Ο... αντιδημοκρατικός πολίτης Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου
Πρόεδρος της Επιτροπής Ενημερώσεως Εθνικών Θεμάτων
Πρόεδρος της Επιτροπής Ενημερώσεως Εθνικών Θεμάτων
Πρόκειται για την επανάσταση του εννιά –άλλοι τη λένε κίνημα- που έθεσε τα θεμέλια της αναγέννησης της Ελλάδας και «έδωσε στο ταπεινωμένο έθνος ηγεσία και πίστη», όπως έγραφε ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς (βλ. το έργο του: «Η επανάσταση του 1909», Αθήνα 1957).
Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» υπό τον συνταγματάρχη Ζορμπά «εσάρωσε τον απολιθωμένο κρατικό μηχανισμό» και «εσημείωσε το τελευταίο κτύπημα κατά του καταρρέοντος συστήματος», προσθέτουν κορυφαίοι οικονομολόγοι (Σιδέρις – Καλιτσουνάκις κτλ.). Ως προς τα αίτια της επανάστασης τα περιγράφει ο ίδιος ο Ζορμπάς στα «Απομνημονεύματα» του (πρωτοεκδόθηκαν το 1911 και σε β’ έκδοση από το «Μέτρον», Αθήνα, 2005, σελ. 13 επ.).
Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», απευθυνόμενος στον Βασιλέα έγραφε: «Το επίσημον κράτος υβρισθέν και ταπεινωθέν, αδυνατεί να κινηθεί προς άμυναν του δικαίου του».
Ήταν τότε που η ηγεσία του στρατεύματος διεπόταν και από πατριωτισμό και από το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας.
Το 1909 υπήρξε η «επανάσταση η οποία διέρρηξε το ημιφεουδαρχικό σύστημα των «λευκών δούλων» και το σαθρό πολιτικο-κοινωνικό-οικονομικό σύστημα» έγραφε ο γράφων εδώ και σαράντα χρόνια (βλ. «Οι Γεωργικοί Συνεταιρισμοί στην Ελλάδα» εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1973, σελ. 84 επ. όπου περισσότερα για το Γουδί). Ο ιστορικός της Αριστεράς Τ. Βουρνάς, χαρακτηρίζει το 1909 ως «κοινωνική μαιευτική» του στρατού πλην όμως «το Γουδί, σαν κίνημα κοινωνικής αφετηρίας δε μπόρεσε να εκμεταλλευτεί όλες τις προσφερόμενες δυνατότητες και να παίξει τον ιστορικό ρόλο που προδιέγραψε γι’ αυτό η εποχή του» (βλ. «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας» (1909-1940), εκδ. «Τολίδη», Αθήνα, 1977, σελ. 7-10).
Όπως και να έχουν τα πράγματα – και οι διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις – εκείνο το οποίο είναι βέβαιο είναι ετούτο: Το 1909 υπήρξε αφετηρία για ένα νέο αναγεννητικό ξεκίνημα της Ελλάδας, που ζούσε στο τέλμα, δίνοντάς την τα φτερά και την αισιοδοξία να μπει στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, μετά την ήττα του 1897.
Η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση από κάθε άποψη: Οικονομική – κοινωνική – ηθική και πίστης του λαού της στο πολιτικό της σύστημα. Ένα σύστημα, το οποίο: την υποθήκευσε στους δανειστές. Βιώνει μέσα στη σήψη και την αρπαχτή. Αδυνατεί να κινητοποιήσει στοιχειωδώς τις παραγωγικές δυνάμεις της πατρίδας. Είναι ανίκανο να θέσει σε κίνηση τους τελματωμένους θεσμούς και να οικοδομήσει ένα ανεκτό κοινωνικό κράτος.
Ένα άθλιο σύστημα εν μέσω αθλίων πολιτικών, οι οποίοι δρουν και σκέπτονται μόνο την πολιτική τους καριέρα και την παράταξή τους:
Ένα σύστημα χωρίς ελπίδα, χωρίς εθνική προοπτική, χωρίς χαμόγελο και όραμα. Αυτό το «σύστημα» πρέπει να πεθάνει πριν πεθάνουν όλοι οι Έλληνες. Συνεπώς, ο γράφων, παραφράζοντας τον Ροβεσπιέρο, λέει: Βιάσου, ώ μέλλον, νάρθει ένα νέο Γουδί, ένα νέο 1909. Πεθαίνουμε ως λαός, ως πατρίδα, ως έθνος. Το θάνατο αυτό μόνο ο στρατός μπορεί να τον αποτρέψει, γιατί μόνο αυτός μπορεί να κάνει επανάσταση.
Πάνω σ’ αυτό το καίριο πρόβλημα ο Φρ. Ένγκελς, έγραφε στα 1892: «Η επανάσταση μόνο από το στρατό μπορεί να ξεκινήσει. Ένας άοπλος λαός απέναντι σ’ έναν σημερινό στρατό αποτελεί από στρατιωτική άποψη μηδενικό μέγεθος».
Ο Π. Κονδύλης, από τον οποίο αντλώ αυτό το παράθεμα του Ένγκελς, γράφει, ερμηνεύοντάς τον: «Ο Ένγκελς προφανώς δεν εγκατέλειψε ποτέ τη σκέψη μιας επαναστατικής μεταβολής της λειτουργίας του στρατού» (βλ. το έργο του: «Πόλεμος και Ειρήνη», εκδ. γ’, «Θεμέλιο», Αθήνα, 1999, σελ. 226 και τις εκεί σχετικές επιστολές του Ένγκελς).
Συνεπώς: Αν υιοθετήσουμε τις επισημάνσεις του Ένγκελς ως προς το κράτος καταστολής του 1891, αυτό πολύ περισσότερο ισχύει σήμερα.Άρα, χωρίς στρατό δεν μπορεί να γίνει επανάσταση γιατί, όπως έγραφε και ο Ένγκελς «Η εποχή των χαρακωμάτων πέρασε». Εκείνο το οποίο παραμένει ως ιστορικό ζητούμενο είναι τούτο: Κατά πόσον και πως ένα τέτοιο ιστορικό εγχείρημα μπορεί να πετύχει, γιατί όταν και αν πετύχει γίνεται αποδεκτό από την κοινωνία και δημιουργεί το δικό του δίκαιο.
Αυτή την ιστορική αλήθεια την είχε επισημάνει στην περίοδο της Κατοχής και του αντάρτικου ο Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος διαπιστώνοντας ταλαντεύσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ έναντι των Άγγλων, έστειλε στο πολιτικό γραφείο την από 22 Σεπτεμβρίου 1943 πολυσέλιδη επιστολή του, η οποία επί του θέματος έλεγε: «Χίλια καλά να έχουμε κάνει αν χάσουμε τώρα το παιχνίδι θα μας μουτζώνουν όλοι. Αν κερδίσουμε όμως, και να έχουμε κάνει και κάτι σκληρό θα μας το συγχωρέσουν και θα μας χειροκροτήσουν. Αυτή δυστυχώς είναι η ψυχολογία του κόσμου» (Την επιστολή αυτή βλ. στο έργο του Κ. Γριτζώνα: «Ο Άρης Βελουχιώτης και οι Άγγλοι», εκδ. «Γλάρος», Αθήνα, 1983 σελ. 36-39).
Το πόσο δίκιο είχε ο Άρης απεδείχθηκε τα επόμενα χρόνια κατά τα οποία οι ηττημένοι κομμουνιστές «χόρτασαν» εξορίες, φυλακές και εκτελεστικά αποσπάσματα.
Σε μικρότερο βαθμό τα ίδια –πλην εκτελέσεων και εξοριών- υπέστησαν και οι ελάχιστοι «πρωταίτιοι» της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου(μετά την αυτοκατάρρευση χαρακτηρίστηκε πραξικόπημα,ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας τη θεώρησε ως επανάσταση δημιουργήσασα δίκαιο).
Είπαμε: Δρυός πεσούσης η ιστορία λειτουργεί ανάποδα.
Με τα ιστορικά αυτά δεδομένα γιορτάζουμε την Επανάσταση του 1909, οι φορείς της οποίας φέρθηκαν έξυπνα και πατριωτικά ανοίγοντας το δρόμο στην Ελλάδα ν’ ανοίξει τα φερτά της αναταράσσοντας το εθνικό τέλμα!
Άντε, μια ανάλογη προσπάθεια μήπως και περισώσουμε τίποτα από κοινωνικά και εθνικά ερείπια.. Για την πατρίδα Αξίζει να διακινδυνεύει κανείς τη βολή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου