Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Ο ανθελληνισμός ως αναγκαιότητα του αλβανικού εθνικισμού και τα χρόνια «ελευθερίας» των βορειοηπειρωτών

Ομιλία του Λ. Παππά στην εκδήλωση της ΝΕΒ

 «Η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τα χρόνια «ελευθερίας» για τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό». είναι ένα θέμα που θεώρησα αρχικά ότι είναι απλό. ‘Όταν άρχισα να γράφω, έγιναν πολλές οι σελίδες, τόσο που το χρονικό όριο της εκδήλωσης δεν μου επέτρεπε να τα πω όλα. Έτσι για να είναι ωφέλημα τα λίγα λεπτά που θα σας απασχολήσω, έκρινα ότι πρέπει να αναφέρω αυτά που έκρινα ότι είναι σημαντικά και  κυρίως άγνωστα, από την ιστορία και την πάντα σε εισαγωγικά «ελευθερία»  μας.
Έτσι παρόλο που η εισήγηση έπεται χρονικά των δύο προηγουμένων, θα γυρίσω λίγο πίσω.  Όχι για να κουράσω το ήδη κουρασμένο και φαντάζομαι συγκινημένο ακροατήρια αλλά γιατί το έκρινα απαραίτητο για την κατανόηση των όσων θα ειπωθούν στη συνέχεια.

Στις 28 του Νοέμβρη του 1912 ο Ισμαήλ Κεμάλ μπέη Βλόρα, πολιτικό στέλεχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κηρύσσει στην Αυλώνα την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Μία ανεξαρτησία που δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας εξέγερσης ή εθνικής παλιγγενεσίας των Αλβανών αλλά απόρροια διπλωματικών κινήσεων των μεγάλων δυνάμεων. Ήταν η χρονική στιγμή κατά την οποία η συμμαχία των ορθόδοξων λαών της βαλκανικής του Α’ Βαλκανικού Πολέμου κατατροπώνει τον οθωμανικό στρατό  και τον περιορίζουν σε μία στενή λωρίδα της σημερινής Αλβανίας μεταξύ Βερατίου και Αυλώνας.
Στην Ευρώπη υπάρχει έντονη κινητικότητα για το μέλλον της περιοχής, δεν αποτυπώνεται όμως το ίδιο στο λαό της Αλβανίας που είναι σα να ζει σε έναν άλλο κόσμο και όλα αυτά φαίνεται να μην τα καταλαβαίνει, ενώ άλλα είναι αυτά που περιμένει.  Στα απομνημονεύματα του ο Ισμαήλ Κεμάλ, μας εξιστορεί έναν πολύ ενδιαφέρον διάλογο που είχε με αυστριακό διπλωμάτη. Όταν ο δεύτερος τον ρωτάει αν έχει έτοιμη τη σημαία, ο Ισμαήλ του απάντησε πως η σημαία είναι έτοιμη αλλά δεν έχει κοντάρι… και ο Αυστριακός που παρότρυνε το εγχείρημα εκφράζοντας φυσικά την αυτοκρατορία του, του είπε πως το κοντάρι του θα είναι η κάνη του όπλου της Αυστροουγγαρίας… 
Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί που ήσαν προνομιούχοι με τους Οθωμανούς, βλέπουν αρνητικά τις εξελίξεις ενώ οι χριστιανοί περιμένουν το ποθούμενο που σίγουρα δεν είναι μία νέα διοίκηση στην οποία ηγείται ένα υψηλό στέλεχος των Οθωμανών. Για τους ορθοδόξους, το ποθούμενο είναι να φτάσει και σε αυτούς το κύμα της επανάστασης του  1821 που ξεκίνησε στην Πελοπόννησο. Γιατί η 25η Μαρτίου  ήταν η αρχή μιας επανάστασης η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί. Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή η επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε ακόμα. Όχι μόνο με την εθνικιστική έννοια της ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό αλύτρωτων εδαφών αλλά υπό την έννοια  ότι η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι δεδομένες αλλά κτώνται με συνεχείς αγώνες. Ανοίγοντας εδώ  μία μικρή παρένθεση εντός της ήδη μεγάλης παρενθέσεως που ανοίξαμε, να πω ότι οι αλβανοί  μας κατηγορούν ότι είμαστε πολεμοχαρής λαός, από το γεγονός ότι οι δύο εθνικές μας γιορτές, δηλαδή η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου δεν είναι δύο ημερομηνίες νίκης ή έκβασης ενός αγώνα αλλά η αρχή ενός πολέμου. Βεβαίως αυτές οι δύο ημερομηνίες δεν εκφράζουν τίποτα άλλο από τη δίψα ενός έθνους για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία και πολύ σοφά επιλέχτηκαν ως εθνικές επέτειοι γιατί όπως προείπα η ελευθερία και η ανεξαρτησία δεν είναι δεδομένες και κτώνται συνεχώς, αυτή άλλωστε είναι και η έννοια της παλιγγενεσίας.  Κλείνει η παρένθεση.

Το Νοέμβριο του 12 λοιπόν έγινε μία ανακήρυξη ανεξαρτησίας, η οποία ήταν γνωστή σε  ευρωπαίους ηγέτες που τη μεθόδευσαν και σχεδόν άγνωστη στη επικράτεια της Αλβανίας. Το 1913 είναι μία χρονιά σημαντικών εξελίξεων. 
Στη γνωστή διάσκεψη των πρεσβευτών στο Λονδίνο, προτάθηκε να οριστούν σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας  και να μην υπάρχει αλβανικό κράτος. Δεν ήταν όλοι οι συμμετέχοντες υπέρ της συγκεκριμένης πρότασης και έτσι αναγνωρίστηκε η δημιουργία του αλβανικού κράτους. Μετά από το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, οι Οθωμανοί απομακρύνθηκαν οριστικά από την Αλβανία και επανήλθε πάλι η άποψη της απορρόφησης των εδαφών από τη Σερβία και την Ελλάδα. Κάτι που εξόργισε τους Ιταλούς που δεν επιθυμούσαν να έχει η Σερβία εκτεταμένη ακτογραμμή και ούτε η Ελλάδα να φτάνει στην Αυλώνα.  Κάτι τέτοιο δεν το ήθελαν ούτε οι Γερμανοί, που ήθελαν την ανάπτυξη ενός σιδηροδρόμου που θα οδηγούσε στην Ανατολή. Τελικά, αποφασίστηκε ότι η χώρα δεν έπρεπε να διαιρεθεί αλλά αντ' αυτού να παγιωθεί σε πριγκιπάτο της Αλβανίας υπό τον Γερμανό πρίγκιπα Βίλχελμ Βιντ. Ο Γερμανός πρίγκιπας εκδιώχθηκε μετά από 6 μήνες, και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία  και η Ιταλία, ως μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, θέλησαν να διαιρέσουν οριστικά τη χώρα αλλά αυτή τη φορά ήταν ο πρόεδρος των  ΗΠΑ Wilson που άσκησε βέτο στην ψηφοφορία διατηρώντας έτσι την οντότητά της Αλβανίας. Εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος μάλιστα, πρόσφατα σε μία εκ των πλατειών των Τιράνων, δόθηκε το όνομα του και τοποθετήθηκε ανδριάντας του.
Στην τότε επικράτεια της Αλβανίας, που δεν διαφέρει από τη σημερινή, κατ΄εκτιμήσεις  τα 2/3 του νέου κράτους ήσαν μουσουλμάνοι και το 1/3 χριστιανοί, στην πλειοψηφία τους ορθόδοξοι.  Μία  μεταγενέστερες απογραφή,  που  στο σύνολο του ο πληθυσμός ήταν μικρότερος του ενός εκατομμυρίου, επιβεβαίωσε τις πρώτες εκτιμήσεις αφού τα ποσοστά της κατανέμονταν ως εξής: 66 % μουσουλμάνοι, περίπου  25% ήσαν οι ορθόδοξοι και κάτι λιγότεροι από 10% οι καθολικοί. 
Δεν μίλησα καθόλου για Έλληνες μέχρι τώρα αλλά για ορθοδόξους, γιατί τότε η θρησκευτική συνείδηση υπερτερούσε και άσχετα με το τι γλώσσα μιλούσαν: ελληνική, βλάχικη ή αλβανική, σχεδόν όλοι οι ορθόδοξοι θεωρούσαν τον εαυτό τους Ρωμιό, δηλαδή Έλληνα.
 Η βορειοηπειρωτική κοινότητα, χωρίς να έχει τη συμπαράσταση του Ελληνικού Κράτους που έπρεπε να σεβαστεί τις διεθνείς συμφωνίες, τον Φεβρουάριο του 1914 κηρύσσει ένοπλο αγώνα  για να αυτονομηθεί, κάτι που πετυχαίνει με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας τον Μάιο του ίδιου έτους.
Ταυτόχρονα οι Αλβανοί για να σταθούν ως κράτος-έθνος έπρεπε να φτιάξουν το δικό τους μύθο για το «ένδοξο» τους παρελθόν. Για πρώτη φορά λοιπόν προκύπτει η ανάγκη της αξιοποίησης του αλβανικού εθνικισμού που είχε κάνει δειλά την εμφάνιση του λίγα χρόνια πιο πριν με το κίνημα της αλβανικής αναγέννησης (Rilindja) αποτελούμενο από  διανοούμενους Αλβανούς του εξωτερικού. 
Οι μύθοι που δημιούργησε και διέδωσε αυτό το κίνημα ενέπνευσαν στους Αλβανούς αίσθημα υπερηφάνειας για τη μοναδικότητα του λαού τους. Οι κυριότεροι από τους μύθους αυτούς εξήραν την αρχαιότητα των Αλβανών και της γλώσσας τους, θεωρώντας μάλιστα πως η τελευταία ανήκει στις παλαιότερες γλώσσες του κόσμου. Επίσης, προκειμένου οι Αλβανοί να διαχωριστούν από τους Έλληνες και τους Σέρβους, ακόμη και να καταδειχτεί πως είναι παλαιότεροι από αυτούς, η Rilindja υποστήριξε την προέλευσή τους από τους Πελασγούς, οι οποίοι κατείχαν την βαλκανική χερσόνησο πριν αντικατασταθούν από τους Ιλλυριούς. Ο κεντρικός όμως χαρακτήρας γύρω από τον οποίο πλέχτηκε η μυθολογία του αλβανικού εθνικισμού είναι ο Γεώργιος Καστριώτης γνωστός ως Σκεντέρμπεης γιατί ήταν το μόνο ιστορικό-θρυλικό πρόσωπο που αγωνίστηκε σε αυτή την επικράτεια για ανεξαρτησία.  Υπήρχε όμως μία  αντικειμενική δυσκολία γιατί ο Γεώργιος Καστριώτης ήταν ορθόδοξος, αγωνίστηκε με λύσσα κατά των μουσουλμάνων και είχε έντονη βυζαντινή συνείδηση, το μαρτυρά άλλωστε και η σημαία του. Αυτό προσπάθησαν να το ξεπεράσουν με την αποσύνδεση της προσωπικότητας του Σκεντέρμπεη από το θρήσκευμά του. Σε ένα από τα πολλά και φημισμένα  ποιήματα που γράφτηκαν από τους εντός ή εκτός εισαγωγικών «αναγεννητές» της Αλβανίας ήταν το:  «θρησκεία των Αλβανών είναι ο Αλβανισμός». Ένα σύνθημα που κυριαρχεί μέχρι σήμερα. 
Ο εθνικός μύθος όμως, δεν χρειάζεται μόνο σύμβολα αλλά θέλει και εχθρούς ή τις δυνάμεις του κακού. Και άσχετα με το αν και σε ποιο βαθμό υπήρχαν οι «εχθροί», έπρεπε να κατασκευαστούν και δεν ήσαν άλλοι από τους γείτονες και τους Οθωμανούς φυσικά από τους οποίους έπρεπε να απογαλακτιστούν.   Οι άνθρωποι της Rilindja θεώρησαν τους πέντε αιώνες οθωμανικής κατοχής περίοδο πλήρους σκότους από το οποίο η Αλβανία αναδύθηκε με τη βοήθεια των ηρώων της οι οποίοι, εμπνευσμένοι από τον Καστριώτη, πολέμησαν όπως έλεγαν οι ίδιοι «με το τουφέκι και την πένα».  Οι γείτονες σύμφωνα με αυτούς κατέχουν αλβανικά εδάφη  και βλέπουν την Αλβανία ως θήραμα για να αποκτήσουν και άλλα.
Ως Ελληνική Μειονότητα αναγνωρίζουν μόνο τα ελληνόφωνα χωριά  στο Αργυρόκαστρο, στους  Αγίους Σαράντα και το Δέλβινο που στο σύνολο τους στην καταγραφή του Ζώγκου ήταν 107 ενώ αργότερο έγιναν 99 γιατί αφαιρέθηκαν τα χωριά της Χειμάρρας.
Από  αυτή την αναδρομή προκύπτουν οι δύο βασικές και διαχρονικές πηγές της επιθετικότητας των Αλβανών προς την ελληνική μειονότητα και τον Ελληνισμό γενικότερα.
1.     Ο ανθελληνισμός ως αναγκαιότητα του αλβανικού εθνικισμού
2.     Η γεωγραφική, ιστορική και αριθμητική συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου.
Αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν μέχρι και σήμερα το θεωρητικό υπόβαθρο της εχθρότητας ή επιθετικότητας των Αλβανών προς τον Ελληνισμό. Αυτός ήταν και ο λόγος που εμφανίστηκαν στη γέννεση τους ως κράτος πριν από 100 χρόνια.
Κρατάμε λοιπόν 1) τον ανθελληνισμό ως ανάγκη του αλβανικού εθνικισμού  και 2) την πολύπλευρη  συρρίκνωση του ελληνισμού. 
Ας δούμε τώρα πως αυτά εφαρμόστηκαν στην πράξη για να έρθουμε και στο σήμερα.
Διαβάζουμε συνήθως στις αλβανικές εφημερίδες: «Οι Έλληνες σκότωσαν έναν Αλβανό»! Σε αντίστοιχο περιστατικό στην Ιταλία θα δεις τον τίτλο «Σκοτώθηκε στην Ιταλία ο τάδε Αλβανός». Πριν από 2-3 χρόνια σε ένα χωριό της Βέροιας τσακώθηκαν κάποιοι Έλληνες με Αλβανούς μαθητές, οι δεύτεροι έβγαλαν μαχαίρι τραυματίζοντας σοβαρά έναν Έλληνα. Την επομένη, μέλη της Χρυσής Αυγής πραγματοποίησαν πορεία ζητώντας να φύγουν οι ξένοι. Την ίδια στιγμή και λίγα μέτρα πιο πέρα μέλη οργανώσεων που αποκαλούνται αντιρατσιστικές έκαναν τη δική τους παράλληλη πορεία με συνθήματα υπέρ των μεταναστών.  Το θέμα αυτό έγινε πρωτοσέλιδο σε αρκετές εφημερίδες στην Αλβανία και στο περιεχόμενο του άρθρου μεταφέρονταν όλα τα συνθήματα των Χρυσαυγιτών και το «μίσος» των Ελλήνων κατά των Αλβανών. Κανένα αλβανικό δημοσίευμα δεν ανέφερε την αντίδραση των άλλων Ελλήνων στην παράλληλη πορεία. Αυτό το έμαθα από ελληνικό δημοσίευμα που δυσκολεύτηκα να βρω, σε κάποιο τοπικό μπλογκ της Ημαθίας.  Τα τελευταία 15 χρόνια έτυχε να γνωρίσω πολλούς Έλληνες διπλωμάτες στην Αλβανία. Η πρώτη μεγάλη τους απορία όταν πρωτοέφθασαν στην Αλβανία ήταν, γιατί τόσο μίσος (κυρίως στα μέσα ενημέρωσης) για την Ελλάδα και τους Έλληνες!;  Τον λόγο ή τους λόγους της αναγκαιότητας για ανθελληνισμό του αλβανικού εθνικισμού δεν μπορώ να τους ξέρω ακριβώς και χρειάζεται μάλλον η ανάλυση ειδικών, ιδιαίτερα από τον τομέα της ψυχολογίας.
Με τους αλβανούς ουσιαστικά δεν πολεμήσαμε ποτέ. Από τη δημιουργία του κράτους της Αλβανίας ο ελληνικός στρατός μπήκε στα όρια του τρεις φορές, και τις τρεις συμμετέχοντας σε κάποια βαλκανική η παγκόσμια συμμαχία  και ποτέ για να καταλάβει την Αλβανία. Και τις τρεις φορές – και εδώ είναι το εντυπωσιακό – ο ελληνικός στρατός δεν αποχώρησε από τη Βόρειο Ήπειρο διωκόμενος αλλά ειρηνικά σεβόμενος τις διεθνείς συμφωνίες, παρόλο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παραμονή του για την ασφάλεια του ελληνικού στοιχείου. Μία δικαιολογία που παρουσιάζει   40 χρόνια η Τουρκία στην Κύπρο ενώ δεν έκανε το ίδιο καμία από τις τρεις φορές η Ελλάδα στη Βόρειο Ήπειρο – ίσως αυτό να ήταν το λάθος.
Η συρρίκνωση του Ελληνισμού
Στα πρώτα χρόνια ύπαρξης του αλβανικού κράτους (1912-24) επικρατούσε μία αναρχία με τις κυβερνήσεις να αλλάζουν κάθε λίγους μήνες. Την έννοια του κράτους την απέκτησε ουσιαστικά με την άνοδο στο θρόνο του βασιλιά Ζώγκου. Τότε είναι που το αλβανικό κράτος θα δείξει για πρώτη φορά  τις προθέσεις του προς τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Δέχεται στην Κοινωνία των Εθνών ότι στην Αλβανία υπάρχει Εθνική Ελληνική Μειονότητα αλλά δεν θέλει να ακούει για τον όρο Βόρειος Ήπειρος. Κλείνουν όλα τα ελληνικά σχολεία εκτός των αναγνωρισμένων χωριών ενώ το 1935, ο Ζώγκου αποφασίζει να μετατρέψει σε αλβανικά  και τα σχολεία των ελληνόφωνων περιοχών κάτι που προκάλεσε το γνωστό σχολικό κίνημα του 1935 που είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη της Αλβανίας στα Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.  Επιτρέψτε εδώ να ανοίξω άλλη μία παρενθεσούλα για να αναφέρω μία προσωπική μαρτυρία που έχω από τον παππού μου. Στο κίνημα του 35, του είχε ανατεθεί να μεταφέρει στους Αγίους Σαράντα τις υπογραφές των κατοίκων κάποιων χωριών του Βούρκου που ζητούσαν ελληνικά σχολεία.  Στους αστυφύλακες (ή στους τζανταρίδες όπως τους έλεγε) που είχαν στήσει μπλόκο  στην είσοδο των Αγίων Σαράντα, προφασίστηκε πως πάει στο παζάρι για να πουλήσει πάπιες, τους έκανε δώρο από μία πάπια ενώ σε άλλες έκρυβε τα έγγραφα με τις υπογραφές. Μου έλεγε λοιπόν ότι το κίνημα αυτό λειτουργούσε ως πυραμίδα στην οποία οι ανώτεροι του ή ο σύνδεσμος του ήταν ένας δάσκαλος από τη  Νίβιτσα και κάποιος άλλος από το Δέλβινο. Η Νίβιτσα, σήμερα είναι αλβανόφωνο χωριό και φυσικά δεν είναι στα αναγνωρισμένα ως μειονοτικά. Το είπα αυτό το παράδειγμα γιατί είναι και πολλοί «καθαροί» δικοί μας Έλληνες που τους επιβλήθηκε η αλβανική άποψη ότι Έλληνες είναι μόνο αυτοί που μιλούν ελληνικά.
Βλέποντας τις εξελίξεις με ένα ρεαλισμό, θα λέγαμε πως το έργο της επιβολής της αλβανικής συνείδησης σε όλο το βλαχόφωνο και σε περιοχές με δίγλωσσο ή και μόνο αλβανόφωνο  ορθόδοξο πληθυσμό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αν αναλογιστούμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αγράμματο και κουρασμένο πληθυσμό από τους διαδοχικούς πολέμους.     
Έτσι το καθεστώς Ζώγκου κατάφερε να περιορίσει τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου στα 99 χωριά.
Στην πρώτη επίσημη απογράφη, μεταξύ του 1935-1939 ο Ζώγκου καταγράφει  37.000 Έλληνες σε σύνολο 800.000 κατοίκων που αναλογεί σε 4,6%
Το κομουνιστικό καθεστώς του Χότζα, όσο παράλογο και να ακούγεται αυτό για τα δεδομένα της Ελλάδος, ήταν και εθνικιστικό.  Στην προσπάθεια του να τους αφομοιώσει, καλλιέργησε και σέρβιρε μία νέα συνείδηση για τους Έλληνες, τη συνείδηση του μινοριτάρη (μειονοτικού). Επιτρέπεται να μιλάει ελληνικά αλλά αυτός που έχει εθνικές και θρησκευτικές απαιτήσεις είναι εξτρεμιστής. Ο σκοπός ήταν να μας κάνει αρχικά να πιστέψουμε πως είμαστε μία γλωσσική μειονότητα και οποιαδήποτε σχέση με τον ιστορικό και γεωγραφικό εθνικό κορμό είναι απαγορευμένη, περιμένοντας έτσι υπομονετικά την πλήρη αφομοίωση. Οι μεγαλύτεροι θα θυμάστε κάποιους κομουνιστές στα χωριά μας που θέλοντας να δείξουν την αφοσίωση τους στο κόμμα μιλούσαν αλβανικά.   
Ακόμα και σήμερα, στους Αλβανούς κυριαρχεί η άποψη ότι «στην περίοδο του κομουνισμού, οι Έλληνες ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά που περνούσαν καλύτερα από τους Αλβανούς». Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των Ελλήνων που συμμετείχαν στα κρατικά και κομματικά όργωνα ήταν μεγάλος, ενδεχομένως το ποσοστό να ήταν αναλογικά μεγαλύτερο από αυτό των Αλβανών, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ήταν εκεί για να υπηρετούν τον Ελληνισμό αλλά μόνο ένα καθεστώς που και ήταν και ανθελληνικό. Αν οι Αλβανοί διώκονταν γιατί αυτό απαιτούσε ο πόλεμος των τάξεων, οι Έλληνες διώκονταν και για τα εθνικά τους φρονήματα. Άλλωστε τα ποσοστά των φυλακισθέντων και εξορισθέντων  στους Έλληνες είναι τουλάχιστον διπλάσια από τα αντίστοιχα του συνολικού πληθυσμού.
Το 1989, δύο χρόνια πριν την πτώση του, το καθεστώς διενήργησε απογραφή στην οποία καταγράφονται 59.000 Έλληνες. Ενώ οι αλβανοί είχαν τετραπλασιαστεί από την απογραφή  του Ζώγκου παράδοξος οι Έλληνες είχαν αυξηθεί κατά πολύ λιγότερο παρόλο που ο ρυθμός αύξησης ήταν ίδιος.   
Τα χρόνια «ελευθερίας»
Η πτώση του κομουνισμού στην Αλβανία σε σχέση με τις άλλες ανατολικές χώρες ήταν φαινομενικά ομαλή.  Ήταν ομαλή όχι γιατί οι κομουνιστές θέλησαν  να δώσουν την ελευθερία αλλά επειδή προτίμησαν να αποφύγουν τη σύγκρουση και να ελέγξουν την εξουσία μετά την πτώση.
Θα έλεγα ότι το βορειοηπειρωτικό θέμα μέχρι τότε ήταν στατικό. Με την πτώση του καθεστώτος επανενεργοποιείται και προβάλλεται μπροστά μας η «ελευθερία» αλλά και πολλές προκλήσεις για το μέλλον της Βορείου Ηπείρου.

Ο πλουραλισμός επιτράπηκε στα τέλη του 1990 και η Ελληνική Μειονότητα είχε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να εκφραστεί και να εκπροσωπηθεί ελεύθερα. Στις 11 Γενάρη του 1991 ιδρύεται στη Δερβιτσιάνη η Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας «ΟΜΟΝΟΙΑ». Ταυτόχρονα  τα σύνορα άνοιξαν και ο κόσμος δεν περίμενε να λιώσουν τα χιόνια από τα βουνά και έφευγαν κατά κύματα. Το εθνικό συμφέρον βέβαια  ήταν να μείνουμε στον τόπο μας, εάν όμως μας το έλεγε κάποιος εκείνες τις μέρες θα τον θεωρούσαμε τουλάχιστον εχθρό της ελευθερίας μας.
Στις πρώτες πλουραλιστικές εκλογές του 1991, Η Ομόνοια έρχεται τρίτο κόμμα στην Αλβανία με 5 από τις συνολικά 300 έδρες, παρά την εκτεταμένη βία και νοθεία που υπήρχε στις δε πρώτες τοπικές εκλογές κερδίζει και τους τρεις νομούς όπου είναι επικεντρωμένη η Ελληνική Μειονότητα, τον Δήμο των Αγ. Σαράντα και όλες τις επαρχίες. Το 1992 η Ομόνοια οργανώνει μεγάλες κινητοποιήσεις για το εκπαιδευτικό. Με συντονισμένες διαδηλώσεις και αποχή ενός ολοκλήρου χρόνου από τα σχολεία η αλβανική κυβέρνηση αναγκάζεται να κάνει κάποιες παραχωρήσεις. Η διδασκαλεία των ελληνικών επεκτείνεται από τα 4 χρόνια σε 8 ενώ ανοίγουν ελληνικά σχολεία και στις πόλεις των Αγίων Σαράντα, Δελβίνου και Αργυροκάστρου.

Τα αποτελέσματα των εκλογών αλλά και οι κινητοποιήσεις της τότε «Ομόνοιας»  φαίνεται πως εξόργισε και ενεργοποίησε πολλές δυνάμεις του κράτους και του παρακράτους και αρχίζει η μετωπική επίθετη κατά του Ελληνισμού και των εκπροσώπων του.
Όλες οι αλβανικές κυβερνήσει της μεταπολίτευσης, δεν άλλαξαν την αντιμετώπιση τους προς την Ελληνική μειονότητα, αυτό που άλλαξε πολύ είναι οι πρακτικές που χρησιμοποιούν. Τα πρώτα χρόνια πολεμούσαν ανοιχτά και με κάθε μέσω. Ξήλωσαν όλους τους Έλληνες από τις δημόσιες υπηρεσίες, εκβίαζαν τους Έλληνες που άνοιγαν κάποια επιχείρηση, έδιωξαν τον δραστήριο αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Μαϊδώνη  από το Αργυρόκαστρο για να φτάσουμε στο  αποκορύφωμα των διώξεων που ήταν η φυλάκιση των στελεχών της Ομόνοιας. Αρχικά συνελήφθηκαν πάνω από 100  άτομα.  Τελικά έμειναν στη φυλακή έξη. Ο Θεόδωρος Μπεζιάνης, ο Βαγγέλης Παπαχρήστος, η Ερμιόνη Ανδρέου και ο Παναγιώτης Μάρτος που ήσαν πρόεδροι των τεσσάρων παραρτημάτων της Ομόνοιας, Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Κορυτσάς και Δελβίνου αντίστοιχα και δύο άλλα σημαντικά στελέχη της Ομόνοιας από τη Δερβιτσιάνη ο Κώστας Κυριακού και ο Ηρακλής Σύρμος - δύο άνθρωποι που είχαν γευτεί για πολλά χρόνια και τις φυλακές της δικτατορίας.
Αντιμετωπίζουν την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (τότε τιμωρείτο σε θάνατο)
Η αλβανική πολιτική που δεν ήξερε ούτε να κρατάει κάποια προσχήματα, επιτέθηκε ωμά  σε όσους έκαναν εθνικό έργο. Δεν συνέλαβε τους θεωρητικούς οι τους «μετριοπαθείς» με τη μινοριτάρικη συνείδηση αλλά τους ανθρώπους που είχαν σχέση με το Σεβαστιανό, αυτούς που αγωνίζονταν για δικαιώματα και πρέσβευαν  εθνικά ιδεώδη.
Από το 1995 μέχρι το 1997 συνεχίσει η ίδια τακτική της τρομοκρατίας και των απολύσεων των λίγων εναπομεινάντων στη δημόσια διοίκηση Βορειοηπειρωτών, αναγκάζοντας τους να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Παράλληλα όμως έχουμε και την μετακίνηση χιλιάδων αλλογενών από τη μέση και βόρεια Αλβανία στην πόλη και στα παράλια των Αγίων Σαράντα με αποτέλεσμα την αλλοίωση του πληθυσμού.
Το 1997 είναι κομβικό σημείο για την Αλβανία αλλά και τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχασαν όλες τις οικονομίες τους, με αποτέλεσμα να έχουμε έναν ξεσηκωμό άνευ προηγουμένου και την πλήρη διάλυση του κράτους. Όλος ο οπλισμός του στρατού και της αστυνομίας κατέληξε στα χέρια διαφόρων ατόμων και ομάδων. Πολλοί δεν το θεωρούν τυχαίο όλο αυτό, αλλά μια καλοστημένη επιχείρηση ώστε ο μεγάλος οπλισμός της Αλβανίας που κληρονόμησε από το κομουνιστικό καθεστώς να μεταφερθεί στο Κόσσοβο για να οπλιστεί ο στρατός του UCK. Σε αυτές τις συνθήκες έχουμε το δεύτερο κύμα μαζικής φυγής προς την Ελλάδα.
Μετά το 1997, στην κυβέρνηση έρχονται οι σοσιαλιστές και μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο ως προς την τακτική που οι κυβερνήσεις μας αντιμετωπίζουν. Οι σοσιαλιστές (με τη συνδρομή και κάποιων Ελλήνων διπλωματών στην Αλβανία) οργάνωσαν τοπικές οργανώσεις στα χωριά μας. Οι σοσιαλιστές με πρώτη μαγιά κάποιους κομουνιστές του συστήματος, εκμεταλλευόμενοι τη γενική αγανάκτηση κατά του Μπερίσα, χωρίς να λείπουν και οι ευθύνες από την Ομόνοια, κατάφεραν να διχάσουν πολιτικά την μειονότητα αποσπώντας μέχρι και 40% των ψήφων.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δίνοντας προνόμια στους εκλεκτούς του, δικαιολογούσε φαινομενικά την έξωθεν καλή μαρτυρία, στην πραγματικότητα όμως δεν έκαναν καμία παραχώρηση που να αφορούσε το σύνολο της μειονότητας. Αρνιόταν, πεισματικά να επιτρέψει το άνοιγμα ελληνικού σχολείου στη Χειμάρρα γιατί δεν την θεωρούν μειονοτική περιοχή.  Η Χειμάρρα που είναι στην ουσία η μοναδική πόλη που υπερτερεί το ελληνικό στοιχείο και με πολύ καλή προοπτική ανάπτυξης, οι σοσιαλιστές άσκησαν απίστευτη βία για να αποτρέψουν την εκλογή του Βασίλη Μπολάνου που κατέβαινε με τον συνδυασμό της Ομόνοιας.
Μια φράση που είχε πει ο πρώην πρωθυπουργός Φατός Νάνο αποτυπώνει την τακτική που ακολουθεί η Αλβανία ως προς την μειονότητα σήμερα. Σε μια συζήτηση για τα σχολεία της μειονότητας και επειδή κάποια δεν είχαν τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό για να μείνουν ανοιχτά, τους είπε: «Δεν χρειάζεται να τα κλείσουμε εμείς, θα κλείσουν μόνα τους».
Κάποιοι πιστεύουν ότι η εγκατάλειψη της ιδέας του Ισλαμικού Τόξου που υπήρχε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός από το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Αλβανίας, την έκαναν να αλλάξει στάση σε πολλά θέματα όπως και απέναντι στη Ελληνική Μειονότητα.   Στην Αλβανία υπάρχουν άνθρωποι που την Ελληνική Μειονότητα, δεδομένου ότι είμαστε οι πιο νομοταγείς πολίτες στον άγριο κόσμο της Αλβανίας, συν τις άλλες σχέσεις εξάρτησης από την Ελλάδα,  δεν την θεωρούν πρόβλημα αλλά παράγοντα σταθερότητας και ανάπτυξης. Υπάρχουν όμως και οι ανθέλληνες που δυστυχώς είναι οι πιο πολλοί, που δεν θα έχαναν την ευκαιρία να επιτεθούν σε οτιδήποτε ελληνικό. Στον αγώνα μας για την κατοχύρωση των περιουσιών, όλες οι κρατικές υπηρεσίας, δικαστήρια, υπηρεσία επιστροφής περιουσιών, υποθηκοφυλάκεια κλπ γίνονται πρόθυμοι υπηρέτες των καταπατητών όταν πρόκειται για περιουσίες που ανήκουν σε ελληνικές περιοχές.
Δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν παθητική. Και όχι μόνο, τα τελευταία χρόνια πέφτουν και στις παγίδες των δευτερευόντων θεμάτων που τους θέτουν οι Αλβανοί. Το 2008, η Ομόνοια σε συνεργασία με τη Νεολαία Βορειοηπειρωτών, την Ένωση Χειμαρριωτών και άλλες βορειοηπειρωτικές οργανώσεις είχαμε συντάξει ένα υπόμνημα προς όλους του βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, πριν γίνει η κύρωση της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και  της Αλβανίας. Δυστυχώς κανείς δεν  την έλαβε υπόψη του, εκτός των βουλευτών του ΛΑΟΣ. Ο μοναδικός όρος που έθεσε η Ελληνική Κυβέρνηση για την κύρωση της συμφωνίας, ήταν η υπογραφή της συμφωνίας για την κατασκευή νεκροταφείων για τους πεσόντες από τον πόλεμο του 40’. Είναι δυνατόν, μια υπογραφή ζωτικής σημασίας για την Αλβανία,  να εξισώνεται με κάτι πολύ αυτονόητο που η Αλβανία θα έπρεπε να κάνει από καιρό. Έγινε η οριοθέτηση των υδάτων, με διμερή συμφωνία βάση του διεθνούς δικαίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αλβανίας ακύρωσε τη συμφωνία, κάνοντας το χατίρι των τούρκων, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός λόγος της ακύρωσης, αφού αυτό θα δημιουργούσε προηγούμενο στο πρόβλημα που έχει η Ελλάδα με την Τουρκία για την οριοθέτηση των υδάτων.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος αποφάσισε να αντιμετωπίσει φιλικά την Αλβανία και την βοηθάει σε κάθε βήμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Δεν είναι εξ’ ορισμού κακό αυτό, αρκεί η  Ελλάδα να έχει  στόχους, να μην θίγονται τα ελληνικά συμφέροντα και προ πάντων να μην το κάνει εις βάρος και αγνοώντας το Βορειοηπειρωτικό.
Δεν ξέρω πόσο ελεύθερα ήταν για τον καθένα σας τα «χρόνια της ελευθερίας μας» όπου ο τίτλος της ομιλίας μου έχει σε εισαγωγικά. Ασφαλώς και η πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος έδωσε μία προσωπική ελευθερία σε όλους τους βορειοηπειρώτες. Αν το δεις φιλοσοφικά η ελευθερία είναι σχετική έννοια. Στη ζωή μου δε γνώρισα πιο ελεύθερο άνθρωπο από κάποιον που έζησε 27 χρόνια στα μπουντρούμια του Σπατς και του Μπουρέλ, είναι ο Γιώργος Παππάς από την Τρέμουλη. Όλοι εμείς αποκτήσαμε μία σχετική ελευθερία, η ιδιαίτερη πατρίδα μας όμως παραμένει όμηρος ενός φολκλορικού εθνικισμού από την αλβανική πλευρά και μιας αδιαφορίας από την ελληνική. Αυτά νομίζω της είναι υποφερτά, αυτό όμως που δεν αντέχει είναι η βορειοηπειρωτική αδιαφορία.  Απευθυνόμενος στους βορειοηπειρώτες και παραφράζοντας αυτό που είχε πει ο Kennedy θα έλεγα πως αναρωτηθήκαμε πολλές φορές τι έκαναν ή τι δεν έκαναν οι άλλοι για μας. φαίνεται όμως πως δεν αναρωτηθήκαμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς.     
Απευθυνόμενος στους αδελφούς Ελλαδίτες θα έλεγα πως το βορειοηπειρωτικό, το ερωτεύτηκαν πολλοί, το αγάπησαν όμως ελάχιστοι. Για την αναποτελεσματικότητα στις υποθέσεις μας, οι πιο πολύ καταφεύγετε στην εύκολη λύση κατηγορώντας τους Βορειοηπειρώτες ότι δεν είναι όσο πρέπει  πατριώτες, είναι διχασμένοι και πολλά άλλα. Το βορειοηπειρωτικό είναι εθνικό θέμα και αφορά όλο το έθνος,  όπως και θέμα μας δεν είναι μόνο το Βορειοηπειρωτικό αλλά και το Κυπριακό, το Μακεδονικό και κάθε τι που απασχολεί το έθνος.
Τέλος όπως λέει σε ένα βιβλίο του ο Κώστας ο Χατζηαντωνίου «Η ιστορία δεν αποτελεί απλή καταγραφή γεγονότων  που αφορούν  το παρελθόν. Η ιστορία είναι ενέργεια μνήμης που αφορά κυρίως το παρόν και το μέλλον. Ευχαριστούμε λοιπόν τη ΝΕΒ που φώτισε σήμερα ένα κομμάτι της ιστορίας δίνοντας με αυτό τον τρόπο ενέργεια που μας είναι απαραίτητη για το παρόν και το μέλλον.


Δεν υπάρχουν σχόλια: