Του Γιάννου Χαραλαμπίδη
Δρ Διεθνών Σχέσεων
Οι εκλογές στην Τουρκία ανήκουν στην ιστορία, αλλά το αποτέλεσμά τους παράγει εκ των πραγμάτων πολιτική. Και εντός και εκτός της χώρας.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει μια ρεαλιστική των πραγμάτων αξιολόγηση, για τις προθέσεις και τις πολιτικές της νέας τουρκικής κυβέρνησης του Ταγίπ Ερντογάν σε σχέση με το Κυπριακό, λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα εν Ελλάδι κατάσταση, τη σχέση της Τουρκίας με την Ε.Ε. και το ότι στις 7 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί μια νέα τριμερής στη Γενεύη μεταξύ Χριστόφια, Έρογλου και Μπαν Κι Μουν.
Ερώτημα, λοιπόν: Ποια είναι η πολιτική της Κυβέρνησης Ερντογάν στο Κυπριακό; Η απάντηση προκύπτει από τα εξής δεδομένα:
1. Τις προγραμματικές δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού. Στο εν λόγω κείμενο τονίζεται ότι το Κυπριακό θα επιλυθεί στη βάση αφενός της αυτοδιάθεσης των Τούρκων της Κύπρου, δηλαδή Τουρκοκυπρίων και εποίκων, και αφετέρου της συμφωνίας μεταξύ των «δυο κρατών» του νησιού. Η θέση αυτή δεν διαφέρει, αλλά επιβεβαιώνει την πάγια στρατηγική του στρατού, των Κεμαλιστών και των εθνικιστών του Μπαχτσελί. Εν ολίγοις υπάρχει κοινή τουρκική γραμμή. Όπως χαράχθηκε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας προ καιρού.
2. Τις δηλώσεις του Εγκεμέν Μπαγίς ότι το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί το ταχύτερο και ότι η αδιάλλακτη πλευρά είναι η ελληνοκυπριακή. Σε αυτήν την αντίληψη προστίθεται και η αντίστοιχη τουρκοκυπριακή. Ότι, δηλαδή, το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί σε τρεις μήνες. Βεβαίως, θα μπορούσε να επιλυόταν και χθες ή σε χρόνο ρεκόρ από σήμερα, εάν γίνουν δεκτές οι τουρκικές θέσεις. Καθόλου τυχαία δεν είναι η διατύπωση των απόψεων αυτών. Η κύρια τουρκική επιδίωξη είναι όπως καλλιεργηθεί το κλίμα ότι η Τουρκία θέλει λύση και ότι εφόσον το Κυπριακό δεν επιλύεται εντός τριών μηνών ή ώς το τέλος του έτους, τότε δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός από την επιλογή της διεθνούς διάσκεψης, η οποία θα γεφυρώσει μέσω μιας αθέατης ή και θεατής επιδιαιτησίας τις διαφορές επί όλων των εκκρεμούντων ζητημάτων και όχι μόνο επί εκείνων, που αφορούν στα ζητήματα της ασφάλειας, όπως είναι για παράδειγμα οι εγγυήσεις και οι εξωτερικές επεμβάσεις.
3. Τις δηλώσεις του πρέσβη της Ε.Ε. στην Άγκυρα Μαρκ Πιερίνι, ο οποίος μιλώντας την περασμένη Τρίτη, στο πλαίσιο των εργασιών της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Τουρκίας - Ε.Ε., προέβη στην εξής εκτίμηση:
Το ζήτημα για την Τουρκία δεν είναι η τελική λύση αλλά το ζήτημα είναι η εξεύρεση φόρμουλας επί του θέματος του πρωτοκόλλου. Ως γνωστόν, η Τουρκία σχετίζει το πρωτόκολλο με την άρση της λεγόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων και τη δημιουργία στα κατεχόμενα ενός καθεστώτος Ταϊβάν, που θα προκαθορίζει τη «λύση των δυο κρατών», προτού προκύψει η τελική διευθέτηση του προβλήματος. Πού οδηγεί η Τουρκία τα πράγματα; Πρώτο, σε περίπτωση που δεν θα συνεχιστούν οι συνομιλίες, θα εγερθεί ζήτημα διεθνούς διάσκεψης.
Δεύτερο, εάν αποτύχουν οι συνομιλίες και αν εν τω μεταξύ υιοθετηθεί η λογική του «πρωτοκόλλου», όπως την εννοεί η Άγκυρα, ακόμη και αν εν συνεχεία επαναρχίσουν οι συνομιλίες θα έχουν ως νέα βάση το καθεστώς της Ταϊβάν. Συνεπώς, οι Τούρκοι επιδιώκουν την ενδιάμεση λύση της Ταϊβάν για να δημιουργήσουν νέα τετελεσμένα, ανεξαρτήτως εάν θα φθάσει ή όχι το Κυπριακό σε τελική λύση.
ΣΕ ΑΥΤΟ το σκηνικό προστίθενται οι εκτιμήσεις του γνωστού Τούρκου δημοσιογράφου Αλί Μπιράντ, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο εκάστοτε κατεστημένο της Τουρκίας και χρησιμοποιείται ως κράχτης. Είπε, λοιπόν, ο κ. Μπιράντ, την περασμένη Τρίτη από την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με τις Βρυξέλλες, σε εκδήλωση εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ότι το κύριο ζήτημα που θα απασχολήσει την Τουρκία είναι το Κουρδικό. Ούτε το Κυπριακό ούτε το Αιγαίο ούτε ακόμη και αυτή η Ε.Ε. έχουν τη σημασία του Κουρδικού, που συνιστά μια εσωτερική πληγή. Οι θέσεις Μπιράντ είχαν και συνέχεια, αφού, όπως τόνισε, καμιά τουρκική Κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπογράψει λύση χειρότερη από αυτήν του σχεδίου Ανάν, εκτός και αν η Ε.Ε. ανάψει το πράσινο φως, εάν δηλαδή δεν καθοριστεί χρονοδιάγραμμα για πλήρη ένταξη της Τουρκίας.
Και πρόσθεσε ότι η Τουρκία δεν βάζει όλα τα αβγά της στο καλάθι της Ε.Ε., καθότι έχει σχέσεις και με τις ΗΠΑ και με τον αραβικό κόσμο, από τον οποίο άλλωστε αντλεί κεφάλαια και στηρίζει την οικονομική της ανάπτυξη. Στην ουσία, ο κ. Μπιράντ επαναλαμβάνει, αμέσως μετά τις εκλογές, τις πάγιες τουρκικές θέσεις. Δηλαδή:
α. Η Τουρκία επιχειρεί να ανατρέψει την πολιτική λογική ότι η Ε.Ε. μπορεί να την πιέσει για λύση του Κυπριακού άλλην από εκείνη του σχεδίου Ανάν. Και προσθέτει ότι: το αντάλλαγμα για μια λύση βελτιωμένου σχεδίου Ανάν θα μπορεί να προκύψει εάν δοθεί στην Τουρκία ως αντάλλαγμα η πλήρης ένταξη. Συνεπώς, η Τουρκία για να αποφύγει τις όποιες πιέσεις που είναι δυνατό να ασκηθούν πάνω της για δημοκρατική λύση στο Κυπριακό προ της ένταξης, η Άγκυρα ισχυρίζεται εν ολίγοις ότι δεν παρακαλεί την Ε.Ε. να την ενσωματώσει στους κόλπους.
β. Εφόσον η Ε.Ε. δεν θα δώσει στην Τουρκία πλήρη ένταξη, τότε και η Άγκυρα δεν πρόκειται να φτάσει σε συμβιβασμό... Δηλαδή, σε λύση άλλην από το σχέδιο Ανάν, το οποίο βρίσκεται στο τραπέζι υποτίθεται για να βελτιωθεί. Καθόλου, λοιπόν, τυχαία δεν είναι η σκλήρυνση της τουρκικής στάσης στις συνομιλίες. Θέλει να έχει βάθος διαπραγμάτευσης και να διασφαλίζει ότι η χειρότερη λύση θα είναι αυτή του σχεδίου Ανάν, το οποίο προ του δημοψηφίσματος ο κ. Μπιράντ χαρακτήριζε από τις στήλες του ως επιτυχία, διότι κατοχύρωνε σχεδόν το σύνολο των τουρκικών επιδιώξεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το αντάλλαγμα, που θέλει η Τουρκία για να λύσει το Κυπριακό σε μια βελτιωμένη έκδοση του σχεδίου Ανάν, είναι δυσανάλογο.
Γι’ αυτό η πάγια στρατηγική θέση της Λευκωσίας θα έπρεπε να ήταν η ακόλουθη: Πλήρης ένταξη ή ειδική σχέση της Τουρκίας μπορεί να επιτευχθεί με ισοδύναμο αντάλλαγμα την ευρωπαϊκή και δημοκρατική λύση του Κυπριακού, καθώς και με την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, για να καλυφθούν και τα προβλήματα της ασφάλειας, όλων των εμπλεκομένων μερών στο πλαίσιο μιας κοινής συμμαχικής σχέσης.
ΑΠΟ την πλευρά του, ο κ. Ντάουνερ δηλώνει στη Λευκωσία ότι μετά τις εκλογές στην Κύπρο και στην Τουρκία, το πεδίο είναι καθαρό στο Κυπριακό... Και ότι τα Ην. Έθνη έχουν επενδύσει σε αυτήν την προσπάθεια. Εάν θεωρήσουμε ότι η Τουρκία κρατά το κλειδί της λύσης, καθότι διαθέτει στρατό στο νησί και μιλά στις συνομιλίες μέσω Έρογλου, τότε πώς θα κεφαλαιοποιήσει ο κ. Ντάουνερ την επένδυσή του στο Κυπριακό; Διά της άσκησης μήπως πιέσεων και εκβιασμών επί της ελληνοκυπριακής πλευράς και της υπογραφής μιας λύσης παρόμοιας με εκείνην του σχεδίου Ανάν; Βεβαίως, δεν είναι ορθό να μεμφόμαστε τον κ. Ντάουνερ, ο οποίος κάνει τη δουλειά όπως ο ίδιος ξέρει να την κάνει… Το ερώτημα είναι τι η κυπριακή Κυβέρνηση και το κομματικό σύστημα πράττουν; Επί του παρόντος υιοθετείται η πάγια, ξεπερασμένη και αδιέξοδη αντίληψη ότι δήθεν ο ΟΗΕ μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα, άρα τα φορτώνουμε όλα στον… κόκορα!
Η έλλειψη εναλλακτικών σεναρίων δράσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο εξής: Για να καταστεί η λύση πραγματικότητα, δηλαδή ρεαλιστική, θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι τουρκικές θέσεις. Ειδικώς στην παρούσα φάση, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι μόνο ορφανή από σχέδιο Β αλλά και εντελώς αποδυναμωμένη, καθότι η Ελλάδα περνά μιαν από τις χειρότερες κρίσεις στην ιστορία της. Συνεπώς, εάν δεχθούμε ότι ήταν και είναι το κύριο στήριγμά μας, λίγα πράγματα μπορεί να πράξει.
Εάν δεχθούμε ότι εκτός από στήριγμα ήταν και αχίλλειος πτέρνα μας, υπό την έννοια ότι οι τρίτοι όταν ήθελαν να πιέσουν τη Λευκωσία το έπρατταν μέσω Αθηνών, τώρα αυξάνουν τις δικές τους δυνατότητες για την άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής πρακτικής, καθότι η Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων απελπιστικά ευάλωτη. Αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Αντιθέτως, η Τουρκία, η οποία ήταν ένας στρατιωτικός γίγαντας με γυάλινα οικονομικά πόδια, παρουσιάζει υψηλούς δείκτες ανάπτυξης. Και πλέον δεν έχει μόνο κανόνια αλλά και βούτυρο. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία χάνει και το βούτυρο και τα κανόνια.
Επί τη βάσει ποιας λογικής μπορεί μέσα σε αυτό το σκηνικό να ισχυριστεί κάποιος ότι η Τουρκία θα γίνει διαλλακτικότερη ή ότι κάποιος τρίτος δρών θα της ασκήσει πιέσεις για να εξευρεθεί λύση δημοκρατική, βιώσιμη και λειτουργική άλλη από εκείνην του σχεδίου Ανάν; Πώς μπορεί να δει κάποιος στον ορίζοντα θετική συγκυρία; Πώς, λοιπόν, προχωρούμε στο Κυπριακό; Τι θα πει ο Πρόεδρος στη Γενεύη και πώς θα αποφύγει τις πιέσεις;
Εκτός και αν επιχειρηθεί το γνωστό κατά το παρελθόν σενάριο να μας παρουσιαστεί το άσπρο μαύρο και τα φύκια ως μεταξωτές κορδέλες. Εκτιμούμε ότι οι πολιτική ηγεσία διακατέχεται από αρκετό πατριωτισμό για να μην μπει στον πειρασμό και ότι ο λαός έχει αρκετή ωριμότητα για να μη γίνει θύμα μεθοδεύσεων, που θα μας εμφανίζουν μια πολιτειακή μορφή διχοτόμησης ως δήθεν έντιμο συμβιβασμό επανένωσης.
Πηγή : http://www.sigmalive.com/
Δρ Διεθνών Σχέσεων
Οι εκλογές στην Τουρκία ανήκουν στην ιστορία, αλλά το αποτέλεσμά τους παράγει εκ των πραγμάτων πολιτική. Και εντός και εκτός της χώρας.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει μια ρεαλιστική των πραγμάτων αξιολόγηση, για τις προθέσεις και τις πολιτικές της νέας τουρκικής κυβέρνησης του Ταγίπ Ερντογάν σε σχέση με το Κυπριακό, λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα εν Ελλάδι κατάσταση, τη σχέση της Τουρκίας με την Ε.Ε. και το ότι στις 7 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί μια νέα τριμερής στη Γενεύη μεταξύ Χριστόφια, Έρογλου και Μπαν Κι Μουν.
Ερώτημα, λοιπόν: Ποια είναι η πολιτική της Κυβέρνησης Ερντογάν στο Κυπριακό; Η απάντηση προκύπτει από τα εξής δεδομένα:
1. Τις προγραμματικές δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού. Στο εν λόγω κείμενο τονίζεται ότι το Κυπριακό θα επιλυθεί στη βάση αφενός της αυτοδιάθεσης των Τούρκων της Κύπρου, δηλαδή Τουρκοκυπρίων και εποίκων, και αφετέρου της συμφωνίας μεταξύ των «δυο κρατών» του νησιού. Η θέση αυτή δεν διαφέρει, αλλά επιβεβαιώνει την πάγια στρατηγική του στρατού, των Κεμαλιστών και των εθνικιστών του Μπαχτσελί. Εν ολίγοις υπάρχει κοινή τουρκική γραμμή. Όπως χαράχθηκε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας προ καιρού.
2. Τις δηλώσεις του Εγκεμέν Μπαγίς ότι το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί το ταχύτερο και ότι η αδιάλλακτη πλευρά είναι η ελληνοκυπριακή. Σε αυτήν την αντίληψη προστίθεται και η αντίστοιχη τουρκοκυπριακή. Ότι, δηλαδή, το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί σε τρεις μήνες. Βεβαίως, θα μπορούσε να επιλυόταν και χθες ή σε χρόνο ρεκόρ από σήμερα, εάν γίνουν δεκτές οι τουρκικές θέσεις. Καθόλου τυχαία δεν είναι η διατύπωση των απόψεων αυτών. Η κύρια τουρκική επιδίωξη είναι όπως καλλιεργηθεί το κλίμα ότι η Τουρκία θέλει λύση και ότι εφόσον το Κυπριακό δεν επιλύεται εντός τριών μηνών ή ώς το τέλος του έτους, τότε δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός από την επιλογή της διεθνούς διάσκεψης, η οποία θα γεφυρώσει μέσω μιας αθέατης ή και θεατής επιδιαιτησίας τις διαφορές επί όλων των εκκρεμούντων ζητημάτων και όχι μόνο επί εκείνων, που αφορούν στα ζητήματα της ασφάλειας, όπως είναι για παράδειγμα οι εγγυήσεις και οι εξωτερικές επεμβάσεις.
3. Τις δηλώσεις του πρέσβη της Ε.Ε. στην Άγκυρα Μαρκ Πιερίνι, ο οποίος μιλώντας την περασμένη Τρίτη, στο πλαίσιο των εργασιών της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Τουρκίας - Ε.Ε., προέβη στην εξής εκτίμηση:
Το ζήτημα για την Τουρκία δεν είναι η τελική λύση αλλά το ζήτημα είναι η εξεύρεση φόρμουλας επί του θέματος του πρωτοκόλλου. Ως γνωστόν, η Τουρκία σχετίζει το πρωτόκολλο με την άρση της λεγόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων και τη δημιουργία στα κατεχόμενα ενός καθεστώτος Ταϊβάν, που θα προκαθορίζει τη «λύση των δυο κρατών», προτού προκύψει η τελική διευθέτηση του προβλήματος. Πού οδηγεί η Τουρκία τα πράγματα; Πρώτο, σε περίπτωση που δεν θα συνεχιστούν οι συνομιλίες, θα εγερθεί ζήτημα διεθνούς διάσκεψης.
Δεύτερο, εάν αποτύχουν οι συνομιλίες και αν εν τω μεταξύ υιοθετηθεί η λογική του «πρωτοκόλλου», όπως την εννοεί η Άγκυρα, ακόμη και αν εν συνεχεία επαναρχίσουν οι συνομιλίες θα έχουν ως νέα βάση το καθεστώς της Ταϊβάν. Συνεπώς, οι Τούρκοι επιδιώκουν την ενδιάμεση λύση της Ταϊβάν για να δημιουργήσουν νέα τετελεσμένα, ανεξαρτήτως εάν θα φθάσει ή όχι το Κυπριακό σε τελική λύση.
ΣΕ ΑΥΤΟ το σκηνικό προστίθενται οι εκτιμήσεις του γνωστού Τούρκου δημοσιογράφου Αλί Μπιράντ, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο εκάστοτε κατεστημένο της Τουρκίας και χρησιμοποιείται ως κράχτης. Είπε, λοιπόν, ο κ. Μπιράντ, την περασμένη Τρίτη από την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με τις Βρυξέλλες, σε εκδήλωση εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ότι το κύριο ζήτημα που θα απασχολήσει την Τουρκία είναι το Κουρδικό. Ούτε το Κυπριακό ούτε το Αιγαίο ούτε ακόμη και αυτή η Ε.Ε. έχουν τη σημασία του Κουρδικού, που συνιστά μια εσωτερική πληγή. Οι θέσεις Μπιράντ είχαν και συνέχεια, αφού, όπως τόνισε, καμιά τουρκική Κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπογράψει λύση χειρότερη από αυτήν του σχεδίου Ανάν, εκτός και αν η Ε.Ε. ανάψει το πράσινο φως, εάν δηλαδή δεν καθοριστεί χρονοδιάγραμμα για πλήρη ένταξη της Τουρκίας.
Και πρόσθεσε ότι η Τουρκία δεν βάζει όλα τα αβγά της στο καλάθι της Ε.Ε., καθότι έχει σχέσεις και με τις ΗΠΑ και με τον αραβικό κόσμο, από τον οποίο άλλωστε αντλεί κεφάλαια και στηρίζει την οικονομική της ανάπτυξη. Στην ουσία, ο κ. Μπιράντ επαναλαμβάνει, αμέσως μετά τις εκλογές, τις πάγιες τουρκικές θέσεις. Δηλαδή:
α. Η Τουρκία επιχειρεί να ανατρέψει την πολιτική λογική ότι η Ε.Ε. μπορεί να την πιέσει για λύση του Κυπριακού άλλην από εκείνη του σχεδίου Ανάν. Και προσθέτει ότι: το αντάλλαγμα για μια λύση βελτιωμένου σχεδίου Ανάν θα μπορεί να προκύψει εάν δοθεί στην Τουρκία ως αντάλλαγμα η πλήρης ένταξη. Συνεπώς, η Τουρκία για να αποφύγει τις όποιες πιέσεις που είναι δυνατό να ασκηθούν πάνω της για δημοκρατική λύση στο Κυπριακό προ της ένταξης, η Άγκυρα ισχυρίζεται εν ολίγοις ότι δεν παρακαλεί την Ε.Ε. να την ενσωματώσει στους κόλπους.
β. Εφόσον η Ε.Ε. δεν θα δώσει στην Τουρκία πλήρη ένταξη, τότε και η Άγκυρα δεν πρόκειται να φτάσει σε συμβιβασμό... Δηλαδή, σε λύση άλλην από το σχέδιο Ανάν, το οποίο βρίσκεται στο τραπέζι υποτίθεται για να βελτιωθεί. Καθόλου, λοιπόν, τυχαία δεν είναι η σκλήρυνση της τουρκικής στάσης στις συνομιλίες. Θέλει να έχει βάθος διαπραγμάτευσης και να διασφαλίζει ότι η χειρότερη λύση θα είναι αυτή του σχεδίου Ανάν, το οποίο προ του δημοψηφίσματος ο κ. Μπιράντ χαρακτήριζε από τις στήλες του ως επιτυχία, διότι κατοχύρωνε σχεδόν το σύνολο των τουρκικών επιδιώξεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το αντάλλαγμα, που θέλει η Τουρκία για να λύσει το Κυπριακό σε μια βελτιωμένη έκδοση του σχεδίου Ανάν, είναι δυσανάλογο.
Γι’ αυτό η πάγια στρατηγική θέση της Λευκωσίας θα έπρεπε να ήταν η ακόλουθη: Πλήρης ένταξη ή ειδική σχέση της Τουρκίας μπορεί να επιτευχθεί με ισοδύναμο αντάλλαγμα την ευρωπαϊκή και δημοκρατική λύση του Κυπριακού, καθώς και με την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, για να καλυφθούν και τα προβλήματα της ασφάλειας, όλων των εμπλεκομένων μερών στο πλαίσιο μιας κοινής συμμαχικής σχέσης.
ΑΠΟ την πλευρά του, ο κ. Ντάουνερ δηλώνει στη Λευκωσία ότι μετά τις εκλογές στην Κύπρο και στην Τουρκία, το πεδίο είναι καθαρό στο Κυπριακό... Και ότι τα Ην. Έθνη έχουν επενδύσει σε αυτήν την προσπάθεια. Εάν θεωρήσουμε ότι η Τουρκία κρατά το κλειδί της λύσης, καθότι διαθέτει στρατό στο νησί και μιλά στις συνομιλίες μέσω Έρογλου, τότε πώς θα κεφαλαιοποιήσει ο κ. Ντάουνερ την επένδυσή του στο Κυπριακό; Διά της άσκησης μήπως πιέσεων και εκβιασμών επί της ελληνοκυπριακής πλευράς και της υπογραφής μιας λύσης παρόμοιας με εκείνην του σχεδίου Ανάν; Βεβαίως, δεν είναι ορθό να μεμφόμαστε τον κ. Ντάουνερ, ο οποίος κάνει τη δουλειά όπως ο ίδιος ξέρει να την κάνει… Το ερώτημα είναι τι η κυπριακή Κυβέρνηση και το κομματικό σύστημα πράττουν; Επί του παρόντος υιοθετείται η πάγια, ξεπερασμένη και αδιέξοδη αντίληψη ότι δήθεν ο ΟΗΕ μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα, άρα τα φορτώνουμε όλα στον… κόκορα!
Η έλλειψη εναλλακτικών σεναρίων δράσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο εξής: Για να καταστεί η λύση πραγματικότητα, δηλαδή ρεαλιστική, θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι τουρκικές θέσεις. Ειδικώς στην παρούσα φάση, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι μόνο ορφανή από σχέδιο Β αλλά και εντελώς αποδυναμωμένη, καθότι η Ελλάδα περνά μιαν από τις χειρότερες κρίσεις στην ιστορία της. Συνεπώς, εάν δεχθούμε ότι ήταν και είναι το κύριο στήριγμά μας, λίγα πράγματα μπορεί να πράξει.
Εάν δεχθούμε ότι εκτός από στήριγμα ήταν και αχίλλειος πτέρνα μας, υπό την έννοια ότι οι τρίτοι όταν ήθελαν να πιέσουν τη Λευκωσία το έπρατταν μέσω Αθηνών, τώρα αυξάνουν τις δικές τους δυνατότητες για την άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής πρακτικής, καθότι η Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων απελπιστικά ευάλωτη. Αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Αντιθέτως, η Τουρκία, η οποία ήταν ένας στρατιωτικός γίγαντας με γυάλινα οικονομικά πόδια, παρουσιάζει υψηλούς δείκτες ανάπτυξης. Και πλέον δεν έχει μόνο κανόνια αλλά και βούτυρο. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία χάνει και το βούτυρο και τα κανόνια.
Επί τη βάσει ποιας λογικής μπορεί μέσα σε αυτό το σκηνικό να ισχυριστεί κάποιος ότι η Τουρκία θα γίνει διαλλακτικότερη ή ότι κάποιος τρίτος δρών θα της ασκήσει πιέσεις για να εξευρεθεί λύση δημοκρατική, βιώσιμη και λειτουργική άλλη από εκείνην του σχεδίου Ανάν; Πώς μπορεί να δει κάποιος στον ορίζοντα θετική συγκυρία; Πώς, λοιπόν, προχωρούμε στο Κυπριακό; Τι θα πει ο Πρόεδρος στη Γενεύη και πώς θα αποφύγει τις πιέσεις;
Εκτός και αν επιχειρηθεί το γνωστό κατά το παρελθόν σενάριο να μας παρουσιαστεί το άσπρο μαύρο και τα φύκια ως μεταξωτές κορδέλες. Εκτιμούμε ότι οι πολιτική ηγεσία διακατέχεται από αρκετό πατριωτισμό για να μην μπει στον πειρασμό και ότι ο λαός έχει αρκετή ωριμότητα για να μη γίνει θύμα μεθοδεύσεων, που θα μας εμφανίζουν μια πολιτειακή μορφή διχοτόμησης ως δήθεν έντιμο συμβιβασμό επανένωσης.
Πηγή : http://www.sigmalive.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου