Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Συγκυβέρνηση, αλλά πώς;

Του Ν.Α Καλογερόπουλου

Πολλή συζήτησις γίνεται για το πρόβλημα της διακυβερνήσεως μετά τις επικείμενες εκλογές. Παρουσιάζεται ως μειονέκτημα ότι, κατά τις δημοσκοπήσεις, κανένα κόμμα δεν φαίνεται να μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Είμαστε τόσο προσκολλημένοι στην νοσηρότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος μονοκομματικών κυβερνήσεων ώστε δεν τολμά κανείς να σκεφθεί μήπως υπάρχει και άλλος τρόπος διακυβερνήσεως από αυτόν που εφεύραν οι Βρετανοί το 1688 με την Glorious Revolution που τελικώς επεβλήθη. Η Αθηναϊκή δημοκρατία είχε τραγική κατάληξη, υπέστη δεινή κριτική από τον Πλάτωνα ως «πόλεως νόσημα» και έκτοτε περιεφρονήθη για να επαινεθεί η δημοκρατία της Σπάρτης τόσον από τον Πλάτωνα και Αριστοτέλη όσο και από τους νεώτερους Montesquieu και Rousseau. Το Βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα υπεβλήθη σε σοβαρή κριτική, ήδη κατά τον 19ον αιώνα από το Άγγλο φιλόσοφο John Stuart Mill (1806-1873). Διακρίνει τρεις κυρίως κινδύνους  στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία κατά την εφαρμογή της στην Βρετανία.
        (α) Τον κίνδυνο από το σύνηθες χαμηλό επίπεδο του σώματος των αντιπροσώπων,
          (β) τον κίνδυνο από την πολιτική απαιδευσία της κοινής γνώμης που το ελέγχει,
          (γ) τον κίνδυνο της «ταξικής» νομοθεσίας που επιβάλει εκάστοτε η συμβατική αριθμητική πλειοψηφία.
Βασικός φόβος του Mill είναι η τυραννία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας εξ ίσου αποκρουστικό με την περίπτωση που συχνότερα συμβαίνει το αντίθετο. Το πρόβλημα γίνεται επικίνδυνα σοβαρότερο όταν η πλειοψηφία που επιτυγχάνεται τεχνητά και κατά πρόσχημα στην Βουλή, ανταποκρίνεται σε ένα μόνο χαμηλό ποσοστιαίο τμήμα του ολικού πληθυσμού (π.χ το 30%, ως «πρώτο κόμμα» σχηματίζει κυβέρνηση με πλειοψηφία 60% στην Βουλή!) υπό το σαθρό πρόσχημα της «σταθερότητος» της κυβερνήσεως το οποίον, αυτό και μόνο, αναιρεί την έννοια της δημοκρατίας. Γράφει ακόμη ο J.S.Mill:
«Στην ψεύτικη δημοκρατία που παρέχει αντιπροσώπευση μόνο στις τοπικές πλειοψηφίες, η φωνή της μορφωμένης μειοψηφίας είναι πιθανόν ότι δεν θα εκπροσωπείται στην Βουλή, εκτός αν υπάρξουν μέλη της κοινωνίας με ανώτατη μόρφωση που θα εδέχοντο να θυσιάσουν την κρίση τους και να καταστούν δουλικά φερέφωνα των κατωτέρας συνήθως  μορφώσεως παραγόντων του κόμματος».
Είναι όμως σαφές ότι «η θυσία της αυτόνομης κρίσεως» αποτελεί αντίφαση προς τον όρον «ανώτατη μόρφωση»! Θα πρέπει να βρεθεί σύστημα όπου οι άριστοι θα γίνουν οι πλείστοι εκτός Βουλής που ψηφίζουν αφού αποκτήσουν την απαραίτητη Παιδεία για την άσκηση του δικαιώματος. Κάθε λειτούργημα σε σύγχρονη κοινωνία προϋποθέτει προηγούμενη ειδική μόρφωση για την εξάσκησή του. Το σοβαρότατο όλων σε μία Πολιτεία, το λειτούργημα του να είσαι «πολίτης», είναι το μόνο που έχει αφεθεί  χωρίς ιδιαίτερη παρασκευή. Η Εθνική Παιδεία θα πρέπει, με ρητή συνταγματική διάταξη, να εφαρμόζει την διδασκαλία της Αγωγής του Πολίτου από τις τελευταίες τάξεις της κατωτάτης μέχρι και τις τελευταίες τάξεις της Μέσης εκπαιδεύσεως με εντατική εφαρμογή της αρχής του Αριστοτέλους ότι «τας αρετάς λαμβάνομεν ενεργήσαντες πρότερον» και του Πλάτωνος περί συνδυασμού παιδείας και παιδιάς. Αυτό το είχε τονίσει πρώτος ο Σωκράτης, εξ ού και η …δολοφονία του από τους Αθηναίους!


Ο Rousseau, θαυμαστής της Πολιτείας της Σπάρτης, προέβη στην κλασική διατύπωση του προβλήματος διακυβερνήσεως, διαχωρίζων τις έννοιες της Γενικής και Ειδικής Βουλήσεως. Γράφει στο Κοινωνικό Συμβόλαιο:
«Από τον μεγάλο αριθμό των μικρών διαφορών μεταξύ των πολιτών ακολουθεί η γενική βούληση όταν όμως δημιουργούνται επί μέρους  ενώσεις εις βάρος της μεγάλης, η βούληση κάθε μιάς από αυτές είναι γενική σε σχέση με τα μέλη της αλλά ειδική σε σχέση με το σύνολο του λαού και όταν μία από αυτές γίνεται κατά συμβατική πλειονοψηφία τόσο μεγάλη ώστε να επιβάλλεται στις άλλες, τότε αναιρείται η γενική βούληση και το  ιδεολόγημα που επικρατεί και επιβάλλεται είναι μια απαράδεκτη για την Πολιτεία ειδική γνώμη» (Κοινωνικό Συμβόλαιο ΙΙ,3)
Την τελευταία αυτή περίπτωση εξυπηρετεί, εις βάρος της Γενικής Βουλήσεως, το παρόν κοινοβουλευτικό σύστημα. Οι κυβερνήσεις της μειοψηφίας των πολιτών σχηματίζονται με πλαστή πλειοψηφία στην Βουλή όπου, π.χ,, το 30% αναδεικνύει, με πλασματικό κατά το εκάστοτε κομματικό συμφέρον ρυθμιστικό νόμο, το πρώτο Κόμμα παντοδύναμο στην Βουλή. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για πλήρη κατάλυση της εννοίας της δημοκρατίας. Το μειοψηφούν Κόμμα, δηλ. μία κάποια «ειδική βούλησις» με ίδια συμφέροντα ή θεωρητικές αγκυλώσεις, «επιβάλλεται στις άλλες και αναιρείται η Γενική Βούλησις».
Έτσι, κατά το παρόν κοινοβουλευτικό σύστημα, όχι μόνον έχει ανεπανόρθωτα νοθεύσει την έννοια της δημοκρατίας αλλά είναι και σοβαρότατα επικίνδυνο. Είναι σαφές ότι κατά το σύστημα της Σπάρτης, όπου οι αποφάσεις των δύο «βασιλέων», δηλ. της «κυβερνήσεως», υπόκεινται στον έλεγχο των Εφόρων και αυτών εις άλλην επιτροπήν 29 αρχόντων και τελικώς υποβάλλεται προς έγκρισιν (με Ναι ή Όχι) από τον λαόν (την Απέλλαν), είναι σύστημα διακυβερνήσεως το οποίον δικαίως επαινείται Η σοφία του «Λακωνικού» συστήματος έχει βρει σήμερα ευφυά υποστήριξη από μια και μόνη χώρα στην Ευρώπη, την Ελβετία, βεβαίως με την κατάλληλη προσαρμογή  στις σημερινές  τοπικές συνθήκες. Στην Ελβετία από το 1938 μέχρι σήμερα ισχύει με εκπληκτική επιτυχία η Αρχή της Συγκυβερνήσεως τεσσάρων κομμάτων. Η διαφορά όμως από αυτό που κινδυνεύει να εφαρμοσθεί σήμερα στην Ελλάδα μετά τις εκλογές είναι τεραστία. Στην Ελλάδα έχουμε δει παρόμοιο πείραμα κυβερνήσεων «Εθνικής Ενότητος» το οποίο φιλοδοξούν σήμερα οι, όπως έλεγε ο Σωκράτης, «μη επιστάμενοι και αυτοσχεδιάζοντες» να επαναλάβουν. Στις δύσκολες στιγμές της συγκυρίας το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό. Διότι, όπως συνέβη στο παρελθόν, το κάθε «συγκυβερνούν» κόμμα θα θέλει να δημαγωγεί γνωρίζοντας ότι ρίχνοντας την κυβέρνηση θα διεκδικήσει την περιπόθητη «αυτοδυναμία» στις επόμενες εκλογές! Το έργο μιάς τέτοιας κυβερνήσεως με την γνωστή νοοτροπία θα είναι από μηδαμινό μέχρι ιδιαιτέρως επικίνδυνο για το Έθνος. Γιατί όμως στην Ελβετία το σύστημα αυτό είναι επιτυχές και στην Ελλάδα δεν είναι; Θα πουν μερικοί ότι αυτό οφείλεται στην νοοτροπία των δύο λαών. Όμως η νοοτροπία δεν γεννιέται, γίνεται. Από τους πολυάριθμούς Υπουργούς Παιδείας που είδε η Ελλάς κανείς δεν εσκέφθη ακόμη να δώσει έμφαση στο θέμα της Αγωγής του πολίτου.
Τι συμβαίνει με το Ελβετικό σύστημα «συγκυβερνήσεως» ώστε να είναι επιτυχές; Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες. 1ον το Σύνταγμα, 2ον, η «μαγική φόρμουλα» με δύο Βουλές 3ον, το δημοψήφισμα. Το Σύνταγμα καθορίζει τους βασικούς όρους που αφορούν την οικονομική ελευθερία, το κοινό νόμισμα, την εξωτερική πολιτική και την ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ χάρη στο υποχρεωτικό και προαιρετικό ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ. Η «Μαγική φόρμουλα» είναι ότι κάθε κόμμα που δικαιούται δύο έδρες στην κυβέρνηση προτείνει 2 ή 3 πρόσωπα για κάθε μία, και η Εθνοσυνέλευση (οι 2 Βουλές) εκλέγει κατά πλειοψηφία τους Υπουργούς. Σε περίπτωση διαφωνίας στο υπουργικό συμβούλιο των 7 Υπουργών η διαφωνία λύεται με προσφυγή σε δημοψήφισμα επί του συγκεκριμένου θέματος και ο λαός, όπως η Λακωνική Απέλλα, αποφασίζει με Ναι ή Όχι. Το προαιρετικό δημοψήφισμα σημαίνει ότι ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ ΠΟΛΙΤΗΣ, σε οποιονδήποτε χρόνο, μπορεί να αναλάβει «Πρωτοβουλία» (Initiative) για πρόταση ή κατάργηση νόμου ή διατάξεως του Συντάγματος και αν συγκεντρώσει 100,000 υπογραφές, η πρόταση υποβάλλεται υποχρεωτικώς σε δημοψήφισμα. Οι αρχές αυτές καθιστούν την εκάστοτε κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητος αυτοδύναμη, αλλά και μόνιμη, επί μία 4ετία.
Το πρόβλημα λοιπόν  που τίθεται σήμερα, σε εποχή που ο Διαφωτισμός δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, είναι το εξής:
«Πώς είναι δυνατόν να διασώζεται η πολυφωνία των απόψεων αλλά ταυτοχρόνως να διατηρείται η κατεύθυνση της συνισταμένης των Ειδικών Βουλήσεων προς την Γενική Βούληση;»
Αυτό είναι το πολιτικό πρόβλημα που οφείλει να λύσει η σύγχρονη διαμόρφωσις ενός Νέου Συντάγματος  Κατά τις ανωτέρω σύντομες λόγω ελλείψεως χώρου αναλύσεις, επειδή η επίμονη τάση της Ειδικής βουλήσεως κάθε κόμματος (ως «μονάδος χωρίς παράθυρα» κατά την έννoιαν του Leibniz), είναι η νομή της εξουσίας, δύο λύσεις υπάρχουν: ή η κατάργηση των κομμάτων, πράγμα αδύνατον διότι οδηγεί στην κατάλυση της δημοκρατικής ελευθερίας. Ή η ρεαλιστική ικανοποίηση της κάθε ειδικής βουλήσεως, αλλά κατά τρόπον που αίρει τα μειονεκτήματα της καρκινωματικής ιδιοτέλειας. Ο Rousseau είχε μιλήσει για το «πνεύμα συγκαταβάσεως και συμβιβασμού», το οποίο αποτελεί το κύριο στοιχείο της επιτυχίας του Ελβετικού πολιτικού συστήματος. Τούτο, για να αναπτυχθεί προς ολοκλήρωση της Διαφωτίσεως, συνεπάγεται στην πράξη ένα σύστημα ανάλογο με εκείνο της Σπάρτης όπως έχει εκσυγχρονισθεί στην περίπτωση της Ελβετίας. Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος από εκπροσώπους των κομμάτων που έχουν εξασφαλίσει άνω του 7% των ψήφων, επιβαλλόμενη με Συνταγματική διάταξη για την εξασφάλιση της μονιμότητος του συστήματος που ορίζει αποκλεισμό ακραίων απόψεων, πλήρη χωρισμό των Εξουσιών, ολιγομελή κυβέρνηση (το πολύ 11 Υπουργών) με συλλογική ευθύνη, δύο Βουλές, σταθερό και συνεχές μέλημα της Παιδείας για διάπλαση αγωγής του πολίτου. Σε περίπτωση κάθε διαφοράς κατά ειδική περίπτωση, προσφυγή σε δημοψήφισμα επί του συγκεκριμένου θέματος με τελική απόφαση της «Απέλλας», δηλαδή όχι του «φωτισμένου δεσπότου», όχι του «αρχηγού» ενός μειοψηφούντος κόμματος, όχι του αντιδημοκρατικού όρου της «κομματικής πειθαρχίας» ή «λίστας», αλλά του, χάρη στην κατάλληλη Παιδεία, «φωτισμένου λαού».

Πηγή  Περιοδικό Ηλιαία

Δεν υπάρχουν σχόλια: