Η παγκόσμια οικονομική ύφεση και η αναταραχή στον αραβικό κόσμο μπορεί να φτιάχνουν τίτλους στα πρωτοσέλιδα, αλλά ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα καιροφυλακτεί: η περιβαλλοντική αλλαγή. Μαζί με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και άλλες φυσικές καταστροφές, η υπερθέρμανση του πλανήτη διαταράσσει και τη διαθεσιμότητα των πόρων γλυκού νερού – με τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Νωρίτερα φέτος, το Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών των ΗΠΑ δημοσίευσε μια έκθεση, την «Παγκόσμια Ασφάλεια Νερού» (Global Water Security) [1], αξιολογώντας την πολιτική υδάτων σε όλο τον κόσμο. Στην έκθεση αυτή, οι συγγραφείς της δείχνουν ότι οι διεθνείς διαφωνίες για το νερό θα επηρεάσουν όχι μόνο τα συμφέροντα ασφαλείας των παρόχθιων κρατών, αλλά και εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε πολλά μέρη του κόσμου, το γλυκό νερό είναι ήδη ένας σπάνιος πόρος. Αποτελεί μόνο το 2,5% του συνολικού διαθέσιμου νερού στον πλανήτη. Και μόνο το 0,4% από αυτό είναι εύκολα προσβάσιμο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Από αυτό το μικρό ποσό, ένα μειούμενο ποσοστό είναι πόσιμο, εξαιτίας της ρύπανσης και της γεωργικής και βιομηχανικής χρήσης νερού. Όλα αυτά θα ήταν αρκετά άσχημα, αλλά το ότι πολλοί φορείς γλυκού νερού (ποτάμια και λίμνες) μοιράζονται από δύο ή περισσότερα παρόχθια κράτη, περιπλέκει τη διαχείρισή τους.
Φυσικά, η κοινότητα των πολιτικών έχει προφητέψει από καιρό τους επικείμενους «πολέμους του νερού». Το 2007, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν προειδοποίησε ότι «… η λειψυδρία είναι ένα ισχυρό καύσιμο για τους πολέμους και τις συγκρούσεις». Ωστόσο, η ιστορία δεν έχει δει πολλούς τέτοιους πολέμους. Στην πραγματικότητα, ο μόνος επίσημος πόλεμος για το νερό έλαβε χώρα περίπου 4.500 χρόνια πριν. Ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των πόλεων-κρατών Λάγκας (Lagash) και Ούμα (Umma) στο σύγχρονο Ιράκ για τον ποταμό Τίγρη. Πιο πρόσφατα, υπήρξαν κάποιες «στενές επαφές», ειδικά στην άγονη Μέση Ανατολή. Περίπου δύο χρόνια πριν από τον πόλεμο του 1967, το Ισραήλ και η Συρία αντάλλαξαν πυρά πάνω από την κοίτη του ποταμού Ιορδάνη, για τον οποίον και οι δύο ισχυρίστηκαν ότι ο απέναντι έκανε υπερβολική χρήση. Οι περιορισμένες ένοπλες συγκρούσεις ατόνησαν, αλλά οι πολιτικές διαμάχες για τις κοινές πηγές νερού των χωρών συνεχίζονται. Το 2002, ο Λίβανος κατασκεύασε αντλίες νερού σε έναν από τους παραποτάμους, κάτι που προκάλεσε ανησυχία στο Ισραήλ που βρίσκεται πιο κάτω. Το έργο δεν προκάλεσε καμία επίσημη στρατιωτική δράση, αλλά με την ειρήνη στην περιοχή ήδη επισφαλή, οι λεκτικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέμβουν. Και τα δύο μέρη αποδέχτηκαν τελικά μια συμβιβαστική λύση που επιτρέπει στον Λίβανο να αντλεί μια προκαθορισμένη ποσότητα νερού για τις εγχώριες ανάγκες του.
Εν ολίγοις, οι προβλέψεις περί ενός Παγκοσμίου Πολέμου για το νερό είναι υπερεξηντλημένες. Ωστόσο, οι εντάσεις για τη χρήση του νερού μπορούν να επιδεινώσουν άλλες υφιστάμενες περιφερειακές συγκρούσεις. Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να εντείνει τις ξηρασίες, τις πλημμύρες και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα που θέτουν σε κίνδυνο την ποσότητα και την ποιότητα του γλυκού νερού και ως εκ τούτου ενεργεί ως πολλαπλασιαστική απειλή, κάνοντας τις επισφαλείς περιοχές επισφαλέστερες.
Οπότε, ποιες κοίτες ποταμών αποτελούν τους μεγαλύτερους κινδύνους σήμερα; Σε μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας [2], που δημοσιεύθηκε το 2010 (καθώς και ένα επόμενο άρθρο σε ένα ειδικό τεύχος της Επιθεώρησης των Ερευνών για την Ειρήνη, Journal of Peace Research [3]), αναλύσαμε τις φυσικές συνέπειες της αλλαγής του κλίματος στους διεθνείς ποταμούς. Παρουσιάσαμε την μεταβλητότητα στην ετήσια απορροή των ποταμών κατά το παρελθόν αλλά και για μελλοντικά κλιματικά σενάρια. Εξετάσαμε, επίσης, την ύπαρξη και τη φύση της ικανότητας των θεσμών γύρω από τις κοίτες των ποταμών, με τη μορφή των διεθνών συνθηκών νερού, οι οποίες δυνητικά θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με την έρευνά μας, 24 από τις 276 διεθνείς κοίτες ποταμών στον κόσμο αντιμετωπίζουν ήδη αυξημένη μεταβλητότητα στην ποσότητα νερού. Αυτές οι 24 κοίτες, οι οποίες εξυπηρετούν συνολικά περίπου 332 εκατομμύρια ανθρώπους, βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για πολιτικές εντάσεις που σχετίζονται με το νερό. Η πλειοψηφία των ποταμών αυτών βρίσκονται στην βόρεια και την υποσαχάρια Αφρική. Μερικά άλλα ποτάμια βρίσκονται στη Μέση Ανατολή, τη νότια-κεντρική Ασία και τη Νότια Αμερική. Περιλαμβάνουν τον Ταφνά (Αλγερία και το Μαρόκο), τον Νταστ (Ιράν και Πακιστάν), τον ποταμό Κονγκό (Κεντρική Αφρική), τη λίμνη Τσαντ (Κεντρική Αφρική), τον Νίγηρα (Δυτική Αφρική), τον Νείλο (Βορειοανατολική Αφρική), και τον Τσίρα (Εκουαδόρ και Περού). Δεν υπάρχουν ισχυρές συμφωνίες που διέπουν τη χρήση αυτών των αποθεμάτων νερού σε περιοχές όπου υπάρχει ένταση. Σε περίπτωση που ξεσπάσουν διαμάχες, δεν υπάρχουν καλοί μηχανισμοί για την αντιμετώπισή τους.
Μέχρι το 2050, επιπλέον 37 κοίτες ποταμών, που εξυπηρετούν 83 εκατομμύρια ανθρώπους, θα είναι σε υψηλό κίνδυνο να τροφοδοτήσουν πολιτικές εντάσεις. Όπως είναι η κατάσταση επί του παρόντος, ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα ποτάμια βρίσκονται στην Αφρική. Αλλά, σε αντίθεση με το σήμερα, οι κοίτες των ποταμών στην Κεντρική Ασία, την Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ευρώπη και την Κεντρική Αμερική θα είναι επίσης σε υψηλό κίνδυνο μέσα σε 40 χρόνια. Ορισμένες από αυτές τις περιοχές περιλαμβάνουν τον ποταμό Κουρά-Αράκς (Ιράν, Τουρκία και Καύκασος), τον Νεμάν (Ανατολική Ευρώπη), τον Ασή-Οροντές (Λίβανος, Συρία, Τουρκία) καθώς και τις λεκάνες Κατατούμπο (Κολομβία και Βενεζουέλα).
ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΕΙΛΟ
Μεταξύ των μεγαλύτερων ποταμών της Αφρικής, ο Νείλος έχει τις μεγαλύτερες επιπτώσεις για την περιφερειακή και την παγκόσμια ασφάλεια. Οι εντάσεις όσον αφορά την πρόσβαση στον ποταμό στρέφουν ήδη την Αιθιοπία και την Αίγυπτο, δύο σημαντικούς συμμάχους της Δύσης, τον έναν εναντίον του άλλου. Η Αίγυπτος ήταν ένας σημαντικός παίκτης στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή και η Αιθιοπία είναι μια σημαντική περιφερειακή δύναμη στο Κέρας της Αφρικής, η οποία τώρα βοηθά άλλες αφρικανικές δυνάμεις στη μάχη κατά της Αλ Σαμπάμπ στη Σομαλία.
Με τα χρόνια, μια σειρά από διεθνείς συνθήκες επί των υδάτων έχουν δημιουργήσει κανόνες για τον ποταμό, αλλά περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μικρά τμήματά του. Ειδικότερα, μόνο η Αίγυπτος και το Σουδάν είναι μέρη του Συμφώνου του Ποταμού Νείλου (του 1959), που είναι και η βασική συνθήκη που αφορά τον ποταμό. Η Αίγυπτος, η οποία είναι η πλέον κατάντη και μία από τις πιο ισχυρές χώρες της περιοχής, ήταν σε θέση να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς επιμερισμού των υδάτων. Οι χώρες στην ανάντη, όπως η Αιθιοπία και το Μπουρούντι, έχουν μείνει εκτός, πιεσμένες σκληρά να αξιοποιήσουν τον Νείλο για τις δικές τους ανάγκες.
Το 1999, με την ολοένα και πιο βιτριολική ρητορική μεταξύ της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας να περιορίζει την περιφερειακή ανάπτυξη, η Παγκόσμια Τράπεζα ενίσχυσε τη εμπλοκή της στον ποταμό. Συνέβαλε στη δημιουργία ενός δικτύου επαγγελματιών διαχειριστών υδάτων, καθώς και σε μια σειρά επενδύσεων σε έναν αριθμό παραποτάμων. Παρόλα αυτά, η σύνταξη μιας νέας συμφωνίας καθυστερεί: οι χώρες στην ανάντη δεν θα θέσουν σε κίνδυνο το δικαίωμά τους να αναπτύξουν υδάτινες υποδομές ενώ οι χώρες στην κατάντη δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την προστασία του μεριδίου τους. Το 2010, η Αιθιοπία υπέγραψε συμφωνία με ορισμένες χώρες στην ανάντη ελπίζοντας να ισορροπήσει απέναντι στην Αίγυπτο και το Σουδάν. Πιο πρόσφατα, η χώρα έχει επίσης εξαγγείλει σχέδια για να κατασκευάσει μια σειρά μεγάλων φραγμάτων στην ανάντη, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σταθερότητα της περιοχής.
Μέχρι το 2050, η περιβαλλοντική κατάσταση της Λεκάνης του Νείλου θα είναι ακόμη χειρότερη. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να δημιουργηθεί μια ισχυρή και δίκαιη συνθήκη για τα ύδατα τώρα. Μια τέτοια συνθήκη θα επικεντρωθεί στους τρόπους για την αξιοποίηση του υδροηλεκτρικού δυναμικού του ποταμού ώστε να ικανοποιήσει τις ενεργειακές ανάγκες όλων των παρόχθιων κρατών, διατηρώντας παράλληλα την υγεία των οικοσυστημάτων. Η κατασκευή φραγμάτων και ταμιευτήρων ακόμα πιο ψηλά στον ποταμό θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει ακόμα και τις ροές νερού και να διευκολύνει την γεωργική ανάπτυξη. Έργα όπως αυτά, που μετριάζουν την καταστροφή της υγείας του οικοσυστήματος και των τοπικών πληθυσμών, θα ωφελήσουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και θα διευκολυνθεί έτσι περαιτέρω η παραποτάμια συνεργασία.
ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΑΛΗ
Μια άλλη λεκάνη νερού που προκαλεί ανησυχία είναι η λίμνη Αράλη, που μοιράζεται από το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στην λεκάνη καταλήγουν δύο μεγάλα ποτάμια, ο Συρ Ντάρια και ο Άμου Ντάρια. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, οι δύο ποταμοί αντιμετωπίστηκαν σχετικά αποτελεσματικά. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ωστόσο, τελείωσε αυτή την φάση. Η κύρια διαφωνία είναι τώρα μεταξύ του Κιργιστάν στην ανάντη και του Ουζμπεκιστάν στην κατάντη του Συρ Ντάρια. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το Κιργιζιστάν χρειάζεται τρεχούμενο νερό για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το Ουζμπεκιστάν χρειάζεται να αποθηκεύει νερό για την άρδευση εκτάσεων καλλιέργειας βάμβακος αργότερα.
Οι χώρες αυτές έχουν κάνει αρκετές προσπάθειες προς την επίλυση της διαφοράς. Ειδικότερα, το Ουζμπεκιστάν στην κατάντη, το οποίο είναι πλούσιο σε καύσιμα και φυσικό αέριο, έδωσε ενέργεια στην Κιργιζία ως αποζημίωση για την διακράτηση νερού σε μεγάλες δεξαμενές μέχρι την σεζόν της βαμβακοκαλλιέργειας. Τέτοιες συμφωνίες, ωστόσο, είχαν περιορισμένη επιτυχία, επειδή είναι εύκολα χειραγωγήσιμες. Οι χώρες στην κατάντη μπορούν να δώσουν λιγότερα καύσιμα κατά τη διάρκεια μιας βροχερής χρονιάς, υποστηρίζοντας ότι χρειάζονται λιγότερο νερό από τους ταμιευτήρες στην ανάντη και οι χώρες στην ανάντη μπορεί να παραδώσουν λιγότερο νερό ως αντίποινα. Η Κιργιζία, αποθαρρυμένη και απελπισμένη για ενέργεια κατά τους χειμερινούς μήνες, σχεδιάζει να κατασκευάσει τεράστιες υδροηλεκτρικές μονάδες στην επικράτειά της. Και ένα άλλο κράτος στην ανάντη, το Τατζικιστάν, εξετάζει επίσης την υδροηλεκτρική ενέργεια για να χορτάσει τις ενεργειακές του ανάγκες. Εν τω μεταξύ, το Ουζμπεκιστάν κατασκευάζει μεγάλες δεξαμενές.
Παρά το γεγονός ότι αυτά τα σχέδια θα μπορούσαν να έχουν νόημα στο πολύ εγγύς μέλλον, είναι αναποτελεσματικά σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση, επειδή δεν λύνουν τις πραγματικές ανάγκες των χωρών στην κατάντη για μεγάλης χωρητικότητας αποθήκευση ως προστασία απέναντι στην μεταβλητότητα του νερού σε στην διάρκεια του χρόνου. Στην πραγματικότητα, αμφότερες η Κιργιζία και το Ουζμπεκιστάν, μαζί με το Καζακστάν, θα δουν σημαντικές αυξήσεις στην μεταβλητότητα της παροχής ύδατος από τώρα και μέχρι το 2050. Και έτσι, η ανάγκη να μοιραστούν τα οφέλη των υφιστάμενων μεγάλης χωρητικότητας ταμιευτήρων στην ανάντη και να συντονίσουν τις χρήσεις των υδάτων μέσω ισχυρών και πιο αποτελεσματικών διακρατικών συμφωνιών είναι αναπόφευκτη.
Μια σταθεροποιημένη λίμνη Αράλη θα ωφελήσει επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με την αποχώρησή της από το Αφγανιστάν, η Ουάσιγκτον έχει φλερτάρει το Ουζμπεκιστάν ως έναν πιθανό εναλλακτικό σύμμαχο και πάροχο σταθερότητας στην περιοχή. Η κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν φαίνεται πρόθυμη να φιλοξενήσει στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ και λειτουργεί ως αντίβαρο στη Ρωσία. Το Κιργιστάν είναι επίσης ένας σημαντικός περιφερειακός παίκτης. Η Αεροπορική Βάση Μανάς (δηλαδή, η αμερικανική στρατιωτική εγκατάσταση κοντά στο Μπισκέκ), είναι ένα σημαντικό σημείο διέλευσης. Η χώρα επίσης συνεργάζεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην μάχη κατά της διακίνησης ναρκωτικών και της διείσδυσης εγκληματικών ομάδων και ανταρτών. Μια περιφερειακή αστάθεια θα μπορούσε να διαταράξει οποιαδήποτε από αυτές τις στρατηγικές σχέσεις.
Αν το παρελθόν αποτελεί μια κάποια ένδειξη, ο κόσμος μάλλον δεν χρειάζεται να ανησυχεί για επικείμενους πολέμους για νερό. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε πως οι εντάσεις για το νερό μπορεί να τροφοδοτήσουν εύκολα μεγαλύτερες συγκρούσεις και αποσπούν την προσοχή των κρατών από άλλες σημαντικές γεωπολιτικές και εσωτερικές προτεραιότητες. Δεδομένου ότι οι επίσημοι διακρατικοί θεσμοί είναι το κλειδί για την ανακούφιση των εντάσεων για κοινόχρηστους πόρους, θα ήταν φρόνιμο, λοιπόν, για τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις, καθώς και για τη διεθνή κοινότητα να διαπραγματευτούν επαρκώς ισχυρές συμφωνίες για την αντιμετώπιση της επικείμενης περιβαλλοντικής αλλαγής. Σε αντίθετη περίπτωση, το γλυκό νερό θα εμποδίσει περαιτέρω τις σταθεροποιητικές προσπάθειες στις ασταθείς περιοχές του κόσμου.
Πηγή: Foreignaffairs.gr (24/10/2012) ,Όχι πόλεμοι για το νερό,Shlomi Dinar, Lucia De Stefano, James Duncan, Kerstin Stahl, Kenneth M. Strzepek, Aaron T. Wolf