Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
Μετά την ήττα και την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, στις 18 Απριλίου 1944, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου που επέστρεψε στην πατρίδα, εκφώνησε στην πλατεία Συντάγματος τον «λόγο της απελευθερώσεως», στον οποίον διετύπωσε και τις εθνικές διεκδικήσεις, που περιελάμβαναν: την Βόρειο Ήπειρο, τα Δωδεκάνησα και την τροποποίηση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων.
Στο Παρίσι το 1946 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων (Αμερική, Αγγλία, Σοβιετική Ένωση, Γαλλία). Στις 25 Απριλίου συνήλθε στο Παρίσι το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων Δυνάμεων, για να καταρτίσουν τα σχέδια των συνθηκών ειρήνης με την Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Φινλανδία και Αυστρία. Οι εργασίες των υπουργών διεξήχθησαν σε δύο φάσεις: Η πρώτη 25 Απριλίου έως 16 Μαΐου και η δεύτερη 15 Ιουνίου έως 4 Ιουλίου.
Το 1946 ήταν η χρονιά που θα ξεκαθαρίζονταν οι εκκρεμότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη Διάσκεψη των Παρισίων θα κρινόταν η τύχη των διεκδικήσεων των διαφόρων κρατών. Ο βασικότερος στόχος των μεταπελευθερωτικών κυβερνήσεων ήταν το αίτημα των πολεμικών αποζημιώσεων από τις καταστροφές και οι εθνικές διεκδικήσεις. Στη διάσκεψη η Ελλάδα δεν έθεσε το θέμα της Κύπρου. Έτρεφε όμως την ελπίδα και θα έδινε τη μάχη, μετά από τόσες θυσίες και τόσους αγώνες και μετά μάλιστα από τόσες υποσχέσεις των συμμάχων, για την ικανοποίηση των υποσχέσεων εκ μέρους των συμμάχων για εθνική ολοκλήρωση και εξασφάλιση των συνόρων από μελλοντικές εισβολές.
Η πραγματοποίησή τους εξαρτιόνταν από τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο ελληνικός λαός ανέμενε, μετά από εκατόμβες θυσιών κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, την κοινοποίηση των πόθων του και την εφαρμογή, και για την Ελλάδα, της αρχής του δικαίου.
Στις 29 Απριλίου βρέθηκαν στο Παρίσι ο Φ. Δραγούμης, υφυπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος και ο Γεν. Δ/ντής του υπουργείου Λέων Μελάς, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην πρώτη φάση των συζητήσεων.
Στις 27 Ιουλίου δεν είχε σημειωθεί πρόοδος. Αρχίζει η δεύτερη φάση των συζητήσεων. Οι διχογνωμίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων οδηγούσαν τη Διάσκεψη σε αδιέξοδο. Στις 27 Ιουνίου συνέβη ένα σοβαρό γεγονός που αφορούσε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Το περιστατικό το περιγράφει ο τότε υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Μπερνς στις αναμνήσεις του, με τίτλο: «Τα χαρτιά στο τραπέζι» (Γ. Α. Λεονταρίτης, «Καθημερινή», Σάββατο 11 Ιουνίου 1994). Θυμάται σχετικά ο Τζ. Μπερνς: «Η συνεδρίαση της ημέρας εκείνης άρχισε με άγονη συζήτηση για τη ναυσιπλοΐα στο Δούναβη. Ο Μολότωφ επέμενε ότι η πλωτή αυτή οδός έπρεπε να παραμείνει υπό τον έλεγχο των παρακτίων κρατών, δηλ. της Σοβιετικής Ενώσεως. Κατόπιν συνεζητήθησαν διάφορα δευτερεύοντα θέματα και περιέργως οι σοβιετικοί συνεφώνησαν για τις οικονομικές διατάξεις του σχεδίου ειρήνης με τη Ρουμανία. Εντυπωσιάστηκα με το γεγονός αυτό και σκέφτηκα να βολιδοσκοπήσω τις σοβιετικές διαθέσεις. Γι’ αυτό μεταξύ σοβαρού και αστείου είπα στον Μολότωφ: - Η συνεδρίαση θα τελειώσει καλά, αν διεκανονίζετο και το θέμα της Δωδεκανήσου... Η έκπληξη όλων μας υπήρξε μεγάλη όταν ακούσαμε τον Μολότωφ να απαντά: - Η σοβιετική αντιπροσωπεία δεν έχει αντίρρηση. Ο Μπέβιν δεν μπορούσε να πιστέψει και ρώτησε: - Δηλαδή κ. Μολότωφ θέλετε να πείτε ότι συμφωνείτε να δοθούν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα; - Μάλιστα, αυτή είναι η έννοια των λόγων μου, απήντησε ο Μολότωφ».
Έτσι τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα. Η πρώτη αυτή μεγάλη επιτυχία της Ελλάδος έκαμε την Ελληνική Επιτροπή να αισιοδοξεί ότι θα είχε ανάλογες επιτυχίες και στις άλλες διεκδικήσεις.
Ελληνικές αξιώσεις για την Βόρ. Ήπειρο
Η ιστορική διάσκεψη συνήλθε στο Παρίσι στις 29 Ιουλίου 1946. Το 1919 και πάλι είχε συνέλθει στο Παρίσι η Διάσκεψη Ειρήνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Παρίσι παιζόταν και η τύχη της Βορείου Ηπείρου. Οι Βορειοηπειρώτες προσδοκούσαν ότι μετά από πολύχρονη αναμονή θα δικαιώνονταν, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα απέδιδαν δικαιοσύνη. Δυστυχώς, οι ελπίδες διαψεύστηκαν.
Ο αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας, πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης έθεσε το θέμα της απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου, αποζημίωση 6 δισεκατομμυρίων για τις καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα και επανένταξη του απορριφθέντος αιτήματος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων.
Δυστυχώς, όλα τα αιτήματα απορρίφτηκαν. Για πολεμικές αποζημιώσεις επεδίκασαν στην Ελλάδα μόνο 145 εκατομμύρια δολάρια. Η Βόρειος Ήπειρος και πάλι μετέωρη. Παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια, παρά το γεγονός που στη διάρκεια του πολέμου η Αλβανία συμμάχησε με τις δυνάμεις του Άξονα.
Ο Κων. Τσαλδάρης ζήτησε ενίσχυση από όλον τον πολιτικό κόσμο. Στις 6 Οκτωβρίου μετέβη στο Παρίσι αντιπροσωπεία κομμάτων, που την αποτελούσαν οι: Σοφ. Βενιζέλος, Γεώργ. Παπανδρέου, Παν. Κανελλόπουλος, Κων. Ρέντης, Γεώργ. Βαρβούτης και Ναπ. Ζέρβας. Η ελληνική αντιπροσωπεία με τον πρωθυπουργό Κων. Τσαλδάρη επισκέφτηκε τον υπουργό των Εξωτερικών Τζ. Μπερνς, στον οποίον παραπονέθηκαν ότι τους εγκατέλειψαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μπερνς τους είπε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα για ικανοποίηση των αξιώσεων επί της Βορείου Ηπείρου, γιατί αντιτίθεται η Σοβιετική Ένωση, η οποία αρνείται την παραχώρησή της στην Ελλάδα.
Στο υπόμνημα που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Υπουργών των Εξωτερικών εζητείτο η Βόρειος Ήπειρος με τις δύο Επαρχίες, Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Δυστυχώς, οι πόθοι του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού ναυάγησαν στο Παρίσι το 1946.
Σημερινή κατάσταση
Και σήμερα και μετά την κατάρρευση του προηγούμενου αιμοσταγούς καθεστώτος, τα προβλήματα παρουσιάζονται το ίδιο οξυμένα και άλυτα. Οι Βορειοηπειρώτες συνεχίζουν να αγωνίζονται για τα στοιχειώδη κατοχυρωμένα μειονοτικά δικαιώματα. Η συνεχής ροή των Βορειοηπειρωτών προς την Ελλάδα, πραγματική αιμορραγία, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες, φέρνει στη μνήμη μας τη Διάσκεψη των Παρισίων, στην οποία το Βορειοηπειρωτικό δεν αντιμετωπίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με ρεαλισμό, αλλά παρέμεινε εκκρεμές και αναμένει την δίκαιη λύση του.
Η πληγή της μετανάστευσης έχει επισσωρεύσει πλήθος προβλημάτων στον Βορειοηπειρωτικό χώρο. Ο αριθμός των μαθητών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία μειώθηκε δραματικά. Η ύπαιθρος της Βορείου Ηπείρου σχεδόν ερημώθηκε, με αποτέλεσμα τα παρατηρούμενα κενά να πλαισιώνονται από Αλβανούς. Αυτά και πολλά άλλα, όπως η διαμάχη και φιλονικίες, χωρίς λόγο και μεταξύ των στελεχών των Βορειοηπειρωτών, που οδηγεί το πρόβλημα προς τα πίσω, αντί να επιζητείται η φυγή προς τα εμπρός. Οι εμφύλιες διαμάχες ποτέ δεν έφεραν θετικά αποτελέσματα. Αντίθετα, δημιουργούν μίση, πάθη και εχθρότητες, που αποβαίνει, σε τελευταία ανάλυση, εις βάρος του βορειοηπειρωτικού στοιχείου, για το οποίο, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι διαφωνούντες, ενδιαφέρονται και αγωνίζονται.
Εάν δεν ενώσουμε τις δυνάμεις μας ας μην περιμένουμε δικαίωση. Από την Διάσκεψη του Παρισιού (1946) πέρασαν 65 χρόνια. Το πρόβλημα της Βορείου Ηπείρου θα παραμένει στο προσκήνιο όσα χρόνια και αν χρειαστούν, μέχρις ότου οι Αλβανοί ηγέτες κατανοήσουν το πρόβλημα και δώσουν λύσεις, όσον αφορά την απόδοση των μειονοτικών δικαιωμάτων.
Με την ευκαιρία θα παραθέσουμε την γνώμη και τη θέση του διαπρεπούς Άγγλου ιστορικού και αρχαιολόγου Ν. Hammond, ο οποίος σε άρθρο του δημοσιευμένο στο έγκυρο περιοδικό Angelo-Helloenic Review συμβουλεύει να λυθεί το πρόβλημα της Βορείου Ηπείρου ειρηνικά για το συμφέρον όλων των διαπλεκομένων μερών.
Ο Hammond επισκέφτηκε πολλές φορές την περιοχή της Βορείου Ηπείρου και αναφέρει τα ελληνικά αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα στην Ήπειρο. Ανατρέχει στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή και στην Οθωμανική κυριαρχία, φτάνει στους Βαλκανικούς πολέμους και την ίδρυση του αλβανικού κράτους με την υπαγωγή του βόρειου Ηπειρωτικού τμήματος στην Αλβανία. Αναφέρει τις διώξεις από την κυβέρνηση του Ζώγου και γράφει χαρακτηριστικά (Ελληνικός Βορράς Θεσσαλονίκης, 26 Ιουνίου 1994):
«Τα ελληνόφωνα χωριά υπέστησαν διώξεις από την κυβέρνηση του Ζώγου, για παράδειγμα έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία το 1933-34 και υποχρέωσαν τα ελληνικά μοναστήρια να δεχθούν, ως τροφίμους, παράφρονες (κι εγώ μόλις τους ξέφυγα να βρεθώ έγκλειστος). Ακόμη σ’ αυτά τα χωριά ήταν εγγράμματοι, ήταν χωριά που ευημερούσαν και «πεφωτισμένα» εν συγκρίσει με τους αλβανόφωνους γείτονές τους». Στη συνέχεια αναφέρει την τρομοκρατία που επέβαλε το 1944 ο Ενβέρ Χότζα με τον ακραίο τύπο σταλινικό κομμουνισμό που κυβέρνησε τη χώρα. Ο ίδιος μάλιστα είχε άμεση γνώση των βασανισμών, όταν επισκέφτηκε την Αλβανία το 1972. Τέλος φτάνει στα σύγχρονα γεγονότα και αναρωτιέται: «Τι θα μπορούσε να γίνει για να προστατευτούν τα ελληνόφωνα χωριά;». Την λύση την δίνει ο ίδιος:
«Εδώ και εξήντα χρόνια περίπου – τονίζει στο άρθρο – με οποιαδήποτε μορφή κυβερνήσεως το αλβανικό κράτος καταπάτησε τα «ανθρώπινα δικαιώματα» της ελληνοφώνου μειονότητας στη θρησκεία, στην παιδεία, στην ελευθερία και δεν υπάρχει λόγος να υποθέσει κανείς ότι θα συμβεί διαφορετικά και στο μέλλον. Η πρόσφατη εμπειρία σε άλλες χώρες έδειξε πως μια πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας» από έξω δυνάμεις, δυνατόν να οδηγήσει σε αδυναμία να εγγυηθεί κανείς ασφαλείς περιοχές για εθνικές μειονότητες. Τα Ηνωμένα Έθνη στέλνουν ανθρωπιστική βοήθεια μέσω της Ελλάδος. Όρος αυτής της βοήθειας και της επενδύσεως θα πρέπει να είναι η δημιουργία μιας αυτονόμου περιοχής, εντός του αλβανικού κράτους. Τότε θα είναι ελεύθεροι να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ως χριστιανικές κοινότητες, να μορφώνουν τα παιδιά τους στη μητρική τους γλώσσα και να έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο, ενώ θα καταβάλουν στο αλβανικό κράτος ό,τι θα οφείλεται για φορολογία και δημόσιες υπηρεσίες».
Να ακούσουν, χρειάζεται και οι Αλβανοί τους νουνεχείς και σώφρονες λόγους του διαπρεπούς ιστορικού. Από μια τέτοια λύση και οι Αλβανοί θα έχουν να κερδίσουν πολλά, εκτός των άλλων θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων της μειονότητας, θα αρθεί η αμοιβαία καχυποψία και θα δημιουργηθεί ένα κλίμα αμοιβαίας κατανόησης, δημιουργικής επικοινωνίας και κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Πρωινός Λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου