Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Γ. Aσμουσεν: Το πρόγραμμα είναι η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα

Της Ζέζας Ζήκου

Ποιο είναι, όμως, το οικονομικό μέλλον της άρρωστης χώρας μας; Πώς η οικονομία της μπορεί να ανταγωνιστεί τη φτήνια της Κίνας ή την οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας; Τι είδους -χειρότερη- κρίση μας περιμένει; Η αλήθεια είναι σκληρή. Την επανέλαβε χθες ο Γεργκ Ασμουσεν, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πρόκειται για τη διαβόητη εσωτερική υποτίμηση.
Στην ομιλία του ο κ. Ασμουσεν στο συνέδριο του Economist, αφού κατήγγειλε πως η «εφαρμογή του Μνημονίου έχει ουσιαστικά σταματήσει στη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου, τόνισε ότι «η καθυστέρηση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι ριψοκίνδυνη», σημειώνοντας πως «εάν δεν επιτευχθεί ο στόχος για το χρέος / ΑΕΠ μέχρι το 2020, θα απαιτηθεί νέα χρηματοδότηση». Και επισήμανε πως πρέπει να εφαρμοστούν όλα όσα προβλέπει το Μνημόνιο για την αγορά εργασίας και εσωτερική υποτίμηση.
Η πρώτη προτεραιότητα για τη νέα ελληνική κυβέρνηση είναι να θέσει ξανά το πρόγραμμα σε τροχιά, τόνισε ο κ. Ασμουσεν στην ομιλία του, επισημαίνοντας ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας παραμένει στο 15% σε σχέση με τους εταίρους της στην Ευρωζώνη. Και υπογράμμισε πως πρέπει να εφαρμοστούν όλα όσα προβλέπει το Μνημόνιο για την αγορά εργασίας και εσωτερική υποτίμηση.
Οπως επισήμανε, στους πολίτες και κυρίως στους πολιτικούς δεν αρέσει το γεγονός ότι δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή, ενώ προσέθεσε ότι οι δράσεις στήριξης της Ελλάδας με πόρους των διαρθρωτικών ταμείων δεν θα έχουν άμεσα αποτελέσματα στην ανάπτυξη, δεδομένων των επιδόσεων της Ελλάδας στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων. Και προειδοποίησε πως η «χαλάρωση» των δημοσιονομικών στόχων για την τόνωση της ανάπτυξης προϋποθέτει πλήρη αποτύπωση των επιπτώσεων της επιλογής αυτής, σημείωσε και τόνισε ότι η νέα κυβέρνηση δεν πρέπει να χάσει πολύτιμο χρόνο προσπαθώντας να «χαλαρώσει» τους όρους του Μνημονίου.
Η «κρίση του αιώνα» που βιώνουμε μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία για να ασχοληθούμε με την ουσία της πολιτικής και να καταψηφίσουμε τα ποικίλα διλήμματα που τίθενται ως φλέγοντα αξιακά ζητήματα της «σωτηρίας» της χώρας. Πάντως, η χώρα στην οποία θα ζήσουμε θα είναι διαφορετική από εκείνη που γνωρίζαμε. Με αυτή την έννοια, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το ιστορικό νόημα της τρέχουσας περιόδου μπορεί να συνοψισθεί στην προώθηση της παραγωγικής ανταγωνιστικότητας με την υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου εις βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων. Οι εταίροι δανειστές μας θέτουν επιτακτικά το θέμα των περικοπών στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα προβάλλοντας το γνωστό πλέον επιχείρημα ότι απαιτείται σημαντική μείωση του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα, προκειμένου να καταστεί η οικονομία της ανταγωνιστική!
Είναι προφανές ότι η τρόικα ζητεί πλέον ξεκάθαρα την περαιτέρω μείωση των μισθών στην Ελλάδα ώστε να προσεγγίσουν τα όρια της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και άλλων βαλκανικών χωρών που είναι γειτονικές και οι οικονομίες τους θεωρούνται ως «ανταγωνίστριες» της ελληνικής. Ηδη με τις πρόσφατα νομοθετημένες περικοπές, οι οποίες φθάνουν σε ποσοστό το 22%, ο μεικτός κατώτατος μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ και το μεικτό κατώτατο ημερομίσθιο στα 26,18 ευρώ. Για τους νέους κάτω των 25 ετών η μείωση είναι μεγαλύτερη, καθώς φθάνει το 32%, με αποτέλεσμα ο μεικτός μηνιαίος βασικός μισθός τους να διαμορφώνεται στα 510,95 ευρώ και το ημερομίσθιο στα 22,83 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω μειώσεις, αυτή τη στιγμή οι κατώτατες καθαρές αποδοχές, δηλαδή τα ποσά των μισθών που λαμβάνουν στο χέρι οι εργαζόμενοι μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για φόρους μισθωτών υπηρεσιών και ασφαλιστικές εισφορές βρίσκονται σε επίπεδα χαμηλότερα των 500 ευρώ τον μήνα!
Είναι προφανές ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις της χώρας μας βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν πρωτοφανή συνδυασμό από κρίσιμα προβλήματα (έλλειψη ρευστότητας, μείωση της ζήτησης, αστάθεια επιχειρηματικού/επενδυτικού περιβάλλοντος, αύξηση κόστους λειτουργίας, αύξηση βραχυχρόνιων υποχρεώσεων, κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην εγχώρια αλλά και τη διεθνή αγορά κ.λπ.), με άμεση συνέπεια τη διακινδύνευση όχι μόνο της ανταγωνιστικότητάς τους αλλά της ίδιας τους της βιωσιμότητας. Οπως σημειώνει είναι περισσότερο από αναγκαίο οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες να υποστηριχθούν αποτελεσματικά, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην κρισιμότητα της κατάστασης.

http://www.kathimerini.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια: