Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Το Αίνιγμα της Τουρκίας


Ερμηνευτική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της γείτονας
του Γεωργίου Κ. Τασούδη
Από την πρώτη στιγμή που εκδόθηκε στη χώρα μας, κατόπιν καίριας πρωτοβουλίας των εκδόσεων «Ποιότητα» και του διεθνολόγου Παναγιώτη Ήφαιστου, το περίφημο «Στρατηγικό Βάθος», πολύ μελάνι έχει χυθεί και πολλά έχουν ειπωθεί –κι όχι αδίκως-, για το «φαινόμενο» Νταβούτογλου και τη γενικότερη κοσμοθεωρία του.
Επειδή τα λεγόμενα του εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και επικινδύνως ενδιαφέροντα για την Ελλάδα καθώς και γιατί η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης, κρίναμε σκόπιμο να επανέλθουμε ενσκήπτοντας εκ νέου στην περίπτωση του διανοούμενου και υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας, αλλά και της γενικότερης ακολουθούμενης τουρκικής πολιτικής όπως αυτή εκφράζεται και διαμορφώνεται μέσω του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ. Παρακολουθώντας την πορεία και τις απόψεις του, έτσι όπως αυτές εκφράζονται στις διάφορες τοποθετήσεις του, αλλά και έχουν αποτυπωθεί στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» (Ποιότητα 2010, μετάφραση : Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστημονική επιμέλεια : Νεοκλής Σαρρής), γινόμαστε μάρτυρες πλείστων ειλικρινέστατων και εξαιρετικής σημασίας εξομολογήσεων.
Δίχως χρονοτριβή ας περάσουμε στο δια ταύτα. Ο κ. Νταβούτογλου, μεταξύ πολλών άλλων, υποστηρίζει μιαν άκρως ενδιαφέρουσα και συνάμα επικίνδυνη για την Ελλάδα άποψη, η οποία παραφρασμένη, αλλά όχι εκπτωτική ή αλλοιωμένη, αναφέρει ότι ένας από τους βραχυπρόθεσμους στόχους της Τουρκίας είναι η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου, που θα θέσει υπό την προστασία του, όλες τις τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες σε όλα τα Βαλκάνια καθώς και η επιδίωξη εξασφάλισης εγγυήσεων, που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης σε αυτές, με βάση το “πετυχημένο παράδειγμα της Κύπρου”1. Η τουρκική τακτική χρησιμοποίησης τουτουρκοκυπριακού στοιχείου σαν «στρατηγική μειονότητα» για την προώθηση των επεκτατικών της βλέψεων στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου2, εφαρμόζεται ή επιχειρείται συστηματικά να εφαρμοστεί και σε άλλους γεωγραφικούς χώρους, μεταξύ των οποίων η Δυτική Θράκη και η Δωδεκάνησος, με πολυποίκιλους τρόπους οι οποίοι θα αναφερθούν στην πορεία.
Αντιπαραβάλλοντας όμως, την επίμαχη άποψη Νταβούτογλου με το γενικότερο τουρκικό δόγμα της εποχής -το οποίο παραδόξως εκφράζεται εκ χειλέων του ιδίου και αλήθεια είναι πως στο αρχικό του άκουσμα δημιουργεί ευαρέστηση – και το οποίο μιλάει για «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές μας», αυτόχρημα ανταμώνουμε μια αντίφαση και απορία για τη δυνατότητα συνύπαρξης δύο τόσο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών. Η λύση της αντίφασης απλοποιείται εφόσον θεαθεί υπό την εξής, διόλου αυθαίρετη, οπτική: κανένα πρόβλημα με τους γείτονές μας, αρκεί να μην αμφισβητούνται τα κατά τόπους ενδιαφέροντος και σχετιζόμενα με τις κατ’ αυτούς «τουρκικές» μειονότητες της διασποράς καθώς και με τα οικονομικά, πολιτικά ή οποιαδήποτε άλλα εγκατεστημένα ή εφευρεθέντα, συμφέροντα της μητέρας Τουρκίας.
Αποτελεί πάγια και διαχρονική τακτική της Άγκυρας, η δημιουργία τετελεσμένων βάσει του συμφέροντος κι όχι φυσικά του δίκαιου μιας και το πρώτο συγγενεύει με την υποκειμενική ερμηνεία των πραγμάτων και στην περίπτωση της, την αυθαιρεσία, ενώ το δεύτερο με τα διεθνώς παγιωμένα και ισχύοντα. Προς επίρρωση των προαναφερόμενων και αυτών που θα αναφερθούν στη συνέχεια, ορίστε τι υποστηρίζει ο κ. Νταβούτογλου, ο οποίος, για άλλη μια φορά, είναι αποκαλυπτικότατος. Στη σελίδα 83 του πονήματός του «Το Στρατηγικό Βάθος Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» (Ποιότητα 2010), με απροσχημάτιστο τρόπο αναφέρει τα εξής: «Είναι αδύνατο για την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε στη βάση του ιστορικού και γεωπολιτικού παρελθόντος του Οθωμανικού και υπεισήλθε στην κληρονομιά της, να διανοηθεί και να σχεδιάσει την άμυνά της στο πλαίσιο των συνόρων που κατέχει. Η ιστορική κληρονομιά μπορεί να αναγκάσει την Τουρκία να επέμβει σε defactoκαταστάσεις που εμφανίστηκαν πέραν των συνόρων της». Αποτελεί ιστορική αλήθεια ότι οι οπαδοί του παντουρκισμού, καθώς και οι απόγονοι τους θιασώτες του νεοοθωμανισμού, ποτέ δεν είχαν συμβιβασθεί με την κεμαλική αρχή της εδαφικής ολοκλήρωσης του τουρκικού κράτους, που είχε επιτευχθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννηςκαι ποτέ δεν έπαψαν να επεξεργάζονται μεθοδικά τη δημιουργία της κατάλληλης φόρμουλας, βάσει της οποίας να οδηγηθούν στην αυτοκρατορική παλινόρθωση.
Προσεγγίζοντας, λοιπόν, ερμηνευτικά τα λεγόμενα Νταβούτογλου, δικαιοδοτούμαστε ξεκάθαρα από τα ίδια να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι, η ανάγκη αναζήτησης νομιμοποίησης επέμβασης σε περίπτωση παρενόχλησης των «αδελφών» μειονοτήτων, αρχικά πηγάζει -είτε από ειλικρίνεια είτε προσχηματικά-, από μια αίσθηση ηθικής και σε καμία περίπτωση νομικής υποχρέωσης υπεράσπισης των πρώην μελών της πάλαι ποτέ οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα οποία η ιστορική συγκυρία τα έφερε εγκλωβισμένα στα εκάστοτε κράτη που επαναστάτησαν κατά της αυτοκρατορίας και αποσκίρτησαν απ’ αυτήν. Γιατί αποσκιρτημένα τα θεωρούν, όχι απελευθερωμένα, κάτι το οποίο αποτελεί επίσημη θέση της Τουρκίας η οποία μάλιστα είναι αποτυπωμένη σε συγγράμματα και βιβλία μέσω των οποίων διδάσκονται και τα τουρκόπουλα στα σχολεία τους. (Αυτό παράλληλα έχει να κάνει και με τους ελληνικούς χειρισμούς της εποχής εκείνης, κυρίως όσον αφορά στην επιλογή του ονόματος για το νεοσύστατο κράτος, αλλά τούτο αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο που ίσως μας απασχολήσει στο μέλλον4).
Σίγουρα κάποιοι εύστοχα θα αναρωτηθούν, εάν αρκεί η ρεβανσιστική επίκληση της ηθικής υποχρέωσης να δημιουργήσει το ποθητό νομικό πλαίσιο εμπλοκής της Τουρκίας σε εσωτερικά θέματα κυρίαρχων κρατών στην επικράτεια των οποίων υπάρχουν μουσουλμανικές μειονότητες. Οι διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες, στην περίπτωση των μειονοτήτων η συνθήκη της Λωζάννης, δεν έχει διευθετήσει τα εν λόγω ζητήματα; Ποια θεωρείται de facto κατάσταση, η οποία να δικαιολογεί επέμβαση, εκ μέρους της Τουρκίας. Και τι είδους επέμβαση θα είναι αυτή.
Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σε ό,τι αφορά στην ηθική υποχρέωση, λόγω ιστορικής κληρονομιάς, φαίνεται ότι επιχειρείται να τεκμηριωθεί στηριζόμενη πάνω σε δύο πυλώνες: πρώτον στην παραχάραξη της ιστορίας και δεύτερον στην συνειδησιακή επιρροή. Το ψευδές επιχείρημα της Τουρκίας περί επαναστατημένων κι όχι απελευθερωμένων, το οποίο αναδύεται από την κατά το δοκούν παρουσίαση της ιστορίας, θίχτηκε πριν από λίγες γραμμές, είναι ξεκάθαρο και δεν κρίνεται σκόπιμο να επιμείνουμε. Τώρα, εκεί που πεισματικά ρίχνει το βάρος της η Τουρκική διπλωματική προπαγάνδα είναι η συνειδησιακή μεταστροφή και η διαμόρφωση τουρκικής εθνικής συνείδησης  στους μουσουλμάνους της Ελλάδας (αλλά και στους μη τουρκογενείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς εσωτερικά και εξωτερικά της Τουρκίας). Πρακτική εξυπηρέτηση των προαναφερόμενων αποτελούν α) η με κάθε τρόπο προσπάθεια πλήρους επιβολής των τουρκικών και πολιτιστικών αξιών στους Πομάκους και Ρομά, είτε με συνεχείς διοργανώσεις ευρηματικών εορτών, πανηγύρεων και εκδηλώσεων (π.χ. την εορτή του Τούρκου Δασκάλου) είτε ακόμη περισσότερο με την οικειοποίηση – καπήλευση των εορτών των Πομάκων οι οποίοι όμως, και προς τιμή τους, ανθίστανται στον εκτουρκισμό. Φυσικά δεν αφήνεται να πάει χαμένη καμία ευκαιρία προπαγανδιστικής διαφήμισης και ευρείας προβολής των εν λόγω εκδηλώσεων προκειμένου να προωθείται μια εικόνα της Θράκης ως τουρκίζουσας, β) οι τακτικές, μα πάνω από όλα πληθωρικές, επισκέψεις επιφανών τουρκικών προσωπικοτήτων όπως του κ. Νταβούτογλου και της συζύγου του πρωθυπουργού της Τουρκίας κ. Ερντογάν, η συμπεριφορά των οποίων κάλλιστα θα απαντιόταν σε προεκλογική εκστρατεία σε οικεία εκλογική περιφέρεια της χώρας τους κι όχι σε έδαφος κυρίαρχου κράτους, γ) η αμφιλεγόμενη δραστηριοποίηση του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής και του εκεί (πρώην πλέον) προξένου, ο οποίος κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Θράκη κατόπιν των διαπιστευτηρίων που έδωσε στο Κοσσυφοπέδιο, δ) η ανάσυρση από το παρελθόν και υιοθέτηση με παράλληλη προβολή – επίδειξη της  «σημαίας» της Δυτικής Θράκης, καθώς και η ενεργοποίηση πάμπολλων παντουρκιστικών οργανώσεως και προπαγανδιστικών περιοδικών τόσο για τη χάλκευση του τουρκισμού στο εθνολογικά ανομοιογενές μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής5 όσο και για την ανά τον κόσμο προπαγανδιστική ανάδειξη της υποτιθέμενης «τουρκικής» μειονότητας της Θράκης ως καταπιεζόμενης. Η συνταγή είναι γνωστή καθώς η ίδια και απαράλλακτη τακτική οργάνωσης και αφομοίωσης ακολουθήθηκε στους Γκοράντσι του Κοσόβου. Κι ας μην μας διαφεύγει αυτό που στις ημέρες μας εξελίσσεται στο Σαντζάκ της Σερβίας. Ο πνευματικός πατέρας των παιδιών του ΑΚΡ, Φετουλάχ Γκιουλέν, δίχως περιστροφές έχει δηλώσει ότι στόχος του είναι η ισλαμοποίηση της τουρκικής εθνότητας και η τουρκοποίηση του Ισλάμ στις ξένες χώρες6.
Κατόπιν των όσων προαναφέρθηκαν, δεν θα πρέπει να θεωρείται διόλου τυχαία η αναφορά του κ. Νταβούτογλου στον όρο γεωπολιτισμικά σύνορα τα οποία φαίνεται να διαφοροποιούνται, ως πιο προωθημένα, από τα πολιτικά ή γεωπολιτικά, τονίζοντας μάλιστα πως αυτό που χαρακτηρίζει τους πληθυσμούς που περικλείουν (τα γεωπολιτισμικά σύνορα) είναι η κοινή ιστορική καταγωγή, η πολιτιστική κληρονομιά, η κοινή θρησκεία κ.α.
Αναφανδόν, στο μακροπρόθεσμο επεκτατικό σχέδιο της Τουρκίας εντάσσονται η συστηματική προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένου και η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας τόσο στη Θράκη όσο και στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα καλλιεργείται το εγχείρημα να εντυπωθεί στη διεθνή συνείδηση ότι οι δύο προαναφερόμενες περιοχές είναι προβληματικές. Συμπληρωματικά στα παραπάνω ας συνυπολογιστεί ότι η απαθής, άνευρη και προκλητικά επιτηδευμένη στάση της Τουρκίας στο θέμα της λαθραίας μετανάστευσης όπως και η τρομοκρατική αντιμετώπιση της FRONTEX, έχει ως απώτερο πασιφανή σκοπό την αμφισβήτηση των ανατολικών ελληνικών συνόρων μέσω της δημιουργίας εντύπωσης αδυναμίας προάσπισης των, την άντληση πληροφοριών σχετικών με την άμυνα της χώρας και τη δημιουργία ρευστότητας μέσω της έστω περιοδικής διατάραξης της συνοχής των πληθυσμών στις εν λόγω περιοχές. Σχετικά με το θέμα της λαθρομετανάστευσης, δεν νομίζουμε ότι μπορεί κάποιος υπεύθυνα, με σιγουριά και καθησυχαστικά, να παράσχει τη διαβεβαίωση, ότι ανάμεσα στους χιλιάδες λαθραίους μετανάστες –οι οποίοι είναι θύματα άλλων καταστάσεων- που εισρέουν στην Ελλάδα, δεν παρεισφρέουν και πράκτορες ή δολιοφθορείς των εξ ανατολής γειτόνων μας. Τόσο η πρόσφατη δημόσια εξομολόγηση του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας, Μεσούτ Γιλμάζ, ότι οι πυρκαγιές κατά το χρονικό διάστημα 1995 – 1997 οι οποίες αποτέφρωσαν εκατοντάδες χιλιάδες στρεμμάτων δασικών εκτάσεων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ικαρία πυροδοτήθηκαν από χέρι τούρκων πρακτόρων7, όσο και η αποκάλυψη του πρώην στελέχους της ΕΥΠ, Νίκου Πελεκάση, για την αποτραπείσα από την Υπηρεσία επιχείρηση της ΜΙΤ με στόχο την ανατίναξη μεγάλου ελληνικού φράγματος8, αποτελούν την καλύτερη επαλήθευση των παραπάνω ανησυχιών.
Για το δε Αιγαίο φανερό μυστικό της τουρκικής στρατηγικής αποτελεί η διχοτόμηση του στον 25ο μεσημβρινό και η απόκτηση του συνολικού ελέγχου ανατολικά αυτού. Είναι ένας πόθος της Τουρκίας ο οποίος εγκαινιάσθηκε το 1973, επισφραγίσθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1982, όπου λίγο μετά την ψήφιση από τα Ηνωμένα Έθνη της Σύμβασης  για το Δίκαιο της Θάλασσας, η τουρκική Εθνοσυνέλευση θεσμοθέτησε το casus belli σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα της που πηγάζουν από την προαναφερόμενη Σύμβαση και καλά κρατεί μέχρι τις μέρες με τις αμέτρητες εξ αέρος και θαλάσσης στρατιωτικές παραβάσεις και παραβιάσεις από πλευράς Άγκυρας, με βάση το εφεύρημα των «γκρίζων ζωνών», στα Ίμια, στο Φαρμακονήσι, στο Αγαθονήσι, στο πεδίο βολής Άνδρου, στις Οινούσσες, στην Ψέριμο9, την Λαδοξέρα κ.α. Ο Μάριος Ευρυβιάδης σε άρθρο του εύστοχα αναφέρει ότι οι Τούρκοι από το 1973 – 74 «εφαρμόζουν μια στρατηγική φιλανδοποίησης/δορυφοροποίησης της Ελλάδας στο φυσικό της χώρο που είναι το Αιγαίο (…) ενώ στην Κύπρο η στρατηγική τους ήταν είναι και παραμένει η ακύρωση του κυπριακού κράτους και όχι, όπως και εκεί λανθασμένα πιστεύεται, η διχοτόμηση του νησιού10». Στο ίδιο άρθρο μας παραπέμπει στο ενδιαφέρον κείμενο “2 ½ War Strategy” του τούρκου βουλευτή του Κεμαλικού Ρεπουμλικανικού Λαϊκού Κόμματος, πρώην γενικού διευθυντή του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών και πρώην πρέσβη της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον, Sukru Elekdag, «το οποίο δημοσιεύθηκε στο πανηγυρικό πρώτο τεύχος της επιθεώρησης Perceptions : JournalohInternationalAffairs (March – May 1996) που είναι ουσιαστικά μία έκδοση απολύτως ελεγχόμενη από το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών11» και αναφέρει ότι, «για να υπάρξει ειρήνη με Ελλάδα και Κύπρο πρέπει να υπάρχει τουρκική υπεροπλία σε Αιγαίο και Κύπρο» και η ακριβής διατύπωση στα αγγλικά είναι η ακόλουθη: ”Toputitinotherwords,peacewithGreeceissolelydependentuponTurkeysmaintaininganindisputablesuperiorityinthebalanceofpowerbetweenthetwocountries12». Είναι εξόφθαλμο ότι το δόγμα περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες, ξεκίνησε να χωλαίνει πολλά χρόνια προτού ειπωθεί και περισσότερο παραπέμπει στον γνωστό μύθο του Αισώπου όπου η αλεπού δήθεν από υπερβολική αγάπη για το αρνάκι ετοιμαζόταν να το πνίξει, παρά σε ευγενή μεταξύ γειτόνων αισθήματα. Αυτά ας εκληφθούν και ως έμμεση απάντηση στο ρητορικό ερώτημα το οποίο θέσαμε πρωτύτερα και το οποίο αφορούσε στη διευθέτηση των ζητημάτων μέσω των ήδη ισχυόντων διεθνών συμβάσεων. Είναι πασιφανές ότι η «Μεγάλη Τουρκία», δεν μπορεί να επιτευχθεί προτού η Άγκυρα αποδεσμευθεί από τους περιορισμούς που της είχαν τεθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης, τόσο στο Αιγαίο και στην Κύπρο όσο και στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή13. Από αυτή τη λογική προέκυψε ο σφετερισμός του σαντζακίου της Αλεξανδρέττας το 1938/39 και οι αποτυχημένες διπλωματικές προσπάθειες για την προσάρτηση της Μοσούλης. Πως λοιπόν να θεωρηθεί ένας εταίρος αξιόπιστος από την στιγμή που ούτε μία –όχι δύο ή τρεις-, αλλά μία διεθνή σύμβαση ή συμφωνία δεν έχει τηρήσει. Μάλιστα η (σκόπιμη) αδιαφορία συμμόρφωσης της Τουρκίας στα διεθνή δίκαια, φτάνει σε τέτοιο σημείο που ενώ δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Μοντένγκο Μπέι 10/12/1982), ενώ απειλεί θεσμοθετημένα με κήρυξη πολέμου την Ελλάδα σε περίπτωση που επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από 6 σε 12 νμ, ενώ χαρακτηρίζει τη Μεσόγειο περίκλειστη θάλασσα και το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου με τη Στρογγύλη, νησίδες οι οποίες επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα που δεν δικαιούνται ΑΟΖ, ενώ με λεονταρισμούς απειλούσε το αναφαίρετο δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να ξεκινήσει έρευνες και εξόρυξη υδρογονανθράκων σε θαλάσσια οικόπεδα της δικιά της ΑΟΖ, η ίδια –παρακαλούμε να δοθεί η δέουσα προσοχή σ’ αυτό που ακολουθεί- επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στη Μαύρη Θάλασσα και στα ΝΑ παράλια της από 6 σε 12 νμ.
Βέβαια ας μην ξεγελάμε τους εαυτούς μας. Θα ήταν τουλάχιστον επιπόλαιη και ρηχή η χρέωση της επεκτατικής τάσης της Τουρκίας αποκλειστικά και μόνο στις μαξιμαλιστικές τις επιδιώξεις λόγω του ότι οι μνήμες από το ηγεμονικό της παρελθόν είναι νωπές ή στα τραχιά φυλετικά χαρακτηριστικά των Τούρκων, τα οποία οφείλονται στην καταγωγή τους από τα βάθη της ασιατικής ηπείρου. Η σημερινή γενιά των πολιτικών που κυβερνούν την Τουρκία, είναι αυτή που πριν από λίγα χρόνια κατόρθωσε να ανασύρει τη χώρα από τον οικονομικό κι όχι μόνο βούρκο, κάνοντας ταυτόχρονα κατορθωτή την προσφορά ενός πανεθνικού οράματος για να πορευθούν, σοφά αρνούμενοι τόσο να επαναπαυθούν στις δάφνες της επιτυχίας τους όσο και να παραδοθούν στην επικίνδυνη και αποχαυνωτική ευημερία. Έτσι η υποκειμενική πολιτική, η οποία μεταφράζεται ως προσωπικό όραμα διακυβέρνησης και περιλαμβάνει τη σύλληψη, τη διαυγή μεταλαμπάδευση και το πειστικό κάλεσμα του λαού για την αξία υλοποίησης αυτού του οράματος (άλλωστε ο τουρκικός λαός είχε απτά δείγματα γραφής για τις ικανότητες των κυβερνώντων του), ταυτίστηκε με την αντικειμενική πολιτική η οποία μεταφράζεται ως μια εύρωστη οικονομία, βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη, αύξηση στρατιωτικής ισχύς, δημογραφική έκρηξη14 κ.α. Η σύμπτωση αντικειμενικής και υποκειμενικής πολιτικής, στην εξεταζόμενη περίπτωση της πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής δυναμικής ροπής με την ανάδειξη στην διακυβέρνηση της χώρας πολιτικών προσωπικοτήτων ολκής, διαμορφώνει ένα άκρως πιεστικό, ακόμη και/ιδιαίτερα στην εξωστρέφεια του, γεωπολιτικό καθεστώς. Ας εξετάσουμε λοιπόν, τα προαναφερόμενα βάσει της οικονομικής ανάπτυξης σε τοπικό και στρατηγικό πλαίσιο, αναζητώντας τεκμηρίωση του σκεπτικού μας σε γεγονότα και προοπτικές. Σε μια οικονομία βιώσιμη ιδιαίτερα έτσι όπως είναι δομημένο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, είναι αδύνατον να χαλιναγωγηθεί τόσο η αναπτυξιακή της ορμή όσο και η ανάγκη της για ανεύρεση νέων πεδίων – περιοχών δραστηριοποίησης, πέραν των στενών εθνικών συνόρων. Επαγωγικό της διασυνοριακής οικονομικής εξάπλωσης είναι, κάθε σοβαρή κεντρική μητροπολιτική πολιτική διοίκηση, να μην εγκαταλείπει τούτες τις προσπάθειες μετέωρες ή έρμαια αστάθειας μιας και αυτές πρεσβεύουν την καθ’ όλα νόμιμη νεοαποικιακή οικονομική πολιτική διάσταση και αποτελούν πηγή κάρπωσης ποικίλων ωφελημάτων. Έτσι οικονομικό γεγονός αποτελεί η εγκατάσταση και δραστηριοποίηση στην Κομοτηνή τράπεζας τουρκικών συμφερόντων η οποία προκειμένου να κάνει δελεαστικό το προϊόν της, προσφέρει χαμηλότοκα δάνεια με αποτέλεσμα όλο και να μεγαλώνει ο αριθμός τόσο των ελευθέρων επαγγελματιών όσο και των απλών πολιτών οι οποίοι προκειμένου να εξασφαλίσουν δάνεια για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεών ή των νοικοκυριών τους αντίστοιχα, απευθύνονται σ’ αυτήν15. Όμως, μια άλλη διάσταση του γεγονότος είναι ότι η έγκριση και παροχή δανείου προϋποθέτει (λογικό) την εγγύηση αποπληρωμής τους με περιουσίες των δανειοληπτών, οπότε αδυναμία αποπληρωμής συνεπάγεται κατάσχεση περιουσίας και κατάσχεση περιουσίας σημαίνει κάρπωση αυτής, στην προκειμένη περίπτωση από εταιρία συγκεκριμένων συμφερόντων. Γεγονός αποτελεί ότι τα «αθώα» τουρκικά σίριαλ που εμφιλοχώρησαν διαμέσου της τηλεόρασης και στην ελληνική κοινωνία, πλειοψηφούσα ή μειονοτική ως προς το θρήσκευμα, με μεγάλη αποδοχή και επιτυχία, αποτελούν, παρακαλώ, το δεύτερο μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Τουρκίας, γεμίζοντας τα ταμεία των όσων εμπλέκονται σ’ αυτή τη βιομηχανία με ποσά πέραν των 40 δις δολαρίων. Παράλληλα η καθημερινή επίπλαστη προπαγανδιστική παρουσίαση, μέσω των εν λόγω σίριαλ, της τουρκικής κοινωνίας ως ευημερούσας σε συσχετισμό με την όντως ανοδική τουρκική γεωπολιτική δυναμική και στον αντίποδα την δοκιμαζόμενη ελληνική πραγματικότητα, αφήνουμε στην κρίση του αναγνώστη να αποφανθεί αν δύναται, κατά ένα βαθμό πάντα, να επηρεάσει ή αν θέλετε το ηπιότερο, προβληματίσει την ελληνική επικράτεια στο σύνολό της κι όχι μόνο τη μειονοτική, η οποία με βάση τις πληροφορίες που της παρέχονται καλείται να προβεί και στις ανάλογες συγκρίσεις και να αποφανθεί. Επίσης, γεγονός αποτελεί ότι η οικονομική δυστοκία οδηγεί διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ελληνικού πληθυσμού, κατοίκων κυρίως της παραμεθορίου, στον προς ανατολάς οικονομικό τουρισμό αποσκοπώντας στην αναζήτηση και εξεύρεση φθηνότερων προϊόντων στη γείτονα. Τέλος, γεγονός αποτελούν οι εκδηλώσεις ενδιαφέροντος συμφερουσών επενδύσεων στην Ελλάδα από τούρκους επιχειρηματίες και τις οποίες τις διακρίνει ένα ευρύ φάσμα, από την αγορά εργοστασίων μέχρι ποδοσφαιρικών ομάδων. Οπότε η επίκληση από μεριάς Νταβούτογλου του όρουγεωοικονομική αλληλεπίδραση κάλλιστα δύναται να αποκωδικοποιηθεί ως η κατά το μάλλον ή  ήττον κατάργηση της αυστηρότητας των πολιτικών συνόρων και η πέραν των τουρκικών συνόρων ποικιλόμορφη επέμβαση εις το όνομα της υποστήριξης των οικονομικών κεκτημένων και συμφερόντων.
Σε συνέχεια των παραπάνω, περνώντας από τα γεγονότα στην προοπτική η οποία συχνά σχετίζεται με την ανάγκη, κατανοούμε πως η οικονομική άνθηση (βιομηχανική, βιοτεχνική, επιχειρηματική κ.α.), δεν εξαρτάται μόνο από την εύρεση του κατάλληλου προσωπικού το οποίο θα τη στελεχώσει, σε όλες τις βαθμίδες παραγωγής, ούτε από την ύπαρξη πρώτων υλών προς εκμετάλλευση και μεταποίηση. Μαζί και πριν από όλα αυτά, η ανθοφορούσα οικονομία και τα οικονομικά μέρη που την απαρτίζουν, απαιτούν την απρόσκοπτη –και θα ήταν ευχής έργον αν είναι και αυτόνομη- ενεργειακή τους ικανοποίηση που θα τα τροφοδοτεί διατηρώντας τα σε αδιάλειπτη λειτουργία. Στην περίπτωση της Τουρκίας, η κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων ήδη διαφαίνεται ανεπαρκείς, για την ικανοποίηση των αναγκών της, η προσπάθεια της να επιλεγεί ως  χώρα διαμετακόμισης του βόρειου και ανατολικού ενεργειακού πλούτου προς τη Δύση σε καμία περίπτωση δεν θα της δώσει το ποθητό αποτέλεσμα, έτσι προσανατολίζεται στη λύση της πυρηνικής ενέργειας (με ό,τι συνεπάγεται για τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της η τελεσφόρηση αυτού του εγχειρήματος). Κάποια γεγονότα όσο δυσάρεστα κι αν ηχούν στα αυτιά μας και σκιρτούν στην καρδιά μας δεν παύουν να αποτελούν συνεπακόλουθα μιας φυσικής πορείας προς την ανάπτυξη και την εξέλιξη, τουλάχιστον έτσι όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Η ενεργειακή και μόνο ανάγκη αποτελεί από μόνη της ένα αρκετά ισχυρό κίνητρο, για να οδηγήσει την Τουρκία στην άσκηση περαιτέρω πιεστικής πολιτικής, διάσταση και προέκταση της οποίας είναι και ο εμπόλεμος επεκτατισμός, ορεγόμενη τα ενεργειακά αποθεματικά του Αιγαίου, της ΝΑ Μεσογείου ή της Θράκης μιας και το ζήτημα των Κούρδων, του Κουρδιστάν και των εκεί πετρελαϊκών κοιτασμάτων δείχνει αδιέξοδη. Η πεισματική επιλογή διευθέτησης του Κουρδικού ζητήματος μέσω της βίας, των στρατιωτικών επιχειρήσεων και των πολιτικών διωγμών συνδυαστικά με τη διπλωματική προσπάθεια αναγωγής και διεθνούς αναγνώρισης του ως τρομοκρατικό δεν καρποφορεί (με εξαίρεση κάποια αναιμική αποδοχή από πλευράς ΗΠΑ που περισσότερο φαντάζει ως μπισκότο σε υπάκουο σκύλο ή πιπίλα σε γκρινιάρικο μωρό παρά ως ξεκάθαρος ενστερνισμός), ίσως την οδηγήσει σε αλλαγή πλεύσης και τελικά στην αποδοχή δύο λύσεων ή και στην επιβολή μίας τρίτης. Η πρώτη λύση μιλάει για α) Ομοσπονδία Κρατών (Τουρκίας – Κουρδιστάν) με σχέσεις διεθνούς συνθήκης ή σύμβασης και η οποία, πρωτίστως ή αποκλειστικά, θα κινείται στον κοινό άξονα άμυνας και οικονομίας ή β) Ομοσπονδιακό Κράτος με σχέσεις συνταγματικού δικαίου κι ότι αυτό προβλέπει, αμφότερες των οποίων θα εξυπηρετηθούν με την απελευθέρωση του Αμπτουλάχ Οτσαλάν στα πρότυπα Νέλσον Μαντέλα, λύσεις οι οποίες πιθανόν θα επιτρέψουν στην Τουρκία να μετάσχει στην κάρπωση ωφελειών από την εκμετάλλευση των πολύτιμων ελαίων του Κουρδιστάν. Αναφορικά με το θέμα Οτσαλάν, ο Κούρδος διανοούμενος και πολιτικός, Kemal Burkay, σε ενημέρωση, των μελών της υποεπιτροπής, αρμόδιας για τη διερεύνηση παραβιάσεων των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε περιπτώσεις τρομοκρατικών ενεργειών και βίαιων επεισοδίων, της «Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» της τουρκικής Βουλής μεταξύ άλλων δήλωσε και τα εξής ενδιαφέροντα: «O Οτσαλάν μπορεί να έπραξε σφάλματα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες, δεν μπορεί να συμβάλλει σε συναίνεση. Την περίοδο της διακυβέρνησης Ozal, όταν τον είχαν φέρει στην Τουρκία, υπήρξε μια ευκαιρία, αλλά το κράτος δεν την εκμεταλλεύτηκε16». Επίσης, η ανεξάρτητη βουλευτή του Diyarbakır, Leyla Zana δήλωσε πως πιστεύει ότι το πρόβλημα της τρομοκρατίας θα το λύσει ο Τούρκος Πρωθυπουργός Erdoğan. Η επίμαχη δήλωση έστρεψε την προσοχή του  Τούρκου Πρωθυπουργού, ο οποίος συναντήθηκε μαζί της στην επίσημη πρωθυπουργική κατοικία για να συζητήσουν το μακροχρόνιο ζήτημα των Κούρδων17. Τέλος, την 26 Σεπτεμβρίου 2012, ο Τούρκος Πρωθυπουργός R. Erdogan σε τηλεοπτική συνέντευξη σε τούρκους δημοσιογράφους ανέφερε μεταξύ άλλων ότι: «για να τελειώσει η τρομοκρατία μπορεί να γίνουν συνομιλίες και με το Ιμραλί», εννοώντας με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος είναι φυλακισμένος στο συγκεκριμένο νησί. (Οι δηλώσεις που μόλις προηγήθηκαν, επιλέχτηκαν να παρατεθούν ως τροφή για περαιτέρω δημιουργικό προβληματισμό).
Η δεύτερη λύση μιλάει για ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν στις περιοχές της ανατολικής Τουρκίας, του βορείου Ιράκ και της Συρίας (η οποία ήδη έχει προσφέρει καθεστώς αυτονομίας στα 1,9 εκατομμύρια Κούρδων της επικράτειας της), και με επακόλουθο τύπου ντόμινο: από τη μεν τουρκική πλευρά τον αποκλεισμό της από την περιοχή εκείνη και από τη δε ελληνική την άσκηση εις βάρος της ακόμα πιο συντονισμένων και πιεστικών ανατολικών ενεργειών, λόγω στροφής και αποκλειστικής προσήλωσης του ενδιαφέροντος της Τουρκίας προς τα νότια και δυτικά. Αυτό όμως που πρέπει να  προβληματίσει είναι ότι η ασθενική κατάσταση της Ελλάδας σε συνδυασμό με το μονόδρομο πολιτικό προσανατολισμό της, για χρηματοδότηση και προστασία από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ίσως την καταστήσει πηγή ανταλλαγμάτων της Δύσης προς τη συνεργάσιμη Τουρκία, προκειμένου να επιβραβευτεί ή διασκεδαστεί η παροχή υποχωρητικών διευκολύνσεων από τουρκικής πλευράς, επί παραδείγματι στο κουρδικό ζήτημα. Παρεμπιπτόντως, η διερεύνηση των διαθέσεων της τουρκικής κοινής γνώμης, αναφορικά με το προηγούμενο ζήτημα (κουρδικό) ξεκίνησε, με το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (IRI), το οποίο έχει γραφεία εκπροσώπησης σε 60 χώρες, να διενεργεί δημοσκόπηση το διάστημα από 05 έως 28 Οκτωβρίου 2011, σε 12 περιοχές της Τουρκίας και σε δείγμα 2.013 ατόμων, ενώ τα ευρήματα της αναφέρουν ότι, το 66% των ερωτηθέντων εξέφρασε την απόλυτη αντίθεση του στις διαπραγματεύσεις με ηγετικά στελέχη της οργάνωσης ΡΡΚ, ενώ το 23% ανέφερε ότι το πρόβλημα στη ΝΑ Ανατολία είναι «κοινωνικοοικονομικό» και το 22% το απέδωσε σε ξένες χώρες, που επιθυμούν το διαμελισμό της Τουρκίας18. Τέλος η τρίτη λύση η οποία ενδεχομένως να της επιβληθεί με βίαιο και επίπονο τρόπο και θα αποτελεί επακόλουθο είτε των δύο προαναφερόμενων σεναρίων είτε κάποιας πιθανόν απείθαρχης και αυτόβουλης επεκτατικής ενέργειας της Τουρκίας προς τα νότια και δυτικά (πράξη η οποία πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί ως αδύνατη και χαρακτηριστεί ως ουτοπική), θα προέλθει από τον φόβο και τρόμο των τούρκων που δεν είναι άλλος από την Ρωσία. Η Μόσχα δεν πρόκειται να ανεχθεί ούτε δυτικούς τακτικισμούς ούτε τουρκικές αυθαιρεσίες στην περιοχή, η κάθοδος της στην οποία, αποτελεί προαιώνιο διακαή της πόθο. Στην περίπτωση που επιχειρηθεί οποιασδήποτε μορφής οικειοποίηση, η πολιτικοστρατιωτική κινητοποίηση της Ρωσίας θα είναι καθολική και συντριπτική με αφάνταστα επακόλουθα τόσο για την ακεραιότητα της Τουρκίας όσο και για την διεθνή σταθερότητα. Η δραματική συρρίκνωση της Τουρκίας με ταυτόχρονη εγκατάσταση της Ρωσίας στην πολυπόθητη περιοχή φαντάζει πολύ πιθανή ενώ αυτό με τη σειρά του δεν θα μας ξαφνιάσει αν αποτελέσει θρυαλλίδα για την έναρξη ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου. Η σύντομη αναφορά στη Ρωσία θα ολοκληρωθεί, καθόσον δεν αποτελεί το κυρίως θέμα, με την επισήμανση ότι εναγωνίως προσμένει να της δοθεί η κατάλληλη αφορμή που θα της επιτρέψει να εδραιώσει την παρουσία της στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και συν τοις άλλοις σήμερα έχει ανάγκη κάτι μεγάλου προκειμένου να αμβλύνει τις αυξητικές εσωτερικές αντιδράσεις και αντιφάσεις, αλλά και για να νοηματοδοτήσει την επάνοδό της στα οικουμενικά πράγματα. Συνοψίζοντας τα παραπάνω κατανοούμε εναργώς με ποιο τρόπο στο όνομα της πολιτισμικής συγγένειας και της προάσπισης οικείων οικονομικών συμφερόντων, μεθοδεύονται de facto καταστάσεις και παγιώνονται αξιώσεις από τουρκικής πλευράς.
Είναι γνωστό ότι η Τουρκία αν και λειτουργώντας ως τοποτηρητής και δορυφόρος της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή, ποτέ δεν έπαψε να πλασάρεται και να γίνεται –έστω και πρόσκαιρα- αποδεκτή ως επί ίσοις όροις εταίρος, εργαζόμενη ακάματα για την εξυπηρέτηση και προώθηση των προσωπικών της επιδιώξεων, ορέξεων και συμφερόντων, δίχως δουλικότητα. Αυτό γίνεται ανεκτό ως αντιστάθμισμα των σημαντικών υπηρεσιών που προσφέρει, ως επί το πλείστον στην Καυκασία, τη Μέση Ανατολή και το υπογάστριο της Ρωσίας. Άλλωστε αυτή ήταν που αντέδρασε με καίριο τρόπο στην προσπάθεια αναπλήρωσης του κενού που άφησε στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι η πτώση του σοβιετικού πόλου. Επίσης οι καταβαλλόμενες ενέργειες της, μετά την καταστροφή του Ιράκ, την υποταγή της Συρίας και τη γενικευμένη ρευστότητα στον λοιπό αραβικό κόσμο, να παρουσιαστεί ως η ήπια και υποδειγματική εκπρόσωπος όλου του ισλαμικού κόσμου είναι αρεστό και βολικό για την πολιτική κοσμοθεωρία και τις βλέψεις της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή. Όλο αυτό το συνονθύλευμα ενεργειών οπλίζει την τουρκική πολιτική και διπλωματία με αυτοπεποίθηση να προβαίνει σε συστηματικές ή ενίοτε απεγνωσμένες προσπάθειες πλασαρίσματος της ως η ηγέτιδα δύναμη της περιοχής, η οποία στρατηγικά ανανεωμένη και ψυχολογικά ισορροπημένη νιώθει ότι της οφείλεται η αναγνώριση ως εγγυήτριας και μεσολαβήτριας χώρας, για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη γεωγραφία. «Σε μια περίοδο που ένας ολόκληρος κόσμος έχει εισέλθει σε διαδικασία αλληλεπίδρασης, πυρήνες των νέων κέντρων ισχύος θα αποτελέσουν εκείνες οι κοινωνίες οι οποίες θα κατορθώσουν να διατηρήσουν ακμαία την αυτοπεποίθηση τους. Αντιθέτως, εκείνες οι κοινωνίες που, έχοντας χάσει την αυτοπεποίθηση τους, αποδέχτηκαν να γίνουν περιφερειακά στοιχεία άλλων κοινωνιών, μετά από μια ψυχολογική κατάρρευση θα μείνουν αντιμέτωπες και με τον κίνδυνο της στρατηγικής τους διάλυσης», δηλώνει ο Νταβούτογλου στη σελίδα 832 του βιβλίου του, τοποθετώντας την αναπροσαρμοσμένη ιμπεριαλιστική νοοτροπία της Τουρκίας, στη βάση ψυχομετρικών τεχνικών νομιμοποίησης19.
Η βίωση όλης αυτής της ψυχολογικής ανάτασης σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να έχει συνετή και ανασταλτική επίδραση στη διπλωματία των όπλων, όπου η προσπάθεια της Τουρκίας να γιγαντώσει τη στρατιωτική της ισχύ, είναι αδιαλείπτως αυξητική. Απεναντίας, στις 16 Δεκεμβρίου του 2011 ψηφίστηκε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση ο προϋπολογισμός για το 2012, σύμφωνα με τον οποίο το κομμάτι για την άμυνα θα είναι αυξημένο κατά 7,4 % σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2011 και θα αποτελεί το 4,8% του συνολικού προϋπολογισμού. Επίσης εγκρίθηκαν επιπλέον 34 εκατ τ.λ. για την Υπογραμματεία Αμυντικής Βιομηχανίας (SSM), 4,9 δις τ.λ. για τη Στρατοχωροφυλακή και 376 εκατ τ.λ. για την Ακτοφυλακή, ποσά τα οποία είναι ανεξάρτητα από τον αμυντικό προϋπολογισμό20. Άλλωστε στη σελίδα 104 του πονήματος του ο κ. Νταβούτογλου ξεκαθαρίζει: «Υπό τις νέες περιφερειακές συνθήκες η υπεράσπιση της Ανατολικής Θράκης και της Ειστανμπούλ δεν εξαρτάται από την τοποθέτηση συμβατικών μονάδων στην Ανατολική Θράκη αλλά από την ενεργή χρήση σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο των πεδίων επιρροής που θα δημιουργηθούν πέραν της μεθορίου». Όπως κάθε περιφερειακής ή οικουμενικής δύναμης, η διπλωματική ατζέντα περιλαμβάνει την στρατιωτική ισχύ ως μοχλό πίεσης, παράμετρο έμπνευσης σεβασμού ή εκβιαστική απόσπαση υποχωρητικής συναίνεσης, έτσι και αυτή της Άγκυρας, δεν θα μπορούσε να αγνοεί το πλεονέκτημα της ένοπλης παρεμβατικής πειθούς. Ειδικότερα η έλλειψη τουρκικών ερεισμάτων στο Διεθνές Δίκαιο αναπόφευκτα θα αντικατασταθεί με την υλική δύναμη εξαναγκασμού και ο ρόλος τον οποίο θα κληθούν να διαδραματίσουν οι ΤΕΔ θα είναι πολυδιάστατος και ευρύς, από την πάταξη διασπαστικών – αυτονομιστικών τάσεων (βλέπε Κούρδους, Αρμενίους), την αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών με προληπτικές και κατασταλτικές ενέργειες μέχρι τη χρησιμοποίηση τους στην περιφερειακή προβολή ισχύος. Στην Τουρκία έχουν υλοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης μαζικά προγράμματα προμήθειας αμυντικών εξοπλισμών από τις διεθνείς αγορές, καθώς και  συμπαραγωγές ως αντισταθμιστικά οφέλη αυτών. Επίσης το τουρκικό κράτος, κατανοώντας καίρια την αναγκαιότητα επένδυσης, τόσο από οικονομικής όσο και από διπλωματικής πλευράς, στην έρευνα και ανάπτυξη εγχώριων προγραμμάτων και γραμμών παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού, έδωσε ώθηση στη ντόπια βιομηχανία, κατορθώνοντας μάλιστα και εξαγωγικές συμφωνίες. Βέβαια για την οικονομία της συζήτησης, πρέπει να επισημανθεί ότι παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες εξυγίανσης, το σύστημα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας εμφανίζει κάποιες παθογένειες όπως η ανεπαρκής τεχνολογική προετοιμασία των εγχώριων φορέων της πολεμικής βιομηχανίας, την δράση των μεσαζόντων προς όφελος των ξένων αγορών κ.α., οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική κατάργηση της εγχώρια αμυντικής βιομηχανίας21. Στον καθαρά εξοπλιστικό τομέα, πρόσφατο απόκτημα των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων είναι η εγχώριας παραγωγής και κατασκευής πλωτή γέφυρα SAMUR, η επιχειρησιακή χρησιμότητα της οποίας δεν αισθανόμαστε ότι μπορεί να είναι άλλη από την ζεύξη τόσο του Έβρου ποταμού όσο και των ευρύτερων κωλυμάτων.
Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο θα υποστηριχτεί με στρατιωτικές και ειδικότερα με αεροναυτικές δυνάμεις η προετοιμασία των οποίων λαμβάνει χώρα με τις πάμπολλες ασκήσεις στην εν λόγω περιοχή. Στόχος τους είναι όχι μόνο ο έλεγχος της ζωτικής σημασίας θαλασσίων οδών, που, μεταξύ άλλων, συνδέουν την Κύπρο με την Ελλάδα, αλλά και η δια της ισχύος προώθηση των μονομερών διεκδικήσεων της επί του πιθανολογούμενου ενεργειακού πλούτου της Ελλάδας και του αποδεδειγμένου πια της Κύπρου. Τον Οκτώβριο του 2008, ο τότε αρχηγός του τουρκικού Ναυτικού, Μετίν Ατάτς, είχε δηλώσει: «Εκτιμώ ότι η Ανατολική Μεσόγειος θα καταστεί εστία προστριβών και συγκρούσεων, επειδή προσεχώς θα αποκτήσει σπουδαιότητα. Λόγω των πετρελαίων που διαθέτει, θα μετατραπεί σ’ ένα δεύτερο Κόλπο. Η Τουρκία πρέπει να επαγρυπνεί και να αντιδράσει»22. Η ανησυχητική επένδυση στην αύξηση της στρατιωτικής της ισχύος, σίγουρα θα εξαργυρωθεί γεωπολιτικά και γεωοικονομικά πιθανόν, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, με μια υπερεκτιμημένα αυθαίρετη και αυτοκαταστροφική κίνηση οικειοποίησης ή ως μηχανισμός πρόκλησης κρίσης για να υποχρεώσουν την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία είτε σε μια εκτός διεθνούς δικαίου και συμφέρουσα για την Τουρκία μοιρασιά είτε σε μια μορφής –επίσης συμφέρουσα για την Τουρκία- συνεκμετάλλευση23.
Επανερχόμενοι στα αμιγώς στρατιωτικοπολιτικά ζητήματα της Τουρκίας, πρέπει να επισημάνουμε ότι η χρησιμοποίηση του στρατού ως μέσου επιβολής στρατηγικών σχεδίων προϋποθέτει, αν όχι την πλήρη αφοσίωση του ως ανυστερόβουλου οργάνου του κυβερνητικού συστήματος, σίγουρα την αγαστή συνεργασία μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, η οποία να βασίζεται σε ένα κοινώς αποδεκτό πλαίσιο αναφοράς. Κάτι τέτοιο στην Τουρκία μέχρι το πρόσφατο παρελθόν δεν συνέβαινε. Οι συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ του κεμαλικού στρατού και του ισλαμικού ΑΚΡ, εκτός από ιστορικές και μνημειώδεις έχουν πολύ βαθύτερες αιτίες και σχετίζονται με το εθνικό φαντασιακό και την κυρίαρχη ιδεολογία. Οι ΤΕΔ έχοντας συνείδηση των ευθυνών και προνομίων που τους δίνει η αποστολή επαγρύπνησης και προστασίας του κράτους (καθώς αποτελούν τη δύναμη που ίδρυσε το κράτος), (…) με τη σύμπραξη πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων που θέλουν να διασφαλίσουν όσο γίνεται τη θέση τους ενώπιον του στρατού και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας λειτουργώντας ως υπερεργολάβοι προωθούν τηδιαδικασία στρατιωτικοποίησης του καθεστώτος24. Από την άλλη πλευρά το ΑΚΡ, οραματιζόμενο την Τουρκία ως σύγχρονο χαλιφάτο εμπνεόμενο από τα ισλαμικά πρότυπα και θεωρώντας τη θεσμοποίηση των ΤΕΔ ως αδυναμία των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων25, το τελευταίο διάστημα υλοποιώντας κοσμοϊστορικές παρεμβατικές αλλαγές στο εσωτερικό του στρατεύματος, προσπαθεί να επαναφέρει την πολιτική ως κυρίαρχο και πρωταρχικό ρυθμιστή της τουρκικής στρατηγικής, καθυποτάσσοντας και συρρικνώνοντας την επιρροή και ανάμιξη των Ενόπλων Δυνάμεων στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της χώρας, περιορίζοντας τες στην εφαρμογή του γνωστικού τους αντικειμένου. Με αφορμή τα απανωτά σκάνδαλα –υπαρκτά ή μεθοδευμένα- τα οποία χρεώνονται στις Ένοπλες Δυνάμεις και δη στα ηγετικά στελέχη αυτών, με κορυφαία αυτά της Εργκένεκον και της ηλεκτρονικής αντικυβερνητικής προπαγάνδας, το καθεστώς ΑΚΡ έστησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου και έστειλε στη φυλακή εκατοντάδες ανώτατων και ανώτερων στελεχών, με την κατηγορία της οργάνωσης και συμμετοχής σε αυτά, με απώτερο σκοπό την αμφισβήτηση του κυβερνώντος κόμματος και της δημοκρατίας εν γένει. Το που θα οδηγήσει αυτό το παιχνίδι επικράτησης δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, ούτε βεβαίως αν και κατά πόσο επηρεάζει το αξιόμαχο των ΤΕΔ. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ψυχραιμία και η επιφυλακτικότητα αποτελούν τον καλύτερο σύμβουλο στην εκπόρευση συμπερασμάτων καθόσον τέτοιες συνθήκες εσωτερικής έντασης και ανταγωνισμού α) ευνοούν τη δημιουργία απρόβλεπτων αντιδράσεων, β) μπορεί να μην ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, δηλαδή η ενημέρωσή μας για αυτές να είναι συγκεχυμένη και γ) να ωθούν σε επίπλαστα συμπεράσματα. Οι ΤΕΔ, λόγω της πολυετούς τριβής τους στις ένοπλες επιχειρήσεις στο Κουρδιστάν, έχουν αποκτήσει σημαντική πολεμική εμπειρία κάτι το οποίο είναι λογικό να προσμετράτε στον υπολογισμό της ισχύος τους. Από την άλλη μεριά και χάριν της σφαιρικής προσέγγισης του τρέχοντος ζητήματος, οφείλουμε να αναφερθούμε στις μαρτυρίες του παραιτηθέντος πρώην αρχηγού του τουρκικού ΓΕΕΘΑ, Στρατηγού Κοσανέρ, οι οποίες μιλάνε για φαινόμενα –ίσως μεμονωμένα και εμπαθώς γιγαντωμένα- απειθαρχίας, άτακτης φυγής και αυτοκτονιών στελεχών και οπλιτών του τουρκικού στρατού τα οποία συμμετείχαν σε επιχειρήσεις εναντίον του ΡΡΚ ή υπηρετούν στην θερμή τουρκοιρακινή μεθόριο και αποκαλύπτουν ένα στρατό με χαμηλό ηθικό, απρόθυμο και ράθυμο να αποτελέσει γρανάζι των στρατηγικών και επιχειρησιακών σχεδιασμών, εν αντιθέσει με όσα πιστεύονται, φημολογούνται ή καλλιεργούνται για αυτόν.
Συνυπολογίζοντας και προφανώς υπερεκτιμώντας όλα τα επιμέρους πλεονεκτήματα, έτσι όπως περιγράφηκαν παραπάνω και τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν μια Τουρκία εν δυνάμει αναδυόμενη δύναμη, ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας στην χαρασσόμενη πολιτική της χώρας του, εκτός από πλουραλισμό επιλογών και οικουμενική διάσταση, προσπαθεί να της προσδώσει χαρακτήρα χειραφέτησης και αυτοπροσδιορισμού κάτι το οποίο ομολόγησε και ο ίδιος σε ομιλία του στην επιτροπή προϋπολογισμού της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, όπου αναφερόμενος σε μια σειρά από ζητήματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής τόνισε ότι «η Τουρκία έχει δείξει ότι μπορεί να γίνει μεγάλη στρατηγική δύναμη και δίχως την ΕΕ, αλλά έχει να προσθέσει σημαντικό στρατηγικό βάρος στην ΕΕ με την ένταξή της26». Ο δε Τούρκος Υπουργός Άμυνας Ισμέτ Γιλμάζ αναφερόμενος στη διστακτικότητα των ΗΠΑ να «μοιραστεί» αμυντική τεχνολογία με την Άγκυρα δήλωσε ότι: «Οι νέοι αντίπαλοι της Τουρκίας είναι οι χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και όχι οι περιφερειακοί γείτονες μας. Οι νέοι ανταγωνιστές για τον τουρκικό λαό είναι σήμερα η Γερμανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ27». Ωστόσο, όμως, πίσω από αυτόν τον πομπώδη, πληθωρικό και απελευθερωμένο τρόπο πολίτευσης, κρύβεται μια παθογενής εσωστρέφεια και βαθιά αναποτελεσματικότητα η οποία φλερτάρει με το τραγελαφικό και μεταφράζεται σε κρίση εσωτερικής και εξωτερικής στρατηγικής και δίλλημα προσανατολισμού. Απτό παράδειγμα της τουρκικής ανικανότητας στα εθνικά ζητήματα αποτελεί ο τουρκικός ποινικός κώδικας βάσει του οποίου τιμωρείται με φυλάκιση όποιος τολμητίας κάνει αναφορά στα κατεχόμενα της Κύπρου αλλά και στη γενοκτονία των Αρμενίων28.
Στο δε στρατηγικό και γεωστρατηγικό επίπεδο η κρίση στρατηγικού και διπλωματικού σχεδιασμού γιγαντώνεται. Οι λεονταρισμοί σε βάρος της Κύπρου (ενώ αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η αντίδραση της Τουρκίας στην επικείμενη ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κυπριακή Δημοκρατία) και οι ψευτοπαλικαρισμοί απέναντι σε Ισραήλ και Γαλλία, ήδη αρχίζουν να της στοιχίζουν ακριβά τόσο στην προσπάθεια της να αποκτήσει στέρεα και ισχυρά ερείσματα στη Δύση ως ψύχραιμη δύναμη, όσο και στο εσωτερικό της όπου οι δυνάμεις οι οποίες υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να διαρρηχτούν οι δεσμοί με Ισραήλ και Δύση, αλλά ούτε ταυτίζονται με έναν μονόπλευρο Ισλαμικό κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό, είναι διόλου ευκαταφρόνητες. Παρά τους τουρκικούς παροξυσμούς και τις παλινωδίες, η γαλλική Εθνοσυνέλευση υπερψήφισε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων (τελικά το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, έκρινε ως αντισυνταγματικό το νόμο για την άρνηση της Γενοκτονίας των Αρμενίων) και κάτι παρόμοιο φαίνεται ότι έπεται και από τις ΗΠΑ. Την 24 Απριλίου 2012, ο Λευκός Οίκος εξέδωσε ανακοίνωση για την 97η επέτειο της Σφαγής των Αρμενίων από την Οθωμανική Τουρκία χαρακτηρίζοντάς τη ως μία από τις «απεχθέστερες ωμότητες του 20ου αιώνα». Ο πρόεδρος Ομπάμα κάλεσε την Τουρκία να παραδεχθεί τον ρόλο που είχε διαδραματίσει, αναφέροντας ότι: «Έχω κατ’ επανάληψη εκφράσει την άποψή μου για όσα διαπράχθηκαν το 1915. Η άποψή μου για το ιστορικό αυτό γεγονός δεν έχει μεταβληθεί. Μία πλήρης, ειλικρινής και δίκαια αναγνώριση των γεγονότων θα είναι συμφέρουσα για όλους μας. Δεν μπορούμε να βαδίσουμε μπροστά εάν δεν λάβουμε υπ’ όψη τα γεγονότα που εξελίχθηκαν κατά το παρελθόν». Επίσης το Βατικανό αποφάσισε να εκθέσει ένα μέρος των αρχείων που φυλάγονται από το 1612. Σε αυτήν θα εκτεθούν περισσότερα από 100 έγγραφα που θα αφορούν σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα και ο Δντής των Αρχείων S. Paggano ανακοίνωσε ότι μεταξύ των εγγράφων που θα εκτεθούν ορισμένα αφορούν στη Γενοκτονία των Αρμενίων και αποκαλύπτουν τα βασανιστήρια που έκαναν οι Τούρκοι στρατιώτες σε αμάχους πολίτες. Η έκθεση θα γίνει στο Μουσείο του Καπιτωλίου και θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι το Σεπτέμβριο του 201229. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στην Τουρκία, στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με τους Τούρκους ηγέτες προειδοποίησε τόσο για το άνοιγμα των συνόρων με την Αρμενία εφαρμόζοντας το πρωτόκολλο της Ζυρίχης όσο και για το ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών, ενώ με την επιστροφή του στις ΗΠΑ ανακοινώθηκε το ψήφισμα – κόλαφος του αμερικανικού Κογκρέσου για τις χριστιανικές εκκλησίες30. Προφανώς σήμανε η ώρα η τουρκική διπλωματία να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει ένα δομικό κενό μεταξύ της θεωρίας και της πράξης· κενό το οποίο αυτός που επιχειρεί να το μπαζώσει με επιπολαιότητα και καιροσκοπισμό, κινδυνεύει να απορροφηθεί και καταπλακωθεί από τις ίδιες του τις αδυναμίες, οι οποίες σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον συμφέροντος και επικράτησης δεν συγχωρούνται, ιδιαίτερα στην αλαζονική τους έκφανση – εκδήλωση. Η Άγκυρα, στην προσπάθεια της να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια, στις τουρκογενείς Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους δικούς της όρους, να ηγηθεί του αραβικού κόσμου καθώς και να προωθήσει την αυτοκρατορική της αποκατάσταση αρχίζει να φανερώνει τις πραγματικές της βλέψεις, οι οποίες φλερτάρουν με την ασυνέπεια και την έπαρση.
Το αίνιγμα της Τουρκίας, είναι πολύ βαθύτερο και εντελώς άσχετο με τις περίφημες και γοητευτικές ανατολίτικες  χανουμοδιασκεδάσεις και χαμαμοανατάσεις της Πόλης και μπορεί να εξελιχθεί σε εξαιρετικά απρόβλεπτο και για αυτό επικίνδυνο, στην περίπτωση που η κόπωση αναμονής τελεσφόρησης επιχειρηθεί να προληφθεί με βιαστική επίσπευση του στρατηγικού επιθυμητού, να σηματοδοτηθεί με κάτι εντυπωσιακό και γενικότερα να αποφορτιστεί στη βία.
Για κλείσιμο θα επικαλεστούμε την ιστορική εμπειρία από την οποία, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, πρέπει να διδαχτούμε αν δεν θέλουμε να την ξαναζήσουμε στην τραγικότερη μορφή της. Ως επίλογο λοιπόν, επιλέξαμε να αναφερθούμε στην σπουδαιότητα των γραφομένων μιας άλλης πραγματείας με τίτλο «ο Αγών μου», του Αδόλφου Χίτλερ την οποία «οι ιθύνοντες στρατιωτικοί και πολιτικοί των συμμαχικών δυνάμεων έπρεπε να μελετήσουν προσεκτικά. Όλα βρίσκονταν εκεί μέσα», Ουΐστον Τσόρτσιλ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Αυτούσιο το σκεπτικό στο Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος Η Διεθνής Θέση της  11Τουρκίας, μτφρ Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστημονική επιμέλεια Νεοκλής Σαρρής, Ποιότητα 2010, 11σελ. 200 – 201
2. Jacob M. Landau, Παντουρκισμός Το Δόγμα του Τουρκικού Επεκτατισμού, ιστορική εισαγωγή   11Αλέξη Αλεξανδρή, Συνοπτική εξέταση των επιπτώσεων του Παντουρκισμού στον ελληνικό χώρο, 11Έκδοση ΔΕΚ/ΓΕΣ, Αθήνα 1986, σελ. 17
3. Στο ίδιο, σελ. 15
4. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη – Ρωμανία – Ρούμελη, Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη
5. Jacob M. Landau, ό.π., σελ. 17
6. Ρέιτσελ Σάρον-Κρέσπιν, «Το μεγάλο σχέδιο του Φετουλάχ Γκιουλέν», μτφ Μαριάννα Δεσύπρη, περ. ΑΡΔΗΝ τεύχος 87 (Σεπ – Νοε 11), σελ. 32
7. Τουρκικά ΜΜΕ
8. http://www.dailynews24h.gr
9. Σταύρου Λυγερού, «Το σχέδιο της Τουρκίας για το Αιγαίο», εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 04/01/2009
11. Στο ίδιο
12. Στο ίδιο
13. Jacob M. Landau, ό.π., σελ. 16
14. Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο, 1999
15. http://www.deltatv.gr/v2/main.aspx?mode=news&data=03-01-11-1-Ειδησεογραφία
16. Radikal, CNN Turk, 18/01/12
17. TRT, 01/07/12
18. Εφ. Cumhuriyet, 15/12/11
19. Μάριου Κωνσταντίνου, «OperaMercenaria, Οι έσχατοι διανοούμενοι της PaxOttomanica», περ. ΑΡΔΗΝ τεύχος 87 (Σεπ – Νοε 11), σελ. 28
20. Εφ. Zaman, 17/11/11
21. Αχμέτ Ινσέλ – Αλί Μπαϊράμογλου, Ο τουρκικός στρατός, Ένα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη, επιμ. Σία Αναγνωστοπούλου – Στρατής Μπουρνάζος, εκδ. Βιβλιόραμα, σελ. 76 – 77
22. Σταύρου Λυγερού, «Η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην Ανατολική Μεσόγειο», περ. Επίκαιρα, τεύχος 116, 05 – 11/01/12, σελ. 21
23. Στο ίδιο
24. Αχμέτ Ινσέλ – Αλί Μπαϊράμογλου, ό.π., σελ. 30
25. Στο ίδιο, σελ. 30
26. http://www.newscode.gr, ΑΠΕ
27. http://www.onalert.gr, 17/1/2012
28. Νίκος Λυγερός, «Η αναποτελεσματικότητα της τουρκικής διπλωματίας», εφ. «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ», 29/12/11, σελ. 3
29. http://www.elzoni.gr, 01/03/12
30. Κώστα Τζεβελέκου, «Πιέζουν την Τουρκία για τη γενοκτονία των Αρμενίων», περ. Επίκαιρα, τεύχος 114, 22 – 28/12/11, σελ. 21


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Landau, Μ. J. Παντουρκισμός Το Δόγμα του Τουρκικού Επεκτατισμού, Έκδοση ΔΕΚ/ΓΕΣ, Αθήνα 1986.
  • Ινσέλ, Α.,  Μπαϊράμογλου, Α. Ο τουρκικός στρατός, Ένα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη, επιμ. Σία Αναγνωστοπούλου – Στρατής Μπουρνάζος, εκδ. Βιβλιόραμα.
  • Κονδύλης, Π.Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο, 1999.
  • Νταβούτογλου, Α. Το Στρατηγικό Βάθος Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας, μτφρ Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστημονική επιμέλεια Νεοκλής Σαρρής, Ποιότητα 2010.
  • Ρωμανίδου, Σ. Ι. Ρωμηοσύνη – Ρωμανία – Ρούμελη, Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: