Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Στρατηγική και τακτικές διαπραγμάτευσης

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού 
Παντείου Πανεπιστημίου


Όλα δείχνουν πως η Κύπρος προχωρεί, εκών - άκων, σε μια διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού χωρίς να έχει επιλέξει τον χρόνο, ενώ το περιεχόμενο παραμένει απροσδιόριστο. Η διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού βρίσκεται σε στάδια ανεπίσημης εκκίνησης, αφού η ηγεσία του Ελληνισμού στην Αθήνα και στη Λευκωσία, πιεζόμενη από τον λεγόμενο διεθνή παράγοντα, αναγκάζεται σταδιακά να συρθεί σε μια διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης.
Είναι σαφές πως για τη Λευκωσία και για την Αθήνα η στιγμή είναι άκαιρη και δύσκολη, και καθόλου πλεονεκτική για τη διαπραγματευτική μας θέση, αφού το γεγονός της κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας και της συρρίκνωσης της ελληνικής διεθνούς θέσης, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης κυρίως, με την ταυτόχρονη άνοδο του τουρκικού παράγοντα σε επίπεδα γεωστρατηγικής ισχύος, με αφετηρία τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ενδυνάμωσης, δημιουργούν αρνητικές προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγμάτευσης τώρα για το Κυπριακό και όχι μόνο.
Έχουμε επανειλημμένως τονίσει πως στη στρατηγική του τουρκικού παράγοντα, το Κυπριακό δεν είναι ανεξάρτητο των υπολοίπων ελληνοτουρκικών προβλημάτων, υπαρκτών ή ανύπαρκτων κατασκευών της τουρκικής διπλωματίας. Παρά ταύτα όμως, εμείς, εξακολουθούμε να διολισθαίνουμε στην τουρκική παγίδα, και λόγω ελλείψεως δικής μας στρατηγικής, αφήνουμε το Κυπριακό να διαπλέκεται σε δαιδάλους ανύπαρκτων ελληνοτουρκικών προβλημάτων, έτσι ώστε να ενισχύεται η τουρκική θέση διεθνώς και να αποδυναμώνεται η δική μας θέση στο κυπριακό πρόβλημα, αφού στη διαπραγμάτευση καλούμεθα να υποχωρήσουμε σε νέα ζητήματα που θέτει διαρκώς η Τουρκία, προκειμένου να προχωρήσει σε κινήσεις συμβιβασμού στην Κύπρο.
Αυτό κάνει και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, ευρισκόμενος στην Αθήνα. Θέτει ζητήματα όπως η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, για την οποία δεν μας εξήγησε ποιο είναι το πρόβλημά της, αφού οι μουσουλμάνοι, Έλληνες υπήκοοι, απολαμβάνουν, στο πλαίσιο της Ελληνικής Δημοκρατίας, πλήρη δικαιώματα ισότητας Ελλήνων πολιτών, ενώ το ιδιαίτερο καθεστώς που τους έχει χορηγηθεί από τη Λωζάννη και εντεύθεν ως προς τη μειονοτική προστασία τυγχάνει πλήρους, ακώλυτης και απόλυτης εφαρμογής.

Τούτο δε, σε αντίθεση με την ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, τις οποίες οι τουρκικές κυβερνήσεις τις προηγούμενες δεκαετίες φρόντισαν, με συστηματική πολιτική εκφοβισμού και εξόντωσης, να εξαλείψουν όχι μόνο ως μειονοτική, αλλά και ως φυσική παρουσία Ελλήνων. Ταυτόχρονα, φρόντισαν να δημιουργήσουν θέμα με την Αγία Σοφία, ότι προορίζεται να μετατραπεί σε ισλαμικό τέμενος, έτσι ώστε με αυτά, αλλά και τα προγενέστερα διαπραγματευτικά χαρτιά που έθεσε στη δεκαετία του 1990 ως γκρίζες ζώνες για το Αιγαίο, να εμφανίζεται ως διεκδικούσα τακτοποίηση μιας σειράς κλιμακούμενων διεκδικήσεων, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε άμυνα, απολογούμενη και μη αποδεχόμενη πολλές από τις αιτιάσεις της Τουρκίας.
Όμως, το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση περιλαμβάνει πολλά ζητήματα, ορισμένα από τα οποία είναι μεν άτυπα, λειτουργούν όμως υποστηρικτικά των βασικών τους διεκδικήσεων, που είναι η συγκυριαρχία στο Αιγαίο και η επικυριαρχία της Κύπρου, οι Τούρκοι εμφανίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο από μια εξαιρετικά πλεονεκτική θέση, τόσο στα διμερή λεγόμενα Ελληνοτουρκικά, όσο και στο Κυπριακό.
Ο Αχμέτ Νταβούτολγου έθεσε αυτά τα ζητήματα στην Αθήνα με την ευθύτητά του κυνικού, ηγεμονικού προφίλ που τον διακρίνει, επιμένοντας πως το Κυπριακό είναι περίπου τελειωμένη υπόθεση, αφού η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει κάνει όλες εκείνες τις ενέργειες που χρειαζόταν σε επίπεδο «πολιτικών υποχωρήσεων», για να διευκολυνθεί η τελική φάση της διαπραγμάτευσης.
Η ελληνική πλευρά έχει ακόμη δυνατότητες που μπορεί να αξιοποιήσει, φτάνει να θέσει τα ζητήματα που ενδιαφέρουν τον Ελληνισμό στο σύνολό του και χωριστά, επί τάπητος, χαράζοντας επιτέλους στρατηγική, τόσο για την Κύπρο όσο και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Χρειαζόμαστε στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, αφενός μεν τον στόχο που θέτουμε, που πρέπει να είναι, όπως ορθά διετύπωσε ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών «Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος, μέλος του ΟΗΕ και ως τέτοιο είναι αδιαπραγμάτευτο». Αυτό σημαίνει πως σε περίπτωση λύσης του κυπριακού προβλήματος, το υποκείμενο διεθνούς δικαίου παραμένει, το κράτος δεν διαλύεται, αλλά μετεξελίσσεται.
Γίνεται μια ομοσπονδιακή δημοκρατία, που βασίζεται στο κράτος δικαίου, τη δημοκρατική αρχή, και σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων ανεξαιρέτως των πολιτών της. Είναι κράτος απαλλαγμένο από τις λεγόμενες εγγυήσεις τρίτων κρατών της δεκαετίας του 1960, είναι ενταγμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος, ισότιμο μέλος της διεθνούς κοινότητος.
Επ’ αυτού του στόχου πρέπει να αναπτυχθούν οι τακτικές και τα μέσα επίτευξής του, καθώς επίσης και να χαραχθούν οι κόκκινες γραμμές, τις οποίες δεν επιτρέπει το εθνικό συμφέρον και η υπόθεση της επιβίωσης της Κύπρου ως πολιτισμού και κρατικής οντότητας να διέλθουμε υποχωρώντας. Εκεί βρίσκεται το τέλος της ιστορίας και το ναρκοπέδιο για τις επόμενες γενιές Ελλήνων στην Κύπρο. Αυτό σημαίνει πως σηματοδοτούμε εκείνες τις οριοθετήσεις, που θα επιτρέψουν στην Κύπρο να επιβιώσει ως κράτος με τη μεγάλη ελληνική επιρροή που διέγραψε στην τρισχιλιετή ιστορία της και στη σύντομη, ταραχώδη κρατική παρουσία της τα τελευταία πενήντα και πλέον χρόνια. 

Δεν μπορεί η Κύπρος αυτήν την ώρα να ανακοινώνει τη μείωση της θητείας

ΔΕΝ δικαιούμαστε εμείς να παίξουμε με την ιστορία και να παγιδεύσουμε τις επόμενες γενιές σε ένα μόρφωμα ακαθορίστου ταυτότητας και επισφαλούς εθνικής πορείας. Για να πετύχουμε τον στόχο της επιβίωσης και της δικαίωσης των γενιών που έφυγαν αγωνιζόμενες για την ελευθερία, πρέπει να σκεφτόμαστε τις δυνάμεις που έχουμε ως όπλα και μέσα επίτευξης στόχων, και να χρησιμοποιούμε όλες τις δυνατότητες που μας παρέχονται για να επιτύχουμε στη στρατηγική μιας επιτυχούς διαπραγμάτευσης.
Σε αυτά περιλαμβάνεται όχι μόνο η αξιοποίηση συμμαχιών και συμμάχων, σε όλα τα επίπεδα της άσκησης επιρροής, όπως είναι η κινητοποίηση των Ελλήνων της διασποράς, που να ξέρουν τι θέλουμε και τι διεκδικούμε, αλλά και η συστράτευση του εβραϊκού λόμπι στην Αμερική και στην Ευρώπη, παρά το πλευρό μας. Έχουμε, επίσης, υποχρέωση να αξιοποιήσουμε, να ενδυναμώνουμε και να ενισχύουμε παντοιοτρόπως και σε επίπεδο ηθικού, που σημαίνει να ξέρουν γιατί αγωνίζονται, τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, δηλαδή την Εθνική Φρουρά.
Οι ένοπλες δυνάμεις θα έχουν ως αποστολή, μαζί με άλλες συμμαχικές δυνάμεις, όπως είναι η Ελλάδα και το Ισραήλ, να προστατέψουν την εδαφική, θαλάσσια και εναέρια κυριαρχία της Κύπρου. Ιδιαιτέρως μάλιστα, σε ό,τι αφορά στη θαλάσσια κυριαρχία της Κύπρου, τα πεδία έρευνας φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων πρέπει να είναι ασφαλή για όσους έχουν αναλάβει την εκμετάλλευσή τους και να αποτρέπονται, μέσα από την ισχύ των ενόπλων δυνάμεων, οποιοιδήποτε επιβουλείς, εκβιαστές ή απειλούντες, όπως είναι η Τουρκία, διεκδικούντες παρανόμως μερίδιο συνιδιοκτησίας στον πλούτο της Κύπρου.
Η στρατιωτική ισχύς γενικώς, και αυτό το σημειώνουμε προς γνώσιν του νυν Υπουργού Άμυνας της Κύπρου, είναι κατ' εξοχήν σημαντικός παράγοντας, ο οποίος αθέατα μεν, ορατά δε, ενισχύει σε κάθε βήμα διαπραγμάτευσης τα μέρη που συμμετέχουν και χρήζουν της στήριξής του. Δεν μπορεί η Κύπρος τούτη την ώρα, που εισέρχεται σε μια δύσκολη πορεία διαπραγμάτευσης, να ανακοινώνει τη μείωση της θητείας, που είτε το θέλουμε είτε όχι, αποδυναμώνει την άμυνα της χώρας.

Τούτες τις δύσκολες ώρες για την Κύπρο και τον Ελληνισμό, θα έπρεπε με σοβαρότητα και ευθύνη, χωρίς λαϊκισμούς, να σχεδιάσουμε τις επόμενες κινήσεις μας, έτσι ώστε την τουρκική πολιτική του μηδενικού αθροίσματος να την ακυρώσουμε εν τοις πράγμασι, κερδίζοντας σταδιακά το μέρισμα εθνικής πολιτικής και διεθνούς κύρους, που απωλέσαμε τα τελευταία εννιά χρόνια. 

www.sigmalive.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: