Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Εάν κάποιος επιχειρούσε, πριν από λίγο μόλις καιρό, να μιλήσει για όριο στις θυσίες για το ευρώ, αυτομάτως χρεωνόταν στο«Κόμμα της Δραχμής». Όποιος έλεγε ότι το ευρώ δεν έχει νόημα σε μια νεκρή οικονομία και χώρα, όποιος έθετε ζήτημααντίστασης στη δολοφονία του ελληνικού λαού, εθνικής αξιοπρέπειας και επιβίωσης ήταν υπονομευτής της «εθνικής προσπάθειας». Αυτά περίπου εκστόμιζαν – και συνεχίζουν ακάθεκτοι – οι δογματικοί, οι μύωπες και οι ανόητοι του δημόσιου βίου μας.
Κατά κανόνα η επίκληση της εθνικής αξιοπρέπειας – κι αυτό πολλοί το έχουμε ζήσει επί μακρόν – αντιμετωπιζόταν με τηβλακώδη και ανάξια απάντησης «κατηγορία» ότι «θέλετε να γίνετε Αλβανία του Χότζα, Βόρεια Κορέα» και άλλα ευτελή. Όμως, όπως πάντα αποδεικνύεται σε βάθος χρόνου, «έχει ο καιρός γυρίσματα».
Το τελευταίο διάστημα οι δογματικοί, οι μύωπες και οι ανόητοι μένουν όλο και περισσότερο… μόνοι, να πλέουν αβοήθητοι στο πέλαγος της ασυναρτησίας, της βλακείας και της ασχετοσύνης τους. Αντιθέτως όλο και πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να μπει ένα τέλος στη βαρβαρότητα.
Αν όμως αυτές οι φωνές προέρχονται από τους ρημαγμένους, από τους σφαγιαζόμενους στον βωμό των δανειστών και της τρόικάς τους ή από όσους είχαν εγκαίρως τη διορατικότητα να προειδοποιήσουν για το μέγεθος της ήδη συντελούμενης καταστροφής, δεν προκαλούν πλέον εντύπωση.
Αντιθέτως είναι εντυπωσιακή η διατύπωση παρόμοιων απόψεων από παράγοντες των οποίων η άποψη, σταθερά, από την αρχή αυτής της καταστροφικής περιπέτειας, προέτασσε τη «δημοσιονομική προσαρμογή» και τις ζητούμενες από τους δανειστές «μεταρρυθμίσεις», με στόχο την παραμονή στο ευρώ, και μάλιστα – περίπου – με κάθε θυσία.
Υπό την έννοια αυτή έχει ιδιαίτερη αξία να δούμε το κείμενο του διευθυντή του «Βήματος» Αντώνη Καρακούση, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας την Παρασκευή, με τίτλο «Το τίμημα του ευρώ δεν μπορεί να είναι απεριόριστο».
Στην εισαγωγή του ο έμπειρος δημοσιογράφος – ο οποίος προφανώς ουδέποτε υπήρξε θαυμαστής της κομμουνιστικής – οικογενειακής δυναστείας της Βόρειας Κορέας ή του Χότζα ούτε μπορεί να κατηγορηθεί… επί σοσιαλισμώ – σημειώνει (οι όποιες επισημάνσεις στο κείμενο είναι δικές μας):
«Η Ευρώπη ζει μέρες αγωνιώδεις, μέρες ελληνικές. Η κρίση χρέους απειλεί μεγάλες χώρες, ισχυρές παραγωγικές οικονομίες, πολύ ισχυρότερες και πιο σύνθετες από την δική μας. Το επιχείρημα που οικοδομούσαν ορισμένοι, ότι η Ελλάδα είναι μοναδική περίπτωση και ότι αν αποκλεισθεί, ως υγειονομική ζώνη, θα προστατευθεί η υπόλοιπη Ευρώπη απεδείχθη ασθενές και κατασκευασμένο για τις ανάγκες της προπαγάνδας του καθυστερημένου Τύπου και των υστερικών ΜΜΕ της κεντρικής Ευρώπης, της Γερμανίας ειδικότερα».
Λίγο παρακάτω, αφού πρώτα επισημαίνει πως «η κρίση χρέους είναι πανευρωπαϊκή και βαθιά συστημική και ως τέτοια μπορεί να μεταδοθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, αν δεν εφαρμοσθούν έγκαιρα αποφασιστικές πολιτικές και δεν υπάρξει ευθεία σύγκρουση με τις αδηφάγες και μονοσήμαντες αγορές», προσθέτει:
«Γενικώς νιώθει κανείς ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία ακολουθεί πολιτική εκλεκτικής συγγένειας προς τις αγορές και αντιθέτως κρατά απόσταση από τους δοκιμαζόμενους λαούς. Είναι σχεδόν έτοιμη να τους θυσιάσει παρά να θίξει τα ιερά και τα όσια του διεθνούς οικονομικού συστήματος, το οποίο ωστόσο από την τραπεζική κρίση του 2008 και εντεύθεν κατέστη μη υπερασπίσιμο».
Και η Ελλάδα; Η οικονομική, πνευματική και πολιτική της ελίτ; Ο ελληνικός λαός; Πώς θα πρέπει να τοποθετηθούν έναντι αυτής της – ορθώς περιγραφόμενης – σκληρής πραγματικότητας; Ο Αντώνης Καρακούσης θέτει το ερώτημα κυρίως για την ελληνική πολιτική και διατυπώνει – υπαινικτικά αλλά σαφώς – μια πρώτη απάντηση:
«Και το ερώτημα που τίθεται για την ελληνική πολιτική είναι αν θα παρακολουθήσει τη γραμμή των δεσμευμένων ευρωπαϊκών αρχών ή θα θέσει ένα όριο στην κατακρήμνιση της χώρας, στη βύθιση της οικονομίας και στην κοινωνική αποδιάρθρωση. Κάποια στιγμή δεν μπορεί παρά να ορθωθεί ένα τείχος αντίστασης και αξιοπρέπειας. Το τίμημα παραμονής στο ευρώ δεν μπορεί να είναι απεριόριστο, γιατί απλούστατα δεν θα είναι ανεκτό από την κοινωνία, από τους πολίτες, από την ίδια τη χώρα εν τέλει».
Και η κατακλείδα, στην οποία αναφερθήκαμε προλογικά: «Τι να το κάνεις το ευρώ, αν έχεις μια χώρα νεκρή, μια κοινωνία τελειωμένη και ένα λαό χωρίς ελπίδα; Από ένα σημείο και πέρα είναι ζήτημα ύπαρξης και αξιοπρέπειας».
Πολλοί ίσως εστιάσουν στις καταγεγραμμένες απόψεις της εφημερίδας και του έμπειρου δημοσιογράφου στο πρόσφατο παρελθόν για να αμφισβητήσουν τις παραπάνω τοποθετήσεις ή την ειλικρίνειά τους. Όμως θα κάνουν λάθος για έναν απλούστατο λόγο: Η πολιτική δεν είναι στατική, αλλά διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η επανατοποθέτηση είναι απλούστατα αυτονόητη.
Επιπλέον η μετακίνηση από πάγιες απόψεις κατά κανόνα υπαγορεύεται από τις δραματικές μεταβολές στο πεδίο άσκησης της πολιτικής. Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να δούμε, συνδυαστικά, τον επίλογο ενός άλλου κειμένου, του ίδιου δημοσιογράφου, το οποίο είχε δημοσιευθεί δύο μέρες πριν, την 1η Αυγούστου, με τίτλο «Το δίκιο του κ. Βενιζέλου» και αναφερόταν στο αίτημα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για «σπάσιμο» του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου και αναβολή των αντιαναπτυξιακών μέτρων:
«Ούτε υπερβολική είναι η απαίτησή του ούτε αντιοικονομική. Ζήτημα δυνατοτήτων θέτει και ανάσες για την κοινωνία διεκδικεί. Μόνο απολύτως δογματικοί μπορούν να αρνηθούν τη διεκδίκηση του. Το κακό είναι ότι αυτοί και οι εντολείς τους αντιμετωπίζουν όντως την ελληνική περίπτωση με απόλυτα δογματικό τρόπο. Πράγμα που αργά ή γρήγορα μας φέρνει πιο κοντά στη σύγκρουση. Είναι θέμα χρόνου λοιπόν… Ας προετοιμαζόμαστε».
Συνήθως η εύλογη απορία που συνοδεύει την ανάγνωση τέτοιων κειμένων είναι: «Τι εννοεί ο ποιητής;». Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διατύπωση της απορίας είναι περιττή, αφού η απάντηση είναι, απλώς, προφανής…
Κατά κανόνα η επίκληση της εθνικής αξιοπρέπειας – κι αυτό πολλοί το έχουμε ζήσει επί μακρόν – αντιμετωπιζόταν με τηβλακώδη και ανάξια απάντησης «κατηγορία» ότι «θέλετε να γίνετε Αλβανία του Χότζα, Βόρεια Κορέα» και άλλα ευτελή. Όμως, όπως πάντα αποδεικνύεται σε βάθος χρόνου, «έχει ο καιρός γυρίσματα».
Το τελευταίο διάστημα οι δογματικοί, οι μύωπες και οι ανόητοι μένουν όλο και περισσότερο… μόνοι, να πλέουν αβοήθητοι στο πέλαγος της ασυναρτησίας, της βλακείας και της ασχετοσύνης τους. Αντιθέτως όλο και πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να μπει ένα τέλος στη βαρβαρότητα.
Αν όμως αυτές οι φωνές προέρχονται από τους ρημαγμένους, από τους σφαγιαζόμενους στον βωμό των δανειστών και της τρόικάς τους ή από όσους είχαν εγκαίρως τη διορατικότητα να προειδοποιήσουν για το μέγεθος της ήδη συντελούμενης καταστροφής, δεν προκαλούν πλέον εντύπωση.
Αντιθέτως είναι εντυπωσιακή η διατύπωση παρόμοιων απόψεων από παράγοντες των οποίων η άποψη, σταθερά, από την αρχή αυτής της καταστροφικής περιπέτειας, προέτασσε τη «δημοσιονομική προσαρμογή» και τις ζητούμενες από τους δανειστές «μεταρρυθμίσεις», με στόχο την παραμονή στο ευρώ, και μάλιστα – περίπου – με κάθε θυσία.
Υπό την έννοια αυτή έχει ιδιαίτερη αξία να δούμε το κείμενο του διευθυντή του «Βήματος» Αντώνη Καρακούση, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας την Παρασκευή, με τίτλο «Το τίμημα του ευρώ δεν μπορεί να είναι απεριόριστο».
Στην εισαγωγή του ο έμπειρος δημοσιογράφος – ο οποίος προφανώς ουδέποτε υπήρξε θαυμαστής της κομμουνιστικής – οικογενειακής δυναστείας της Βόρειας Κορέας ή του Χότζα ούτε μπορεί να κατηγορηθεί… επί σοσιαλισμώ – σημειώνει (οι όποιες επισημάνσεις στο κείμενο είναι δικές μας):
«Η Ευρώπη ζει μέρες αγωνιώδεις, μέρες ελληνικές. Η κρίση χρέους απειλεί μεγάλες χώρες, ισχυρές παραγωγικές οικονομίες, πολύ ισχυρότερες και πιο σύνθετες από την δική μας. Το επιχείρημα που οικοδομούσαν ορισμένοι, ότι η Ελλάδα είναι μοναδική περίπτωση και ότι αν αποκλεισθεί, ως υγειονομική ζώνη, θα προστατευθεί η υπόλοιπη Ευρώπη απεδείχθη ασθενές και κατασκευασμένο για τις ανάγκες της προπαγάνδας του καθυστερημένου Τύπου και των υστερικών ΜΜΕ της κεντρικής Ευρώπης, της Γερμανίας ειδικότερα».
Λίγο παρακάτω, αφού πρώτα επισημαίνει πως «η κρίση χρέους είναι πανευρωπαϊκή και βαθιά συστημική και ως τέτοια μπορεί να μεταδοθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, αν δεν εφαρμοσθούν έγκαιρα αποφασιστικές πολιτικές και δεν υπάρξει ευθεία σύγκρουση με τις αδηφάγες και μονοσήμαντες αγορές», προσθέτει:
«Γενικώς νιώθει κανείς ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία ακολουθεί πολιτική εκλεκτικής συγγένειας προς τις αγορές και αντιθέτως κρατά απόσταση από τους δοκιμαζόμενους λαούς. Είναι σχεδόν έτοιμη να τους θυσιάσει παρά να θίξει τα ιερά και τα όσια του διεθνούς οικονομικού συστήματος, το οποίο ωστόσο από την τραπεζική κρίση του 2008 και εντεύθεν κατέστη μη υπερασπίσιμο».
Και η Ελλάδα; Η οικονομική, πνευματική και πολιτική της ελίτ; Ο ελληνικός λαός; Πώς θα πρέπει να τοποθετηθούν έναντι αυτής της – ορθώς περιγραφόμενης – σκληρής πραγματικότητας; Ο Αντώνης Καρακούσης θέτει το ερώτημα κυρίως για την ελληνική πολιτική και διατυπώνει – υπαινικτικά αλλά σαφώς – μια πρώτη απάντηση:
«Και το ερώτημα που τίθεται για την ελληνική πολιτική είναι αν θα παρακολουθήσει τη γραμμή των δεσμευμένων ευρωπαϊκών αρχών ή θα θέσει ένα όριο στην κατακρήμνιση της χώρας, στη βύθιση της οικονομίας και στην κοινωνική αποδιάρθρωση. Κάποια στιγμή δεν μπορεί παρά να ορθωθεί ένα τείχος αντίστασης και αξιοπρέπειας. Το τίμημα παραμονής στο ευρώ δεν μπορεί να είναι απεριόριστο, γιατί απλούστατα δεν θα είναι ανεκτό από την κοινωνία, από τους πολίτες, από την ίδια τη χώρα εν τέλει».
Και η κατακλείδα, στην οποία αναφερθήκαμε προλογικά: «Τι να το κάνεις το ευρώ, αν έχεις μια χώρα νεκρή, μια κοινωνία τελειωμένη και ένα λαό χωρίς ελπίδα; Από ένα σημείο και πέρα είναι ζήτημα ύπαρξης και αξιοπρέπειας».
Πολλοί ίσως εστιάσουν στις καταγεγραμμένες απόψεις της εφημερίδας και του έμπειρου δημοσιογράφου στο πρόσφατο παρελθόν για να αμφισβητήσουν τις παραπάνω τοποθετήσεις ή την ειλικρίνειά τους. Όμως θα κάνουν λάθος για έναν απλούστατο λόγο: Η πολιτική δεν είναι στατική, αλλά διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η επανατοποθέτηση είναι απλούστατα αυτονόητη.
Επιπλέον η μετακίνηση από πάγιες απόψεις κατά κανόνα υπαγορεύεται από τις δραματικές μεταβολές στο πεδίο άσκησης της πολιτικής. Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να δούμε, συνδυαστικά, τον επίλογο ενός άλλου κειμένου, του ίδιου δημοσιογράφου, το οποίο είχε δημοσιευθεί δύο μέρες πριν, την 1η Αυγούστου, με τίτλο «Το δίκιο του κ. Βενιζέλου» και αναφερόταν στο αίτημα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για «σπάσιμο» του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου και αναβολή των αντιαναπτυξιακών μέτρων:
«Ούτε υπερβολική είναι η απαίτησή του ούτε αντιοικονομική. Ζήτημα δυνατοτήτων θέτει και ανάσες για την κοινωνία διεκδικεί. Μόνο απολύτως δογματικοί μπορούν να αρνηθούν τη διεκδίκηση του. Το κακό είναι ότι αυτοί και οι εντολείς τους αντιμετωπίζουν όντως την ελληνική περίπτωση με απόλυτα δογματικό τρόπο. Πράγμα που αργά ή γρήγορα μας φέρνει πιο κοντά στη σύγκρουση. Είναι θέμα χρόνου λοιπόν… Ας προετοιμαζόμαστε».
Συνήθως η εύλογη απορία που συνοδεύει την ανάγνωση τέτοιων κειμένων είναι: «Τι εννοεί ο ποιητής;». Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διατύπωση της απορίας είναι περιττή, αφού η απάντηση είναι, απλώς, προφανής…
L1 από “Το Ποντίκι”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου