Στις δύσκολες και μελαγχολικές μέρες που περνάει η χώρα μας καλό είναι να θυμηθούμε ότι σε περασμένες, πολύ δυσκολότερες περιπτώσεις η Ελλάδα όχι μόνο κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να επιτύχει αδιανόητα – για τις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες – κατορθώματα. Η χώρα μας σήμερα περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη από κουράγιο, ένα κουράγιο που κάλλιστα και εύκολα μπορεί να αντλήσει από μοναδικές στιγμές της Ιστορίας της. Μια τέτοια ξεχωριστή στιγμή είναι η δράση του θρυλικού Πολεμικού μας Ναυτικού στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Φέτος η χώρα μας και το ηρωικό Πολεμικό της Ναυτικό, που μας κρατά περήφανους συνεχίζοντας μια ιστορία τριών χιλιετιών ελληνικής παρουσίας στη θάλασσα του Αιγαίου, γιορτάζει 100 χρόνια από την επανάκτηση της πιο λαμπρής θάλασσας, του γαλάζιου μας στολιδιού, του Αιγαίου. Ένα επίτευγμα που θα έπρεπε να υπενθυμίσουμε όχι τόσο για εορταστικούς λόγους όσο για να επανακτήσουμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση, τη χαμένη μας εθνική περηφάνια.
«… ο πρώτιστος σκοπός του ελληνικού στόλου πρέπει οπωσδήποτε να είναι το να καταστεί κύριος του Αιγαίου πελάγους και να διακόψει τας θαλασσίας συγκοινωνίας μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας».
Αυτό προβλεπόταν από το άρθρο 2 της ελληνοβουλγαρικής συμβάσεως που συνετάχθη την 22α Σεπτεμβρίου 1912. Αυτό σήμαινε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να καταλάβει τη Λήμνο, την Ίμβρο, την Τένεδο και τη Σαμοθράκη, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την έξοδο των Δαρδανελίων. Ο όρμος της Μούδρος της Λήμνου ήταν επιπλέον αναγκαίος προκειμένου να γίνει το ασφαλές αγκυροβόλιο του ελληνικού στόλου. Η κατάληψη των πιο πάνω νησιών δεν ήταν πρόβλημα για τον ελληνικό στόλο, μιας και οι Τούρκοι εκεί διατηρούσαν μόνο δυνάμεις χωροφυλακής για την τήρηση της τάξης.
Αντίθετα το Πολεμικό μας Ναυτικό εστίαζε την προσοχή του περισσότερο στη Λέσβο και τη Χίο. Εκεί οι Τούρκοι είχαν συγκεντρωμένες δυνάμεις που μεταξύ άλλων υπεράσπιζαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα. Μάλιστα αυτά τα νησιά τα είχαν οχυρώσει σημαντικά από την περίοδο του ιταλοτουρκικού πολέμου. Η κατάληψη αυτών των νησιών ήταν θέμα προτεραιότητας για τη χώρα, μιας και εκείνη τη χρονική συγκυρία δεν τα διεκδικούσε κανείς από τους βαλκάνιους συμμάχους μας, και θα αποτελούσε τίτλο για τη μελλοντική οριστική τους προσάρτηση.
Έτσι για αυτή την επιχείρηση διατέθηκαν τα ατμόπλοια του στόλου «Πηνειός» και «Πέλωψ» μαζί με ένα ναυτικό άγημα 600 ανδρών και μια διλοχία του 20ού συντάγματος. Στις 6 Οκτωβρίου ο ελληνικός στόλος έφτασε στη Λήμνο και στις 8 η διλοχία κατέλαβε το μεγάλης στρατηγικής σημασίας νησί. Στις μέρες που ακολούθησαν κατελήφθησαν τα νησιά του Αιγαίου Θάσος και Άγιος Ευστράτιος. Στις 18 του ίδιου μήνα κατελήφθη και η Ίμβρος, την επομένη η Σαμοθράκη, στις 21 τα Ψαρά, στις 24 η Τένεδος και στις 4 Νοεμβρίου η Ικαρία.
Η απόβαση στη Λέσβο
Η απόβαση στη Λέσβο πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις. Στις 7 Νοεμβρίου αποβιβάστηκε στο νησί ένα ναυτικό άγημα 250 ανδρών και ένα τάγμα πεζικού 1.015 οπλιτών υπό την ηγεσία 15 αξιωματικών. Η τουρκική φρουρά του νησιού αναγκάστηκε δίχως μάχη να υποχωρήσει στο εσωτερικό του, στο χωριό Κλαπάδος.
Στη δεύτερη φάση αποβιβάστηκαν τμηματικά ένας λόχος από Λέσβιους προσκόπους, ένας λόχος εμπέδου και στη 1 Δεκεμβρίου του 1921 το 11/19 τάγμα πεζικού. Στο σύνολό τους οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν στους 3.175 άνδρες. Επίσης είχαν στην κατοχή τους και 8 πυροβόλα. Στις 2 Δεκεμβρίου όλη αυτή η δύναμη προχώρησε εναντίον των οχυρωμένων στον Κλαπάδο τουρκικών δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις κράτησαν πέντε μερόνυχτα και στο τέλος οι περίπου 2.000 άνδρες της τουρκικής πλευράς παραδοθήκαν στις ελληνικές δυνάμεις και το νησί πέρασε στον έλεγχό τους.
Η κατάληψη της Χίου
Το πρωί της 11ης Νοεμβρίου έπλευσαν έξω από το λιμάνι της Χίου τα επίτακτα (επίτακτο ονομάζεται κάθε πολεμικό πλοίο του Ναυτικού που εντάχθηκε έπειτα από επίταξη και μπορεί να είναι επιβατηγό, φορτηγό ή βοηθητικό) «Πατρίδα», «Σαπφώ» και «Εριέττα», μεταφέροντας μαζί τους ένα σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας και μια πυροβολαρχία κρουπ. Όταν απορρίφτηκε το ελληνικό αίτημα περί παραδόσεως του νησιού από τον Τούρκο διοικητή, άρχισε η διαδικασία της αποβίβασης του ελληνικού στρατού με βάρκες στην περιοχή Κοντάρι.
Οι Τούρκοι πυροβολούσαν προσπαθώντας να ανακόψουν την αποβίβαση, ωστόσο ο βομβαρδισμός των θέσεών τους από τον ελληνικό στόλο τούς ανάγκασε σε υποχώρηση. Καθώς οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέλειπαν τις θέσεις τους οι ελληνικές αποβατικές δυνάμεις πάτησαν το νησί. Όσοι αποβιβάστηκαν διανυκτέρευσαν στο Κοντάρι περιμένοντας το επόμενο πρωί την αποβίβαση στην περιοχή και της πυροβολαρχίας. Πράγμα που έγινε όπως είχε σχεδιαστεί.
Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις, τη νύχτα της 11ης προς την 12η Νοεμβρίου οι τουρκικές δυνάμεις του νησιού εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα και αποσύρθηκαν στο χωριό Καρυές, το οποίο βρίσκεται σε ένα ύψωμα πάνω από την πόλη. Οι επερχόμενες ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Χίου στις 8 το πρωί. Μέχρι να βραδιάσει είχαν καταφέρει να αποσπάσουν και τις Καρυές και να εκδιώξουν όσους Τούρκους απέμεναν στις γύρω πεδινές περιοχές. Η τουρκική φρουρά σε αναζήτηση οχυρών θέσεων είχε υποχωρήσει σε ορεινές περιοχές του νησιού. Οι προσπάθειες των ελληνικών δυνάμεων να καταλάβουν τις τουρκικές θέσεις τις πρώτες μέρες απέβησαν άκαρπες. Έτσι στο ελληνικό στρατόπεδο εγκαταλείφθηκε η ιδέα να καταλειφθούν αυτές οι οχυρές θέσεις στα ορεινά εξ εφόδου και σχεδιάστηκε μια κανονική πολιορκία, η οποία θα απέκλειε τους Τούρκους από όλες τις μεριές. Η πολιορκία αυτή διήρκεσε ώς τις 20 Δεκεμβρίου. Στο μεταξύ οι ελληνικές δυνάμεις είχαν επιπλέον ενισχυθεί από σώματα εθελοντών.
Τελικά η τουρκική φρουρά που άντεξε την πολιορκία πάνω από έναν μήνα αναγκάστηκε να παραδοθεί. Το βράδυ της 20ής Δεκεμβρίου είχε αιχμαλωτιστεί ολόκληρη η τουρκική φρουρά, που αποτελούνταν από 1.800 οπλίτες και 37 αξιωματικούς. Οι πολεμικές επιχειρήσεις κατάληψης της Χίου στοίχησαν στην ελληνική πλευρά – Στρατό Ξηράς και Ναυτικό – 36 νεκρούς και 166 τραυματίες.
Η περίπτωση της Σάμου
Η περίπτωση της Σάμου ήταν τελείως διαφορετική. Το νησί της Σάμου ήταν ηγεμονία υποτελής στην Πύλη. Ωστόσο το νησί διοικούσε ελληνορθόδοξος ηγεμόνας. Οι αρχές του νησιού είχαν ήδη καταλυθεί το φθινόπωρο του 1912. Μάλιστα τις αρχές τις είχε αντικαταστήσει η προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο Σοφούλης είχε κηρύξει από την έναρξη κιόλας των πολεμικών επιχειρήσεων με την Τουρκία την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Έτσι στην περίπτωση της Σάμου η Ελλάδα δεν χρειάστηκε να διαθέσει περίσσιες δυνάμεις για την κατάληψή της. Στο νησί και μετά τη λήξη των επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα επιβιβάστηκε, συγκεκριμένα στο Βαθύ, την 1η Μαρτίου του 1913 μια ελληνική διλοχία.
Φέτος η χώρα μας και το ηρωικό Πολεμικό της Ναυτικό, που μας κρατά περήφανους συνεχίζοντας μια ιστορία τριών χιλιετιών ελληνικής παρουσίας στη θάλασσα του Αιγαίου, γιορτάζει 100 χρόνια από την επανάκτηση της πιο λαμπρής θάλασσας, του γαλάζιου μας στολιδιού, του Αιγαίου. Ένα επίτευγμα που θα έπρεπε να υπενθυμίσουμε όχι τόσο για εορταστικούς λόγους όσο για να επανακτήσουμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση, τη χαμένη μας εθνική περηφάνια.
«… ο πρώτιστος σκοπός του ελληνικού στόλου πρέπει οπωσδήποτε να είναι το να καταστεί κύριος του Αιγαίου πελάγους και να διακόψει τας θαλασσίας συγκοινωνίας μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας».
Αυτό προβλεπόταν από το άρθρο 2 της ελληνοβουλγαρικής συμβάσεως που συνετάχθη την 22α Σεπτεμβρίου 1912. Αυτό σήμαινε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να καταλάβει τη Λήμνο, την Ίμβρο, την Τένεδο και τη Σαμοθράκη, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την έξοδο των Δαρδανελίων. Ο όρμος της Μούδρος της Λήμνου ήταν επιπλέον αναγκαίος προκειμένου να γίνει το ασφαλές αγκυροβόλιο του ελληνικού στόλου. Η κατάληψη των πιο πάνω νησιών δεν ήταν πρόβλημα για τον ελληνικό στόλο, μιας και οι Τούρκοι εκεί διατηρούσαν μόνο δυνάμεις χωροφυλακής για την τήρηση της τάξης.
Αντίθετα το Πολεμικό μας Ναυτικό εστίαζε την προσοχή του περισσότερο στη Λέσβο και τη Χίο. Εκεί οι Τούρκοι είχαν συγκεντρωμένες δυνάμεις που μεταξύ άλλων υπεράσπιζαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα. Μάλιστα αυτά τα νησιά τα είχαν οχυρώσει σημαντικά από την περίοδο του ιταλοτουρκικού πολέμου. Η κατάληψη αυτών των νησιών ήταν θέμα προτεραιότητας για τη χώρα, μιας και εκείνη τη χρονική συγκυρία δεν τα διεκδικούσε κανείς από τους βαλκάνιους συμμάχους μας, και θα αποτελούσε τίτλο για τη μελλοντική οριστική τους προσάρτηση.
Έτσι για αυτή την επιχείρηση διατέθηκαν τα ατμόπλοια του στόλου «Πηνειός» και «Πέλωψ» μαζί με ένα ναυτικό άγημα 600 ανδρών και μια διλοχία του 20ού συντάγματος. Στις 6 Οκτωβρίου ο ελληνικός στόλος έφτασε στη Λήμνο και στις 8 η διλοχία κατέλαβε το μεγάλης στρατηγικής σημασίας νησί. Στις μέρες που ακολούθησαν κατελήφθησαν τα νησιά του Αιγαίου Θάσος και Άγιος Ευστράτιος. Στις 18 του ίδιου μήνα κατελήφθη και η Ίμβρος, την επομένη η Σαμοθράκη, στις 21 τα Ψαρά, στις 24 η Τένεδος και στις 4 Νοεμβρίου η Ικαρία.
Η απόβαση στη Λέσβο
Η απόβαση στη Λέσβο πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις. Στις 7 Νοεμβρίου αποβιβάστηκε στο νησί ένα ναυτικό άγημα 250 ανδρών και ένα τάγμα πεζικού 1.015 οπλιτών υπό την ηγεσία 15 αξιωματικών. Η τουρκική φρουρά του νησιού αναγκάστηκε δίχως μάχη να υποχωρήσει στο εσωτερικό του, στο χωριό Κλαπάδος.
Στη δεύτερη φάση αποβιβάστηκαν τμηματικά ένας λόχος από Λέσβιους προσκόπους, ένας λόχος εμπέδου και στη 1 Δεκεμβρίου του 1921 το 11/19 τάγμα πεζικού. Στο σύνολό τους οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν στους 3.175 άνδρες. Επίσης είχαν στην κατοχή τους και 8 πυροβόλα. Στις 2 Δεκεμβρίου όλη αυτή η δύναμη προχώρησε εναντίον των οχυρωμένων στον Κλαπάδο τουρκικών δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις κράτησαν πέντε μερόνυχτα και στο τέλος οι περίπου 2.000 άνδρες της τουρκικής πλευράς παραδοθήκαν στις ελληνικές δυνάμεις και το νησί πέρασε στον έλεγχό τους.
Η κατάληψη της Χίου
Το πρωί της 11ης Νοεμβρίου έπλευσαν έξω από το λιμάνι της Χίου τα επίτακτα (επίτακτο ονομάζεται κάθε πολεμικό πλοίο του Ναυτικού που εντάχθηκε έπειτα από επίταξη και μπορεί να είναι επιβατηγό, φορτηγό ή βοηθητικό) «Πατρίδα», «Σαπφώ» και «Εριέττα», μεταφέροντας μαζί τους ένα σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας και μια πυροβολαρχία κρουπ. Όταν απορρίφτηκε το ελληνικό αίτημα περί παραδόσεως του νησιού από τον Τούρκο διοικητή, άρχισε η διαδικασία της αποβίβασης του ελληνικού στρατού με βάρκες στην περιοχή Κοντάρι.
Οι Τούρκοι πυροβολούσαν προσπαθώντας να ανακόψουν την αποβίβαση, ωστόσο ο βομβαρδισμός των θέσεών τους από τον ελληνικό στόλο τούς ανάγκασε σε υποχώρηση. Καθώς οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέλειπαν τις θέσεις τους οι ελληνικές αποβατικές δυνάμεις πάτησαν το νησί. Όσοι αποβιβάστηκαν διανυκτέρευσαν στο Κοντάρι περιμένοντας το επόμενο πρωί την αποβίβαση στην περιοχή και της πυροβολαρχίας. Πράγμα που έγινε όπως είχε σχεδιαστεί.
Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις, τη νύχτα της 11ης προς την 12η Νοεμβρίου οι τουρκικές δυνάμεις του νησιού εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα και αποσύρθηκαν στο χωριό Καρυές, το οποίο βρίσκεται σε ένα ύψωμα πάνω από την πόλη. Οι επερχόμενες ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Χίου στις 8 το πρωί. Μέχρι να βραδιάσει είχαν καταφέρει να αποσπάσουν και τις Καρυές και να εκδιώξουν όσους Τούρκους απέμεναν στις γύρω πεδινές περιοχές. Η τουρκική φρουρά σε αναζήτηση οχυρών θέσεων είχε υποχωρήσει σε ορεινές περιοχές του νησιού. Οι προσπάθειες των ελληνικών δυνάμεων να καταλάβουν τις τουρκικές θέσεις τις πρώτες μέρες απέβησαν άκαρπες. Έτσι στο ελληνικό στρατόπεδο εγκαταλείφθηκε η ιδέα να καταλειφθούν αυτές οι οχυρές θέσεις στα ορεινά εξ εφόδου και σχεδιάστηκε μια κανονική πολιορκία, η οποία θα απέκλειε τους Τούρκους από όλες τις μεριές. Η πολιορκία αυτή διήρκεσε ώς τις 20 Δεκεμβρίου. Στο μεταξύ οι ελληνικές δυνάμεις είχαν επιπλέον ενισχυθεί από σώματα εθελοντών.
Τελικά η τουρκική φρουρά που άντεξε την πολιορκία πάνω από έναν μήνα αναγκάστηκε να παραδοθεί. Το βράδυ της 20ής Δεκεμβρίου είχε αιχμαλωτιστεί ολόκληρη η τουρκική φρουρά, που αποτελούνταν από 1.800 οπλίτες και 37 αξιωματικούς. Οι πολεμικές επιχειρήσεις κατάληψης της Χίου στοίχησαν στην ελληνική πλευρά – Στρατό Ξηράς και Ναυτικό – 36 νεκρούς και 166 τραυματίες.
Η περίπτωση της Σάμου
Η περίπτωση της Σάμου ήταν τελείως διαφορετική. Το νησί της Σάμου ήταν ηγεμονία υποτελής στην Πύλη. Ωστόσο το νησί διοικούσε ελληνορθόδοξος ηγεμόνας. Οι αρχές του νησιού είχαν ήδη καταλυθεί το φθινόπωρο του 1912. Μάλιστα τις αρχές τις είχε αντικαταστήσει η προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο Σοφούλης είχε κηρύξει από την έναρξη κιόλας των πολεμικών επιχειρήσεων με την Τουρκία την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Έτσι στην περίπτωση της Σάμου η Ελλάδα δεν χρειάστηκε να διαθέσει περίσσιες δυνάμεις για την κατάληψή της. Στο νησί και μετά τη λήξη των επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα επιβιβάστηκε, συγκεκριμένα στο Βαθύ, την 1η Μαρτίου του 1913 μια ελληνική διλοχία.
www.topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου