Τοῦ Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου
Καθηγητοῦ - Φιλολόγου
Ἱστορικοῦ - Συγγραφέως
Β’ Αντιπροέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐνημερώσεως ἐπὶ τῶν Ἐθνικῶν θεμάτων
Θέλω νὰ γίνω σήμερα λίγο πιὸ Ἕλληνας. Ὄχι στὴν οὐσία, διότι πάντα εἶμαι, ἀλλὰ στὴν γλῶσσα. Νὰ δείξω δηλαδὴ τὸν ἑλληνικό μου χαρακτῆρα, ὅπως αὐτὸς προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν ἔκφραση ἀγανάκτησης, ἀηδίας καὶ ἀποστροφῆς πρὸς ὅλους αὐτούς, πού μᾶς ἔφεραν σὲ αὐτὸ τὸ χάλι. Ὄχι μιλῶντας ὑποκριτικά, ἀλλὰ μιλῶντας ὅπως θὰ ἔκανε ὁ Ἀριστοφάνης, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος. Θὰ ’θελα γιὰ παράδειγμα νὰ χρησιμοποιήσω τὴν ἑλληνική ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς λέξη «μαλάκας» ἢ τὴν ἀπὸ ἰδίας παλαιᾶς ἐποχῆς λέξη «χέζω», μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ποὺ τὴν ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας, καὶ ὄχι σὰν βρισιά, ὅπως τὴν ἔχουμε σήμερα!
Ἀλήθεια, σὲ πόσους ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἀνθέλληνες εὐρωπαίους, τούρκους, σκοπιανοὺς καὶ τόσους ἄλλους ποὺ θέλησαν νὰ διακωμωδήσουν τὴν τραγική, ἐλέῳ πολιτικοῦ συστήματος, κατάσταση στὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ θέλατε νὰ πῆτε «σ’ ἔχω χεσμένο»; Πόσες φορὲς δὲν ἔχετε πῆ ὅτι στὶς μέρες μας «ἐπιπλέουν πάντα οἱ φελλοὶ καὶ τὰ σκατά;»
Ἃς πᾶμε, ἑπομένως, νὰ κάνουμε λίγη «γλωσσικὴ σκατολογία» «τύπου Ἀριστοφάνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη ἢ Ζουράρι», ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ μακαρίτης λαογράφος Ἠλίας Πετρόπουλος. Ὑπάρχει λοιπὸν μία λέξη ἀρχαιότατη στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ λέγεται «τὸ σκώρ». Τὰ Λεξικὰ Ζωναρᾶ, Φωτίου καὶ Ὠρίωνος ἀναφέρουν ὅτι «σκώρ: τὸ κόπρον...» ὁ δὲ Σχολιαστὴς τοῦ Ἀριστοφάνη μᾶς λέει ὅτι «Σκώρ: ἀποπάτημα, χέσμα». Εἶναι γνωστὴ ἐπίσης στὴν ἰατρικὴ καὶ ἡ σκωραμίς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «ἰατρικὴ πάπια», διότι, ὅπως μᾶς λέει τὸ Λεξικὸν ΣΟΥΔΑΣ «Σκωραμίς: ἀμὶς μὲν ἐν ᾧ οὐροῦσι, σκωραμὶς δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦσιν». Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ ἡ «σκωραμὶς κωμῳδική», δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ συλέγει τὰ περιττώματα πρὸς διακωμώδηση. «Ἵνα μὴ γένωμαι σκωραμὶς κωμωδική» μᾶς ἀναφέρει τὸ ἴδιο Λεξικό. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα βεβαίως δὲν ὑπάρχει χυδαιότης σὲ τέτοιες λέξεις. Ὅλες οἱ λέξεις αὐτὲς δηλώνουν ἰατρικὲς διεργασίες. Δηλαδή, ὁ ὀργανισμὸς τοῦ κάθε ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἐπιβιώση χρειάζεται τροφὴ καὶ νερό, διότι εἶναι ὑδρόψυκτος. Τὸ περιττὸ λοιπὸν «ὕδωρ» ἀποβάλλεται διὰ τῶν οὔρων καὶ ἡ τροφή, ἀφοῦ ὁ ὀργανισμὸς κρατήση ἀπὸ ἐκείνη ὅλα τὰ χρήσιμα γι’ αὐτὸν συστατικά, κάθε τί περιττὸ τὸ ἀποβάλλει. Αὐτὸ τὸ περιττό, λοιπόν, τὸ περίττωμα γιὰ τὸν ὀργανισμό, εἶναι «τὸ σκώρ». Ἡ γενικὴ ὅμως αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος δὲν εἶναι «τοῦ σκωρὸς» ἀλλὰ «τοῦ σκατὸς» καὶ στὸν πληθυντικὸ «τὰ σκατά»!
Ὅταν λοιπὸν κάποιους τοὺς χαρακτηρίζουμε ὡς «σκατά», αὐτομάτως τοὺς χαρακτηρίζουμε ὡς περιττοὺς καὶ ὄχι χρήσιμους, δηλαδὴ ἄχρηστους. Εἶναι τόση δὲ ἡ σήψη μὲ τὴν ὁποία συνδέονται ὥστε ἀναδίδουν καὶ μία δυσάρεστη ὀσμή! Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄχρηστοι καὶ σεσηπότες «σκωροποιοὶ πολιτικοί». Τὸ δὲ ρῆμα «χέζω» εἶναι ἕνα ἐπίσης ἀρχαιότατο ρῆμα, ὅπως καὶ τὸ «χέω» (σημαίνει τὸ κενῶ), τὸ ὁποῖο ὑποδηλώνει τὴν ἀπόρριψη κάθε περιττοῦ εἰς τὸ χάος, εἰς τὸ κενὸν δηλαδή, ἐξ οὗ καὶ «κένωση». Ὅταν λέμε σὲ κάποιον «σ’ ἔχω χεσμένο» σημαίνει «ἔχω πετάξει πάνω σου ὅ,τι πιὸ περιττὸ ἔχω».
Ὁ Μακρυγιάννης, μὲ τὴν ἑλληνικὴ καρδιά, ἀρχίζοντας τὸ ἑλληνικὸ ἀντάρτικο, εἶχε πεῖ τὰ παρακάτω λόγια:
«Τέλος πάντων, ἐσὺ γυρεύεις ἀκόμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν νὰ πάρης καὶ ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια· καὶ κατὰ τὴν ἐπιτροπή, ὁποῦ ’ναι διωρισμένοι ὅλοι φίλοι σου, θὰ πάρης ὑποστατικὸ ὅπου ν' ἀξίζη πενῆντα διὰ δέκα· αὐτήνη ἡ ἐπιτροπὴ θὰ τὸ ξετιμήση τοιούτως. Οἱ φίλοι σου καὶ oi συγγενεῖς σου κυβερνῆτες τὰ ’πικυρώνουν. Τέλος πάν¬των ἐσὺ καὶ ὁ Μαμούρης σου (δηλ. τὸ πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Γκούρα) θὰ γίνης Μεμεταλῆς, ἐσύ, κι αὐτὸς Μπραΐμης, κι ἐμᾶς θὰ μᾶς πάρετε εἵλωτες! Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά, ὅπου θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιᾶ!»
Κι ἐδῶ, λοιπόν, τὸ ἴδιο ἑλληνικὸ ρῆμα!
Ἀλλὰ καὶ ὁ Καραϊσκάκης, ἐπίσης γνωστὸς γιὰ τὸ ἐλευθεριάζον τοῦ λόγου του, εἶχε στολίσει μὲ τὴν συγκεκριμένη λέξη πολλοὺς προγόνους αὐτῶν, τοὺς ὁποίους σήμερα προσκυνοῦν οἱ νεοραγιάδες:
Τὸ 1823, ὁ μέγας αὐτὸς Στρατηγὸς καὶ Ὁπλαρχηγός, λέει ἀπευθυνόμενος στὸν ἀπεσταλμένο τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ τουρκικοῦ στρατεύματος τῶν Τρικάλων Σιλιχτὰρ Μπόδα:
«Τί θαρρεύετε κερατάδες...Δὲν ἐντρέπεσθε νὰ ζητῆτε ἀπὸ ἠμᾶς συνθήκην μὲ ἕναν κοντζιᾶ σκατο-Σουλτὰν Μαχμούτην - νὰ τὸν χέσω καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Βεζύρην σας!...»
Ἐπανάληψη τοῦ «Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα, τοῦ «οὐκ εἴθισται τοῖς Ἔλλησι προσκυνέειν», τοῦ «τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὒτ’ ἐμόν ἐστι οὒτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ. Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἡ ἴδια ἀπάντηση, μὲ κλασσικό, ὅμως, ἑλληνικὸ τρόπο... «νὰ τὸν χέσω καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Βεζύρην σας!...» Τί ρατσιστὴς ἦταν κι αὐτός, ρὲ παιδιά;
Κάνουμε, λοιπόν, σήμερα ἕνα μεγάλο λάθος. Ὄχι μόνο ξεχνᾶμε τὴν γλῶσσα μας, ὄχι μόνο τὴν καταστρέφουμε, ὄχι μόνο τὴν διαστρεβλώνουμε καὶ τὴν παραποιοῦμε, ἀλλὰ ταυτόχρονα ντρεπόμαστε νὰ ἀποδώσουμε τὸ νόημα μιᾶς λέξεως, ὅπως αὐτὸ τὸ ἀπέδιδαν μὲ παρρησία οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι. Στὸν «Ἐπιτάφιο» τοῦ Περικλέους γιὰ παράδειγμα, ὁ Θουκυδίδης παρουσιάζει τὸν Περικλῆ νὰ λέη: «Φιλοκαλοῦμέν τε μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας». Αὐτὸ σὲ ἁπλοελληνικὴ ἀπόδοση τὸ μετέφεραν ὡς ἑξῆς: «Ἀγαποῦμε τὸ ὡραῖο (εἴμαστε φίλοι τοῦ κάλλους) μὲ ἁπλότητα, καὶ φιλοσοφοῦμε χωρὶς νὰ γινόμαστε ...μαλθακοί». Ὅμως δὲν ἔλεγε αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ φράση τοῦ Θουκυδίδη... Ἔλεγε «Ἀγαποῦμε τὸ ὡραῖο μὲ ἁπλότητα, καὶ φιλοσοφοῦμε χωρὶς νὰ λέμε μαλακίες = βλακεῖες». Τόσο ἁπλᾶ.
Ἐπειδὴ ὅμως σήμερα αὐτὴ ἡ λέξη ἔχει γίνει παραποιημένα «ἐθνική», ὑποδηλώνοντας τὸν «αὐνανισμό», πρέπει νὰ τὴν ἀποκαταστήσουμε καὶ νὰ δώσουμε λίγο τὴν ἐτυμολογία της.
Εἶναι γνωστὸ λοιπὸν ὅτι τὸ «μ» πρὸ τοῦ «λ» τρέπεται σὲ «β». Γιὰ παράδειγμα, τὸ ρῆμα «μολ-ώσκω» (ἀόριστος «ἔ-μολ-ον», μετοχὴ «μολ-ών»), μετὰ τὴν ἀποβολὴ τοῦ –ο- γίνεται «μολ-ώσκω -> μλώσκω -> βλώσκω», ἔτσι καὶ τὸ ὄνομα «μάλαξ» ἔγινε «μλάξ» καὶ στὴν συνέχεια «βλάξ». Τὸ λένε καὶ τὰ Λεξικά:
1. Τὸ Λεξικὸ τοῦ Ὠρίωνος γράφει: Βλάξ, συγκοπῆ καὶ μετάθεσις τοῦ «μ» εἰς «β»· μαλακὸς καὶ παρώνυμον μάλαξ καὶ βλάξ. Οὐ γὰρ ἐδύνατο τὸ «μ» προτάττεσθαι τοῦ «λ». 2. Τὸ Λεξικὸ τοῦ Ζωναρᾶ γράφει: «Βλάξ, ἐκ τοῦ μαλακὸς μάλαξ καὶ συγκοπῆ μλάξ· καὶ τροπὴ τοῦ «μ» εἰς «β» βλάξ». Καὶ βλακεύειν τὸ βραδύνειν. 3. Τὸ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ Genuinum γράφει: «Βλάξ· ὁ εὐήθης καὶ ἀργὸς καὶ ἀνόητος· Ἀριστοφάνης (fr.443) εἴρηται ἀπὸ τοῦ μαλακὸς καὶ τὸ ὑποκοριστικὸν μάλαξ. Μάλαξ οὒν καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπὴν βλάξ».Ἄρα γλωσσικῶς ὁ «βλάκας» καὶ ὁ «μαλάκας» ἔχουν τὴν ἴδια ρίζα. Ἁπλῶς ἡ λέξη «βλάξ» ὡς πλέον ἐντυπωσιακὴ ἐχρησιμοποιεῖτο μεταξὺ τοῦ εὐγενοῦς κόσμου, ἐνῶ ἡ λέξη «μάλαξ - μαλάκας» ἔμεινε ἐν χρήσει τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. «Μαλακία» λοιπὸν εἶναι ἡ «βλακεία, ἡ «μωρία», ἡ «ἀ-νοησία» καὶ ὄχι ὁ αὐνανισμός. Κι ὅταν ὁ Δημοσθένης ἔγραφε «Διὰ μαλακίαν τε καὶ ῥαθυμίαν ἐγκαταλείπειν τὰ τῶν προγόνων ἔργα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος», ἐννοοῦσε ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ σήμερα!
Ὁ μαλάκας, ὅμως, εἶναι στὴν ἐποχή μας σὲ ἡμερήσια διάταξη. Τὸν βλέπεις παντοῦ. Στὴν λεγόμενη «διανόηση», ἑλλαδικὴ καὶ διεθνῆ, ποὺ δὲν ξέρει τί τῆς γίνεται καὶ νομίζει ὅτι ξέρει τὰ πάντα! Χαρακτηριστικὸ ἀ-νοήτων ἀνθρώπων νοητῶς διαβιούντων! Παράδειγμα: Στὸ περιοδικὸ «ΒΗMagazino» τεῦχος 491 τῆς 14ης Μαρτίου 2010, καὶ στὴν σελίδα 30, ὁ ἄθεος «φιλόσοφος» Ρίτσαρτ Ντόκινς λέει: «Κάθε μαθητὴς θὰ μποροῦσε νὰ πῆ στὸν Σωκράτη ἑκατοντάδες πράγματα ποὺ θὰ τὸν ἐνθουσίαζαν. Ὅσο εὐφυεῖς καὶ ἂν ἦσαν ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων, συγκρινόμενοι μὲ τὸν μέσο ἄνθρωπο τοῦ σήμερα, δὲν ἤξεραν τίποτε»... Ἐδῶ λοιπόν, ἔχουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοῦ δόγματος ὅτι σήμερα «φιλοσοφοῦμεν μετὰ μαλακίας», φράση ποὺ ἀποτελεῖ ἐλάχιστη ἀπάντηση στὴν «λεκτικὴ φιλοσοφικὴ ἱεροσυλία», ἤγουν «μαλακία = βλακεία, ἀνοησία»!
Ὁ «μαλάκας» λοιπόν, ὅπως προείπαμε, εἶναι στὴν ἐποχή μας σὲ ἡμερήσια διάταξη. Τὸν βλέπεις παντοῦ. Στὰ ὑπουργεῖα. Στὶς δουλειές σου. Στὴν Ἐφορία, στὶς τράπεζες. Τὸ ἀστεῖο εἶναι πὼς νομίζει ὅτι εἶναι ἔξυπνος. Καὶ τὸ πιὸ ἀστεῖο; Ἐσὺ τὸν ψηφίζεις γιὰ τέτοιον. Ἐσὺ εἶσαι ὁ μαλάκας (= ἀνόητος) ὑποτιθέμενε ἔξυπνε ἕλληνα, μόνο ποὺ ἀρνεῖσαι νὰ κοιτάξης τὸν καθρέφτη. Ἐσὺ εἶσαι ὁ μαλάκας (= ἀνόητος), μόνο ποὺ δὲν τὸ ξέρεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου