Του Δημήτρη Σωτηρόπουλου
Καθηγητής Σύγχρονης πολιτικής ιστορίας ΤΕΙ Καλαμάτας
Καθηγητής Σύγχρονης πολιτικής ιστορίας ΤΕΙ Καλαμάτας
Σε περιόδους κρίσης είναι γνωστή η τάση των διανοουμένων, των δημοσιολογούντων και της εκάστοτε κοινής γνώμης να ανατρέχουν στο παρελθόν για να βρουν απαντήσεις στα σύγχρονά τους κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Η τάση αυτή είναι αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Ενώπιον νέων και πιεστικών διλημμάτων τα οποία είναι λίγο ή καθόλου προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν, οι κοινωνίες αναζητούν μία πυξίδα στον τρόπο που οι προηγούμενες γενιές διαχειρίστηκαν αντίστοιχες καταστάσεις, και στρέφονται στη δική τους συσσωρευμένη εμπειρία για να βρουν έναν οδηγό προς ναυτιλλομένους σε ταραγμένες θάλασσες. Η ιστοριογραφία και οι ιστορικοί (επαγγελματίες ή μη) έγιναν οι κατεξοχήν διαμεσολαβητές σε αυτή τη διαδικασία, ιδίως στον 20ο αιώνα που είναι εκτός όλων των άλλων και ο αιώνας της μεγάλης ανάπτυξης των ιστορικών σπουδών και των μεγάλων ιστοριογράφων. Αυτοί είναι εκείνοι που κατορθώνουν να αναπτύξουν για πρώτη φορά σε τόσο γερά επιστημονικά θεμέλια τον ιστοριογραφικό κλάδο και να του προσδώσουν το κύρος της αντικειμενικότητας.
Από την άλλη όμως, μια τέτοια κοινωνική τάση κρύβει και κινδύνους. Διότι για το διψασμένο για μαθήματα από το παρελθόν υποκείμενο, η «αντικειμενική» γνώση που προκύπτει από τη μελέτη της ιστορίας μπορεί εύκολα να πάρει τη μορφή μιας λειτουργιστικής αντίληψης που θέλει την ιστορία να «επαναλαμβάνεται» κάθε φορά που συνδυάζεται ένα δεδομένο πλέγμα παραγόντων. Αντιθέτως, ο ιστορικός λόγος είναι επιστημονικός όχι όταν μάς επιτρέπει να «πάρουμε μαθήματα» από το παρελθόν αλλά όταν μας βοηθάει να σχετικοποιήσουμε πρώτα και κύρια τα προβλήματα του παρόντος μας που είναι αυτά που προσδιορίζουν και τον τρόπο που κοιτάζουμε προς τα πίσω στο χρόνο. Εν προκειμένω μπορεί για παράδειγμα να μας δώσει τη δυνατότητα να δούμε τις μεγάλες συνέχειες του ελληνικού κράτους, να συνειδητοποιήσουμε τον αυξανόμενο βαθμό αλληλεξάρτησης της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της ηπείρου της και όχι μόνο, προϊόντος του χρόνου, και να διαπιστώσουμε τις διαβρωτικές παρενέργειες του λαϊκισμού, του πολιτικαντισμού καθώς και τις εγγενείς αδυναμίες που καταγράφει η ελληνική κοινωνία να προσαρμοστεί κάθε φορά στις μεγάλες ιστορικές αλλαγές που αγγίζουν την ίδια μέσω του διεθνούς της περίγυρου.
Τέλος, μας βοηθάει να κατανοήσουμε – αν και όχι με διάθεση μετατόπισης των εθνικών ευθυνών στους «κακούς ξένους»- και τη σχέση των Μεγάλων Δυνάμεων με το μικρό (άλλοτε εξαρτημένο και άλλοτε ανυπάκουο) εταίρο τους. Άλλωστε, η ιστορική περίοδος που καλύπτει το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα και φθάνει μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο πλαισιώνει μία κρίσιμη συγκυρία όπου οι ανταγωνισμοί των τελευταίων «αυτοκρατοριών» συμπίπτουν με τους τελευταίους σπασμούς τής αποικιοκρατίας. Και σε αυτή τη συγκυρία, η Ελλάδα θα βιώσει, πότε με ενθουσιασμό και πότε μέσα από πικρά δράματα, τη σχέση αυτή με τα ισχυρότερα έθνη της Γηραιάς Ηπείρου.
ΤΑ ΤΡΙΑ «ΚΑΚΑ» ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΣ ΜΟΙΡΑΣ
Το ελληνικό κράτος και οι κυβερνώσες ελίτ του, από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του – μάλιστα πριν καν συγκροτηθεί και αναγνωριστεί επισήμως ως τέτοιο, δηλαδή ήδη από τα χρόνια της εθνικής επανάστασης του 1821- καταγράφει μια πάγια δυσκολία να διαχειριστεί με χρηστό και λελογισμένο τρόπο αφενός αυτή καθαυτή τη δυνατότητα δανεισμού του από το εσωτερικό ή το εξωτερικό, αφετέρου τα κεφάλαια που εισρέουν από αυτή τη δυνατότητα, για σκοπούς παραγωγικούς και συλλογικά επωφελείς. Το ζήτημα έχει να κάνει ασφαλώς με τον τρόπο που το εκάστοτε πολιτικό σύστημα ιεραρχούσε τις ανάγκες τις δικές του (της αναπαραγωγής της εξουσίας του) αλλά και του κράτους, καθώς και με τον τρόπο που το ίδιο οργάνωνε τις σχέσεις του με την κοινωνία. Μόνο που σχεδόν όλες τις φορές, η αδυναμία αυτή (από ιδιοτέλεια ή κακό υπολογισμό) στον τρόπο διαχείρισης του δανεισμού είχε σοβαρότατες επιπτώσεις στο μέλλον της ίδιας της πολιτικής τάξης οδηγώντας ακόμη και στην πλήρη ανατροπή της.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι η εμπλοκή που σημειώθηκε από ελληνικής πλευράς τον Ιανουάριο του 1843 στην αποπληρωμή της δόσης τού δανείου των 60.000.000 φράγκων (που υπήρξε η «προίκα» του Όθωνα για την ανάληψη του Θρόνου στο νεότευκτο ελληνικό βασίλειο το 1832), ήταν στην ουσία εκείνη που έδωσε την αφορμή τής εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους οδηγώντας στην παραχώρηση συντάγματος από το Στέμμα το οποίο ως τότε κυβερνούσε μονάχα «ελέω Θεού». Το χρονικό θυμίζει έντονα σε ορισμένες πτυχές του τις εξελίξεις και τις αντιπαραθέσεις στη σημερινή «μνημονιακή» Ελλάδα. Όντας απολύτως εξαρτημένο οικονομικά (εν μέρει και σκοπίμως) τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, το ελληνικό κράτος βρέθηκε στις αρχές του 1843 σε αδυναμία να αποπληρώσει την τακτική εξαμηνιαία δόση του δανείου που έληγε την 1η Μαρτίου του ίδιου έτους [1]. Ο Γραμματέας επί των εξωτερικών, Ρίζος-Νερουλός ενημέρωσε επ’ αυτού τις Μεγάλες Δυνάμεις και ζήτησε νέο δάνειο. Το προηγούμενο διάστημα, η καιροσκοπική πολιτική του Βασιλιά Όθωνα που στρεφόταν, πότε στη μία και πότε στην άλλη προστάτιδα Δύναμη, ανάλογα με το πώς διαμορφώνονταν οι ισορροπίες και οι αντιπαλότητες εντός εκείνης της «Τρόικας», είχε πετύχει να εξασφαλίζει χρήματα για τις μεγάλες ανάγκες του «πρότυπου» βασιλείου του το οποίο έπρεπε αναμφισβήτητα να συγκροτηθεί ως κράτος κυριολεκτικά από το μηδέν. Αλλά φάνηκε πλέον ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα ανέχονταν άλλο τους ελιγμούς του ελληνικού Στέμματος.
Έτσι, ενώ η Ρωσία ανταποκρίθηκε αρχικά στο αίτημα του Ρίζου-Νερουλού και κατέβαλε το τμήμα των χρημάτων που της αναλογούσαν, λίγες μόνο ημέρες μετά απέστειλε νέα επιστολή με την οποία υποστήριζε ότι το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είχε τις ρίζες του στην ανικανότητα της πολιτικής διακυβέρνησης, στη μεγάλη και δαπανηρή δημόσια διοίκηση και στις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες που αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο του εθνικού εισοδήματος. Παρεμπιπτόντως, τα τρία αυτά «κακά» θα αποτελέσουν μόνιμη επωδό της κριτικής των δανειστών αλλά και των εγχώριων παρατηρητών κάθε φορά που το ελληνικό κράτος θα οδηγείται ένα βήμα πριν ή ένα βήμα μετά τη χρεοκοπία (και δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε η περίοδος 2010-2012). Από εδώ και πέρα οι τρεις Δυνάμεις ήταν σαφές ότι θα επιδείκνυαν κοινή και πάντως σκληρή στάση απέναντι στην Αθήνα. Γι’ αυτό και ο Όθωνας, υπό το φόβο της διπλωματίας των κανονιοφόρων από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων, με σκοπό το συνετισμό του (όπως θα γίνει άλλωστε αργότερα, με τον παρατεταμένο αποκλεισμό του Πειραιά, το 1854-57, από τους Αγγλο-Γάλλους), θα σπεύσει να αναγγείλει άμεση περιστολή των δημόσιων δαπανών. Ειδικότερα, περιέκοψε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών (όχι πάντως και του Σώματος των Βαυαρών μισθοφόρων), με τη μέθοδο της προοδευτικής παρακράτησης από τις απολαβές τους, ενώ αποποιήθηκε και ο ίδιος ένα μεγάλο μέρος της βασιλικής του χορηγίας για να δώσει το καλό παράδειγμα. Εν συνεχεία υποχρέωσε σε συνταξιοδότηση όσους δημόσιους υπαλλήλους ήταν κοντά σε αυτή και κατήργησε το Σώμα των μηχανικών και των δασονόμων από τις Γραμματείες Εσωτερικών και Οικονομικών, αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, περιόρισε τον αριθμό των διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό και σταμάτησε τη χορήγηση συντάξεων ακόμη και σε κληρικούς, σπάζοντας ένα θέμα ταμπού για την εποχή. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν φάνηκε να πείθει τις προστάτιδες δυνάμεις ότι δεν θα βρίσκονταν σύντομα ενώπιον μιας νέας ελληνικής αδυναμίας να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις. Το ελληνικό ζήτημα, αυτή τη φορά στην οικονομική του διάσταση, έγινε αντικείμενο συζήτησης κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου, το Μάιο του 1843. Το πρωτόκολλο της 5ης Μαΐου που προέκυψε από τη Διάσκεψη έστρωσε το έδαφος για την υπογραφή μιας οικονομικής σύμβασης με την Αθήνα, που μεταξύ άλλων προέβλεπε την άντληση ορισμένων κρατικών εσόδων -όπως των τελωνειακών δασμών και του φόρου χαρτοσήμου- αποκλειστικά για την εξόφληση του δανείου. Για την εκπλήρωση των δυσμενών αυτών όρων τέθηκαν ως υπεύθυνοι οι πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων και ο οίκος Rothchild, ένας πράκτορας του οποίου θα αναλάμβανε να μεταφέρει τα χρήματα από τον οφειλέτη στους πιστωτές.
Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος για την ασφαλώς ταπεινωτική και επαχθή αυτή εξέλιξη το κατέβαλε, όπως ήταν φυσικό, ο ελληνικός Θρόνος. Ο Όθωνας από δημοφιλής ηγέτης που υποτίθεται ήξερε καλύτερα από τον καθένα, την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του, να διαπραγματεύεται σκληρά με τους ξένους για το καλό της πατρίδας «του», μετατράπηκε στα μάτια της εγχώριας κοινής γνώμης (με τη συμβολή και του Τύπου) στον βασικό υπαίτιο για την ενίσχυση της εθνικής εξάρτησης από τον εξωτερικό παράγοντα. Την ευκαιρία για κριτική στο Θρόνο εκμεταλλεύτηκαν και τα τρία πολιτικά κόμματα της εποχής, το καθένα από τα οποία ήταν ταυτισμένο με κάποια από τις προστάτιδες δυνάμεις, το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό». Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την αντιπολίτευση που είχε καταγγείλει ανοικτά τη «βαυαροκρατία» όλο το προηγούμενο διάστημα, να προχωρήσει – και μάλιστα εσπευσμένα- στο σχέδιο της εξέγερσης που θα οδηγούσε τελικά στις 3 Σεπτεμβρίου (με την υποστήριξη και των τριών ξένων πρεσβευτών) στην παραχώρηση του πρώτου συντάγματος στην ιστορία του ελληνικού κράτους, και εντέλει μακροπρόθεσμα στην αποδυνάμωση της οθωνικής μοναρχίας.
«ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ» ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ ΚΡΑΤΟΣ
Από εκεί και μετά, στο καθαρά οικονομικό επίπεδο, το ελληνικό κράτος βρέθηκε αποκλεισμένο από τις αγορές για πολλές δεκαετίες. Θα μεσολαβήσουν πολλά: ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) που αναδιάταξε την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και δημιούργησε άλλες προτεραιότητες στο νέο καθεστώς ασφάλειας της ηπείρου, η έξωση του Όθωνα (που είχε πάρει το μέρος της ηττημένης Ρωσίας στον Κριμαϊκό) και η αντικατάσταση της βαυαρικής δυναστείας των Βιτελσβάχων από τη δανέζικη δυναστεία που εγκαινίασε ο Γεώργιος ο Α’ (1863). Ο τελευταίος θα φέρει μαζί του αφενός την προσάρτηση των Ιονίων νήσων (και της ριζοσπαστικής τους κουλτούρας) ως δώρο της Μ. Βρετανίας με σκοπό την εδραίωση της πρωτοκαθεδρίας της ως προστάτιδα δύναμη (κάτι που όντως θα διαρκέσει ως το 1947), αφετέρου ένα νέο και πιο προοδευτικό σύνταγμα (1864). Αλλά και στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο οι αλλαγές δεν θα είναι ασήμαντες. Θα υπάρξει για πρώτη φορά ανάπτυξη του κλάδου της μεταποίησης, παρότι βέβαια η πλειοψηφία των επιχειρήσεων θα είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους (ελάχιστες θα απασχολούν πάνω από 100 εργάτες) και η υιοθέτηση της τεχνολογικής καινοτομίας χαμηλού βαθμού. Σημαντική θα είναι και η ανάπτυξη της ελληνόκτητης εμπορικής ναυτιλίας έστω και αν η εισαγωγή τού ατμόπλοιου θα καθυστερήσει να γίνει κυρίαρχη στον ημεδαπό κλάδο.
Ταυτόχρονα, θα αρχίσει να δημιουργείται επίσης για πρώτη φορά και ένας αριθμητικά διόλου αμελητέος αστικός πληθυσμός ιδίως στις πόλεις της Αθήνας και του Πειραιά, της Πάτρας, της Καλαμάτας, της Λαμίας ή της Σύρου όπου συσσωρεύονται οι εσωτερικοί μετανάστες αλλά και οι Έλληνες των παροικιών που επιστρέφουν για να επενδύσουν εδώ τα κεφάλαιά τους, ιδίως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και τη γενική αναστάτωση στην περιοχή.
Ο πληθυσμός της υπαίθρου, και μάλιστα εκείνος της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας ή των ακτημόνων, δεν θα πάψει πάντως να είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του αστικού μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και ο αγροτικός τομέας, μεγαλύτερος έναντι του δευτερογενούς και του τριτογενούς, με προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, το κρασί, το στάρι μα πάνω από όλα την κορινθιακή σταφίδα να πρωτοπορούν σταθερά και με διαφορά στις εξαγωγές. Πρόκειται με δύο λόγια για μια κοινωνία αγροτική κατά βάση και συντηρητική στα ήθη και την κουλτούρα αλλά με μεγάλη επιθυμία για ανοδική κινητικότητα. Το στόχο αυτό τον επιτυγχάνει κυρίως με την οικογενειακή επένδυση στη συσσώρευση σχολικού κεφαλαίου (εξ ου και τα πολύ υψηλά ποσοστά αλφαβητισμού παρότι αγροτική) όπως και με την πρόσδεσή της στα πολιτικά δίκτυα πατρωνίας της εποχής (χάρη και στην καθιέρωση της καθολικής ψήφου των αρρένων, πολύ νωρίτερα από ό, τι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη) τα οποία αναλαμβάνουν τη διαχείριση των ατομικών και συλλογικών υποθέσεων σε τοπικό επίπεδο, εν απουσία ενός ισχυρού κράτους. Κάτι που άλλωστε εξηγεί και τη διαχρονικά έντονη πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αποτυπώνεται στον εντυπωσιακό αριθμό των 789 νέων τίτλων εφημερίδων (σχεδόν αποκλειστικά πολιτικών) που εμφανίστηκαν πανελλαδικά από το 1863 ως το τέλος του αιώνα, οι 402 εκ των οποίων στην Αθήνα [2].
Παράλληλα, στο επίπεδο της ιδεολογίας, κράτος και κοινωνία ταυτίζονταν με τρόπο απόλυτο, χάρη στη διαταξική και πανεθνική συναίνεση που είχε επιτευχθεί από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια γύρω από την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας (οι διαφορές αφορούσαν μόνο τον τρόπο και το χρόνο πραγμάτωσής της) εκτρέφοντας επί έναν αιώνα τις εθνικιστικές φαντασιώσεις για ένταξη των «αλύτρωτων» πληθυσμών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης κ.ά. στον εθνικό κορμό. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, που θα ενταθεί όσο θα οξύνεται το Ανατολικό Ζήτημα στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, είναι και από τα πιο κρίσιμα σε ό,τι αφορά το θέμα μας, καθώς είχε ως βασική συνέπεια τη σταθερά υπέρογκη επένδυση των ελληνικών κυβερνήσεων σε στρατιωτικές δαπάνες που, όπως έχει υπολογιστεί, κάλυπταν κατά μέσο όρο γύρω στο 30% του συνόλου των κρατικών δαπανών σε ειρηνικές περιόδους και έφθαναν το 50% σε περιόδους πολέμου ή πολεμικής κινητοποίησης[3]. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι δαπάνες αυτές καλύπτονταν ως επί το πλείστον από εξωτερικό δανεισμό και από τους ιδιαίτερα αυξημένους έμμεσους φόρους (που στράγγιζαν την αγοραστική δύναμη πρωτίστως των μισθωτών) και εκ της φύσεως τους δεν είχαν δε καμία παραγωγική αξία, ενώ η πολιτική και στρατιωτική τους σημασία θα αργούσε πάνω από μισό αιώνα να αποδειχτεί στην πράξη (δηλαδή από τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-3 και μετά). Πριν από το 1906-7, όταν και θα αρχίσει ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αυτές θύμιζαν ακόμη σε πολλά τους ατάκτους φουστανελάδες του 1821 [4]. Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες είναι ένα φαινόμενο με αδιάλειπτη συνέχεια στα 180 χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους, άμεσα συνδεδεμένο ασφαλώς με τα υπαρκτά γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα της περιοχής στην οποία οι συχνές αναταράξεις λόγω του Οθωμανού «μεγάλου ασθενούς» και του Ψυχρού Πολέμου εν συνεχεία, προκαλούσαν αντίστοιχα συχνές αλλαγές του status quo. Ταυτόχρονα, όμως, είχε να κάνει και με τη ροπή της εγχώριας πολιτικής τάξης διαχρονικά σε μια εθνικιστική ρητορική που συνέπαιρνε μεν το εκλογικό Σώμα και δημιουργούσε λαοπρόβλητους «εθνεγέρτες», δεν ανταποκρινόταν όμως πάντοτε σε απτούς εθνικούς κινδύνους.
Σε κάθε περίπτωση, η άρση του αποκλεισμού της χώρας από τις χρηματαγορές, το 1878 (μετά το συμβιβασμό με τους ομολογιούχους για το δάνειο του 1824-5) την βρήκε ενώπιον εντελώς νέων δεδομένων. Πολιτικά, ήταν η περίοδος που είχε αρχίσει να ανατέλλει το άστρο του φιλελεύθερου Χαρίλαου Τρικούπη ο οποίος, αφενός με τις απόψεις του περί της αρχής της δεδηλωμένης θα κατορθώσει να περιορίσει δραστικά την παρέμβαση του Θρόνου στο πολιτικό παιχνίδι, αφετέρου με την εμμονή του στη μετατροπή του πολιτικού συστήματος σε δικομματικό, θα μπορέσει να βάλει σε εφαρμογή, κάτω από συνθήκες σχετικής πολιτικής σταθερότητας, το μεγάλο του σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Το σχέδιο αυτό απαιτούσε πριν από όλα μεγάλα κονδύλια για δημόσιες επενδύσεις αλλά η διεθνής οικονομική συγκυρία ήταν ευνοϊκή για όλα αυτά. Ακριβώς επειδή η ευρωπαϊκή οικονομία βίωνε μια περίοδο ύφεσης μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1873, με αφορμή την κερδοσκοπία γύρω από τα γερμανικά χρεόγραφα, οι επενδυτές βρήκαν στις ανάγκες του ελληνικού κράτους για δανεισμό τον πιο ιδανικό πελάτη τους.
Ας σημειωθεί ότι το πάτημα για την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία δόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870 μετά το μείζον θέμα των λαυρεωτικών, που ήταν συνώνυμο της μεγαλύτερης χρηματιστηριακής κρίσης του αιώνα στην Ελλάδα. Με τον τίτλο «λαυρεωτικά» περιγράφεται από τη μία η υπόθεση της εξαγοράς της εταιρείας διαχείρισης των μεταλλείων του Λαυρίου, ιδιοκτησίας του Ιταλού Giovani Battista Serpieri, από τον Ανδρέα Συγγρό το 1873, με τη συνδρομή και παρασκηνιακών παιχνιδιών του Θρόνου. Και από την άλλη, το χρηματιστηριακό σκάνδαλο γύρω από τη μετοχή της Πιστωτικής Τράπεζας συμφερόντων επίσης του μεγαλοτραπεζίτη της Κωνσταντινούπολης, σκάνδαλο που οδήγησε σε οικονομική καταστροφή εκατοντάδες χιλιάδες μικροαστούς, μικρο-νοικοκυραίους αλλά και απλούς μεροκαματιάρηδες της Αθήνας ή της επαρχίας που είχαν εκστασιαστεί από την εκτόξευση της τιμής της μετοχής σε λίγες μόλις εβδομάδες και είχαν τρέξει αφελώς και αστόχαστα να μπουν στο χρηματιστηριακό πανηγύρι [5]. Η υπόθεση των λαυρεωτικών είναι ιστορικά σημαντική διότι αποτυπώνει το νέο φαινόμενο της διαπλοκής της πολιτικής με την επιχειρηματική τάξη, ιδίως με εκείνη των ομογενών του εξωτερικού με τις μεγάλες επενδυτικές δυνατότητες, ενώ φέρνει στην επιφάνεια και τη μαζική τάση της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό. Τάση που θα διαψευστεί και άλλες φορές (π.χ. κραχ του ελληνικού χρηματιστηρίου το 1999) καθώς η οικονομία θα εκχρηματίζεται και θα αποκτά πιο καθαρά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, πάντα όμως χωρίς θεσμούς διαφάνειας και προστασίας για τους μικρούς επενδυτές και σε καθεστώς ατιμωρησίας για τους κερδοσκόπους.
ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ 1878-1893: Η ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΙΚΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ
Μέσα από αυτό τον ορυμαγδό που θα προκαλέσει το σκάνδαλο, θα δοθεί η ευκαιρία στον Τρικούπη να νομιμοποιήσει ευρύτερα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία την ανάγκη για εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις δυτικού τύπου. Είπαμε ότι η κατασκευή δημόσιων υποδομών από το κράτος (οδικό ή σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια, εγγειοβελτιωτικά έργα κλπ) θα αποτελέσει τον πολιορκητικό κριό του τρικουπικού εγχειρήματος, και τα δάνεια των βορειοδυτικών επενδυτών, το μέσο για την πραγματοποίησή του. Η κάμψη του βιομηχανικού καπιταλισμού στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις του, το 1882-1896, θα συμπέσει με την πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και θα ωθήσει τους κεφαλαιούχους, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Ολλανδούς στην επένδυση κυρίως σε κρατικά ομόλογα, τράπεζες και σε σιδηροδρόμους που ήταν η νέα μεγάλη «ιδεολογία» της εποχής στο δυτικό κόσμο [6].
Παρότι είναι γεγονός ότι οι ξένοι κεφαλαιούχοι εξαρτούσαν το ύψος της επένδυσης από τη φερεγγυότητα του οφειλέτη, δηλαδή απέφευγαν ή επένδυαν λίγα σε υπανάπτυκτες χώρες, το ελληνικό κράτος και τα χρεόγραφά του φάνταζαν -και ήταν πράγματι- θελκτικά για τους ίδιους. Έχει καταδειχτεί πειστικά από σχετική έρευνα [7] ότι η αποδοτικότητα των ελληνικών ομολόγων κυμαινόταν στο 19ο αιώνα ανάμεσα σε 9% με 15%, αν υπολογιστεί και ο ανατοκισμός των τόκων, ώστε ο κάτοχός τους ήταν δυνατόν να έχει αποσβέσει το κεφάλαιό του σε πέντε με οκτώ χρόνια. Αναμφισβήτητα, εξαιρετική απόδοση αν σκεφτεί κανείς ότι τα χρεόγραφα των περισσότερων κρατών της εποχής απέδιδαν από 1% έως 6%, και ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις στις τράπεζες είχαν επιτόκιο το πολύ 2,5% στο εξωτερικό και 5% στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι το προηγούμενο του δανείου της επανάστασης, το 1824-5, και η αδυναμία αποπληρωμής του θα έπρεπε να είχαν κάνει επιφυλακτικούς τους επενδυτές με την (αν)αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όσοι επένδυσαν στη μακρά διάρκεια και αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά τα χρεόγραφα αυτά, ιδίως την περίοδο 1827-1847, προφανώς σε εξευτελιστικές τιμές, είδαν (όχι οι ίδιοι αλλά οι κληρονόμοι τους) το κεφάλαιό τους έως και να εξαπλασιάζεται, μετά το συμβιβασμό του 1878-1879. Και τούτο διότι ως το 1930 –δηλαδή πάνω από έναν αιώνα μετά τη σύναψη του πρώτου δανείου- ο συμβιβασμός υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να καταβάλει αδιαλείπτως στους ομολογιούχους 2,5% επί του κεφαλαίου.
Σημασία έχει τελικά ότι για 14 χρόνια, δηλαδή από το 1878 ως το 1892, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν πρόσβαση σε μια ανεξάντλητη και παγκόσμια αγορά κεφαλαίων. Στην περίοδο αυτή, οι κυβερνήσεις, κυρίως τρικουπικές, προχώρησαν στη σύναψη οκτώ εξωτερικών δανείων συνολικού ύψους 630 εκατ. δραχμών και σε πέντε εσωτερικά δάνεια, περίπου 65 εκατ. δραχμών. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης το μέγεθος των βαρών που έφθασε να αναλάβει τότε το κράτος ήταν υπερ-τετραπλάσιο σε σχέση με τη δεκαεξαετία 1862-1878 όπου (αποκλεισμένο όπως ήταν από τα ξένα χρηματιστήρια) είχε συνάψει μόλις 130 εκατ. δραχμών σε εσωτερικά δάνεια [8]. Αυτή η άνεση που προσέφεραν οι ξένοι πιστωτές ήταν η ευχή και η κατάρα του ελληνικού κράτους και του πολιτικού συστήματος που διαχειριζόταν τις τύχες του. Το δημόσιο χρέος της χώρας από 60% του ΑΕΠ που ήταν το 1876, έφθασε να διπλασιαστεί σε απόλυτους αριθμούς το 1884 και να τετραπλασιαστεί το 1887. Το 1893, τη χρονιά της επίσημης χρεοκοπίας (ανακοινώθηκε 1η Δεκεμβρίου), είχε εκτιναχτεί στο επταπλάσιο και αντιστοιχούσε στο 230% του ΑΕΠ [9]. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι από κάποια στιγμή κι έπειτα, τα νέα δάνεια εξυπηρετούσαν ουσιαστικά την εξυπηρέτηση των παλαιών τοκοχρεολυσίων. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, τα δάνεια αυτά δεν πήγαν πάντα σε παραγωγικούς σκοπούς, ενώ πρέπει να συγκαταμετρηθεί ότι εξαιτίας των επαχθών όρων σύναψής τους, εκδίδονταν όλα κάτω του αρτίου. Έτσι, από το ονομαστικό κεφάλαιο των 630 εκατ. έφθασαν τελικά στα ελληνικά θησαυροφυλάκια μόνο τα 459 εκατ. Είναι γεγονός ότι ένα μέρος αυτών των χρημάτων πήγαν μεν στα δημόσια έργα, συνολικά 120 εκατ. δραχμές, αλλά η απόδοσή τους σε κρατικά έσοδα, μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και επομένως των φόρων, είναι αυτονόητο ότι θα αργούσε να φανεί. Από εκεί και πέρα όμως, άλλα 100 εκατ. πήγαν σε στρατιωτικές δαπάνες (το 1879-1884 αυτές υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με την προηγούμενη 5ετία), και τα υπόλοιπα, δηλαδή πάνω από τα μισά, για τη χρηματοδότηση των αναγκών του δημοσίου (το παιχνίδι των διορισμών δημοσίων υπαλλήλων από τα κόμματα έγινε ανεξέλεγκτο), για έκτακτα έξοδα και για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Τα περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής περιορίζονταν έτι περαιτέρω και από τη μονιμοποίηση της αναγκαστικής κυκλοφορίας χρήματος στην οποία οδηγήθηκε το κράτος το 1868 όταν η ανάγκη χρηματοδότησης της κρητικής εξέγερσης το υποχρέωσε στην άρση της μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν αφενός η επιβάρυνση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, που ήταν μακράν η μεγαλύτερη τράπεζα εγχωρίως, ως βασικού χρηματοδότη του ελληνικού κράτους (ο Τρικούπης συνήθιζε να προεισπράττει από αυτή μέρος των δανείων), γεγονός που θα της στοίχιζε πολύ, μετά τη χρεωκοπία του 1893∙ αφετέρου η υποτίμηση της δραχμής (εξαιτίας και των κερδοσκοπικών παιχνιδιών εις βάρος της), η ισοτιμία της οποίας έναντι του γαλλικού φράγκου θα φθάσει στο κατώτατο σημείο της το 1895 (1,80:1).
1898-1909: ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Μετά την ανακοίνωση της χρεοκοπίας που θα έφερνε λίγο μετά και το πολιτικό (αλλά και το βιολογικό) τέλος του Χαρίλαου Τρικούπη, όπως άλλωστε και της πολιτικής σταθερότητας της προηγούμενης 15ετίας, θα ξεκινούσε μια περίοδος τεσσάρων ιδιαίτερα ταραγμένων και απρόβλεπτων χρόνων. Οι επόμενες κυβερνήσεις, που εναλλάσσονταν κάθε λίγους μήνες στην εξουσία, θα κληθούν να διαπραγματευτούν το «κούρεμα» της επένδυσης των ξένων ομολογιούχων εν μέσω της οργής των τελευταίων που είδαν να εξαιρούνται από το διακανονισμό οι Έλληνες δανειστές. Θα είναι μια περίοδος που θα χαρακτηριστεί από την έξαρση του εθνικιστικού πνεύματος το οποίο θα εκφράσει στην πιο ακραία του και επικίνδυνη μορφή η Εθνική Εταιρία. Η συνωμοτική αυτή ομάδα που είχε κυρίως τις βλέψεις της στο χώρο της Μακεδονίας και ξεκίνησε αρχικά ως κίνηση αξιωματικών του στρατού πριν συμπεριλάβει και πολίτες, βρισκόταν σε αγαστή σύμπνοια με την ελλαδική ορθόδοξη Εκκλησία δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για την εμπλοκή τού -εντελώς απροετοίμαστου- ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1897 με την οθωμανική αυτοκρατορία [10]. Το φιάσκο της κατάληξής του μπορεί να μην στοίχισε στην Ελλάδα κάποια εδαφική απώλεια, χάρη στην άμεση παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων που δεν επιθυμούσαν αλλαγή του status quo στην περιοχή, επιβάρυνε όμως το ήδη χρεωκοπημένο κράτος με την καταβολή τής πολύ μεγάλης αποζημίωσης των 100 εκατ. φράγκων στην Πύλη. Μετά και από αυτό, η έλευση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτο γεγονός. Οι έξι δυνάμεις που αντιπροσωπεύονταν σε αυτή κατάφεραν να πετύχουν πολύ ευνοϊκούς όρους τόσο για την αποπληρωμή του χρέους (από φόρους, μονοπώλια, χαρτόσημα κ.ά., ορισμένα εκ των οποίων διήρκεσαν ως το τέλος του 20ου αιώνα) όσο και για την αποπληρωμή τής αποζημίωσης στο οθωμανικό κράτος.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς μετά από αυτό, σε συνδυασμό και με το ασταθές πολιτικό σκηνικό που το συνόδευε, να οδηγηθεί η χώρα σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και εθνικής κατήφειας, εκείνο που ακολούθησε ήταν αντιθέτως μια απρόσμενη αναγέννηση. Χάρη και στη συνετή διαχείριση από την πλευρά του επικεφαλής της Διεθνούς Επιτροπής Εδουάρδου Λω, τα δημοσιονομικά εξυγιάνθηκαν σχετικά γρήγορα και η δραχμή επανήλθε το 1909 στην ισοτιμία 1:1 με το γαλλικό φράγκο. Η χρονιά αυτή θα σήμανε και την «εξυγίανση» του πολιτικού συστήματος με το κίνημα στο Γουδί και τη συνακόλουθη καταλυτική εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου που άλλαξε συθέμελα την οργάνωση του πολιτικού πεδίου. Έτσι, μόλις μια 15ετία μετά από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», το ελληνικό κράτος ήταν έτοιμο να πραγματώσει για πρώτη φορά με ρεαλιστικό τρόπο τη Μεγάλη Ιδέα που θα οδηγούσε στο διπλασιασμό της επικράτειάς του και στην απαρχή μιας νέας πολύ πιο γόνιμης περιόδου του.
ΚΡΑΧ 1929: ΠΩΣ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟΠΙΚΟ
Παρότι το εγχείρημα του βενιζελικού εκσυγχρονισμού δεν στηρίχτηκε σε τόσο βαθμό στον εξωτερικό δανεισμό (το δικό του πρόβλημα ήταν ο εθνικός διχασμός που προκλήθηκε από την ανάδυση ενός αντίπαλου σχεδίου ηγεμονίας το οποίο εξέφραζαν οι αντιβενιζελικοί), δεν έμελε ούτε αυτό να γλυτώσει την ταύτισή του με ένα ακόμη χρεοστάσιο στο κράτος. Η παρατεταμένη πολεμική περιπέτεια του ελληνικού κράτους είχε πλήξει όπως ήταν λογικό την πιστοληπτική του ικανότητα, με αποτέλεσμα να καταφύγει κυρίως στον εσωτερικό δανεισμό και μόλις μετά το 1916 στη (μικρή) αύξηση της φορολογίας ως τρόπους εξασφάλισης πόρων.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η ελληνική οικονομία που έπρεπε να σηκώσει και το δυσβάσταχτο βάρος της αποκατάστασης του 1,5 εκατ. προσφύγων, είχε μπει ξεκάθαρα σε ένα καθοδικό σπιράλ κρίσης. Αλλά το πρόβλημα ξεπερνούσε τις δυνατότητες του ήδη εξαντλημένου βενιζελισμού. Αφορούσε το σύνολο του δυτικού κόσμου και είχε πολλαπλές και αλληλοδιαπλεκόμενες διαστάσεις. Η συγκυρία τού μεσοπολέμου στο δυτικό κόσμο αποτέλεσε πρώτα και κύρια το σημείο τής εύφλεκτης συνάντησης τριών ανταγωνιστικών κοσμοθεωριών, του φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού, αλλά μαζί και το σημείο ανάδυσης της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που είχε γνωρίσει ως τότε ο καπιταλισμός, παγκοσμίως. Οι τοπικές (εθνικές) οικονομίες που ήταν για πρώτη φορά τόσο αλληλεξαρτημένες μεταξύ τους, ήταν καταδικασμένες να ακολουθήσουν από κοινού τη μοίρα της παγκόσμιας τάσης.
Η απαρχή τής κρίσης προέκυψε από το χρηματιστηριακό κραχ της 19ης Οκτωβρίου 1929 στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Η κρίση της αμερικανικής οικονομίας, που σηματοδότησε και το τέλος του φιλελεύθερου καπιταλισμού του 19ου αιώνα, πέρασε σχετικά γρήγορα στη Γηραιά Ήπειρο, με την ηττημένη στον πρόσφατο Μεγάλο Πόλεμο Γερμανία να τη βιώνει πιο βαριά από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το 1931, το γερμανικό κράτος δήλωσε αδυναμία καταβολής των πολεμικών επανορθώσεων ενώ μία μεγάλη γερμανική τράπεζα κήρυξε στάση πληρωμών. Στη Γαλλία, η κρίση έλαβε κυρίως μορφή δημοσιονομικής κρίσης λόγω της πτώσης των φορολογικών εσόδων από την ύφεση στην αγορά ενώ στη Μ. Βρετανία ο αντίκτυπος ήταν πολύ μεγαλύτερος, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1931 η αγγλική λίρα να εγκαταλείψει τον «κανόνα του χρυσού». Οι συνέπειες για την Ελλάδα ήταν άμεσες καθώς η δραχμή ήταν συνδεδεμένη με το χρυσό μέσω της λίρας.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου και ο ίδιος ο Κρητικός πολιτικός είχε επιστρέψει στην εξουσία με δύο βασικούς στόχους: την υπέρβαση, επιτέλους, του εθνικού διχασμού και την εκτέλεση μεγάλων παραγωγικών έργων που θα ολοκλήρωναν το πέρασμα από την αγροτική οικονομία του 19ου αιώνα στον αστικό εκσυγχρονισμό που ευαγγελιζόταν εξαρχής ο βενιζελισμός. Μέχρι την κατάρρευση της Γουόλ Στριτ, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φάνταζε εφικτή αφού είχε επιτευχθεί η νομισματική σταθερότητα, με την αρωγή και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) από την οποία είχε ζητήσει βοήθεια η Αθήνα, σταθερότητα την οποία εγγυούνταν η προσφάτως ιδρυθείσα Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα είχε αρχίσει να δημιουργείται σε διάφορες πόλεις για πρώτη φορά ένας μικρός βιομηχανικός κλάδος.
Το όχημα για την ολοκλήρωση του οικονομικού εκσυγχρονισμού θα ήταν πάντως το κράτος, που για το λόγο αυτό είχε αναλάβει πολύ μεγάλο αναπτυξιακό ρόλο. Το στοίχημα -παρότι δεν ήταν μόνο ελληνικό καθώς αφορούσε ολόκληρη την Ευρώπη, αν και με διαφορετικές κατά τόπους προτεραιότητες- ήταν εξαιρετικά σύνθετο αφού στην ελληνική του εκδοχή βασιζόταν στο σαθρό έδαφος των μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων με δεδομένο ότι το ελληνικό κράτος είχε εν μέρει ακόμη ανοικτό το τιτάνιο ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων καθώς και της ουσιαστικής ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών στην επικράτειά του, μετά τη μεγάλη εδαφική επέκταση της προηγούμενης δεκαετίας. Η κρίση του 1929 ερχόταν να υπονομεύσει τους στόχους αυτούς ενώ σε τούτο δεν βοηθούσε και μια αντικοινοβουλευτική κουλτούρα που είχε διαποτίσει την πολιτική ελίτ της εποχής [11], η οποία, όπως θα αποδεικνυόταν λίγο αργότερα και με την επιβολή της δικτατορίας από τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Ιωάννη Μεταξά, ήταν πολύ κατώτερη των κρίσιμων περιστάσεων.
Το τοπίο περιέπλεκαν και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που έπαιζαν οι πενήντα τράπεζες που είχαν ιδρυθεί το προηγούμενο διάστημα στο μικρό αυτό κράτος της βαλκανικής (και μάλιστα χωρίς σαφές θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας), των οποίων το βασικό μέλημα ήταν η εκμετάλλευση της συναλλαγματικής αστάθειας και του πληθωρισμού προς όφελός τους [12].
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι μετά τις μάλλον αργές και περιορισμένης απόδοσης κινήσεις της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων για τη συγκράτηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων που είχαν σχεδόν εξαντληθεί, ο Βενιζέλος απευθύνθηκε τον Ιανουάριο του 1932 στη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία σε αναζήτηση δανείου 50 εκατ. δολαρίων (σε 4 δόσεις των 12,5 εκατ.), με ταυτόχρονη αναστολή επί πενταετία του χρεολυσίου των εξωτερικών δανείων. Ωστόσο, η επακόλουθη έκθεση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚτΕ δεν ήταν ενθαρρυντική για ένα τέτοιο δάνειο. Υπό την πίεση των καταστάσεων αλλά και του Τύπου που κατηγορούσε την κυβέρνηση ως διεφθαρμένη, κι ενώ το κυβερνών κόμμα έδειχνε να χάνει τη δημοτικότητά του (όπως αποδείχτηκε στην επαναληπτική εκλογή στο Δήμο Πειραιά το Φεβρουάριο του 1932), ο Βενιζέλος ζήτησε τη σύγκληση των πολιτικών αρχηγών στην οποία πρότεινε τη σύσταση οικουμενικής κυβέρνησης, στο όνομα της οποίας δεχόταν ακόμη και να μην είναι ο ίδιος πρωθυπουργός. Παρότι γενικώς η αντιπολίτευση δεν θεωρούσε λάθος την πολιτική τού πρωθυπουργού για τη διαχείριση της κρίσης, ο Π. Τσαλδάρης, αρχηγός των Λαϊκών, αρνήθηκε τη συμμετοχή σε μια τέτοια κυβέρνηση επειδή θεωρούσε ότι θα τον έφθειρε πολιτικά [13].
Μετά και τη δυσμενή απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ που αποφαινόταν ότι το θέμα της αναστολής των τοκοχρεολυσίων έπρεπε να το λύσει η Ελλάδα μόνη της με τους ξένους ομολογιούχους, το ελληνικό κράτος κήρυξε την 1η Μαΐου προσωρινό χρεοστάσιο. Θα ακολουθήσει η στροφή της Ελλάδας αλλά και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών στον οικονομικό εθνικισμό και στη λογική της αυτάρκειας -άλλο ένα λιθαράκι στο δρόμο της εθνικιστικής πόλωσης που οδήγησε την Ευρώπη στο δεύτερο και καταστροφικότερο «εμφύλιό» της στον 20ο αιώνα.
* * * *
Το χρεοστάσιο του 1843 το χωρίζει από εκείνο του 1893, 50 χρόνια και από εκείνο του 1932, 39 χρόνια. Από την παρ’ ολίγον στάση πληρωμών του 1985 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου (που αποφεύχθηκε χάρη στον άμεσο δανεισμό από την ΕΟΚ και στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα που τον συνόδευσε [14]) μεσολαβεί πάλι μια 50ετία και ως την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου το 2010, άλλα 25 χρόνια. Αν συμπεριλάβουμε και την περίοδο της γερμανικής κατοχής όπου κατέρρευσε πλήρως η οικονομία, δύσκολα θα συναντήσουμε στη νεοελληνική ιστορία μία γενιά που να μην έχει μνήμες κρατικής χρεοκοπίας. Το φαινόμενο παρουσιάζει, λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα επιμονή που ίσως να μπορεί να ενταχτεί στις μακρές συνέχειες του ελληνικού κράτους.
Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι ένα αμιγώς τεχνικό ζήτημα και ότι συνδέεται κάθε φορά με μια καθορισμένη πολιτική ενώ επηρεάζεται και από τις νοοτροπίες, τις ιδεολογίες και τις κοινωνικές πρακτικές τής εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Παρότι χρήζει εμβριθέστερης έρευνας θα μπορούσε κανείς ως υπόθεση εργασίας να αναρωτηθεί αν τα χρεοστάσια του ελληνικού κράτους και η αδυναμία της εκάστοτε πολιτικής ελίτ να διαχειριστεί με χρηστό τρόπο τα δημοσιονομικά ζητήματα συνδέονται με την εγγενή αδυναμία της κοινωνίας και των θεσμών της να αντιληφθούν και να απαντήσουν με ξεκάθαρο τρόπο στα διλήμματα που θέτει ήδη από τον 19ο αιώνα, σε δεδομένες στιγμές, η εξελισσόμενη πάντα μέσα από αντιφάσεις πορεία της νεοτερικότητας της Ελλάδας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] J.A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, τ. Β’, σελ. 570-5.
[2] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936 (μτφρ Θ. Παρασκευόπουλος), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, τ. Β. σελ. 694.
[3] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009 [5η εκδ.], τ. Β’, σελ. 856-7.
[4] Γ. Μαργαρίτης, «Οι πόλεμοι. Από τον Πόλεμο του 1897 στη Μικρασιατική Εκστρατεία», στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σελ. 165-195.
[5] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους…, τ.Α’, σελ. 507-576.
[6] Λ. Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982, σελ. 17-44.
[7] Γ.Β. Δερτιλής, ό.π., τ.Α’, σελ. 584-591.
[8] Χρ. Αγριαντώνη, «Η συγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, 1870-1909», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 5, σελ. 68.
[9] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920…, τ. Α’, σελ. 603.
[10] Πιο αναλυτικά για την ταραγμένη αυτή περίοδο βλ. Γ. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…» Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999.
[11] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936…, βλ. το υποκεφάλαιο, «Τα κόμμα και οι πραιτοριανοί», τ. Β. σελ. 1194-1254.
[12] Χρ. Αγριαντώνη – Γ.Μ. Πανσέληνα, «Η ελληνική οικονομία. Διεθνής κρίση και εθνικός προστατευτισμός», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000… τ.7, σελ. 121-134 και Γ. Μητροφάνης, «Η δημόσια οικονομία. Ανασυγκρότηση και κρίση», ό.π., σελ. 141-158.
[13] Γρ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Κάκτος, Αθήνα 1997, τ.2, σελ. 101-142.
[14] Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000, Πατάκης, Αθήνα 2001 [9η εκδ.], σελ. 374-5.
[2] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936 (μτφρ Θ. Παρασκευόπουλος), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, τ. Β. σελ. 694.
[3] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009 [5η εκδ.], τ. Β’, σελ. 856-7.
[4] Γ. Μαργαρίτης, «Οι πόλεμοι. Από τον Πόλεμο του 1897 στη Μικρασιατική Εκστρατεία», στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σελ. 165-195.
[5] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους…, τ.Α’, σελ. 507-576.
[6] Λ. Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982, σελ. 17-44.
[7] Γ.Β. Δερτιλής, ό.π., τ.Α’, σελ. 584-591.
[8] Χρ. Αγριαντώνη, «Η συγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, 1870-1909», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 5, σελ. 68.
[9] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920…, τ. Α’, σελ. 603.
[10] Πιο αναλυτικά για την ταραγμένη αυτή περίοδο βλ. Γ. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…» Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999.
[11] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936…, βλ. το υποκεφάλαιο, «Τα κόμμα και οι πραιτοριανοί», τ. Β. σελ. 1194-1254.
[12] Χρ. Αγριαντώνη – Γ.Μ. Πανσέληνα, «Η ελληνική οικονομία. Διεθνής κρίση και εθνικός προστατευτισμός», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000… τ.7, σελ. 121-134 και Γ. Μητροφάνης, «Η δημόσια οικονομία. Ανασυγκρότηση και κρίση», ό.π., σελ. 141-158.
[13] Γρ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Κάκτος, Αθήνα 1997, τ.2, σελ. 101-142.
[14] Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000, Πατάκης, Αθήνα 2001 [9η εκδ.], σελ. 374-5.
www.foreignaffairs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου