Η
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
ΤΟΥ
ΙΕΡΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ (ΣΑΡΙΑ)
ΣΤΗΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
ΜΑΡΙΑΣ
Α. ΒΕΡΓΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ Α’ Ν.Σ.Κ.
Μ.Δ.Ε.
ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΥΠ.
ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΕΘΝΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΘΗΝΑΙ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2013
Το παρόν κείμενο είναι η εισήγηση της συγγραφέως στην
επιστημονική διάλεξη που διοργάνωσε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), την
Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013, στην αίθουσα Επιστημονικών Διαλέξεων (Σεμιναρίων)
Κεντρικής Υπηρεσίας του ΝΣΚ, με τίτλο:
«Η
θρησκευτική ελευθερία κατά την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η θέση του μουφτή και η εφαρμογή του ιερού
μουσουλμανικού νόμου (σαρία) στην ελληνική έννομη τάξη».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. Ο ΙΕΡΟΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (ΣΑΡΙΑ) σελ. 4
Β. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ
ΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
1. Νομικό έρεισμα
σελ.
6
2.
Οι αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας 466/2003, 1333/2001- Η Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
112/2009 σελ. 8
3. Αποφάσεις Ελληνικών Δικαστηρίων α-στ σελ. 11-16
Σχόλια επί της Νομολογίας των Ελληνικών Δικαστηρίων
4. Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) σελ.
17
α. Απόφαση επί προσφυγής 29009/10 Cigdem κατά Ελλάδος
β. Αποφάσεις επί προσφυγών 41340/98,
41342/98, 41343/98 και 41344/98 Refah
Partizi
(Κόμμα της Ευημερίας) κατά Τουρκίας
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η μαρτυρία της Σαμπιχά
Σουλεϊμάν, μουσουλμάνας ρομά από τη Θράκη, προέδρου του Συλλόγου Γυναικών
Δροσερού «Η Ελπίδα»…. στο 5ο συνέδριο του ΟΗΕ για τις μειονότητες
στη Γενεύη (27 & 28 Νοεμβρίου 2012) σελ. 19
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 20
Α. Ο ΙΕΡΟΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (ΣΑΡΙΑ)
Ο ιερός μουσουλμανικός νόμος ονομάζεται sharia που στα αραβικά σημαίνει το μονοπάτι
που οδηγεί στον Αλλάχ[1].
Η ιδιαιτερότητα του μουσουλμανικού δικαίου συνίσταται στο ότι δίκαιο και
θρησκεία ταυτίζονται, και για τον λόγο αυτό. Η σαρία είναι ο ασφαλής και
σίγουρος δρόμος που θα οδηγήσει τον μουσουλμάνο στη σωτηρία κατά την Ημέρα της
Κρίσεως.
Η σαρία δεν είναι νόμος με την έννοια
που εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο. Στην δυτικότροπη νομική επιστήμη η έννοια του
νόμου περιλαμβάνει την ύπαρξη οργανωμένης σε Κράτος κοινωνίας που θεσπίζει το
δίκαιο και επιβάλλει την εφαρμογή του, ενώ στο Ισλάμ μοναδικός νομοθέτης και
δικαστής είναι ο Θεός. Με την σαρία, που καθιερώνει την υπεροχή των ανδρών
έναντι των γυναικών[2] [3],
ρυθμίζονται ο γάμος, το διαζύγιο, τα δικαιώματα των τέκνων των παλλακίδων, η
επιμέλεια τέκνων σε περίπτωση διαζυγίου, η υιοθεσία[4],
αλλά και οι κανόνες συμπεριφοράς και εμφάνισης των μουσουλμάνων.
Στην
Τουρκία, με την εκκοσμίκευση του Κράτους την εποχή του Κεμάλ Ατατούρκ
καταργήθηκε η αρμοδιότητα των ιεροδικείων και η σαρία, και εισήχθη ήδη από το
1926 αστικός κώδικας που ρυθμίζει και τις οικογενειακές σχέσεις, σχεδόν σε
μετάφραση από τον ελβετικό αστικό κώδικα.
Σήμερα στην
Ευρώπη η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα, στην οποία ισχύει ο ιερός μουσουλμανικός
νόμος για το προσωπικό καθεστώς των μουσουλμάνων.
Η τελευταία
χώρα που ρύθμισε το θέμα αυτό ήταν η Γαλλία, όταν το 2001 αναίρεσε τη
δικαιοδοτική αρμοδιότητα του μοναδικού Γάλλου μουφτή, που είχε ανάλογες
δικαιοδοσίες στο νησί Μαγιό στον Ειρηνικό ωκεανό[5].
Β. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ
ΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
1. Νομικό έρεισμα
- Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 147/1914, «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της
δικαστικής αυτών οργανώσεως», που ακολούθησε την Συνθήκη των Αθηνών του 1913, «τα του γάμου των εις το μουσουλμανικόν ή
ισραηλιτικόν θρήσκευμα ανηκόντων, ήτοι τ` αφορώντα εις την νόμιμον σύστασιν και
την διάλυσιν του γάμου και τας συνεστώτος αυτού προσωπικάς σχέσεις των συζύγων
και τα των συγγενικών δεσμών διέπονται υπό του ιερού αυτών νόμου και κρίνονται
κατ` αυτόν. Ως προς τους
μουσουλμάνους ισχύουσι προσέτι οι περί αυτών ειδικοί όροι της μεταξύ Ελλάδος
και Τουρκίας τελευταίας συνθήκης».
-Εν συνεχεία
εξεδόθη ο ν. 2345/1920 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων
των εν Κράτει μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεων των περιουσιών των
μουσουλμανικών κοινοτήτων», ο οποίος στο άρθρο 10 παρ. 1 προέβλεπε ότι οι μουφτήδες ασκούν δικαιοδοσία μεταξύ
μουσουλμάνων επί γάμων, διατροφών (νεφακά), επιτροπειών, κηδεμονιών,
χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον
διέπονται υπό του ιερού μουσουλμανικού νόμου.
- Ακολούθησε
η Συνθήκη των Σεβρών της 28.7/10.8.1920
και η Συνθήκη της Λωζάννης της
24.7.1923, κυρωθείσες αντίστοιχα με τα ν.δ. της 29.9./15.11.1923 και της
25/25.8.1923, με τις οποίες προβλέφθηκε η δέσμευση της Ελλάδας να σεβαστεί τα
έθιμα της μουσουλμανικής μειονότητας που απορρέουν από συγκεκριμένες
θρησκευτικές πρακτικές, χωρίς, ωστόσο, να περιέχεται σε αυτές δέσμευσή της,
ειδικώς, περί εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού νόμου.
-Με την
εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946, με το άρθρο
6 του ΕισΝΑΚ καταργήθηκε ρητά η κατά το άρθρο 4 του ν. 147/1914 εφαρμογή
του θρησκευτικού τους δικαίου για τους Έλληνες ισραηλίτες, διατηρηθείσας της
άνω διάταξης ισχυρής για τους ‘Ελληνες μουσουλμάνους, ενώ με το άρθρο 8 του
ΕισΝΚΠολΔ διατηρήθηκε σε ισχύ και η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1
του ν. 2345/1920.
- Με το ν. 1920/1991 κυρώθηκε η από 24.12.1990
Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ο μουφτής
ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του, επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών[6],
επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ
αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό
μουσουλμανικό νόμο, επαναλαμβανόμενης, στο άνω άρθρο, της διατάξεως της
παραγράφου 1 του άρθρου 10 του καταργηθέντος ν. 2345/1920.
Η χρήση της
υποθετικής πρότασης «εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό
μουσουλμανικό νόμο» καταδεικνύει, ότι ο νομοθέτης γνωρίζει και αποδέχεται ότι
οι σχέσεις αυτές δεν διέπονται πάντοτε από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο αλλά
είναι δυνατόν ενίοτε να διέπονται από τον Αστικό Κώδικα.
Με την παρ.
3 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι «οι
εκδιδόμενες από το
Μουφτή αποφάσεις επί
υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν ούτε
αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν
εκτελεστές από το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου η
έδρα του Μουφτή,
κατά τη διαδικασία
της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το
δικαστήριο ερευνά μόνον
αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα
όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν
αντίκεινται στο Σύνταγμα. Κατά της
αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου χωρεί προσφυγή ενώπιον του
οικείου πολυμελούς πρωτοδικείου,
που δικάζει κατά
την ίδια διαδικασία.
Κατά της αποφάσεως του πολυμελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο
μέσο τακτικό ή έκτακτο.»
2. Οι αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας
466/2003, 1333/2001- Η Γνωμοδότηση Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους 112/2009
Με τις
αποφάσεις 466/2003, 1333/2001 του ΣτΕ
και την 112/2009 Γν/ση του ΝΣΚ κρίθηκε, ότι το άρ. 11 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14-11-1913 στο οποίο απαντάται
η κατοχύρωση δυνάμει ειδικής και συγκεκριμένης προβλέψεως Διεθνούς Συνθήκης
μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας της αρμοδιότητος του Μουφτή, έχει
καταργηθεί, άλλως και εν πάση περιπτώσει έχει καταστεί ανενεργό και άνευ
αντικειμένου, αφού μετά την μεσολαβήσασα εμπόλεμη κατάσταση Ελλάδος και
Τουρκίας συνήφθη η Συνθήκη της Λωζάννης της 24-7-1923, η οποία στα άρ. 37 και
45 ερρύθμισε κυριαρχικώς την προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων
των μειονοτήτων χωρίς να περιλάβει ειδικότερο όρο για την αρμοδιότητα του
Μουφτή. Υπέρ της θέσεως αυτής συνηγορεί το γεγονός ότι στο άρ. 99 συνθ. Λωζάννης,
όπου αναφέρονται οι συνθήκες και συμβάσεις που θα επανέλθουν σε ισχύ, δεν
περιλαμβάνεται και η συνθ. των Αθηνών. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί την βούληση των
μερών, οι σχέσεις τους να διέπονται πλέον από την Συνθ. Λωζάννης (έτσι Ολ.ΝΣΚ
390/1953). Έτσι και υπό την εκδοχή ότι το άρ. 28παρ.1 Συντ ισχύει και για τις
προ της ενάρξεως ισχύος του συναφθείσες συμβάσεις, το άρ. 11 Συνθήκης των Αθηνών
ουδέποτε κατελήφθη από την διάταξη αυτή, αφού δεν ίσχυε κατά τον χρόνο έναρξης
εφαρμογής Συντ.1973. Έτσι η αρμοδιότητα
του Μουφτή αποτελεί εσωτερικό δίκαιο με βάση το συνήθους τυπικής ισχύος άρ. 5 Ν1920/1991[7].
-Η διάταξη του άρ. 5 Ν. 1920/1991, όπως και αυτή του προγενέστερου
άρ. 4 Ν.147/1914, που συνεπάγεται την εφαρμογή του ιερού μουσουλμανικού νόμου,
αποτελεί κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη τοπικό δίκαιο των μουσουλμάνων
μόνο της Δυτικής Θράκης[8], έχει τοπικό χαρακτήρα,
αφού αφορά αποκλειστικά τους μη ανταλλάξιμους πληθυσμούς της Δυτικής Θράκης και
γι’ αυτό είναι ορθότερη η στενή ερμηνεία των υποκειμενικών ορίων τους[9].
-Η
διάταξη του άρθρου 5παρ.2 Ν.1920/1991 για τις αρμοδιότητες του μουφτή δεν
θεσπίζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος να ορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο,
αλλά μόνο κανόνα δικονομικού δικαίου[10].
-Τα
ζητήματα του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, που ανήκουν στη
δικαιοδοσία του μουφτή ως ιεροδίκη, είναι σαφώς
καθορισμένα και περιορισμένα, καθόσον οι διατάξεις αυτές εισάγουν εξαιρετικό
δίκαιο, του οποίου η διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή είναι ανεπίτρεπτη[11].
Γνωμοδότηση ΝΣΚ 347/2003
Με
την 347/2003 Γνωμοδότησή του, το Νομικό
Συμβούλιο του Κράτους απεφάνθη, ότι η πρόβλεψη του άρ. 5 παρ.2 Ν.1920/1991
έχει προεξαγγελτικό χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων του μουφτή και δεν έχει την
έννοια της τέλεσης των γάμων ανεξαρτήτως συνδρομής προϋποθέσεων (υπηκοότητα –
χωρική αρμοδιότητα). Κατά συνέπειαν η εγκαθίδρυση
αρμοδιότητος του Μουφτή για έγκυρη σύναψη γάμου τελεί υπό τις προϋποθέσεις της υπηκοότητας
και της χωρικής αρμοδιότητας. Έτσι για την έγκυρη σύναψη γάμου από τον
Μουφτή πρέπει α) αμφότεροι οι μέλλοντες σύζυγοι να είναι μουσουλμάνοι και β)
ένας εξ αυτών να έχει την ελληνική ιθαγένεια και να είναι κάτοικος της
περιφέρειας του Μουφτή. Εάν αμφότεροι οι
μέλλοντες σύζυγοι είναι μουσουλμάνοι αλλά δεν έχουν ελληνική ιθαγένεια, ο
Μουφτής δεν έχει δικαιοδοσία.
3. Αποφάσεις Ελληνικών
Δικαστηρίων
Κατά
την εξέταση των εξατομικευμένων περιπτώσεων γίνεται διπλός έλεγχος: α) κατά πρώτον εξετάζεται εάν στην συγκεκριμένη
περίπτωση εφαρμόζεται ο ιερός
μουσουλμανικός νόμος, και β) κατά δεύτερον εάν η συγκεκριμένη περίπτωση υπάγεται στις περιοριστικά αναφερόμενες
περιπτώσεις αρμοδιότητας του μουφτή.
α. Εφετείον Θράκης 356/1995
Τα ζητήματα
οικογενειακού δικαίου που ανήκουν στη δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη είναι
σαφώς καθορισμένα και περιορισμένα. Στη δικαιοδοσία του αυτή όμως δεν ανήκει η τέλεση υιοθεσίας τέκνου
Μουσουλμάνου από Μουσουλμάνο, πολύ περισσότερο τέκνου Μουσουλμάνου Έλληνα πολίτη
από Χριστιανό Έλληνα πολίτη.
β. Εφετείον Θράκης 7/2001
Η ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Μουφτή, αλλά σε αυτήν του αρμοδίου τακτικού πολιτικού δικαστηρίου και εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ και του ΚπολΔ.
γ. Εφετείον Θράκης 119/2006
Στη δικαιοδοσία του Μουφτή δεν υπάγεται η ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τη λύση του γάμου. Οι σχέσεις αυτές εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού νόμου και διέπονται από τον ΑΚ. Τέτοια αξίωση είναι και η ρυθμιζόμενη στο άρ. 1400ΑΚ αξίωση συμμετοχής στα απόκτήματα.
δ. Άρειος Πάγος 2113/2009 (δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)
Η ιδιόγραφη διαθήκη θεωρείται ανίσχυρη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, αφού το εφαρμοστέο στη περίπτωση αυτή, Ιερό Μουσουλμανικό δίκαιο, δεν αναγνωρίζει αντίστοιχο θεσμό. Η απόφαση αναγνώρισε κατ΄εφαρμογήν της Σαρία το κληρονομικό δικαίωμα των θηλέων σε ποσοστό ½ αυτού των αρρένων τέκνων.
ε. Εφετείο Θράκης 642/2009 (αδημοσίευτη)
Στον
αντίποδα με την υπ’ αριθ. 642/2009 απόφ. του ΕφΘράκης κρίθηκε ότι η σύνταξη δημόσιας διαθήκης από Έλληνα πολίτη,
μουσουλμάνο το θρήσκευμα,, με την οποία αυτός επέλεξε ελεύθερα να καθορίσει τον
τρόπο και τα πρόσωπα στα οποία θα περιέλθει μετά τον θάνατό του η περιουσία του
είναι έγκυρη σύμφωνα με τα άρ.
1724επ.ΑΚ, παρά το γεγονός ότι η στον ιερό μουσ. νόμο δεν αναγνωρίζεται ο
θεσμός αυτός. (ομοίως η 50/10 απόφ.ΠολΠρΞάνθης , αδημ.)
στ. Η υπ’ αριθ. 102/2012 αποφ.
Μον.Πρωτ.Ξάνθης
Το Μον.Πρωτ.Ξάνθης με την υπ’ αριθ. 102/2012 απόφασή του, επί αγωγής μητέρας ελληνίδας υπηκόου μουσουλμανικού θρησκεύματος, κατοίκου Ξάνθης με αντικείμενο ι) την επιμέλεια και ιι) την διατροφή των ανηλίκων τέκνων της, έκρινε ως εξής:
ι) Ο ιερός μουσουλμανικός νόμος, που αποτελεί ειδικό εσωτερικό δίκαιο, ορίζει ότι η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων τους ανατίθεται στην μητέρα έως την ηλικία των 7 ετών για τα αγόρια και έως την ηλικία των 9 ετών για τα κορίτσια.
Στις αρμοδιότητες του μουφτή δεν περιλαμβάνεται ρητά η ρύθμιση της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου. Επομένως, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του μουφτή, αλλά σ` αυτήν του αρμόδιου τακτικού πολιτικού δικαστηρίου, κατ` άρθρο 1 του ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για διαφορά μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, η ρύθμιση της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου τους, τόσο κατά τη διάρκεια του γάμου, όσο και μετά τη λύση του.
ιι) Ακολούθως, όσον αφορά το ζήτημα της διατροφής ανηλίκων τέκνων Ελλήνων μουσουλμάνων, η συγκεκριμένη διαφορά εξαιρείται σαφώς του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού νόμου και διέπεται από τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα, καθώς το άρθρο 4 του ν. 147/1914 αναφέρεται περιοριστικά μόνο σε προσωπικές σχέσεις των συζύγων συνεστώτος του γάμου (στις οποίες, κατά την κρατούσα άποψη, περιλαμβάνονται οι επί διακοπής της έγγαμης συμβίωσης αξιώσεις διατροφής της συζύγου) και σε ζητήματα σχετικά με την ίδρυση της συγγένειας, και όχι σε προσωπικές ή περιουσιακές σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων.
Το άρθρο 5 παρ. 2 Ν.1920/91, το οποίο αναφέρεται ρητά σε θέματα διατροφής που διέπονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, αφορά τη διατροφή νεφακά, ήτοι την αξίωση διατροφής της συζύγου, για ένα τρίμηνο μετά την αποπομπή της από το σύζυγο, που προβλέπεται από το ισλαμικό δίκαιο επειδή απαγορεύεται στη γυναίκα να τελέσει νέο γάμο. Ομοίως έκρινε και η ΑΠ 1588/2011.
Κρίθηκε, περαιτέρω, ότι θα πρέπει τα δύο συναφή θέματα της επιμέλειας και διατροφής των ανηλίκων τέκνων των Ελλήνων μουσουλμάνων να υπάγονται στην ίδια δικαιοδοσία και η αντιμετώπισή τους να γίνεται υπό κοινούς δικονομικούς κανόνες, αποκλειομένης, περαιτέρω, της αντιφατικής αναπόφευκτης συνέπειας επί της αντίθετης παραδοχής περί υπαγωγής των δύο ως άνω διαφορών σε διαφορετικές δικαιοταξίες.
Στην συνέχεια το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητος, έκρινε ότι η ρύθμιση του ιερού μουσουλμανικού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση διαζυγίου, η επιμέλεια του αγοριού ανήκει στη μητέρα μόνο μέχρι την ηλικία των επτά ετών και του κοριτσιού μέχρι τα εννέα, ενώ στη συνέχεια περιέρχεται στον πατέρα, μέχρι την ενηλικίωσή τους, με την οποία
α) αφ’ ενός τα ανήλικα άρρενα τέκνα των διαζευγμένων μουσουλμάνων συζύγων αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τα ανήλικα θήλεα τέκνα αυτών, με μόνο κριτήριο για τη διαφορετική αυτών μεταχείριση το φύλο τους και
β) αφ’ ετέρου θίγονται δικαιώματα των Ελλήνων μουσουλμάνων γονέων,
αντίκειται:
ι) στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας,
ιι) στην εκ του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων ενώπιον του νόμου (καθώς ένα τμήμα του ελληνικού λαού διέπεται από θρησκευτικό δίκαιο, σε αντίθεση μάλιστα με ό,τι ισχύει για άλλες θρησκευτικές ομάδες), σύμφωνα με την οποία δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων, να μην τις μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο, είτε με τη μορφή ενός προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από ειδικότερο κανόνα, καθώς και
ιιι) στην αρχή της ισότητας των φύλων που κατοχυρώνει το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Ούτε, ασφαλώς, συνεχίζει η σκέψη του Δικαστηρίου, δύναται να υποστηριχθεί ότι η αφαίρεση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από νομοθετικό κανόνα ή η άνιση μεταχείριση των Ελληνίδων μουσουλμάνων σε σχέση με τους Έλληνες μουσουλμάνους, υπαγορεύεται ως ιδιαίτερη ρύθμιση από ειδικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν ή επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, το οποίο αναγορεύεται σε θεμελιώδη αρχή, υπέρτερη των ατομικών τους δικαιωμάτων και καθιερούμενη κατά παρέκκλιση από τη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων και της ισονομίας των πολιτών σε μία ευνομούμενη τάξη.
Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη του ιερού μουσουλμανικού νόμου αντίκειται:
iv) στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο η παιδική ηλικία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, θεμελιούμενης της αρχής της υπεροχής του συμφέροντος του παιδιού, καθώς και στην αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας των Ελλήνων μουσουλμάνων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, υπό την αρνητική της μορφή, εφόσον τους υποχρεώνει, σε περίπτωση που συνήψαν έγκυρο θρησκευτικό γάμο[12], να διέπονται από διαφορετικό σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες οικογενειακό δίκαιο, το οποίο καθιστά σαφώς δυσμενέστερη την θέση τους και το οποίο αποκαλεί χαρακτηριστικά «αναχρονιστικό και απολιθωμένο οικογενειακό δίκαιο» [13].
Σημειώνεται περαιτέρω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης - πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των μειονοτήτων, κάθε πρόσωπο το οποίο ανήκει σε μία εθνική μειονότητα έχει δικαίωμα να επιλέγει αν θα αντιμετωπίζεται ή όχι με βάση αυτή την ιδιότητα και κανένα μειονέκτημα δεν μπορεί να προκύψει από την επιλογή αυτή ή την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων (η ίδια αρχή πρέπει να διέπει και τους ανήκοντες σε μία θρησκευτική μειονότητα).
Σημειώνεται ότι η Ελλάς έχει υπογράψει αλλά δεν έχει επικυρώσει την σύμβαση αυτή.
Μετά τα ανωτέρω έκρινε το δικαστήριο, ότι στην υπό κρίση περίπτωση η διέπουσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων ρύθμιση του ιερού μουσουλμανικού νόμου, ως αντίθετη στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές του σεβασμού στην ανθρώπινη αξία, της ισότητας όλων των Ελλήνων απέναντι στο νόμο, της ισότητας των δύο φύλων, της θρησκευτικής ελευθερίας και, κυρίως, της υπεροχής της ισότητας του παιδιού, υποχρεώνει το δικαστή να διασφαλίσει τα ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων μουσουλμάνων, με την εφαρμογή εν προκειμένω του ελληνικού Αστικού Κώδικα.
Σχόλια επί της Νομολογίας των Ελληνικών Δικαστηρίων:
Με τις περισσότερες από τις προεκτεθείσες αποφάσεις
τα δικαστήρια ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τον
ιερό μουσουλμανικό νόμο κατά τρόπον ώστε να μην οδηγεί σε περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών,
μουσουλμάνων το θρήσκευμα.
Ωστόσο σε αρκετές άλλες περιπτώσεις τα δικαστήρια
προβαίνουν σε τυπική απλώς επικύρωση των αποφάσεων των μουφτήδων, χωρίς
περαιτέρω έλεγχο της συμβατότητός τους με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τους
λοιπούς κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος, παρά την αντίθετη ρητή νομοθετική
επιταγή (άρ.5παρ.2Ν1920/91), και με δυσμενή για τα δικαιώματα κυρίως των
γυναικών, αποτελέσματα[14].
Συμπερασματικά ας λεχθεί, ότι, ανεξάρτητα από
οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την διατήρηση ή μη της σαρία στην ελληνική
έννομη τάξη, το όριο της εφαρμογής της είναι το Σύνταγμα και οι λοιπές υπερνομοθετικής
ισχύος διατάξεις περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ, Χάρτης
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα, Σύμβαση για την εξάλειψη διακρίσεων κατά των Γυναικών).
4. Αποφάσεις Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.)
α. Απόφαση επί
προσφυγής 29009/10 Cigdem κατά Ελλάδος
Ο
ιερός μουσουλμανικός νόμος δεν αναγνωρίζει κληρονομικά δικαιώματα σε τέκνα
γεννημένα εκτός γάμου.
Η Dilek Cigdem, Γερμανίδα υπήκοος, αναγνωρισθείσα με απόφαση
γερμανικού δικαστηρίου, ως γνήσιο τέκνο Έλληνος μουσουλμάνου, γεννημένο εκτός
γάμου, παραπονέθηκε για παραβίαση της θρησκευτικής της ελευθερίας και του
δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρ. 8,1 πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου και 14 της
Σύμβασης). Το Εφετείο Θράκης (497/2009) είχε προηγουμένως ακυρώσει το εκδοθέν
υπέρ της κληρονομητήριο, διότι το κρίσιμο ζήτημα του κληρονομικού της
δικαιώματος έπρεπε να κριθεί κατά την τακτική διαδικασία.
Εν τέλει η προσφυγή απερρίφθη ως απαράδεκτη ελλείψει
νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου της προσφεύγουσας και δεν έχουμε επί της ουσίας
κρίση.
Σημειώνεται, ότι η ελληνική δημοκρατία είχε προβάλει
το απαράδεκτο της προσφυγής, λόγω μη εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων,
αφού το ζήτημα του κληρονομικού δικαιώματος δεν είχε κριθεί από τα πολιτικά
δικαστήρια κατά την τακτική διαδικασία με περί κλήρου αγωγή.
β. Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων επί προσφυγών 41340/98, 41342/98, 41343/98 και 41344/98 Refah Partizi (Κόμμα της
Ευημερίας) κατά Τουρκίας
Αφορμή
για προβληματισμό σχετικά με την εφαρμογή του ιερού μουσουλμανικού νόμου, θα
μπορούσαν να αποτελέσουν οι σκέψεις του Δικαστηρίου στις προσφυγές 41340/98, 41342/98, 41343/98 και 41344/98 Refah Partizi (κόμμα της ευημερίας) κατά Τουρκίας.
Οι
προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ για παραβίαση των άρ.9, 10, 11, 14,
17 και 18 της Σύμβασης εκ μέρους της Τουρκίας, λόγω της διάλυσης του κόμματος
της ευημερίας (1ου προσφεύγοντος) από το συνταγματικό δικαστήριο της
Τουρκίας και της επιβολής περιορισμών στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των
λοιπών προσφευγόντων.
Σύμφωνα
με την γνώμη του κρατικού εισαγγελέα το κόμμα της ευημερίας Refah Partizi, με το να επικαλείται τον ιερό πόλεμο (djihad) και με το να τονίζει την πρόθεσή του
να αντικαταστήσει την δημοκρατική νομοθεσία με την σαρία, απέδειξε, ότι οι
αντικειμενικοί του σκοποί είναι ασύμβατοι με τις απαιτήσεις μιας δημοκρατικής
κοινωνίας[15].
Το
Δικαστήριο διετύπωσε τις εξής σκέψεις:
«Η σαρία είναι ασύμβατη με τις θεμελιώδεις
αρχές της δημοκρατίας όπως πηγάζουν από την Σύμβαση…».
«…Η
σαρία, αντικατοπτρίζοντας πιστά τα δόγματα και τους θεϊκούς κανόνες που
επιβάλλονται από την θρησκεία, παρουσιάζει χαρακτηριστικά σταθερά και
αμετάβλητα. Αρχές όπως ο πλουραλισμός και η πολιτική συμμετοχή ή η διαρκής εξέλιξη
των κοινωνικών ελευθεριών της είναι άγνωστες …»[16].
«…Είναι
δύσκολο να δηλώνει κανείς ότι σέβεται την δημοκρατία και τα ανθρώπινα
δικαιώματα και συγχρόνως να υποστηρίζει ένα καθεστώς βασισμένο στην σαρία, που
αφίσταται σαφώς από τις αξίες της Σύμβασης (ΕΣΔΑ), ιδιαιτέρως ως προς τους
κανόνες του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου, την θέση της γυναίκας
και την, βάσει θρησκευτικών κανόνων, παρέμβαση στην ιδιωτική και δημόσια ζωή…»[17].
«…Η Τουρκία, και όλα τα συμβαλλόμενα μέρη,
δικαιούνται να εμποδίζουν την επιβολή των θρησκευτικών παραδόσεων, που
συγκρούονται με την δημόσια τάξη και τις αξίες της Δημοκρατίας (π.χ. τους κανόνες που επιτρέπουν τις
διακρίσεις λόγω φύλου, όπως η πολυγαμία και τα προνόμια των ανδρών στο διαζύγιο
και στην κληρονομική διαδοχή)…»[18].
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ:
Ας
μου επιτραπεί να κλείσω με την μαρτυρία της Σαμπιχά Σουλεϊμάν, μουσουλμάνας
ρομά από τη Θράκη, προέδρου του Συλλόγου Γυναικών Δροσερού «Η Ελπίδα»…. που
ακούσθηκε στο 5ο συνέδριο του ΟΗΕ για τις μειονότητες στη Γενεύη (27
& 28 Νοεμβρίου 2012), οποία αναφέρει μεταξύ άλλων:
«….Θέλουμε
να έχουμε καλή εκπαίδευση στη γλώσσα του κράτους που ζούμε. Θέλουμε περισσότερα
δημόσια σχολεία…. Θέλουμε (το Κράτος) να μας προστατεύει επειδή είμαστε
μουσουλμάνες γυναίκες με δικαιώματα που παραβιάζονται διαρκώς από ανθρώπους που
νομίζουν ότι είναι δικαίωμά τους να φέρονται άσχημα στις γυναίκες τους.
Περιμένουμε την πραγματική βοήθεια από το ελληνικό κράτος….»
Άρ. 116, παρ. 2 του
Συντάγματος:
«Το κράτος μεριμνά για την άρση των
ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιαννουλάτου Αν., Αρχιεπισκόπου
Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Καθ. Παν. Αθηνών, Ισλάμ, εκδ. Πορευθέντες, Αθήναι
1993
- Δεληγιάννη,
Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ
- Καράκωστα Β., Τα
συνταγματικά θεμέλια της θρησκευτικής ελευθερίας και η δυνατότητα αναθεώρησης
των σχετικών διατάξεων Δ26 σ.817
-
Κιουπτσίδου Ε., Ζητήματα των Κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 (του
Συμβουλίου της ΕΚ) σχετικά με την διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των
αποφάσεων στις γαμικές διαφορές Δνη 2005σ.653
-
Κοτζαμπάση Αθ., «Το πεδίο εφαρμογής του ιερού
μουσουλμανικού νόμου στις οικογενειακές έννομες σχέσεις των Ελλήνων
μουσουλμάνων, ΕλλΔνη 44/2003, σ. 57
- Κουμάντου Γ.,
Οικογενειακό Δίκαιο Ι
- Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό
Δίκαιο Ι
-
Κουφογιαννίδη Βασ., Ο θεσμός του Μουφτή και ο ιερός νόμος του Ισλάμ στην
ελληνική έννομη τάξη, ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης,
Κομοτηνή Ιαν.2011
-Κτιστάκη
Ιων., Ο μουφτής, η σαρία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ΝοΒ 2007 σ.228
- Μαρίνου
Αν., Νικολάου-Πατραγα Κ., Περί το καθεστώς της αναδείξεως του Μουφτή
κατά την ελληνικήν έννομον τάξιν, ΕΔΔΔ 2/2011 σ.281
- Μαρίνου
Αν., Το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το δικαίωμα της
θρησκευτικής ελευθερίας ΕΔΔΔ 2/2011 σ.286
- Ματθία
Στ., Ο μουφτής ως Δικαστής, ΤοΣ2/2007σ.427
-
Παπαστυλιανού Χρ., Η αντιποίηση θρησκευτικής αρχής και η προσαρμογή της
νομολογίας του Α.Π. στην νομολογία του ΕΔΔΑ ΝοΒ 2004 σ.534
- Παπαχρίστου Αθ., ΑΚ
Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρ.1416 αρ.12,
- Παπαχρίστου Αθ.,
Οικογενειακό Δίκαιο
- Σαρτζετάκη
Χρ., Σκέψεις επί της αναθεωρήσεως του
Συντάγματος. Το δέον και το εφικτόν ΕλλΔνη 2006 σ.965
- Τσάγκαρη
Αγ., Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας στις «ελληνικές υποθέσεις» του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ΠοινΔικ 8-9/2007 σ.1019επ.
- Τσιτσελίκη
Κ., Οι δικαιοδοσίες του μουφτή ως ιεροδίκη, ΝοΒ 2001 σ.583
- ΧΡΟΝΟΣ, Ημερήσια
εφημερίδα Κομοτηνής 27.08.2011, ΠΕΡΙ ΣΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΦΤΗΔΩΝ
[1] Αθηνά
Κοτζαμπάση, επίκ. Καθ. Α.Π.Θ., «Το πεδίο εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού
νόμου στις οικογενειακές έννομες σχέσεις των Ελλήνων μουσουλμάνων, ΕλλΔνη
44/2003, σελ. 57επ.
[2] «Οι
άνδρες είναι ανώτεροι των γυναικών ένεκα της ιδιότητος δι’ ης ο Θεός ύψωσεν
τους μεν επί των δε, και διότι οι άνδρες προικίζουσι τας γυναίκας εκ του πλούτου
αυτών. Αι ενάρετοι γυναίκες είναι ευπειθείς και υπήκοοι, τηρούσι μετά προσοχής,
κατά την απουσίαν των ανδρών αυτών, ό,τι ο Θεός διέταξε να τηρήται ανέπαφον.
Ονειδίζεται εκείνας, ων την απείθειαν πτοείσθε. Θέλετε ορίσει εις αυτάς
χωριστήν κοίτην, έστε προς αυτάς ευμενείς. Ο δε Κύριος είναι ύψιστος και μέγας»
(Αι Γυναίκες, 4:38) (Αναστ. Γιαννουλάτος, Ισλάμ, σελ. 196)
[3] Χαρακτηριστικά αναφέρεται η υπ` αριθμό πρωτοκ.
173/00/Φ.56/10-5-2000 Γνωμάτευση (ρήτρα - φετβά) του Μουφτή Κομοτηνής:
"ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΟΥΦΤΕΙΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ
ΕΡΩΤΗΜΑ:
Σύμφωνα με το Ιερό Οικογενειακό Δίκαιο του Ισλάμ, δύναται η έγγαμος σύζυγος να
διαζευγνύει τον σύζυγόν αυτής;
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ:
Σύμφωνα με το Ιερό Οικογενειακό Δίκαιο του Ισλάμ, το δικαίωμα του διαζυγίου, αν
δεν έχει δοθεί και στην σύζυγο κατά την προγαμιαία συμφωνία κατά την τέλεση του
γάμου (Νικιάχ), ΑΝΗΚΕΙ στον σύζυγο, ο οποίος μόνο εκείνος για διαφόρους
σοβαρούς λόγους δύναται να διαζευγνύει την σύζυγο του, πάντα βέβαια
υποχρεούμενος να καταβάλει την αποζημίωση της λύσης του γάμου και το αντίτιμο
των δωρεών (μιχρ) που έχουν συμφωνηθεί και συνομολογηθεί, κατά την τέλεση του
γάμου τους, που είναι καταχωρημένα εθιμικά και στην άδεια γάμου τους..................Ούτως
στα Ιερονομικά Συγγράμματα
Κομοτηνή,
10ην Μαΐου 2000 Ο Μουφτής Κομοτηνής
[4] Το ιερό
βιβλίο του Ισλάμ καθιερώνει την πολυγαμία των ανδρών, παραλλήλως δε προς τις
νόμιμες γυναίκες ο μουσουλμάνος δύναται να έχει και απεριόριστο αριθμό
παλλακίδων. Το διαζύγιο θεσπίζεται με ιδιαίτερη ευκολία για τον άνδρα, εάν όμως
η σύζυγος το ζητήσει ο άνδρα της δικαιούται να την δείρει. Μόνο κοινή
συναινέσει και με καταβολή αποζημιώσεως στον σύζυγο είναι δυνατή η λύση του
γάμου με πρωτοβουλία των γυναικών. (Αναστάσιος Γιαννουλάτος ,ό.π. σελ. 199) .
βλ. και Κέντρο Συμπαράστασης ΠαλιννοστούντωνΜεταναστών http://www.kspm.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=68&Itemid=95
Ημερήσια εφημερίδα Κομοτηνής ΧΡΟΝΟΣ 27.08.2011
[6]νεφακά είναι η αξίωση διατροφής της συζύγου, για ένα τρίμηνο
μετά την αποπομπή της από το σύζυγο, που προβλέπεται από το ισλαμικό δίκαιο
επειδή απαγορεύεται στη γυναίκα να τελέσει νέο γάμο. Η διατροφή αυτή
διαχωρίζεται σαφώς από την διατροφή ανηλίκων τέκνων, που αφορά στις σχέσεις
γονέων και τέκνων και σαφώς εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού
νόμου, υπαγόμενη στον ελληνικό αστικό κώδικα
[7] Για την
πληρότητα του νομικού λόγου εκθέτω τα εξής:
-Στο ζήτημα εάν με την Συνθήκη της Λωζάνης καταργήθηκε ή όχι
αυτοδικαίως η Συνθήκη των Αθηνών με άμεσο αποτέλεσμα την εφαρμογή ή μη του
ιερού μουσουλμανικού νόμου στους Έλληνες μουσουλμάνους, έχει διατυπωθεί η άποψη
(Ολ.ΑΠ 322/1960), ότι ισχύει η Συνθήκη των Αθηνών, διότι α) με το άρ. 8 ΕισΝΑΚ
καταργήθηκε ρητά η θρησκευτική δικαιοδοσία μόνο για τους ισραηλίτες, β) με το
άρ. 8 ΕισΝΚΠολΔ διατηρήθηκε σε ισχύ το άρ. 10παρ.1 ν.2345/1920 που θεμελιώνει
την αρμοδιότητα του μουφτή και επιβεβαιώνει έτσι έμμεσα την ισχύ του ν.
147/1914, ο οποίος άλλως τε τροποποιήθηκε πρόσφατα με τον ν. 1920/1991, γ)
ουδέποτε εξεδόθη νόμος που να τροποποιεί τις διατάξεις των ν. 147/1914 και
2345/1920, μολονότι εδόθη η ευκαιρία στην Ελληνική Κυβέρνηση μετά την Συνθήκη
των Σεβρών/Λωζάνης[7].
-Σύμφωνα,
ωστόσο με την αντίθετη άποψη (Κουμάντος οικογ. Δίκαιο Ι(1988)σελ.245) ο ιερός
μουσουλμανικός νόμος δεν ισχύει, διότι α) η Συνθήκη της Λωζάνης (άρ. 42παρ.1)
περιελάμβανε την υποχρέωση της πολιτείας να λάβει μόνο τα κατάλληλα ή αναγκαία
μέτρα ώστε οι οικογενειακές σχέσεις και τα θέματα της προσωπικής κατάστασης να
ρυθμίζονται σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα, β) η μη ρητή κατάργηση του άρ. 4
ν.147/1914 για τους μουσουλμάνους με την εισαγωγή του αστικού κώδικα δεν
αποκλείει την συναγωγή της κατάργησης ερμηνευτικά με βάση το άρ. 2 του ΕισΝΑΚ,
που διατηρεί σε ισχύ μόνο τις διατάξεις που προκύπτουν από διεθνείς και όχι από
διμερείς συμβάσεις, γ) ο σκοπός της εξαίρεσης ήταν η υπαγωγή των μουσουλμάνων
στο ίδιο νομικό καθεστώς με τους Τούρκους ομοθρήσκους τους, για τους οποίους
όμως καταργήθηκε η ισχύς του ιερού μουσουλμανικού νόμου, δ) τελούσε υπό τον όρο
της αμοιβαιότητος για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης – μη ανταλλάξιμους
πληθυσμούς-, η οποία καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου μετά την υποχρεωτική
καθιέρωση του πολιτικού γάμου για τους Τούρκους υπηκόους, ε) η συνταγματική
κατοχύρωση της ισότητος των δύο φύλων δεν επιτρέπει ένα τμήμα του ελληνικού
πληθυσμού να διέπεται από αναχρονιστικό οικογενειακό δίκαιο, και στ) οι
διατάξεις που καθορίζουν την δικαιοδοσία του μουφτή είναι δικονομικού και όχι
ουσιαστικού δικαίου, αναφέρονται δηλαδή στην αρμοδιότητα του μουφτή, εφόσον
εφαρμόζεται ο ιερός μουσουλμανικός νόμος, και όχι στο εφαρμοστέο δίκαιο.
Η άποψη αυτή ερείδεται στο γεγονός ότι η Συνθήκη της Λωζάννης δεσμεύει
την Ελλάδα μόνο για τον σεβασμό μειονοτήτων και όχι για εφαρμογή του ιερού
μουσουλμανικού νόμου.
[8] Κοτζαμπάση ό.π. σ.71επ
[9]Κατ’ άλλη άποψη αφορά
όλους τους Έλληνες μουσουλμάνους, πλην των κατοίκων της Δωδεκανήσου ΟλΑΠ 738/1967 ΝοΒ 16.381,
ΑΠ 1723/1980 ΕΕΝ 1981.725
[10] Κοτζαμπάση
ό.π. σ.62, Παπαχρίστου ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρ.1416 αρ.12, Κουμάντος
Οικογ.Δίκ.1 σελ.244
[11]ΕφΘρ
119/2006 Αρμ. 2006.1565, ΕφΘρ 7/2001 Αρμ. 2001.692, ΕφΘρ 356/1995 Αρμ. 1996.41,
ΜΠρΞάνθ102/2012 δημ/ση ΝΟΜΟΣ
[12] «(ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι καν προσωπική επιλογή των ίδιων των Ελληνίδων μουσουλμάνων, αλλά άλλων προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος τους που αποφασίζουν γι` αυτές, όσον αφορά τις οριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 4 του ν. 147/1914 και 5 του ν. 1920/1991 έννομες σχέσεις τους,)»
[13] «το οποίο, σημειωτέον,» συνεχίζει η απόφαση, «καίτοι απέβλεψε στη διατήρηση πολιτικών κυρίως ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε κρίσιμες ιστορικά και πολιτειακά περιόδους, διατηρήθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα, η οποία είναι πλέον η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο ο ιερός μουσουλμανικός νόμος, ενώ έπαψε να ισχύει στην Τουρκία, με την εισαγωγή του (ελβετικού) αστικού κώδικα, ήδη από το 1926, ακόμα κι αν οι ίδιοι οι Έλληνες μουσουλμάνοι αποζητούν προστασία, απευθυνόμενοι στην ελληνική έννομη τάξη με αίτημα την εφαρμογή ισονομίας, την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου και την προάσπιση των ατομικών τους δικαιωμάτων».
[14] ΜονΠρωτΞάνθης 45/2000,
284/2000, 343/2007
[15] σκέψη
19 της αποφάσεως
[16] σκέψη 123
αποφάσεως
[17] σκέψη 123 αποφάσεως
[18] σκέψη
128 αποφάσεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου