά η Τρόικα δεν επιθυμεί την πτώση της νέας κυβέρνησης και τη νέα προσφυγή σε εκλογές, τις οποίες προφανώς θα κερδίσουν εύκολα τα κόμματα που ζητούν την κατάργηση των συμφωνιών.
Από την άλλη και εντός της Τρόικα ακούγονται διαφορετικές φωνές, με το ΔΝΤ κυρίως να εμφανίζεται προβληματισμένο με τα μέτρα λιτότητας και τον χρονικό ορίζοντα εφαρμογής τους. Πολλοί αναλυτές αναρωτιούνται άλλωστε αν η ακόμα και η πρώτη συμφωνία που η Ελλάδα υπέγραψε είχε πραγματική βάση, ήδη από τη στιγμή που υπεγράφη. Η ίδια αμφισβήτηση υπάρχει και για τη δεύτερη δανειακή σύμβαση. Έτσι, νέα τροποποίηση της θα άφηνε το ΔΝΤ εκτεθειμένο σε νέα κριτική σχετικά με την αξιοπιστία της σύμβασης. Από την πλευρά τους τα ευρωπαϊκά «συστατικά μέρη» της Τρόικα θα έβλεπαν αρκετά δελεαστική μια προσωρινή λύση αυτού του τύπου, για να κερδίζουν χρόνο περισσότερο και να προετοιμαστούν καλύτερα για μια ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Τα γραφεία του Ινστιτούτου Brookings
Αν από την άλλη νικητής των εκλογών αναδειχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ και κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με άλλα κόμματα, η κατάσταση φαίνεται ακόμα πιο περίπλοκη. Οι Έλληνες θα επιχειρήσουν να καταργήσουν ή να τροποποιήσουν σε μεγάλο βαθμό τις συμφωνίες με την Τρόικα, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη. Ωστόσο, η έξοδός τους θα έρθει ούτως ή άλλως. Υπάρχει μικρή πιθανότητα, η εξέλιξη της κατάστασης, είτε να οδηγήσει την κυβέρνηση αυτή στην απόφαση εξόδου από το ευρώ, είτε να υποχρεώσει την Ευρωζώνη να εκδιώξει την Ελλάδα.Ακόμη χειρότερα, υπάρχει μια σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα ότι η έξοδος θα μπορούσε να προκύψει από εσφαλμένες κρίσεις και παρεξηγήσεις και όχι από μια πραγματικά επιλογή αν η απόρριψη της συμφωνίας ή η παραμονή στη ζώνη του ευρώ είναι το πιο σημαντικό. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται σημαντικά από τα κίνητρα για πολλούς από τους παίκτες σε αυτό το πολύπλοκο πολιτικό και διπλωματικό παιχνίδι να οδηγήσουν τις διαπραγματεύσεις σε κατάρρευση.
Πιθανή έξοδος τη Ελλάδας από την Ευρωζώνη, βραχυπρόθεσμα, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχει κυβέρνηση με πρώτη δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές, καθώς η Τρόικα θα διέκοπτε την χρηματοδότηση. Η Κομισιόν προβλέπει πως το ελληνικό έλλειμμα εφέτος, χωρίς την πληρωμή τοκοχρεολυσίων θα είναι στο 1% του ΑΕΠ. Σίγουρα όμως η πρόβλεψη αυτή είναι πολύ αισιόδοξη, ειδικά αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο νικητής των εκλογών. Η απόδοση των φόρων θα πέσει λόγω της υποβάθμισης της επιχειρηματικής και καταναλωτικής πίστης και λόγω του γεγονότος ότι όλοι θα κρατούν τα ευρώ τους και θα περιμένουν να κάνουν πληρωμές μετά την πιθανή έξοδο από την Ευρωζώνη και την συνακόλουθη υποτίμηση.
Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ότι μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κατορθώσει να συμφωνήσει εγκαίρως με την Τρόικα, οπότε θα πάψουν οι εκταμιεύσεις. Η κυβέρνηση αναγκαστικά θα προβεί σε περικοπές για να καλύψει το έλλειμμα, καθώς είναι απίθανο να βρεθούν άλλοι χρηματοδότες.
Μια δεύτερη πιθανότητα είναι να προβεί σε κάποια μορφή απαλλοτρίωσης, περιουσιακών στοιχείων για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα. Αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, ειδικά αν η διαπραγμάτευση με την Τρόικα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά θα έχει σαφώς σοβαρό πολιτικό και οικονομικό κόστος. Ένας άλλος και μάλλον πιθανότερος δρόμος είναι η έκδοση υποσχετικών. Το μέτρο αυτό έλαβε η κυβέρνηση της πολιτείας της Καλιφόρνια όπως και άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό η ελληνική κυβέρνηση θα αναγνωρίσει όλες τις οφειλές της και θα καλύπτει μέρος από αυτές με υποσχετικές, δεσμευόμενη ότι θα αποπληρώσει την οφειλή της. Η λύση αυτή όμως θα έχει πολιτικό κόστος, αλλά και θα πλήξει τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση, αλλά θα πλήξει σοβαρά και το τραπεζικό σύστημα, καθώς θα υπάρξει μαζική εκροή καταθέσεων.
Το πιθανότερο έναυσμα για μια ελληνική έξοδο από τη ζώνη του ευρώ θα είναι ακριβώς αυτή η μαζική εκροή από τις τράπεζες, η οποία δεν αντισταθμίζονται από εισροές από την ΕΚΤ. Η Ελλάδα θα μπορούσε να εθνικοποιήσει τις τράπεζες, αλλά αυτό δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου ή με υποσχετικές, δεδομένης της ισχυρής υποψίας μιας μελλοντικής αθέτησης των υποχρεώσεων αυτών. Στο σημείο αυτό η πιθανότητα εξόδου από το ευρώ θα φανεί ως η μόνη λύση. Η δημιουργία ενός νέου νομίσματος, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η εγκατάλειψη του ευρώ από την Ελλάδα θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρή για την ίδια, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η καλύτερη ευκαιρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να παίξει το χαρτί της εξόδου της χώρας, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θα υποφέρει, αλλά δεν θα υποφέρει μόνη. Δεν υπάρχει νομικός μηχανισμός για την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ, χωρίς επίσης να αποσυρθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως εκ τούτου, βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νομικά ύδατα όπου οι ελληνικές και άλλες κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν ad hoc αποφάσεις και να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν για να περιοριστεί τη ζημιά. Αυτό συνεπάγεται τεράστια αβεβαιότητα που θα επιβαρύνει υπέρμετρα την ελληνική οικονομία.
Λίγες επιχειρήσεις ή μεμονωμένα άτομα θα τολμούσαν να επενδύσουν στην Ελλάδα βραχυπρόθεσμα. Θα υπάρξει μεγάλη προσπάθεια μεταφοράς κεφαλαίων εκτός Ελλάδας, ακόμα και αν επιβληθεί έλεγχος. Πολλές επιχειρήσεις αναμένεται να χρεοκοπήσουν από τις αλλεπάλληλες κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών που θα ακολουθήσουν. Η δραχμή θα βυθιστεί σε αξία έναντι του ευρώ, ακόμη κι αν η αρχική επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία θα είναι σχεδόν σίγουρα ένα προς ένα. Το δε χρέος θα αυξηθεί, αφού θα πρέπει να εξοφληθεί σε υποτιμημένες δραχμές. Η εξωτερική χρηματοδότηση επίσης σχεδόν θα σταματήσει. Η πολιτική αβεβαιότητα θα προσθέσει το δικό της βάρος, καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από το ευρώ να εκδιωχθεί.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνθλίψουν τον τουρισμό για κάποιο χρονικό διάστημα έως ότου μια σχετική σταθερότητα αποκατασταθεί. Μακροπρόθεσμα, η υποτιμημένη δραχμή θα μπορούσε να κάνει τον τουρισμό στην Ελλάδα και τις εξαγωγές σε άλλες χώρες, πολύ πιο ελκυστικές, επιτρέποντας στην Ελλάδα να ανακτήσει την πρόσβαση σε ξένα κεφάλαια με τη λειτουργία ενός εμπορικού πλεονάσματος. Και λέμε θα μπορούσε γιατί αυτό θα εξαρτηθεί και από άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και τις εξαγωγές. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εκτοξευτεί από την αύξηση του κόστους των εισαγόμενων εμπορευμάτων, διαγράφοντας ορισμένα από τα πλεονεκτήματα της μείωσης των τιμών των εξαγώγιμων προϊόντων.
Οι δαπάνες θα αυξηθούν επίσης, επειδή τα επιτόκια θα ανεβαίνουν λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Θεωρητικά, θα ήταν δυνατό να αναπτυχθεί μια πολιτική μισθών-τιμών που θα διασφάλιζε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε βέβαια κάλλιστα να επιβάλει ακόμα πιο σκληρή λιτότητα, ως αποτέλεσμα της αποκοπής της εξωτερικής χρηματοδότησης, εν μέρει ως αντίδραση από τα ξένα κράτη για την ελληνική αποχώρηση και εν μέρει επειδή ο ιδιωτικός τομέας θα γίνει ακόμη πιο καχύποπτος να τοποθετήσει κεφάλαια στην Ελλάδα.
Κανένα από τα άλλα έθνη της ζώνης του ευρώ δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το κοινό νόμισμα, δεδομένου ότι θα υπόκεινται στο ίδιο τρομερό κόστος μετάβασης, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο, υπάρχει μια πραγματική πιθανότητα ένα ή περισσότερα από αυτά τα έθνη χωρίς τη θέλησή τους να χρειαστεί να αποσυρθεί. Η Πορτογαλία είναι ίσως η πιο ευάλωτη χώρα, αν και η Ισπανία, ήδη φαίνεται να κινδυνεύει εξίσου. Σίγουρα θα ακολουθήσει η Ιταλία, ενώ και η Γαλλία δεν είναι εξασφαλισμένη.
Οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να επιχειρήσουν αποφύγουν το ντόμινο αν η ΕΚΤ χρηματοδοτούσε απεριόριστα, με χαμηλό επιτόκιο τις κεντρικές τράπεζες των εν λόγω χωρών, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, παράλληλα με την προσφυγή των χωρών αυτών στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης. Μια άλλη λύση θα ήταν και τα ευρωομόλογα. Ωστόσο τα μέτρα αυτά θα κόστιζαν τρισεκατομμύρια ευρώ και θα εξέθεταν ανεπανόρθωτα ακόμα και ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία και θα την καθιστούσαν «ύποπτη» έναντι των οίκων αξιολόγησης. Θεωρείται βέβαιο όμως, πως πριν οδηγηθούμε στο σημείο αυτό πιθανότατα το σχέδιο σωτηρίας των εν λόγω χωρών θα εγκαταλειφθεί με ότι συνέπειες θα έχει αυτό για την Ευρωζώνη.
Πηγή : www.defence-point.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου