Steven A. Cook
Η διαδρομή από την Ράφα, την αιγυπτιακή πόλη που συνορεύει με την Λωρίδα τής Γάζας, μέχρι την Ισμαηλίγια, ένα λιμάνι τής διώρυγας του Σουέζ, είναι κουραστική. Αν και η διαδρομή αγγίζει την αλ-Αρίς, την πρωτεύουσα του Κυβερνείου τού βόρειου Σινά, περνάει κατά τα άλλα από ένα τοπίο για 150 μίλια χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Προς το τέλος τού ταξιδιού, αν η χρονική στιγμή είναι η κατάλληλη, από το πουθενά ένα πετρελαιοφόρο ή πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων θα μπορούσε να διαταράξει ξαφνικά τον ορίζοντα, καθώς φαίνεται να γλιστρά μέσα από την έρημο της Αιγύπτου.
Σχεδόν 150 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της, η διώρυγα του Σουέζ συνεχίζει να εμπνέει δέος, επιζώντας από κάθε κλισέ που έχει γραφτεί ποτέ γι’ αυτήν. Η πλωτή οδός των 120 μιλίων αποτελεί έναν ζωτικό σύνδεσμο μεταξύ τής Ευρώπης και της Ασίας, ένα στρατηγικό στοιχείο και ένα τεχνητό θαύμα. Αλλά ο κόσμος έχει εξελιχθεί από το 1869. Μήπως οι νέες εξελίξεις στην πολιτική, την οικονομία, και την ασφάλεια κατέστησαν το κανάλι αδιάφορο; Ή μήπως η παγκόσμια αλλαγή το κράτησε τόσο σημαντικό όσο ήταν πάντα;
Για ορισμένους παρατηρητές, μετά από τρία χρόνια σε αυτό το ταραγμένο κεφάλαιο της αιγυπτιακής ιστορίας, η σημασία τού Καΐρου για τις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να έχει μειωθεί, με την ισχύ προφανώς να μετατοπίζεται στην περιοχή και πολλές αποδεκτές αλήθειες για τη Μέση Ανατολή να αντικρούονται από όλη αυτή την αναταραχή. Το εάν η Αίγυπτος παραμένει ζωτικής σημασίας, ωστόσο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η διώρυγα του Σουέζ είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος ή ένα διαρκές καυτό σημείο στην διεθνή πολιτική. Και κάθε αντίληψη ότι το κανάλι χάνει την στρατηγική ή οικονομική σημασία του πρέπει να αντιμετωπίσει μια ευρύτερη προβολή τής θέσης τού καναλιού στην αιγυπτιακή ιστορία και μια βαθύτερη κατανόηση του πώς έχει διαμορφώσει τις σχέσεις τής Αιγύπτου με τον κόσμο.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η διώρυγα του Σουέζ συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με δύο πρόσωπα από το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα: τον Γάλλο διπλωμάτη Ferdinand de Lesseps και τον Αιγύπτιο κεδίβη, ή αντιβασιλέα, Ισμαήλ Πασά, εγγονό τού Μοχάμεντ Αλί, του Οθωμανού στρατηγού που κυβέρνησε την Αίγυπτο από το 1805 ως το1848 και θεωρείται ως ο σύγχρονος ιδρυτής της. Ωστόσο, η ιδέα για μια πλεύσιμη οδό μεταξύ τής Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας προηγήθηκε και των δύο. Η πρώτη ιδέα για την υδάτινη οδό, σύμφωνα με το διαφωτιστικό βιβλίο τού Zachary Karabell «Parting the Desert: The Creation of the Suez Canal», ανάγεται πίσω στο 1798, όταν ο Ναπολέων εισέβαλε και κατέλαβε για λίγο την Αίγυπτο. Το όραμα του Ναπολέοντα για ένα κανάλι δεν καρποφόρησε, αλλά περίπου τριάντα χρόνια αφότου έφυγε από την Αίγυπτο, ένας άλλος Γάλλος, ένας μηχανικός με το όνομα Barthelemy-Prosper Enfantin, έκανε πολλά για να κάνει την ιδέα τού καναλιού πραγματικότητα. Ο De Lesseps απλώς υιοθέτησε την δουλειά τού Enfantin στην δεκαετία τού 1850 και στρατολόγησε την στήριξη του Σαΐντ Πασά, του νεότερου γιού τού Μοχάμεντ Αλί, για την χρηματοδότηση του έργου.
Μετά από δέκα εξαντλητικά χρόνια κατασκευής, το κανάλι άνοιξε υπό τον Ισμαήλ το 1869 σε μια μεγάλη γιορτή στο Πορτ Σάιντ προορισμένη να σηματοδοτήσει τον εκσυγχρονισμό τής Αιγύπτου και την αυξανόμενη ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ήταν οι στόχοι τού Μοχάμεντ Αλί, του Σαΐντ Πασά και του Ισμαήλ. Ο τελευταίος μέχρι που έφερε και αξιωματικούς τού στρατού τής Ένωσης και της Ομοσπονδίας μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο για να εκπαιδεύσουν τον αιγυπτιακό στρατό, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αντισταθεί καλύτερα σε οποιαδήποτε προσπάθεια της Κωνσταντινούπολης να ελέγξει την Αίγυπτο, μια κατ’ όνομα οθωμανική επαρχία. Αλλά η στρατιωτική αποστολή των ΗΠΑ απέτυχε, δεδομένης της αντίστασης από τον τοπικό οθωμανικό στρατό τής Αιγύπτου, υπό την ηγεσία Τούρκων, Τσερκέζων, και Βαλκάνιων που ήταν είτε αδιάφοροι είτε εχθρικοί προς τους στόχους τού Ισμαήλ περί αυτονομίας.
Η φιλοδοξία τού Ισμαήλ να καθιερώσει την Αίγυπτο ως ανεξάρτητη δύναμη με ίδια μέσα, οδήγησε σε άλλες τρέλες, οι περισσότερες από αυτές ακριβές. Ο κεδίβης σπατάλησε τεράστιους πόρους για την γρήγορη ανάπτυξη του Καΐρου κατά τα πρότυπα μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, για την ταχεία κατασκευή εθνικών σιδηροδρόμων και άλλων έργων υποδομής, τα οποία εξάντλησαν τους αιγυπτιακούς οικονομικούς πόρους. Επίσης, επέκτεινε τον χώρο τής Αιγύπτου στο Σουδάν. Οι ισολογισμοί τής Αιγύπτου απλώς μπήκαν σε περαιτέρω κίνδυνο με τα τεράστια ποσά χορηγιών που απαιτούνταν για να εκπληρωθούν τα όνειρα του Ισμαήλ.
Κατά συνέπεια, το 1875, βασανισμένος από το χρέος, ο Ισμαήλ πούλησε όλες του (δηλαδή της Αιγύπτου) τις μετοχές τής Εταιρείας τής Διώρυγας του Σουέζ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το επόμενο έτος, αναγκάστηκε να αποδεχθεί μια κοινή βρετανική και γαλλική Επιτροπή Δημόσιου Χρέους, η οποία επόπτευε τις υποχρεώσεις τού κεδίβη σε διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης. Για τους Βρετανούς και τους Γάλλους, η Επιτροπή είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα να τους βάλει βαθύτερα στις αιγυπτιακές υποθέσεις, κάτι που οδήγησε στη δημιουργία ενός de facto βρετανικού προτεκτοράτου το 1882 για να προωθηθεί ο γιος τού Ισμαήλ, Tawfik. Για τους αξιωματούχους στο Λονδίνο και το Παρίσι, η Αίγυπτος δεν ήταν εγγενώς σημαντική, εκτός από μέσο για άλλα μέρη του κόσμου με μεγαλύτερο στρατηγικό ενδιαφέρον. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Benjamin Disraeli το κατέστησε σαφές, όταν, μετά την αγορά των μετοχών τού Ισμαήλ από την διώρυγα, ανακοίνωσε θριαμβευτικά στην Βουλή των Κοινοτήτων ότι η λαβή τής Βρετανίας στις αποικιακές κτήσεις της στην Ασία, ιδιαίτερα στην Ινδία, είχε ενισχυθεί.
Παρ’ όλες τις ελλείψεις τού Ισμαήλ, ο ίδιος και ο θείος του, ο Σαΐντ Πασάς, κατανοούσαν ότι η δημιουργία τής διώρυγας θα είχε μια μακροπρόθεσμη, μετασχηματιστική επίδραση στην Αίγυπτο. Η ζωτική υδάτινη οδός θέτει την χώρα στο κέντρο τού παγκόσμιου εμπορίου και των σημαντικών γεωστρατηγικών θεμάτων τής εποχής - ακόμη και αν έβαλε την Αίγυπτο υπό τον έλεγχο των αποικιακών δυνάμεων μέχρι το 1950.
ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Οκτώ δεκαετίες αφότου το Λονδίνο απέκτησε τα δικαιώματα της Αιγύπτου στο κανάλι, οι Αιγύπτιοι τελικά αποκόμισαν τα οφέλη από ένα έργο που δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες τους, ως επί το πλείστον αγρότες, είχαν κατασκευάσει. Το 1952, ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και μια ομάδα άλλων νεαρών στρατιωτικών γνωστοί ως Ελεύθεροι Αξιωματικοί, ανέτρεψαν και εξόρισαν τον βασιλιά Φαρούκ με πραξικόπημα. Αλλά, το τέλος τής υπό βρετανική υποστήριξη μοναρχίας δεν τελείωσε την βρετανική επιρροή και τον έλεγχο του καναλιού μέχρι που ο Νάσερ ανακοίνωσε, σε ένα τεράστιο πλήθος στην πλατεία Manshiya τής Αλεξάνδρειας, στις 26 Ιουλίου 1956, ότι το κανάλι είχε εθνικοποιηθεί. Ο Νάσερ δήλωσε ότι στο εξής όλα τα έσοδα που προέρχονται από αυτό θα χρησιμοποιούντο για την ανάπτυξη της Αιγύπτου, συγκεκριμένα για το φράγμα τού Ασουάν. Η εθνικοποίηση της διώρυγας ήταν, για τους Αιγυπτίους, η τελική πράξη στον μακροχρόνιο αγώνα τους για απελευθέρωση. Η κεντρική θέση τού καναλιού στην εθνική αφήγηση της Αιγύπτου απλώς ενισχύθηκε όταν Αιγύπτιοι στρατιώτες εισέβαλαν επιτυχώς σε ισραηλινές οχυρώσεις στην Ανατολική Όχθη τής υδάτινης οδού κατά την έναρξη τού πολέμου τού Οκτωβρίου του 1973. Από τότε, «η διάσχιση» έχει αντιπροσωπεύσει την εθνική λύτρωση.
Ακόμη και δεδομένου ότι η διώρυγα του Σουέζ έχει γίνει ο θεμέλιος λίθος τού αιγυπτιακού εθνικισμού, η μεγάλη σημερινή δύναμη - οι Ηνωμένες Πολιτείες - τείνουν να βλέπουν το κανάλι με όρους παρόμοιους με τις οι αποικιοκρατικές δυνάμεις τού παρελθόντος. Όπως ο Disraeli, οι πρόεδροι των ΗΠΑ και οι στρατηγικοί σχεδιαστές έχουν από καιρό θεωρήσει το κανάλι ως μέσο για έναν άλλο σκοπό - ένα κρίσιμο συστατικό τού παγκόσμιου εμπορίου και έναν ζωτικής σημασίας αγωγό για τα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ μεταξύ τής Μεσογείου και του Περσικού Κόλπου. Το ερώτημα δεν αφορά πλέον στον έλεγχο. Ο έλεγχος των Αιγυπτίων επί του καναλιού είναι καθολικά αποδεκτός. Ωστόσο, καθώς η συζήτηση για την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Αίγυπτο φούντωνε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου και καθώς η επακόλουθη χαμηλού επιπέδου εξέγερση ξέσπασε στην χερσόνησο του Σινά, οι αναλυτές άρχισαν να αναρωτιούνται πόσο ασφαλές είναι το κανάλι - και αυτό εάν έχει πλέον κάποια σημασία.
Οι πρόσφατες επιθέσεις εναντίον αιγυπτιακών δυνάμεων ασφαλείας και σε εγκαταστάσεις στο βόρειο Σινά, προφανώς έχουν εκθέσει την ευπάθεια του καναλιού. Με πλάτος μόλις περίπου 900 μέτρα, δεν θα πάρει πολύ σε οπλισμένους μαχητές να διακόψουν την λειτουργία τού καναλιού και να επιτεθούν σε μεγάλα πλοία στον περιορισμένο χώρο του. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο οι αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις έχουν αφιερώσει σημαντικούς πόρους για να εξασφαλίσουν την ασφαλή διέλευση. Ο στρατός τής Αιγύπτου, το ναυτικό, η αεροπορία, οι δυνάμεις αεράμυνας και οι εσωτερικές υπηρεσίες ασφαλείας έχουν οχυρώσει την διαδρομή και τις συναφείς εγκαταστάσεις για να περιορίσουν την πιθανότητα μιας επίθεσης. Φυσικά, δεν υπάρχουν εγγυήσεις - και υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αμφισβητήσει κανείς την αποτελεσματικότητα του αιγυπτιακού στρατού, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το πρόβλημα που αντιμετώπισε στο Σινά και τις συχνές εμβαλωματικές, πάντα αδέξιες προσπάθειές του για την διακυβέρνηση της χώρας μετά την πτώση τού Χόσνι Μουμπάρακ. Παρ’ όλα αυτά, τόσο οι Αιγύπτιοι όσο και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θεωρούν «μικρή πιθανότητα» την δυνατότητα των τρομοκρατών να διαταράξουν την λειτουργία τής διώρυγας.
Η τρέχουσα συζήτηση σχετικά με την στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Αίγυπτο, που προκλήθηκε από την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό τον Ιούλιο, στην πραγματικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κανάλι. Αν, για παράδειγμα, οι αλλαγές στην περιφερειακή πολιτική, την παγκόσμια οικονομία και τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα έχουν καταστήσει την διώρυγα του Σουέζ λιγότερο σημαντική από ό, τι ήταν κάποτε, οι συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες από την αναστολή τής βοήθειας για την άμυνα της Αιγύπτου θα είναι μικρές, δεδομένου ότι κάθε απώλεια πρόσβασης στο κανάλι δύσκολα θα είναι και μια γενικότερη απώλεια. Αυτό θα επιλύσει ένα κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής στη Μέση Ανατολή την τελευταία δεκαετία, συμφιλιώνοντας την επιθυμία τής Ουάσιγκτον να προωθήσει την δημοκρατία στην Αίγυπτο με τις βραχυπρόθεσμες ανησυχίες της για την ασφάλεια, μεταξύ των οποίων η εγγύηση της απεριόριστης πρόσβασης στο κανάλι. Με λιγότερα να διακυβεύονται στο μέτωπο της ασφάλειας, οι Αμερικανοί πολιτικοί θα μπορούσαν να είναι προθυμότεροι να μειώσουν την ετήσια επιδότηση για την άμυνα της Αιγύπτου, ύψους 1,3 δισ. δολαρίων, ώστε να υποχρεώσουν τους Αιγύπτιους ηγέτες να λάβουν σημαντικά μέτρα προς την δημοκρατική αλλαγή.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ
Παρά το γεγονός ότι αυτό το σενάριο μπορεί να δελεάσει κάποιους παρατηρητές, το επιχείρημα ότι το κανάλι δεν είναι πλέον τόσο ζωτικής σημασίας όπως ήταν κάποτε, δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα. Παρ’ όλες τις αλλαγές στη Μέση Ανατολή, την «στροφή» τού προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στην Ασία, και την αυξανόμενη σημασία των ιδεών και των γνώσεων στην παγκόσμια οικονομία αντί των εμπορευμάτων που φορτώνονται σε εμπορευματοκιβώτια, το συλλογικό όραμα του Enfantin, του De Lesseps, του Σαΐντ Πασά και του Ισμαήλ, παραμένει. Το κανάλι παραμένει πολυάσχολο: για παράδειγμα, πριν να φανούν οι πλήρεις επιπτώσεις τής παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, το 2008 διήλθαν 21.415 πλοία. Παρά το γεγονός ότι η κυκλοφορία μειώθηκε πρόσφατα σε λίγο περισσότερα από 17.000 πλοία το χρόνο, το κανάλι χειρίζεται το 8% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου και, το 2012, αντιπροσώπευε έσοδα 5,12 δισ. δολαρίων για την Αίγυπτο, η οποία έχει μυριάδες και αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες.
Γενικότερα, το Ναυτικό των ΗΠΑ δεν έχει απαραιτήτως ανάγκη την διώρυγα του Σουέζ. Ένα ναυτικό δύο ωκεανών παρέχει στους Αμερικανούς στρατιωτικούς σχεδιαστές ικανοποιητική ευελιξία. Τα πλοία μπορούν να μετακινηθούν, για παράδειγμα, από τον Ειρηνικό στον Ινδικό Ωκεανό και έπειτα στον Περσικό Κόλπο σε περίπτωση κρίσης εκεί. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα απρόβλεπτα ενδεχόμενα που θα απαιτούσαν την ταχεία κίνηση πολεμικών πλοίων εντός και εκτός τής Μεσογείου. Με την διώρυγα του Σουέζ, το ταξίδι από την Αραβική Θάλασσα στα γαλλικά λιμάνια τής Μεσογείου είναι σχεδόν 4.700 μιλίων. Για να πλεύσουν γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας προστίθενται περισσότερα από 6.000 μίλια ταξιδίου, κάτι που απαιτεί οκτώ ημέρες στη μέγιστη ταχύτητα.
Από τη σκοπιά τού ναυτικού, η διώρυγα του Σουέζ παραμένει ο πιο αποτελεσματικός, αποδοτικός και οικονομικός τρόπος για την ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων, ειδικά σε μια εποχή μεγάλων περικοπών τού προϋπολογισμού. Μέχρι να έρθει η στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξανασκεφθούν τις δεσμεύσεις τους στην Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο, την Αφρική, τον Περσικό Κόλπο και τη Νότια Ασία, η διώρυγα του Σουέζ θα αποτελεί ένα ασυναγώνιστο πλεονέκτημα για τους Αμερικανούς αξιωματικούς τού ναυτικού και τους πολιτικούς.
Η διώρυγα του Σουέζ ήταν το προϊόν ενός συγκεκριμένου ευρωπαϊκού σκεπτικού τής εποχής στην οποία κατασκευάστηκε. Προέκυψε τόσο λόγω του αυτοκρατορικού ανταγωνισμού όσο και λόγω της εκσυγχρονιστικής επιθυμίας των Ευρωπαίων - και βοηθήθηκε από έναν Αιγύπτιο ηγέτη πρόθυμο να ευχαριστήσει το Λονδίνο και το Παρίσι. Και ενώ συνεισέφερε σημαντικά στην ευρωπαϊκή κυριαρχία επί της Αιγύπτου, επίσης βοήθησε να διασφαλιστεί η διαχρονική σημασία τής χώρας. Οι Αιγύπτιοι είναι κληρονόμοι ενός μεγάλου πολιτισμού, το κέντρο τής αραβικής κουλτούρας και, ιστορικά, ένας ταγός τής Μέσης Ανατολής. Αυτά είναι σημαντικά χαρακτηριστικά, αλλά ο τρόπος που συμβάλλουν στο κύρος τής Αιγύπτου είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικός. Οι πυραμίδες είναι εξαιρετικές και η ιστορία τής al-Azhar συναρπαστική, αλλά δεν αποτελούν τους λόγους που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προσφέρει 77 δισ. δολάρια σε βοήθεια προς το Κάιρο, από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1970. Αυτή η γενναιοδωρία εγγυάται, πέραν της περιφερειακής ειρήνης, μια ορισμένη προνομιακή πρόσβαση στην διώρυγα του Σουέζ. Οι παίκτες μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά με πολλούς τρόπους, η σχέση που στηρίζει το κανάλι μεταξύ τής Αιγύπτου και των ξένων υποστηρικτών της, παραμένει η ίδια.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου