Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Παζαρεύοντας με τους Τούρκους.Ανησυχίες διπλωματών για τους χειρισμούς.Νέος κύκλος ελληνοτουρκικού διαλόγου, στα πρότυπα των διερευνητικών επαφών της περιόδου 2002-2003

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ο κύβος ερρίφθη. Η προετοιμασία για έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο με την Τουρκία έχει ήδη αρχίσει. Εκείνο το οποίο αποκλείεται –και το έχει δηλώσει ευθέως η κυβέρνηση– είναι η αξίωση του Τούρκου πρωθυπουργού να συζητηθούν «προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες στις δύο χώρες». Όλα τα άλλα μπορεί να τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου. Αυτό, άλλωστε, είχε γίνει και κατά τις διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2003.Έμπειροι διπλωμάτες εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες για την ακολουθούμενη τακτική και διατείνονται ότι η εξωτερική πολιτική, ιδίως σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά, διαμορφώνεται από μια «κλειστή πολιτική ομάδα». Ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι οι οποίοι προειδοποιούν για τους κινδύνους που ενέχει η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ενός «πακέτου» ζητημάτων στο οποίο δεν θα περιλαμβάνονται παρά μόνο τουρκικές διεκδικήσεις. Πολύ περισσότερο, όταν από το «πακέτο» αυτό εξαιρείται, κατ’ απαίτηση της Άγκυρας, το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Και ακόμη πιο πολύ, όταν είναι κοινή η διαπίστωση πως το Διεθνές Δικαστήριο δεν αποφαίνεται αποκλειστικά και μόνο με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Η σύνθεσή του και οι διεθνείς σκοπιμότητες συναποτελούν κρίσιμους παράγοντες των αποφάσεών του.Υπογραμμίζεται, ακόμη, ότι η συγκυρία είναι παντελώς ακατάλληλη και διατυπώνεται η άποψη ότι απαιτείται ικανός χρόνος προετοιμασίας. Το διεθνές κλίμα για τη χώρα μας είναι σήμερα το χειρότερο από τον καιρό της χούντας. Και αυτό δεν μπορεί να αγνοείται. Αυξάνει τις ορέξεις και τις δυνατότητες πιέσεων σε βάρος της Ελλάδας. Λειτουργεί σαν «αντικλείδι» για τους επίδοξους διαρρήκτες των εθνικών μας υποθέσεων. Μειώνει επικίνδυνα τις αντιστάσεις σε έξωθεν πιέσεις.
Αναντίλεκτα, η αντιμετώπιση των σοβαρών ζητημάτων που εγείρονται στο Αιγαίο εδώ και 36 χρόνια από την Τουρκία θα συνιστούσε ιδιαίτερα θετική εξέλιξη όχι μόνο διότι θα απάλλασσε την Ελλάδα από ένα μεγάλο μέρος των τεράστιων δαπανών για εξοπλισμούς, ασκήσεις, αναγνωρίσεις και αναχαιτίσεις, αλλά και διότι θα άνοιγε το δρόμο για την αξιοποίηση του αιγαιακού πλούτου. Είναι, άλλωστε, καλά γνωστό ότι εξαιτίας της απειλής πολέμου η Ελλάδα δεν αποτολμά ούτε γεωτρήσεις αλλά ούτε και έρευνες να διενεργήσει στην αιγαιακή υφαλοκρηπίδα.Με την πεποίθηση αυτή, όπως βεβαιώνουν στενοί συνεργάτες του, ως υπουργός Εξωτερικών ο σημερινός πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου είχε προχωρήσει, από τα τέλη του 1999, σε επαφές, διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα για όλα τα διμερή ζητήματα. Ξεκίνησαν από τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, επεκτάθηκαν σε συμφωνίες διμερούς συνεργασίας και κατέληξαν στις λεγόμενες διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2003.
Προάγγελος του νέου ελληνοτουρκικού διαλόγου υπήρξε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη χώρα μας, στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου. Είχε υπενθυμίσει τότε τις «διερευνητικές επαφές που είχαμε τα τελευταία χρόνια» και είχε προχωρήσει σε μια σημαντική αποκάλυψη: «Σήμερα», είχε υπογραμμίσει, «αποφασίσαμε να έχουμε πιο αποτελεσματικές, πιο λειτουργικές διερευνητικές συνομιλίες». Είχε υποστηρίξει, κατόπιν, ότι στόχος είναι «να κάνουμε το Αιγαίο ζώνη ειρήνης», είχε δε προσθέσει: «Έχουμε συγκεκριμένες ανησυχίες. Ξέρουμε ότι και οι Έλληνες φίλοι μας έχουν, επίσης, συγκεκριμένες ανησυχίες. Είναι σημαντικό να καθίσουμε να τις συζητήσουμε».Ο Τούρκος υπουργός επανέφερε, έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, το μόνιμο ισχυρισμό της χώρας του ότι ανησυχεί για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και άφηνε να εννοηθεί πως μόνο μετά την άρση της ανησυχίας αυτής μπορεί να τεθεί τέλος στην απειλή πολέμου που επισείει η χώρα του. Και αυτό, βέβαια, δεν ήταν κάτι καινούριο. Προκύπτει, άλλωστε, όχι μόνο από την αταλάντευτη εμμονή της Άγκυρας στη γνωστή απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για το casus belli, αλλά και μέσα από τους αλλεπάλληλους κύκλους του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Οι Τούρκοι, επίμονα και σταθερά από το 1974 έως και σήμερα, αξιώνουν να εγκαταλείψει η Ελλάδα το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων, προκειμένου να εγκαταλείψουν και εκείνοι την απειλή πολέμου. Να εγκαταλείψει η Ελλάδα το Δίκαιο για να εγκαταλείψουν και εκείνοι την παρανομία.
Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι το πιο κρίσιμο ζήτημα σε ένα νέο κύκλο διερευνητικών επαφών θα είναι, και πάλι, τα χωρικά ύδατα, ακόμη και εάν λεχθεί ότι ο διάλογος θα επικεντρωθεί αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Είναι, άλλωστε, αυτονόητο ότι η οριστικοποίηση της έκτασης των χωρικών υδάτων αποτελεί ουσιώδη και απαραίτητη προϋπόθεση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Και αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι η υφαλοκρηπίδα αρχίζει από εκεί που τελειώνουν τα χωρικά ύδατα. Δεν μπορεί, επομένως, να οριοθετηθεί εάν δεν είναι γνωστό έως πού φτάνουν τα χωρικά ύδατα. Και, βέβαια, δεν μπορεί η ελληνική πλευρά να δεχτεί οριοθέτηση με βάση τα έξι μίλια όχι μόνο διότι θα περιοριζόταν η ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά και –κυρίως, μάλιστα– διότι θα ακρωτηριαζόταν, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το δικαίωμα μελλοντικής επέκτασης των χωρικών υδάτων.
Αποκαλυπτικό του προσανατολισμού της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά το διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων είναι το πρόσφατο παρελθόν. Το γεγονός, δηλαδή, ότι στη διάρκεια των διερευνητικών επαφών της περιόδου 2002-2003 εξεταζόταν το ενδεχόμενο επιλεκτικής επέκτασης, με έναν τρόπο που θα γινόταν αποδεκτός από την Τουρκία. Εξεταζόταν, συγκεκριμένα, μια τριπλή επιλογή, που θα προέβλεπε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια σε περιοχές που ουδόλως ενδιέφεραν τους Τούρκους, μερική επέκταση σε σημεία ήσσονος τουρκικού ενδιαφέροντος και πλήρης εγκατάλειψη του δικαιώματος επέκτασης στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.Η λύση αυτή, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς προσανατολισμούς του 2003, θα εφαρμοζόταν με μονομερή απόφαση της Αθήνας, κατόπιν συνεννόησης τόσο με τους Τούρκους όσο και με χώρες που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Μετά την απόφαση αυτή, και με δεδομένη πλέον την έκταση των χωρικών υδάτων, θα γινόταν κοινή ελληνοτουρκική προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης.
Άμεσα συνδεδεμένη με τα χωρικά ύδατα είναι και η αξίωση των Τούρκων για την πλήρη ταύτιση της έκτασης του εθνικού εναέριου χώρου με εκείνη της αιγιαλίτιδας ζώνης. Είναι, βέβαια, προφανές και αυτονόητο ότι η αξίωση αυτή δεν θα είχε κανένα απολύτως έρεισμα, εάν αποφασιζόταν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ή τα 10 ναυτικά μίλια. Το ζήτημα, ωστόσο, αυτό, εξακολουθούσε –όπως γράφει ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης– να παραμένει και να συζητείται στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών. Και αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να εγκαταλείψει, τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές, το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Εκεί λοιπόν όπου τα χωρικά ύδατα θα παρέμεναν στα 6 ναυτικά μίλια –στα νησιά, δηλαδή, του Ανατολικού Αιγαίου– αλλά και εκεί που θα επεκτείνονταν σε εύρος μικρότερο των 10 ναυτικών μιλίων, εκεί ακριβώς θα παρέμενε ως εκκρεμότητα και η αξίωση των Τούρκων για μείωση του εύρους του εθνικού μας εναέριου χώρου.Πρωταγωνιστές πάντως των μυστικών διαπραγματεύσεων της περιόδου 2002-2003 εκτιμούν ότι η Τουρκία δεν επέμενε στην ικανοποίηση της αξίωσής της αυτής κατά τη διάρκεια των διερευνητικών επαφών. Και αυτό γιατί, στο συγκεκριμένο ζήτημα, θεωρούσε βέβαιη τη δικαίωσή της από το Διεθνές Δικαστήριο. Της αρκούσε το γεγονός ότι η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Μείζον ζήτημα των διερευνητικών επαφών –και το υπογραμμίζει ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης– ήταν και οι ισχυρισμοί των Τούρκων για «γκρίζες ζώνες». Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι οι Τούρκοι είχαν συνδέσει τους ισχυρισμούς τους αυτούς με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Υποστήριζαν, δηλαδή, ότι δεν μπορεί να υπάρξει οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εάν δεν προσδιοριστεί προηγουμένως η κυριότητα των νησίδων και των βραχονησίδων που δεν αναφέρονται ονομαστικά στις Συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων.Η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε επίμονα από την Τουρκία –και μάλιστα την επομένη των Ιμίων– να προσφύγει μονομερώς για το ζήτημα αυτό στο Διεθνές Δικαστήριο. Η Άγκυρα όμως απαιτούσε να υπάρξει διμερής διάλογος και ως έσχατη υποχώρηση έδειχνε την κοινή παραπομπή. Ακόμη και στα τέλη του 2003, όταν οι δύο πλευρές είχαν φτάσει σε ακτίνα συμφωνίας, οι Τούρκοι έδειχναν ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψουν τους ισχυρισμούς τους για «γκρίζες ζώνες».
Σε ό,τι αφορά στο κεντρικό ζήτημα, την οριοθέτηση δηλαδή της υφαλοκρηπίδας, οι Τούρκοι ξεκινούσαν από τον ισχυρισμό ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αποτελούν προεξοχές της ασιατικής υφαλοκρηπίδας και, κατ’ επέκταση, δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Επικαλούνταν δε τις ειδικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν το Αιγαίο και υπογράμμιζαν ότι σε καμιά περίπτωση δεν επρόκειτο να δεχτούν την πλήρη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τα ηπειρωτικά εδάφη. Οι ειδικές περιστάσεις, επιμένουν οι Τούρκοι, απαιτούν ειδικές λύσεις.
Πέραν τούτων, οι Τούρκοι είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν επρόκειτο να δεχτούν ποτέ την παραπομπή ενός και μόνο ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο, αλλά ενός «πακέτου» ζητημάτων, στο οποίο θα περιλαμβάνονταν όλες οι μονομερείς διεκδικήσεις τους. Ανάμεσα στα άλλα, επικαλούμενοι τις Συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων, συμπεριλάμβαναν στο «πακέτο» των προς επίλυση διαφορών και τις αιτιάσεις τους για την αμυντική οχύρωση των ελληνικών νησιών. Έτσι όμως το μόνο θέμα που θα εξαιρείτο από τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου θα ήταν το διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της Ελλάδας. Θα ήταν το πιο ισχυρό όπλο της Ελλάδας. Και αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την ελληνική πλευρά…
Το περιεχόμενο των διερευνητικών επαφών της περιόδου 2002-2003 αποκαλύπτει με ευκρίνεια το αντικείμενο και τη βάση του νέου ελληνοτουρκικού διαλόγου. Διαβεβαιώσεις και ισχυρισμοί ότι θα αφορά αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είχαν ακουστεί και τότε. Και στην πράξη είχαν διαψευστεί μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Πέρα όμως από όλα αυτά, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει πως, όσο προετοιμασμένο κι αν είναι το «πακέτο» για το Αιγαίο, δεν μπορεί να κλείσει, παρά μόνο εάν ετοιμαστεί παραδίπλα και ένα δεύτερο «πακέτο»: αυτό του Κυπριακού.


Πηγή : http://www.m-epikaira.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: