Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων: Η σύρραξη στη Συρία και ο ανελέητος ηγεμονικός ανταγωνισμός ως καθοριστικός παράγων των περιφερειακών διενέξεων
Η ερμηνεία των περιφερειακών διενέξεων μέσα από αναλύσεις των πιο υψηλών προδιαγραφών Οι συντρέχουσες κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα Ανατολικά του Αιγαίου οδηγούν πολλούς στο να διερωτηθούν κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος μεγάλης περιφερειακής σύρραξης με βαθύτατες συνέπειες για την Ελλάδα αλλά και όλο τον πλανήτη. Εύλογα κάποιοι διερωτήθηκαν κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος επέκτασης της συριακής κρίσης σε παγκόσμιο πόλεμο. Οι καταιγιστικές εξελίξεις στην Αίγυπτο, η κρίση της Λιβύης που προηγήθηκε, οι αναταραχές στην Τουρκία, το κοχλάζον Κουρδικό ζήτημα, οι απειλές επίθεσης κατά του Ιράν και η επαπειλούμενη επίθεση κατά της Συρίας είναι όλα γεγονότα που αναμενόμενα προκαλούν ανασφάλεια και ανησυχία. Πολύ περισσότερο εάν λάβουμε υπόψη ότι η Ελλάδα και η Κύπρος «βρέθηκαν» σε μια αξιοθρήνητη θέση απόλυτης αδυναμίας. Η απάντηση για τις προεκτάσεις μιας επίθεσης κατά της Συρίας είναι ότι τα νήματα που ενώνονται είναι πολλά και η κατάσταση που δημιουργείται από κάθε άποψη εκρηκτική. Όμως, εκπλήττει μόνο όσους έχουν στο μυαλό τους κατασκευασμένη μια εξωπραγματική και αναληθής εικόνα για τη διεθνή πολιτική. Κάποιος λοιπόν θα πρέπει να κρίνει την κρίση της Συρίας, ή αύριο κάποια άλλη, σύμφωνα τόσο με τις επιμέρους προϋποθέσεις όσο και με μονιμότερα χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής. Το τελευταίο δεν είναι σύνηθες στην Ελλάδα και αυτό το γεγονός ερμηνεύει, εν πολλοίς, τον καταστροφικό κατήφορό μας. Οι σαπουνόφουσκες περί ανθόσπαρτου γραμμικά κινούμενου μετά-ψυχροπολεμικού κόσμου σκάνε και εξατμίζονται. Έξω και εδώ στη χώρα μας, εν τούτοις, συνεχίζουν να επηρεάζονται από τα βουνά των πνευματικών σκουπιδιών που στοιβάχτηκαν. Στην Ελλάδα τις δύο τελευταίες δεκαετίες πολλές φρικτά λανθασμένες «αναλύσεις» που ανακούφιζαν πνευματικά ή χάιδευαν αφτιά αφελών, ευθύνονται για την πολιτικοπνευματική, επιστημονική, οικονομική και διπλωματική αποχαύνωση που προκάλεσε τον εκτροχιασμό της χώρας. Για να κατανοηθούν οι πιθανές προεκτάσεις κρίσεων, όπως αυτή της Συρίας, απαιτείται να μνημονευτούν μονιμότερα χαρακτηριστικά των ηγεμονικών ανταγωνισμών πλανητικά και στις περιφέρειες. Η ανάλυση των υψηλότερων δυνατών βαθμίδων που προσφέρει μια αποκρυσταλλωμένη, θεμελιωμένη και τεκμηριωμένη περιγραφή και ερμηνεία είναι το κορυφαίο βιβλίο-σταθμός του John Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, μετάφραση Κ. Κολιόπουλος, επιστημονική επιμέλεια Π. Ήφαιστος, Ηλίας Κουσκουβέλης, εισαγωγικό σημείωμα Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος). Το κείμενο του John Mearsheimer Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων είναι αναμφίβολα το σημαντικότερο κείμενο διεθνούς πολιτικής μετά τον Θουκυδίδη και τον (δάσκαλο του Mearsheimer) Kenneth Waltz (βλ. τα εμβληματικά του έργα Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής και το Ο Άνθρωπος, το Κράτος και ο Πόλεμος). Το Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων συνιστάται να διαβαστεί με προσοχή από όσους ενδιαφέρονται για εκτιμήσεις ακριβείας για το γενικότερο στρατηγικό πλαίσιο κρίσεων, όπως αυτές της Συρίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης, το Κουρδικό, τις σχοινοβασίες της Τουρκίας, την επαπειλούμενη επίθεση κατά του Ιράν, την κινεζική ή ρωσική στρατηγική και ασφαλώς τους στρατηγικούς ελιγμούς της δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών στις σχέσεις της με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις και τις προσεγγίσεις που υιοθετεί στις υπερπόντιες εξισορροπήσεις. O Mearsheimer σε μια ανάλυση που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα περιγράφει και ερμηνεύει τον αδιάκοπο ηγεμονικό ανταγωνισμό και τον τρόπο που επηρεάζει τις τύχες καθοριστικά. Στις κομβικές στιγμές που διανύουμε και των κρίσεων που διαδέχεται η μια την άλλη, η άγνοια μιας τέτοιας θεώρησης είναι πολυτέλεια. Για τους ειδικούς των διεθνών σχέσεων είναι γνωστό ότι το αριστούργημα του John Mearsheimer αποτελεί το σημαντικότερο κείμενο που αναλύει τις τάσεις στο πεδίο των ηγεμονικών ανταγωνισμών και τον τρόπο που προβάλλονται τον 21ο αιώνα. Τεκμηριώνει τα αίτια των στρατηγικών επιλογών των δυνάμεων που εμπλέκονται στον ηγεμονικό ανταγωνισμό και δημιουργεί μια ερμηνευτικά μοναδική τυπολογία στάσεων, αποφάσεων, δράσεων και ενεργειών. Ο Mearsheimer ο οποίος πρόσφατα έγινε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, προσδιορίζει με εκπληκτική ακρίβεια τις μορφικά πανομοιότυπες επαναλαμβανόμενες στάσεις, αποφάσεις και προσεγγίσεις των ηγεμονικών δυνάμεων από τους Ναπολεόντιους πολέμους μέχρι σήμερα. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναλύοντας την εξέλιξη της κατανομής ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και άλλων μεγάλων κρατών που αναδύονται στο στερέωμα των ηγεμονικών δυνάμεων των δεκαετιών που επέρχονται, περιγράφει με εγκυρότητα τις τάσεις, όπως αναπτύσσονται στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Η μελέτη αυτής της ανάλυσης όσον αφορά την εξέλιξη των σχέσεων ισχύος και των ισορροπιών στην Ευρώπη –για παράδειγμα για τις τάσεις όσον αφορά τη Γερμανία, τη Ρωσία, τις εναλλακτικές επιλογές των ΗΠΑ στην Ευρώπη και πλανητικά, κ.τ.λ.–, κανονικά εξατμίζει κάθε επικίνδυνη ουτοπική σκέψη και προσγειώνει σε στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο θα πρέπει να πατούν οι πολίτες και το πολιτικό προσωπικό κάθε κράτος το οποίο θέλει να επιβιώσει. Υπό το πρίσμα της κορυφαίων προδιαγραφών θεωρήσεων του John Mearsheimer, θα προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση του γενικότερου διακρατικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται οι κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και ευρύτερα Ανατολικά του Αιγαίου. Πλήρης εικόνα και μοναδικής ακρίβειας εκτιμήσεις, αλλά και κατανόηση της πραγματικότητας της διεθνούς εμπειρίας μέσα από αναρίθμητα παραδείγματα, μπορεί να υπάρξει μόνο, εάν η καταπληκτική ανάλυση του John Mearsheimer διαβαστεί στο σύνολό της. 2. Ο ηγεμονικός ανταγωνισμός και ο εγγενής χαρακτήρας των αιτιών πολέμου Πρωταρχικό κριτήριο σωστής εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει παγκόσμιος ηγεμόνας. Οι μεγάλες δυνάμεις το γνωρίζουν και τα στρατηγικά τους σχέδια αποβλέπουν λιγότερο σε μια στρατιωτική συντριβή άλλων μεγάλων δυνάμεων και περισσότερο στην εξισορρόπησή τους. Το σύνηθες πεδίο του ανταγωνισμού τους είναι οι λιγότερο ισχυροί, και όποτε δοκίμασαν το αντίθετο το μετάνιωσαν. Σημειώνω εδώ το εξής καίριο και σημαντικό που ο λιγότερο ισχυρός θα πρέπει να γνωρίζει για να μην είναι ευκολόπιστος ή απρόσεκτος: «Τόσο όταν οι ηγεμονικοί ελέφαντες συγκρούονται όσο και όταν “ερωτεύονται” το γρασίδι υποφέρει». Ο Mearsheimer τεκμηριώνει μια αλληλουχία μορφικά πανομοιότυπων στρατηγικών επιλογών από τους Ναπολεόντιους πολέμους μέχρι σήμερα. Ο κεντρικός στρατηγικός σκοπός κάθε ηγεμονικής δύναμης ανά πάσα στιγμή είναι να παρεμποδιστούν άλλες μεγάλες δυνάμεις να κατακτήσουν θέση ηγεμονίας στην περιφέρεια όπου ανήκουν. Ακριβώς, η «Τραγωδία των Μεγάλων Δυνάμεων» έγκειται στο γεγονός ότι φοβούνται για την δική τους επιβίωση εάν κάτι τέτοιο συμβεί. Αυτό είναι κύριο αίτιο των εκατέρωθεν ασταμάτητων εξισορροπήσεων. Εάν μια μεγάλη δύναμη καταστεί περιφερειακή ηγεμονία, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δική της παγκόσμια ηγεμονία. Έτσι, οι εκάστοτε ηγεμονικές δυνάμεις αδιάκοπα μεριμνούν, ούτως ώστε άλλες μεγάλες δυνάμεις να παρεμποδίζονται από το να καταστούν περιφερειακοί ηγεμόνες. Με πιο πρακτικούς όρους αυτό σημαίνει μια διαρκή εκτίμηση της κατανομής ισχύος παγκόσμια, περιφερειακά και τοπικά και ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδιασμού ελέγχου της κατανομής ισχύος στις περιφέρειες. Επίσης, ενός στρατηγικού σχεδιασμού που εμπεριέχει αναρίθμητες εναλλακτικές τακτικές ενέργειες που αποσκοπούν στην αποδυνάμωση της επιρροής που ασκούν άλλες δυνάμεις. Αυτό συνεπάγεται μεταξύ άλλων και ενέργειες που αυξομειώνουν τη θέση, τον ρόλο και την ισχύ των περιφερειακών κρατών. Κριτήριο δεν είναι ο «φίλος» ή ο «εχθρός» αλλά η «ρύθμιση» της κατανομής ισχύος με τρόπο που συμφέρει τον (εξισορροπητή) ηγεμόνα. Για να παρεμβάλω έναν ακόμη κορυφαίο στοχαστή, τον Παναγιώτη Κονδύλη, σε μια εύστοχη θεώρησηπου επιβεβαιώνεται καθημερινά στη διεθνή πολιτική, «η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους». Στο σημείο αυτό, καλό είναι να τονιστεί ότι μόνιμοι εχθροί και φίλοι δεν υπάρχουν, όπως δυστυχώς νόμισαν μερικοί επικίνδυνα αφελείς που στο παρελθόν έφθασαν στο σημείο να χορεύουν ζεϊμπέκικα ή να γίνουν κουμπάροι κατευνάζοντας τον επιτιθέμενο ή που σήμερα εκλιπαρούν την εύνοια ξένων ηγετών ελπίζοντας σε θεία δώρα. Η ανελέητη πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής, την οποία εάν δεν γνωρίζεις παθαίνεις ζημιές είναι μία: Υπάρχουν μόνο υλιστικά σκεπτόμενοι διακρατικοί δρώντες με τους οποίους οι συγκλίσεις πάνε και έρχονται ανάλογα με τα συμφέροντα, την εξέλιξη των στρατηγικών και την εξέλιξη των συσχετισμών ισχύος και συμφερόντων. Ο καθείς θεωρεί την ασφάλεια και την επιβίωση υπέρτατη και έσχατη λογική (στην Ελλάδα, πάντως, αυτή δεν ήταν η κυρίαρχη παραδοχή και δεν είμαι σίγουρος ότι είναι ακόμη και σήμερα παρά τα παθήματά μας). Η «διαχείριση» των λιγότερο ισχυρών κρατών εκ μέρους των ηγεμονικών κρατών ανάλογα με τις περιστάσεις συμβαδίζει με τις ρευστές στρατηγικές ανάγκες κάθε συγκυρίας του διαχρονικά εξίσου ρευστού ηγεμονικού ανταγωνισμού. Σχέσεις στα πεδία της αισθητικής, της ιδεολογίας, των διαπροσωπικών σχέσεων και τα λοιπά, δεν έχουν την παραμικρή άξια λόγου πολιτική σημασία για τον αδύναμο (για τον ισχυρό βέβαια τέτοιες ψευδαισθήσεις είναι ευχάριστα δώρα). Εξάλλου, σύμφωνα με τα κυρίαρχα πορίσματα ενός μεγάλου κλάδου της στρατηγικής ανάλυσης (patron-client relations), το κύριο έρεισμα και η προϋπόθεση επιβίωσης των λιγότερο ισχυρών κρατών είναι η κρατική τους ισχύς και οι διπλωματικές προσεγγίσεις που έχουν ως άξονα το κόστος/όφελος στην πλάστιγγα των σχέσεων με τα ισχυρότερα κράτη. Οι ηγεμονικές δυνάμεις, όπως εξάλλου δείχνει η ορατή με γυμνό οφθαλμό καθημερινή πρακτική στη διεθνή πολιτική, χαράσσοντας τα ρευστά και εναλλασσόμενα στρατηγικά τους σχέδια, δεν βλέπουν εχθρούς και φίλους αλλά συνομιλητές στην πλάστιγγα κόστους/οφέλους. Ένα αδύναμο κράτος ή μια κοινωνία που δεν προσκολλάται στην εθνική ανεξαρτησία είναι αναλώσιμο και ευκαιρίας δοθείσης πετσοκόβεται πάνω στην ανελέητη κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων. Το αντίθετο συμβαίνει για ένα συγκροτημένο κράτος με κρατική ισχύ επαρκή για αυτοσυντήρηση και εξεζητημένες διπλωματικές δεξιότητες. Οι ηγεμονικές δυνάμεις παλεύοντας ασταμάτητα για την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος που τις ευνοεί και τη μεγιστοποίηση του μεριδίου του παγκόσμιου πλούτου που κατέχουν ή ελέγχουν, επιδίδονται σε ασταμάτητους εξεζητημένους έμμεσους παρεμβατισμούς ή ανάλογα με τις περιστάσεις σε πιο άμεσους. Στη Συρία αυτό βασικά κρίνεται όπως και στην Λιβύη κάποια στιγμή όταν για πολλούς λόγους η πλάστιγγα έγειρε, και ο Καντάφι εκεί που πριν μερικές εβδομάδες εναγκαλιζόταν τους ηγέτες των περισσότερων κρατών που στη συνέχεια του επιτέθηκαν, τάχιστα αυτός και η χώρα του οδηγήθηκαν στο ηγεμονικό σφαγείο. «Ειρήνη» υπό την έννοια της συνήθους χαζοχαρούμενης ψευδαίσθησης περί ενός αγγελικά πλασμένου –πλην εκ παρεξηγήσεως συγκρουόμενου– κόσμου, δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο περίοδοι «πιο ήπιου» ή καλύτερα υπόγειου ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια των οποίων γίνεται εξισορροπητικός αγώνας δρόμου μέχρι και την επόμενη αποκορύφωση της ηγεμονικής σύγκρουσης όταν οι συνθήκες «ωριμάσουν». Όταν δηλαδή η εξέλιξη των συσχετισμών οδηγεί σε σκληρότερες εξισορροπητικές αποφάσεις. Εδώ, λοιπόν, θα διερωτηθούμε τι κρίνεται πλανητικά εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να υποστούν ένα πολύ μεγάλο κόστος και να αναλάβουν πολλά ρίσκα για να επηρεάσουν (μακροχρόνια) τις ισορροπίες, τα σύνορα, τις πληθυσμιακές συνθέσεις και την κατοχή του πλούτου στην παραδοσιακά κρίσιμη περίμετρο της Ευρασίας. Κανένας δεν κατανοεί τίποτα, εάν δεν γνωρίζει ότι για εγγενείς λόγους αυτό για το οποίο μιλάμε μετά τον 17ο αιώνα μέχρι και σήμερα αφορά τη σταθερότητα και την αστάθεια μιας αναγκαστικής Οδύσσειας όλων των κρατών που οφείλεται σε εγγενείς λόγους του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Ενώ η ηγεμονική ή άλλως πως πολιτικοανθρωπολογική ένωση του πλανήτη ήταν και θα συνεχίσει να είναι πάντα ουτοπική (και ακραία επικίνδυνη ακόμη και ως απλή αφελής σκέψη), η ισχύουσα πραγματικότητα είναι η εξής: Η κρατική κυριαρχία, δηλαδή η αξίωση των εθνών για ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία προκαλεί διεθνή αναρχία (απουσία παγκόσμιας εξουσίας). Επιπλέον, επειδή το διεθνές σύστημα αποτελείται από κρατικές οντότητες άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης, η πρόκληση διλημμάτων ασφαλείας προκαλεί εγγενή αίτια ανταγωνισμού και συγκρούσεων. Λόγω απουσίας παγκόσμιας εξουσίας, επιπλέον, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Οι αφελείς ή απρόσεκτοι βλάπτονται και συχνά αποθνήσκουν. Οι διεθνείς θεσμοί δεν σχετίζονται με κάποια διεθνή δικαιοσύνη αλλά με διεθνή τάξη όπως ιστορικά οριοθετήθηκε [Κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί περί διεθνούς δικαιοσύνης, για παράδειγμα να αποφανθεί που πρέπει να είναι τα σύνορα Ισραήλ και γειτόνων, Ελλάδας και Τουρκίας, κ.τ.λ. Οι συνθήκες περί εγκληματιών πολέμου κ.τ.λ. είναι παντελώς διαφορετική υπόθεση]. Σε έναν κόσμο κρατών άνισης ισχύος, άνισου μεγέθους και άνισα αναπτυσσόμενο, επιδιώκοντας ασφάλεια και ισχύ, τα κράτη εξισορροπούν όσους τους απειλούν και αυτό επιτείνει τον ανταγωνισμό οδηγώντας σε φαύλο κύκλο διλημμάτων ασφαλείας. Τα κράτη που επιβιώνουν και είναι ασφαλή είναι εκείνα που γνωρίζουν ότι η Ένωση του πλανήτη ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα υπάρξει ως πιθανό ενδεχόμενο και ότι η εθνοκρατική τους οντότητα είναι η αρχή και το τέλος της ύπαρξής τους. Γι’ αυτό προτεραιότητα έχει η κρατική ισχύς, η κατοχύρωση της ασφάλειας και των προϋποθέσεων αυτοσυντήρησης και επιβίωσης. Σε κάθε περίπτωση μιας και οι ηγεμονικές δυνάμεις διαθέτουν βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η συλλογική ασφάλεια δεν ισχύει για τις μεγάλες δυνάμεις. Βασική αρμοδιότητα των διεθνών θεσμών στον βαθμό που μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά είναι η διεθνής τάξη που συμφωνούν τα κράτη μετά από κάθε πόλεμο όταν χαράσσονται σύνορα. Καθημερινά διαπιστώνουμε ότι α) εάν δεν υπάρχει συγκλίνον συμφέρον (ή καλύτερα παζάρια κάτω από το τραπέζι) των μεγάλων δυνάμεων δεν υπάρχει δράση του ΣΑ «όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια», β) συχνά οι μεγάλες δυνάμεις επεμβαίνουν χωρίς απόφαση του ΣΑ όπως στο Ιράκ το 2003 ή ίσως στις μέρες μας στη Συρία και γ) όταν τα κράτη δεν επιλύουν τις διαφορές με συνομιλίες, επειδή δεν τα συμφέρει η σταθερότητα ή αστάθεια και τα οφέλη ή ζημιές μιας διένεξης, είναι συνάρτηση της ισορροπίας ή της ανισορροπίας μεταξύ των αντίπαλων κρατών (κάτι πρέπει να ξέρουμε εμείς από τα παθήματά μας στο Αιγαίο και στην Κύπρο). 3. Η τυπολογία των ανελέητων στρατηγικών προσεγγίσεων και μεθοδεύσεων των ηγεμονικών δυνάμεων Εάν σταθούμε στις μεγάλες δυνάμεις, ο Mearsheimer τεκμηριώνει ότι η τυπολογία των στρατηγικών προσεγγίσεων και μεθοδεύσεων όλων των ηγεμονικών δυνάμεων είναι μορφικά πανομοιότυπη. Διαφέρει μόνο κατά περίπτωση και συγκυρία ως προς την ένταση, έκταση και το περιεχόμενο των επί μέρους αξιώσεων. Το κύριο κριτήριο είναι εκτιμήσεις για την κατανομή ισχύος και των συμφερόντων, δικών τους και των άλλων. Κύρια διαρκής εισροή στον στρατηγικό σχεδιασμό είναι υπολογισμοί κόστους/οφέλους εναλλακτικών ενεργειών, οι κίνδυνοι για την επιβίωση –οι οποίοι όπως είπαμε για τις μεγάλες δυνάμεις προέρχονται από άλλες μεγάλες δυνάμεις εάν καταστούν περιφερειακές ηγεμονίες– και οι διαρκείς επιδιώξεις μεγιστοποίησης του παγκόσμιου πλούτου που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους. Οι μεγάλες δυνάμεις διατηρούν και διαρκώς αναπτύσσουν επιθετικές δυνάμεις (ισχύ δηλαδή όχι μόνο για την άμυνά τους αλλά και για υπερπόντιες επεμβάσεις). Για να εκπληρώσουν τους σκοπούς τέτοιων ψυχρά και υπολογιστικά συγκροτημένων στρατηγικών σχεδίων, οι στρατηγικές τους είναι σχεδόν μαθηματικά προκαθορισμένες. «Διαλέξτε και πάρτε» ή εάν είστε το θύμα προστατευθείτε. Συνοψίζω μερικές πτυχές όπως τις καταγράφει στη βάση της διεθνούς εμπειρίας το άψογα τεκμηριωμένο και πλήρες πληροφοριών κείμενο του John Mearsheimer: Μεταφορά βαρών: Προσπάθεια ανάληψης αναχαίτισης από τρίτο όχι κατ’ ανάγκη «σύμμαχο», ενώ το ίδιο φαινομενικά παραμένει θεατής. Εξισορρόπηση: Δέσμευση αναχαίτισης επιτιθέμενου αντιπάλου κατόπιν διακρατικής συμμαχίας και εμπράκτων μέτρων και δεσμεύσεων. Εκβιασμός: Απειλή χρήσης βίας (μπλόφα ή μέτρα για κόστος κατά μικρών και αδυνάμων). Πρόκληση πολέμου για κατατριβή τρίτων: Εξασθένιση «εχθρών» και/ή «φίλων» με πρόκληση μακροχρόνιων συρράξεων και πολέμων ή τα εκλεκτικά χτυπήματα με ή χωρίς την κάλυψη του ΟΗΕ για να σμικρύνει κάποιους στο επιθυμητό επίπεδο. Μέριμνα ούτως ώστε η εμπλοκή κάποιου αντιπάλου ή «φίλιου» κράτους σε αντιπαράθεση ή πόλεμο με κάποιο άλλο θα οδηγήσει σε μακροχρόνια κατατριβή και αποδυνάμωση (ή και το αντίστροφο) με συγκεκριμένο και προσεκτικά υπολογισμένο τρόπο. Αποτροπή περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων με υπερπόντιες εξισορροπήσεις, όπως δεκάδες φορές γίναμε μάρτυρες τις τελευταίες δεκαετίες αλλά και στις μέρες μας. Πολιτικοοικονομικές μεθοδεύσεις μεγιστοποίησης του ελεγχόμενου πλούτου και των αναπτυξιακών πόρων, καθότι όπως όλοι γνωρίζουμε η οικονομική δύναμη είναι η βάση της στρατιωτικής δύναμης. Παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων από το να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Απόκτηση ισχύος ευθέως με δικό τους παρεμβατικό πόλεμο εάν άλλες μέθοδοι καταστούν ατελέσφορες ή εξαιρετικά δύσκολες και αβέβαιες ως προς την εκπλήρωση των σκοπών. Διευκόλυνση διείσδυσης με αποδυνάμωση του φρονήματος άλλων κοινωνιών και της πίστης των πολιτών στην εθνική ανεξαρτησία, στις εθνικές κοσμοθεωρίες και στους κρατικούς σκοπούς. Εδώ υπογραμμίζω, έχουμε μια εξαιρετικά σημαντική ενότητα στο βιβλίο η οποία ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες θα καταλάβουν τι σημαίνει «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» (ή καθ’ ημάς εθνομηδενιστές), τύποι όπως ο Σόρος και τα στηριζόμενα από αυτόν ιδρύματα, σαπουνόφουσκες περί μετά-εθνικής εποχής (να θυμίσω υψιτενή «φιλοσοφική» θεώρηση η οποία το 2003 δικαιολόγησε το φασιστικό σχέδιο Ανάν ως προάγγελο της … μετά-εθνικής εποχής). Προσωρινή παραχώρηση ισχύος σε αυριανούς εχθρούς για να ρυθμιστεί η κατανομή ισχύος. Κατάκτηση και προσωρινός κατασταλτικός έλεγχος πόρων μέχρι να δημιουργηθούν και παγιωθούν πολιτικοοικονομικές δομές έμμεσου ελέγχου και προσπορισμού των πόρων άλλων κρατών και περιφερειών. Προσπάθεια κατάκτησης θέσης τεχνολογικής υπεροχής και ίσως και πυρηνικής υπεροχής. Ως προς το τελευταίο, οι μεγάλες δυνάμεις γνωρίζουν –ή έτσι νομίζουν– ότι ένας τρόπος να αισθανθούν απόλυτα ασφαλείς είναι να αποκτήσουν απόλυτη πυρηνική υπεροχή. Ο σκοπός αυτός, θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι στρατηγικοί αναλυτές, είναι κάτι περισσότερο από ψευδαίσθηση, πολύ υψηλού μάλιστα κινδύνου. 4. Η διαλεκτική σχέση βραχυχρόνιων, μεσοπρόθεσμων και μακροχρόνιων σκοπών και στρατηγικών του ηγεμονικού ανταγωνισμού και η κρίση της Συρίας Ο Mearsheimer όπως γίνεται αντιληπτό ανήκει στους ελάχιστους πολιτικούς επιστήμονες του διεθνούς συστήματος που αξίζει να προσεχθούν, επειδή με αξιολογικά ελεύθερο τρόπο και εδρασμένος πάνω στην αλάνθαστη Υποδειγματική Θουκυδίδεια παράδοση αναλύει την πραγματικότητα και την αλήθεια. Τέτοια έργα αξίζουν να τιμούνται παραφράζοντας τη γνωστή ρήση: «Ευχαριστούμε που μας λες όχι αυτό που μας ευχαριστεί αλλά την αλήθεια, την οποία μόνο εάν εκτιμήσουμε σωστά μπορούμε να επιτύχουμε ευημερία, να επιβιώσουμε και να είμαστε ασφαλείς». Σε αδύναμα, ασθενή και λικνιζόμενα κράτη, ατυχώς γι’ αυτά, η αλήθεια είτε αποκρύβεται είτε επισκιάζεταιαπό τσαρλατάνους και νομικιστές που αγνοούν τις πολιτικές όψεις του διεθνούς συστήματος, είτε κατακλύζεται από παραπλανητικές θεωρήσεις εγχώριας ή εισαγόμενης προπαγάνδας. Συναφώς, η στρατηγική «μαλακή ισχύος» είναι από καιρό ένα από τα σημαντικότερα μέσα στη φαρέτρα των ηγεμονικών στρατηγικών. Ο ορθολογισμός της εθνικής στρατηγικής ενός λιγότερο ισχυρού κράτους είναι ευθέως συναρτημένος με σωστές εκτιμήσεις των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος, των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου. Έτσι, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η ελευθερία-ανεξαρτησία μιας κοινωνίας είναι ευθέως συναρτημένη με την κρατική ισχύ μιας Πολιτείας. Επίσης, με το γεγονός ότι είναι ένα πράγμα τα χαρούμενα θεωρήματα και ιδεολογήματα αργόσχολων του παγκόσμιου λεγόμενου ακαδημαϊκού χώρου και άλλο οι προϋποθέσεις ασφάλειας, ευημερίας και ελευθερίας ενός εθνοκράτους. Για παράδειγμα, η πλανητικοποίηση (globalization) –η μετάφραση της οποίας στην Ελλάδα οδήγησε στον ιδεολογικά εκπορευόμενο στρεβλό όρο «παγκοσμιοποίηση» (ως και να υπάρχει μια παγκόσμια κοινωνία, μια παγκόσμια διανεμητική δικαιοσύνη, ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα)– προσφέρει ευκαιρίες για τους ισχυρούς δρώντες με τρόπο που ευνοεί την κυριαρχία τους. Σίγουρα, η πλανητικοποίηση θρέφει θηριώδεις αξιώσεις τόσο ηγεμονικών δυνάμεων όσο και πρωταγωνιστών της ιδιωτείας όπως οι κερδοσκόποι και με κανένα τρόπο δεν δημιουργεί προϋποθέσεις ενός διεθνούς σπαραξικάρδιου ταξιδιού πολιτικά αδιάφορων ανθρώπων, όπως πολλοί αφελώς νομίζουν. Υπογραμμίζουμε λοιπόν ότι δεν πρέπει να υπάρχουν απορίες για το προς τα πού κινείται ο ανταγωνισμός των ηγεμονικών δυνάμεων σ’ ένα διεθνές σύστημα το οποίο καθίσταται ολοένα και πιο πολύπλοκο λόγω αυξήσεως των κρατών και της ανάδυσης πολλών πλέον μεγάλων δυνάμεων. Ακροτελεύτια εάν κάτι «νέο» υπάρχει τις δύο τελευταίες δεκαετίες είναι ο τρόπος που εξελίσσεται το ανθρωπολογικό ζήτημα σε σύγκριση με την αποικιακή εποχή και τον Ψυχρό πόλεμο. Δεν αλλάζει τη δομή παρά μόνο περιπλέκει τους υπολογισμούς των ηγεμονικών δυνάμεων καθιστώντας την έκβαση των εξισορροπήσεων περισσότερο αστάθμητη και απρόβλεπτη. Πιο συγκεκριμένα, εξεγείρονται εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, οι οποίοι μέχρι και το τέλος του Ψυχρού πολέμου βρίσκονταν είτε εντός δεσποτικών και εξαρτημένων κρατών είτε εντός τεχνητών κρατιδίων κατασκευασμένων από τις αποικιακές δυνάμεις όταν αποχωρούσαν. Σκοπός των αποικιακών δυνάμεων ήταν να διαιωνίσουν την επιρροή τους και λίγο πολύ το πέτυχαν επί δύο περίπου αιώνες. Αυτή η εποχή φτάνει στο τέλος της και δεν φαίνεται να το κατανοούν πλήρως όλες οι ηγεμονικές δυνάμεις. Η ειδοποιός διαφορά σήμερα, ακριβώς, είναι ότι πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο πως οι ηγεμονικές δυνάμεις, όσο ισχυρές και να είναι, θα μπορέσουν να συνεχίσουν να επιτυγχάνουν εύκολα πλήρη ή τουλάχιστον επαρκή (σύμφωνα με τα κριτήριά τους) έλεγχο των εξελίξεων. Για παράδειγμα, τίποτα δεν είναι γραμμικό όταν μιλάμε για το ηφαίστειο της Αιγύπτου, τη δίνη που αναδεικνύει ανεξάρτητες κουρδικές οντότητες σε ένα ή πολλά κουρδικά κράτη, το βαθύτατα θρησκευόμενο Ιράν, τις βαθύτατες και οριζόντιες διαιρέσεις των θρησκευτικών δογμάτων, το υπό διάλυση Ιράκ ή την υπό διάλυση Συρία, την κρατική κατασκευή του Λιβάνου και ασφαλώς τη λικνιζόμενη και εσωτερικά εξαιρετικά διαφοροποιημένη Τουρκία. Εν τούτοις, παρά τις αβεβαιότητες που σκιαγραφήσαμε μόλις, η σωστή κατανόηση των δομικών και εγγενών χαρακτηριστικών του σύγχρονου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος κάνει σαφές ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της διένεξης συνεχίζουν να είναι τα ίδια, δηλαδή οι προαναφερθείσες ιστορικές συνθήκες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Δεν πρέπει να μην υπάρχουν αυταπάτες: Η διεθνής πολιτική των τελευταίων αιώνων εξελίσσεται στο πλαίσιο πανομοιότυπων κρατοκεντρικών προϋποθέσεων και η ηγεμονική διαπάλη είναι το σημαίνων και προσδιοριστικό χαρακτηριστικό μιας κρατοκεντρικής δομής που αποτελείται από μέλη άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης. Για να απαντήσουμε λοιπόν το πόσο κοντά φτάσαμε στο σημείο μηδέν μιας ακόμη μεγάλης παγκόσμιας σύρραξης απαιτείται στοιχειώδης κατανόηση της τυπολογίας των συμπεριφορών των μεγάλων δυνάμεων που ισχύει για κάθε συγκυρία και κάθε εποχή. Τα σκιαγραφήσαμε πιο πάνω σε αναφορά με την εμβληματική ανάλυση του John Mearsheimer. Η παγκόσμια σταθερότητα απαιτεί ισορροπία και οι εξεζητημένες εκατέρωθεν προσεγγίσεις κινούνται πάνω σε μια πλάστιγγα με δύο δίσκους. Στον ένα δίσκο είναι το κόστος κάθε τακτικής και στρατηγικής κίνησης και στον άλλο δίσκο είναι το όφελος εναλλακτικών στάσεων και δράσεων. Το ζήτημα περιπλέκεται αφάνταστα και οι κίνδυνοι αναλόγως, εάν κανείς λάβει υπόψη ότι κάθε απόφαση αφορά αναρίθμητους παίχτες και οι δυνατότητες των άλλων δεν είναι πάντα εύκολο να εκτιμηθούν. Πολύ περισσότερο ισχύει το γεγονός ότι δεν είναι γνωστό πότε και πως οι ανταγωνιστικές ηγεμονικές δυνάμεις θα εκμεταλλευτούν τα παράθυρα ευκαιρίας μιας κίνησης (π.χ., η Ρωσία λόγω παρατεταμένης αστάθειας, εάν μια επέμβαση στη Συρία ανοίξει τον ασκό του Αιόλου μεγάλων και απρόβλεπτων ανακατατάξεων). Ακόμη πιο σημαντικό, όλοι οι ηγεμονικοί παίχτες λαμβάνουν και εκτελούν στρατηγικές αποφάσεις στη βάση εναλλακτικών σεναρίων που συμπλέκουν με ένα εξαιρετικά σύνθετο τρόπο σκοπούς και συμφέροντα με σενάρια βραχυχρόνιας, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης εξέλιξης των πραγμάτων (οπότε ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων επιλέγουν και το αντίστοιχο σχέδιο στρατηγικής ή τακτικής δράσης). Οι μεγάλες ηγεμονικές δυνάμεις όταν κάνουν μια στρατηγική κίνηση το στοίχημα των επιτελείων τους είναι, βασικά, ότι θα δρομολογήσουν αυτή την κινούμενη δίνη της περιφερειακής ή ευρύτερα διεθνούς πολιτικής προς κατευθύνσεις οι οποίες θα τους προσδώσουν οφέλη. Μέσα στις συμπληγάδες που διαρκώς στήνονται συνθλίβονται όλοι οι ανόητοι, όλοι οι αφελείς και όλοι οι απρόσεκτοι. Ποια είναι όμως τα οφέλη αυτού του αέναου και ανελέητου ανταγωνισμού;Σχεδόν πάντοτε ο στρατηγικός σχεδιασμός αποτυπώνει μακροχρόνιους στρατηγικούς σκοπούς τους οποίους υπηρετούν οι βραχυχρόνιες και μεσοπρόθεσμες αποφάσεις. Καταλήγουμε λέγοντας ότι ενίοτε το κόστος μιας στρατηγικής κίνησης –π.χ., μεγάλη αναταραχή στη Μέση Ανατολή λόγω επίθεσης στη Συρία– ενδέχεται να έχει σταθμιστεί και θεωρηθεί ανεκτό, επειδή μείζονα συμφέροντα κρίνονται στο μακροπρόθεσμο επίπεδο. Εάν, για παράδειγμα, ένα από τα πολλά contingency plan είναι ένα κουρδικό κράτος το οποίο ο στρατηγικός σχεδιασμός θέλει μελλοντικά να είναι, π.χ., σύμμαχος των ΗΠΑ και του Ισραήλ και με τρόπο που θα αποδυναμώνει Τουρκία, Ιράν και Ιράκ, οι βραχυχρόνιες και μεσοπρόθεσμες αποφάσεις και το κόστος του ενεργούντος (εδώ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους) δεν επιδέχεται συμβατικές ερμηνείες. Ούτε οι σκοποί, οι ενέργειες και οι υπόγειες μεθοδεύσεις είναι ορατές με γυμνό οφθαλμό. Ούτε βέβαια και τα επιτελεία των μεγάλων ηγεμονικών δυνάμεων είναι πάντα σίγουρα για την εξέλιξη των πραγμάτων, εξού και τα πολλά εναλλακτικά στρατηγικά σχέδια που αλέθουν αδιακρίτως «φίλους» και «εχθρούς» (και τους οποίους αλλάζουν όπως τα πουκάμισά τους ανάλογα με τα συμφέροντά τους όπως εξελίσσονται, όπως θίγονται ή όπως ευνοούνται). Γι’ αυτό δεν πρέπει να προδικάζουμε το βραχυχρόνιο κόστος μιας χαώδους κατάστασης, εάν τα επιτελεία τους εκτίμησαν ότι στο βάθος του χρόνου δρομολογείται μια περιφερειακή δομή και μια κατανομή ισχύος που εξυπηρετεί μακροχρόνια συμφέροντα. Το νήμα πάντα είναι λεπτό και ο κίνδυνος πολέμου, όταν έτσι τεντώνεται πάντα μεγάλος. Πολύ μεγάλος είναι όταν μία μεγάλη δύναμη αισθανθεί ότι η εξέλιξη της κατανομής ισχύος σε μια περιφέρεια θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια, επειδή όπως ήδη υπογραμμίσαμε θα αναδείξει έναν περιφερειακό ηγεμόνα με δυναμική πλανητικής επικράτησης. Έτσι κινούμενες οι ηγεμονικές αντιπαραθέσεις δημιουργούν εναλλασσόμενες συμπληγάδες μέσα στις οποίες μικρά, ασθενή και απρόσεκτα κράτη συνθλίβονται, ιδιαίτερα όταν ο ηγεμονικός ανταγωνισμός φτάνει στα όριά του ή όταν τα πράγματα είναι εκτός ελέγχου και ο ανταγωνισμός καθίσταται ανεξέλεγκτος και επικίνδυνος για όλους. Ένας ορθολογικός δρών που εκτιμά και σταθμίζει σωστά μακροχρόνια, μεσοπρόθεσμα και βραχυχρόνια δεδομένα, κατορθώνει να ισορροπήσει τις δικές του αποφάσεις και τις αποφάσεις των άλλων (και τις εξελίξεις που τους επηρεάζουν) και δεν πράττει οτιδήποτε του προκαλεί μεγαλύτερο κόστος από το όφελος. Ευλόγως, βέβαια, κανείς μπορεί να διερωτηθεί για τις δυσκολίες στάθμισης των συνεπειών εναλλακτικών στρατηγικών, όταν όπως ήδη υπαινιχθήκαμε μιλάμε για την άβυσσο ενός ανθρωπολογικά αστάθμητου και απρόβλεπτου κόσμου, του μετά-αποικιακού! Όχι μόνο μουσουλμανικού αλλά και κάθε άλλου που ορμητικά εισέρχεται μέσα στη δίνη της διεθνούς πολιτικής για να κατοχυρώσει αυτό που σύμφωνα με τη δική του λογική θεωρεί ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτικά σωστό και δίκαιο. Η εκτίμησή μας λοιπόν είναι ότι μόλις τώρα γίνεται αισθητό ότι το 1990 εισήλθαμε σε μια ιστορική μετάβασηκαι οι συγκαιρινές κρίσεις συμβολίζουν την τάση νέων ισορροπιών μέσα από δραστικές ανακατατάξεις σε όλα τα νοητά επίπεδα. Ο κόσμος της Ανατολής εξεγείρεται, οι ηγεμονικές δυνάμεις πληθαίνουν, οι αξιώσεις περιφερειακής ηγεμονίας είναι εγγενείς με τη φύση των μεγάλων δυνάμεων και η αποικιακή και η μεταβατική ψυχροπολεμική εποχή έφθασαν στο τέλος τους. Οι ανακατανομές ισχύος και οι στρατηγικές ανακατατάξεις πάνω στην περίμετρο της Ευρασίας, τη μεγάλη δηλαδή ζώνη που αρχίζει από την Ευρώπη και φτάνει στην Κίνα, δημιουργούν νέα δεδομένα. Επί αιώνες οι ναυτικές δυνάμεις –πρώτα το Ηνωμένο Βασίλειο και μεταπολεμικά οι ΗΠΑ– και οι σύμμαχοί τους με επεμβάσεις, συμμαχίες και «μαλακή ισχύ» (soft power) πετύχαιναν έναν σιδερένιο έλεγχο πάνω σε κράτη και ολόκληρες περιφέρειες. Εάν κάτι διδάσκει η ιστορία είναι ότι οι ναυτικές δυνάμεις δεν θα εκτοπιστούν εύκολα από κράτη και περιφέρειες που διαιώνιζαν την ισχύ τους και την οικονομική τους υπεροχή. Ολοφάνερα επιχειρούν κάτι πολύ ριψοκίνδυνο: Διαιώνιση του ελέγχου με μεγάλες ανακατατάξεις συνόρων, κατάλυση κρατών, δημιουργία μιας νέας αλυσίδας συμμαχιών και εμπέδωση τόσο στρατιωτικής όσο και κάθε άλλης μορφής παρουσία στα μεγάλα πεδία των πλουτοπαραγωγικών πόρων και των παραδοσιακών γεωπολιτικών ζωνών. Η κλίνη του Προκρούστη ήδη στήθηκε και τα στρατηγικά παίγνια αγριεύουν. Θα πετσοκόψουν όσους βρουν αδύναμους, απρόσεκτους και ανυποψίαστους.
Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/8936, Ἀντίβαρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου