Βασίλης Γιαννακόπουλος
Στα μέσα του 2012, τρεις μείζονες παγκόσμιες προκλήσεις (Ευρωζώνη, καθεστώς Assad και πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν) στον ευρω-αραβικό χώρο απειλούν να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή. Φυσικά, για την Αθήνα κυρίαρχο θέμα συνιστά η προσπάθεια περιστολής των δημόσιων δαπανών κατά 11,5 δισ. ευρώ, στη διετία 2013–2014. Ωστόσο, η Ελλάδα σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα ως ένα βαθμό και με τα άλλα δύο μείζονος σημασίας θέματα (Συρία και Ιράν). Η συγκέντρωση δυνάμεων στη γειτονική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η πιθανή έναρξη εχθροπραξιών στη Συρία δεν αφήνουν αδιάφορη την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς επιδεινώνεται βαθμιαία η περιφερειακή κατάσταση ασφάλειας. Επίσης, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανάπτυξης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν έχει ήδη επηρεάσει την περιφερειακή ενεργειακή κατάσταση ασφάλειας, κυρίως της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, λόγω του εμπάργκο στις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση από την 1η Ιουλίου 2012. Και αυτά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, σε σχέση με τις εξελίξεις που αναμένονται στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Στη Συρία, ο εμφύλιος μεταξύ του αλαουιτικού καθεστώτος και των αντικαθεστωτικών συνεχίζεται αδιάκοπα για περίπου ενάμιση χρόνο (οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στη Συρία ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 2011), με αποτέλεσμα οι συνολικές ανθρώπινες απώλειες να προσεγγίζουν τους 20.000 νεκρούς.[1] Καθώς δεν φαίνεται ορατή μια πολιτική συμφωνία μεταξύ του καθεστώτος Assad και των αντικαθεστωτικών, αλλά ούτε σύμφωνα με τα μέχ,
ρι στιγμής δεδομένα είναι πιθανή μια διεθνής στρατιωτική επέμβαση, ο αριθμός των ανθρώπινων απωλειών θα συνεχίζει να αυξάνεται σταθερά.
Παρότι χιλιάδες στρατιωτικών έχουν μέχρι στιγμής αυτομολήσει, συμπεριλαμβανομένων και μερικών υψηλόβαθμων, εντούτοις δεν διαφαίνεται ότι η συνοχή του καθεστώτος επηρεάζεται σημαντικά, ώστε η πλάστιγγα να γείρει υπέρ της αντικαθεστωτικής πλευράς. Από την πλευρά τους, Μόσχα και Τεχεράνη υποστηρίζουν τη Δαμασκό, αλλά αν διαπιστώσουν ότι προκύπτει μείζον πρόβλημα με τις συνεχείς αυτομολήσεις ανώτερων αξιωματικών των συριακών ενόπλων δυνάμεων, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά και με ταχείς ρυθμούς τις εξελίξεις, δεν είναι απίθανο να ενορχηστρώσουν την πτώση του Assad με πραξικόπημα, για την αντικατάστασή του με ένα φιλικό προς αυτές νέο Σύριο ηγέτη. Στην αντίπαλη πλευρά, η ενότητα των αντικαθεστωτικών δυνάμεων υφίσταται μόνο ως προς τον κοινό σκοπό. Δηλαδή, την ανατροπή του Assad. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα (διοίκησης και ελέγχου, εξοπλισμού βαρέων όπλων, χρηματοδότησης, κτλ), τα οποία επηρεάζουν την επίτευξη του στόχου τους. Εδώ και μερικούς μήνες, σουννιτικές χώρες του Κόλπου, κυρίως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, με το συντονισμό των Ηνωμένων Πολιτειών επιδιώκουν να επιλύσουν τα εν λόγω προβλήματα στο βαθμό του δυνατού, ωστόσο δεν έχουν επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα.
Η συνεχώς επιδεινούμενη εσωτερική κατάσταση ασφάλειας και ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπινων απωλειών έχουν προκαλέσει τις επανειλημμένες διεθνείς εκκλήσεις για εξωτερική στρατιωτική επέμβαση, για τη δημιουργία διαδρόμων παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας, για τη δημιουργία μιας “buffer zone” στα συρο-τουρκικά σύνορα και για τη δημιουργία μιας “no fly zone” υπεράνω των περιοχών, όπου κατοικούν σουννίτες και Κούρδοι αντικαθεστωτικοί. Ωστόσο, όλες αυτές οι επιλογές προϋποθέτουν τη συναίνεση της διεθνούς κοινότητας και συγκεκριμένα τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ, προκειμένου να είναι σύμφωνες με τη διεθνή νομιμότητα.
Από τις αρχές της συριακής Αραβικής Άνοιξης, η Τουρκία παίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Διέκοψε τις σχέσεις συνεργασίας με τη Δαμασκό, αντιτάχθηκε κατά του καθεστώτος Assad, φιλοξενεί την ηγεσία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (Free Syrian Army – FSA) και εντός των εδαφών της έχουν εισέλθει δεκάδες χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες (περίπου 37.000). Αποκορύφωμα της συρο-τουρκικής τριβής είναι η πρόσφατη κατάρριψη του τουρκικού μαχητικού αεροσκάφους στα συριακά παράλια. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα έναρξης εχθροπραξιών. Βέβαια, με τη στάση της η Άγκυρα έχει καταδείξει ότι δεν πρόκειται να επέμβει χωρίς ΝΑΤΟϊκή υποστήριξη. Η συριακή πτέρυγα του PKK, τα όπλα μαζικής καταστροφής της Συρίας (βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους με χημικές κεφαλές), καθώς και η πιθανή αντίδραση της Μόσχας και της Τεχεράνης, συνιστούν τους κύριους λόγους για τους οποίους η Άγκυρα δεν θα αποφασίσει να δράσει μονομερώς, όπως ακριβώς συνηθίζει να πράττει στο βόρειο Ιράκ.
Ένα από τα σοβαρά εμπόδια είναι ότι το συριακό καθεστώς διατηρεί καλές έως άριστες σχέσεις με περιφερειακούς κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, όπως το Ιράν, η Hezbollah του Λιβάνου και τα δύο από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ρωσία και Κίνα). Τις τελευταίες δεκαετίες, οι σχέσεις συνεργασίας της Ρωσίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν περιορισθεί δραματικά και είναι προφανές ότι η Μόσχα, επιδιώκοντας να διατηρήσει τις σχέσεις συνεργασίας με τη Δαμασκό και την Τεχεράνη, θα αντιδράσει με βέτο σε οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης για διεθνή επέμβαση, που θα στόχευε στην πτώση του συριακού καθεστώτος. Ήδη, οι Ρώσοι διέπραξαν ένα στρατηγικό λάθος στην περίπτωση του Qaddafi, που έχει ως αποτέλεσμα να απουσιάζουν από τη μετά-κανταφική Λιβύη.
Παράλληλα, οι χώρες που υποστηρίζουν τους Σύριους αντικαθεστωτικούς ή έχουν επιβάλλει κυρώσεις κατά του καθεστώτος, όπως οι ΗΠΑ, η ΕΕ, ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Τουρκία, δεν προθυμοποιούνται να αναλάβουν την ευθύνη μιας εξωτερικής επέμβασης. Το οικονομικό κόστος θα είναι τεράστιο, οι ανθρώπινες απώλειες σημαντικές, το αποτέλεσμα αβέβαιο και η πιθανότητα μιας περιφερειακής σύγκρουσης υψηλή. Μέχρι στιγμής, όλοι οι εν δυνάμει εξωτερικοί δρώντες αντιλαμβάνονται τη Συρία ως «το κουτί της Πανδώρας».
Ουσιαστικά, λόγω έλλειψης πολιτικών επιλογών, και οι δύο αντίπαλες πλευρές, υποστηριζόμενες από εξωτερικούς κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική της πολιτικο-στρατιωτικής φθοράς του αντιπάλου. Επομένως, οι νεκροί θα αυξάνονται καθημερινά και οι προσπάθειες του ΟΗΕ για την επίτευξη λύσης, μέσω εθνικού διαλόγου ή αποστολής παρατηρητών ή κατάπαυσης του πυρός, δεν θα επιφέρουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η Συρία βαδίζει προς έναν παρατεταμένο αιματηρό και θρησκευτικού χαρακτήρα εμφύλιο πόλεμο, με κίνδυνο η συγκρουσιακή κατάσταση να επεκταθεί και στις γειτονικές χώρες. Ίσως, ο ΟΗΕ θα έπρεπε να εξετάσει και να προωθήσει την έσχατη λύση της διχοτόμησης της Συρίας, σε ανατολική των σουννιτών και των Κούρδων και σε δυτική των αλαουιτών και των υπόλοιπων σιιτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο:[2]
Το καθεστώς του Bashar θα επιβίωνε πολιτικά. Οπότε, η διχοτόμηση θα ήταν μια επιλογή που θα τη λάμβανε σοβαρά υπόψη ο Σύριος μονάρχης και ίσως με πιέσεις των Ρώσων να την αποδεχόταν.
Οι σουννίτες και οι Κούρδοι θα δημιουργούσαν τη δική τους κρατική οντότητα στην ανατολική Συρία. Επομένως, και η πλευρά των αντικαθεστωτικών θα εξέταζε αυτή την πρόταση με ιδιαίτερη προσοχή.
Οι απώλειες του συριακού λαού θα σημείωναν σημαντική μείωση.
Οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Οι εξωτερικοί δρώντες, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και το Ιράν, θα διατηρούσαν τους στρατηγικούς τους εταίρους, και
Η περιφερειακή κατάσταση ασφάλειας θα παρουσίαζε βελτίωση, εφόσον οι αντίπαλες πλευρές κατέληγαν σε συμφωνία.
[1] Σύμφωνα με την Syrian Revolution Database, «στις 15 Ιουλίου 2012, οι νεκροί έφθασαν τους 19.867 (18.365 πολίτες και 1.502 στρατιωτικοί),
http://syrianshuhada.com/?lang=en&a=st&st=7
[2] Γιαννακόπουλος Βασίλης, «Αραβική Άνοιξη – Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική», Αθήνα 2012, σ. 296
www.geostrategy.gr
Στα μέσα του 2012, τρεις μείζονες παγκόσμιες προκλήσεις (Ευρωζώνη, καθεστώς Assad και πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν) στον ευρω-αραβικό χώρο απειλούν να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή. Φυσικά, για την Αθήνα κυρίαρχο θέμα συνιστά η προσπάθεια περιστολής των δημόσιων δαπανών κατά 11,5 δισ. ευρώ, στη διετία 2013–2014. Ωστόσο, η Ελλάδα σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα ως ένα βαθμό και με τα άλλα δύο μείζονος σημασίας θέματα (Συρία και Ιράν). Η συγκέντρωση δυνάμεων στη γειτονική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η πιθανή έναρξη εχθροπραξιών στη Συρία δεν αφήνουν αδιάφορη την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς επιδεινώνεται βαθμιαία η περιφερειακή κατάσταση ασφάλειας. Επίσης, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανάπτυξης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν έχει ήδη επηρεάσει την περιφερειακή ενεργειακή κατάσταση ασφάλειας, κυρίως της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, λόγω του εμπάργκο στις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση από την 1η Ιουλίου 2012. Και αυτά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, σε σχέση με τις εξελίξεις που αναμένονται στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Στη Συρία, ο εμφύλιος μεταξύ του αλαουιτικού καθεστώτος και των αντικαθεστωτικών συνεχίζεται αδιάκοπα για περίπου ενάμιση χρόνο (οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στη Συρία ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 2011), με αποτέλεσμα οι συνολικές ανθρώπινες απώλειες να προσεγγίζουν τους 20.000 νεκρούς.[1] Καθώς δεν φαίνεται ορατή μια πολιτική συμφωνία μεταξύ του καθεστώτος Assad και των αντικαθεστωτικών, αλλά ούτε σύμφωνα με τα μέχ,
ρι στιγμής δεδομένα είναι πιθανή μια διεθνής στρατιωτική επέμβαση, ο αριθμός των ανθρώπινων απωλειών θα συνεχίζει να αυξάνεται σταθερά.
Παρότι χιλιάδες στρατιωτικών έχουν μέχρι στιγμής αυτομολήσει, συμπεριλαμβανομένων και μερικών υψηλόβαθμων, εντούτοις δεν διαφαίνεται ότι η συνοχή του καθεστώτος επηρεάζεται σημαντικά, ώστε η πλάστιγγα να γείρει υπέρ της αντικαθεστωτικής πλευράς. Από την πλευρά τους, Μόσχα και Τεχεράνη υποστηρίζουν τη Δαμασκό, αλλά αν διαπιστώσουν ότι προκύπτει μείζον πρόβλημα με τις συνεχείς αυτομολήσεις ανώτερων αξιωματικών των συριακών ενόπλων δυνάμεων, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά και με ταχείς ρυθμούς τις εξελίξεις, δεν είναι απίθανο να ενορχηστρώσουν την πτώση του Assad με πραξικόπημα, για την αντικατάστασή του με ένα φιλικό προς αυτές νέο Σύριο ηγέτη. Στην αντίπαλη πλευρά, η ενότητα των αντικαθεστωτικών δυνάμεων υφίσταται μόνο ως προς τον κοινό σκοπό. Δηλαδή, την ανατροπή του Assad. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα (διοίκησης και ελέγχου, εξοπλισμού βαρέων όπλων, χρηματοδότησης, κτλ), τα οποία επηρεάζουν την επίτευξη του στόχου τους. Εδώ και μερικούς μήνες, σουννιτικές χώρες του Κόλπου, κυρίως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, με το συντονισμό των Ηνωμένων Πολιτειών επιδιώκουν να επιλύσουν τα εν λόγω προβλήματα στο βαθμό του δυνατού, ωστόσο δεν έχουν επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα.
Η συνεχώς επιδεινούμενη εσωτερική κατάσταση ασφάλειας και ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπινων απωλειών έχουν προκαλέσει τις επανειλημμένες διεθνείς εκκλήσεις για εξωτερική στρατιωτική επέμβαση, για τη δημιουργία διαδρόμων παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας, για τη δημιουργία μιας “buffer zone” στα συρο-τουρκικά σύνορα και για τη δημιουργία μιας “no fly zone” υπεράνω των περιοχών, όπου κατοικούν σουννίτες και Κούρδοι αντικαθεστωτικοί. Ωστόσο, όλες αυτές οι επιλογές προϋποθέτουν τη συναίνεση της διεθνούς κοινότητας και συγκεκριμένα τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ, προκειμένου να είναι σύμφωνες με τη διεθνή νομιμότητα.
Από τις αρχές της συριακής Αραβικής Άνοιξης, η Τουρκία παίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Διέκοψε τις σχέσεις συνεργασίας με τη Δαμασκό, αντιτάχθηκε κατά του καθεστώτος Assad, φιλοξενεί την ηγεσία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (Free Syrian Army – FSA) και εντός των εδαφών της έχουν εισέλθει δεκάδες χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες (περίπου 37.000). Αποκορύφωμα της συρο-τουρκικής τριβής είναι η πρόσφατη κατάρριψη του τουρκικού μαχητικού αεροσκάφους στα συριακά παράλια. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα έναρξης εχθροπραξιών. Βέβαια, με τη στάση της η Άγκυρα έχει καταδείξει ότι δεν πρόκειται να επέμβει χωρίς ΝΑΤΟϊκή υποστήριξη. Η συριακή πτέρυγα του PKK, τα όπλα μαζικής καταστροφής της Συρίας (βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους με χημικές κεφαλές), καθώς και η πιθανή αντίδραση της Μόσχας και της Τεχεράνης, συνιστούν τους κύριους λόγους για τους οποίους η Άγκυρα δεν θα αποφασίσει να δράσει μονομερώς, όπως ακριβώς συνηθίζει να πράττει στο βόρειο Ιράκ.
Ένα από τα σοβαρά εμπόδια είναι ότι το συριακό καθεστώς διατηρεί καλές έως άριστες σχέσεις με περιφερειακούς κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, όπως το Ιράν, η Hezbollah του Λιβάνου και τα δύο από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ρωσία και Κίνα). Τις τελευταίες δεκαετίες, οι σχέσεις συνεργασίας της Ρωσίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν περιορισθεί δραματικά και είναι προφανές ότι η Μόσχα, επιδιώκοντας να διατηρήσει τις σχέσεις συνεργασίας με τη Δαμασκό και την Τεχεράνη, θα αντιδράσει με βέτο σε οποιοδήποτε σχέδιο απόφασης για διεθνή επέμβαση, που θα στόχευε στην πτώση του συριακού καθεστώτος. Ήδη, οι Ρώσοι διέπραξαν ένα στρατηγικό λάθος στην περίπτωση του Qaddafi, που έχει ως αποτέλεσμα να απουσιάζουν από τη μετά-κανταφική Λιβύη.
Παράλληλα, οι χώρες που υποστηρίζουν τους Σύριους αντικαθεστωτικούς ή έχουν επιβάλλει κυρώσεις κατά του καθεστώτος, όπως οι ΗΠΑ, η ΕΕ, ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Τουρκία, δεν προθυμοποιούνται να αναλάβουν την ευθύνη μιας εξωτερικής επέμβασης. Το οικονομικό κόστος θα είναι τεράστιο, οι ανθρώπινες απώλειες σημαντικές, το αποτέλεσμα αβέβαιο και η πιθανότητα μιας περιφερειακής σύγκρουσης υψηλή. Μέχρι στιγμής, όλοι οι εν δυνάμει εξωτερικοί δρώντες αντιλαμβάνονται τη Συρία ως «το κουτί της Πανδώρας».
Ουσιαστικά, λόγω έλλειψης πολιτικών επιλογών, και οι δύο αντίπαλες πλευρές, υποστηριζόμενες από εξωτερικούς κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική της πολιτικο-στρατιωτικής φθοράς του αντιπάλου. Επομένως, οι νεκροί θα αυξάνονται καθημερινά και οι προσπάθειες του ΟΗΕ για την επίτευξη λύσης, μέσω εθνικού διαλόγου ή αποστολής παρατηρητών ή κατάπαυσης του πυρός, δεν θα επιφέρουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η Συρία βαδίζει προς έναν παρατεταμένο αιματηρό και θρησκευτικού χαρακτήρα εμφύλιο πόλεμο, με κίνδυνο η συγκρουσιακή κατάσταση να επεκταθεί και στις γειτονικές χώρες. Ίσως, ο ΟΗΕ θα έπρεπε να εξετάσει και να προωθήσει την έσχατη λύση της διχοτόμησης της Συρίας, σε ανατολική των σουννιτών και των Κούρδων και σε δυτική των αλαουιτών και των υπόλοιπων σιιτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο:[2]
Το καθεστώς του Bashar θα επιβίωνε πολιτικά. Οπότε, η διχοτόμηση θα ήταν μια επιλογή που θα τη λάμβανε σοβαρά υπόψη ο Σύριος μονάρχης και ίσως με πιέσεις των Ρώσων να την αποδεχόταν.
Οι σουννίτες και οι Κούρδοι θα δημιουργούσαν τη δική τους κρατική οντότητα στην ανατολική Συρία. Επομένως, και η πλευρά των αντικαθεστωτικών θα εξέταζε αυτή την πρόταση με ιδιαίτερη προσοχή.
Οι απώλειες του συριακού λαού θα σημείωναν σημαντική μείωση.
Οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Οι εξωτερικοί δρώντες, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και το Ιράν, θα διατηρούσαν τους στρατηγικούς τους εταίρους, και
Η περιφερειακή κατάσταση ασφάλειας θα παρουσίαζε βελτίωση, εφόσον οι αντίπαλες πλευρές κατέληγαν σε συμφωνία.
[1] Σύμφωνα με την Syrian Revolution Database, «στις 15 Ιουλίου 2012, οι νεκροί έφθασαν τους 19.867 (18.365 πολίτες και 1.502 στρατιωτικοί),
http://syrianshuhada.com/?lang=en&a=st&st=7
[2] Γιαννακόπουλος Βασίλης, «Αραβική Άνοιξη – Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική», Αθήνα 2012, σ. 296
www.geostrategy.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου