Του πολίτη Παναγιώτη Παπαγαρυφάλλου
Πρόεδρος της Επιτροπής Ενημερώσεως Εθνικών Θεμάτων
Αυτός ήταν ο τίτλος ενός άρθρου μου στην «Ελευθεροτυπία», της 6ης Απριλίου 1989.
Παραγωγικότητα, λέει το ελληνικό λεξικό, που αγνοούν οι κυβερνώντες των σαράντα χρόνων, σημαίνει: «Ικανότητα για παραγωγή –η αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πόρων της παραγωγής για τη λήψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων αγαθών και υπηρεσιών με το χαμηλότερον κόστος».
Ο συντελεστής της παραγωγικότητας αποτελεί βασικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης του βιοτικού επιπέδου του λαού οποιασδήποτε χώρας.
Πρόκειται για τον θεμελιώδη παράγοντα κοινωνικής προόδου, ο οποίος αγνοήθηκε προκλητικά από το μεταπολιτευτικό ελληνικό κράτος, του οποίου οι κυβερνώντες και διοικούντες οδήγησαν βαθμιαία στο απόλυτο τέλμα και στην ασύνορη διαφθορά.
Μέσα σ’ ένα απέραντο πολιτικό και κοινωνικό διαφθορείο, όλες οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας αφυδατώθηκαν και με την άκριτη και αχαλίνωτη επέλαση του διεφθαρμένου συνδικαλισμού, που μαζί με τους πολιτικάντηδες ροκάνιζε τα σαθρά θεμέλια της εθνικής μας οικονομίας.
Μιας οικονομίας στην οποία πυργώθηκε η ιδέα της ήσσονος προσπάθειας και της αρπαχτής, που συμμαχόντας με τον κομματικό πολιτικαντισμό αναγορεύτηκε ως η μεγάλη ιδέα της ελληνικής κοινωνίας.
Όσο περισσότερο βάθαινε και πλάταινε η διαφθορά των κυβερνώντων και των διεφθαρμένων εστιών στους κόλπους του δημόσιου βίου τόσο περισσότερο η ψυχολογία της ρεμούλας αναπτυσσόταν και με το παράδειγμα του κράτους, το οποίο πρωτοστάτησε στην αποσάθρωση της εθνικής οικονομίας κλείνοντας εργοστάσια και σβήνοντας καμινάδες.
Εκείνο το κείμενο του 1989, έλεγε καταλήγοντας: «Υπό το φως των δεδομένων αυτών δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραγωγικότητα. Όσοι ασκούν εξουσία είναι υποχρεωμένοι να δώσουν το ηθικό παράδειγμα στην κοινωνία γιατί διαφορετικά δεν θα είναι πειστικοί στις εκκλήσεις για παραγωγικότητα».
Ήταν τότε, που ο πατριάρχης του λαϊκισμού, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου πρωταγωνιστούσε στα σκάνδαλα και όταν «έσκασε» το πελώριο σκάνδαλο της Τραπέζης Κρήτης αρνήθηκε να καθίσει στο σκαμνί του κατηγορούμενου προβοκάροντας τη Δικαιοσύνη (Για τη σχετική δίκη και το πώς «αθωώθηκε» ο τότε πρωθυπουργός βλ. το έργο του μέλους του Ειδικού Δικαστηρίου» Σπ. Σπύρου: «Να γιατί αθωώθηκε ο Α. Παπανδρέου και χρεωκόπησε η Ελλάδα», εκδ. «Πελασγός» - Γιαννάκενας – Αθήνα, 2010).
Όμως, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου 1989, ο εν λόγω «αθωωθείς» πρωθυπουργός –με διαφορά μιας ψήφου- καλούσε τους Έλληνες «να δώσουν τη μάχη της παραγωγικότητας», την ίδια στιγμή όπως έγραφα τότε «προσπαθεί να θάψει τη χιονοστιβάδα των σκανδάλων, δηλώνοντας «τέρμα στη σκανδαλολογία» (Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύθηκε στο συλλογικό μου έργο: «Πολιτική και κοινωνία στην Ελλάδα του Λαϊκισμού», τόμ. Α’ εκδ. «Πολιτικά Θέματα», Αθήνα, 2003, σελ. 73-74).
Από τότε η πλημμυρίδα των σκανδάλων, η κομματοκρατία, η αναξιοκρατία και η κοπριτοκρατία θέριεψαν και «έπνιξαν την Ελλάδα στα σκατά».
Μέσα σ’ αυτό το βορβορώδες κλίμα, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρχε καμμία ψυχολογική δυνατότητα όχι για την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και της οργανώσεως της εθνικής μας οικονομίας, αλλά και η στοιχειώδης διατήρησή της στα επίπεδα της δεκαετίας του ’70.
Συνεπώς: Μειωμένη παραγωγικότητα με αύξηση του κόστους εργασίας οδήγησε στην μείωση της ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια δυσμενείς αντίκτυπους στις εξαγωγές και από εκεί στην αύξηση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους κ.λπ. με αποτέλεσμα να μπει η Ελλάδα στον κύκλο της κολάσεως και της απόλυτης χρεοκοπίας!
Εθνικό έγκλημα χωρίς τιμωρία, έστω και με έκτακτα στρατοδικεία!
Πρόεδρος της Επιτροπής Ενημερώσεως Εθνικών Θεμάτων
Αυτός ήταν ο τίτλος ενός άρθρου μου στην «Ελευθεροτυπία», της 6ης Απριλίου 1989.
Παραγωγικότητα, λέει το ελληνικό λεξικό, που αγνοούν οι κυβερνώντες των σαράντα χρόνων, σημαίνει: «Ικανότητα για παραγωγή –η αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πόρων της παραγωγής για τη λήψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων αγαθών και υπηρεσιών με το χαμηλότερον κόστος».
Ο συντελεστής της παραγωγικότητας αποτελεί βασικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης του βιοτικού επιπέδου του λαού οποιασδήποτε χώρας.
Πρόκειται για τον θεμελιώδη παράγοντα κοινωνικής προόδου, ο οποίος αγνοήθηκε προκλητικά από το μεταπολιτευτικό ελληνικό κράτος, του οποίου οι κυβερνώντες και διοικούντες οδήγησαν βαθμιαία στο απόλυτο τέλμα και στην ασύνορη διαφθορά.
Μέσα σ’ ένα απέραντο πολιτικό και κοινωνικό διαφθορείο, όλες οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας αφυδατώθηκαν και με την άκριτη και αχαλίνωτη επέλαση του διεφθαρμένου συνδικαλισμού, που μαζί με τους πολιτικάντηδες ροκάνιζε τα σαθρά θεμέλια της εθνικής μας οικονομίας.
Μιας οικονομίας στην οποία πυργώθηκε η ιδέα της ήσσονος προσπάθειας και της αρπαχτής, που συμμαχόντας με τον κομματικό πολιτικαντισμό αναγορεύτηκε ως η μεγάλη ιδέα της ελληνικής κοινωνίας.
Όσο περισσότερο βάθαινε και πλάταινε η διαφθορά των κυβερνώντων και των διεφθαρμένων εστιών στους κόλπους του δημόσιου βίου τόσο περισσότερο η ψυχολογία της ρεμούλας αναπτυσσόταν και με το παράδειγμα του κράτους, το οποίο πρωτοστάτησε στην αποσάθρωση της εθνικής οικονομίας κλείνοντας εργοστάσια και σβήνοντας καμινάδες.
Εκείνο το κείμενο του 1989, έλεγε καταλήγοντας: «Υπό το φως των δεδομένων αυτών δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραγωγικότητα. Όσοι ασκούν εξουσία είναι υποχρεωμένοι να δώσουν το ηθικό παράδειγμα στην κοινωνία γιατί διαφορετικά δεν θα είναι πειστικοί στις εκκλήσεις για παραγωγικότητα».
Ήταν τότε, που ο πατριάρχης του λαϊκισμού, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου πρωταγωνιστούσε στα σκάνδαλα και όταν «έσκασε» το πελώριο σκάνδαλο της Τραπέζης Κρήτης αρνήθηκε να καθίσει στο σκαμνί του κατηγορούμενου προβοκάροντας τη Δικαιοσύνη (Για τη σχετική δίκη και το πώς «αθωώθηκε» ο τότε πρωθυπουργός βλ. το έργο του μέλους του Ειδικού Δικαστηρίου» Σπ. Σπύρου: «Να γιατί αθωώθηκε ο Α. Παπανδρέου και χρεωκόπησε η Ελλάδα», εκδ. «Πελασγός» - Γιαννάκενας – Αθήνα, 2010).
Όμως, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου 1989, ο εν λόγω «αθωωθείς» πρωθυπουργός –με διαφορά μιας ψήφου- καλούσε τους Έλληνες «να δώσουν τη μάχη της παραγωγικότητας», την ίδια στιγμή όπως έγραφα τότε «προσπαθεί να θάψει τη χιονοστιβάδα των σκανδάλων, δηλώνοντας «τέρμα στη σκανδαλολογία» (Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύθηκε στο συλλογικό μου έργο: «Πολιτική και κοινωνία στην Ελλάδα του Λαϊκισμού», τόμ. Α’ εκδ. «Πολιτικά Θέματα», Αθήνα, 2003, σελ. 73-74).
Από τότε η πλημμυρίδα των σκανδάλων, η κομματοκρατία, η αναξιοκρατία και η κοπριτοκρατία θέριεψαν και «έπνιξαν την Ελλάδα στα σκατά».
Μέσα σ’ αυτό το βορβορώδες κλίμα, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρχε καμμία ψυχολογική δυνατότητα όχι για την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και της οργανώσεως της εθνικής μας οικονομίας, αλλά και η στοιχειώδης διατήρησή της στα επίπεδα της δεκαετίας του ’70.
Συνεπώς: Μειωμένη παραγωγικότητα με αύξηση του κόστους εργασίας οδήγησε στην μείωση της ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια δυσμενείς αντίκτυπους στις εξαγωγές και από εκεί στην αύξηση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους κ.λπ. με αποτέλεσμα να μπει η Ελλάδα στον κύκλο της κολάσεως και της απόλυτης χρεοκοπίας!
Εθνικό έγκλημα χωρίς τιμωρία, έστω και με έκτακτα στρατοδικεία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου