Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Μνήμη Ελένης Παπαδάκη (21/12/1944, 21/12/2014)

Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου
« Ξέρεις υπάρχει λένε ένα πουλί, ένα μικρό πουλί,
που έχει μόνο φτερά αλλά δεν έχει πόδια.
Είναι καταδικασμένο να πετάει για πάντα
και ν αγγίξει τη γη μονάχα μια φορά.
Τη στιγμή του θανάτου του.»
Τένεσσυ Ουίλιαμς, «Ο Ορφέας στον Άδη».

Υπάρχει ένας παλιός, Κέλτικος μύθος, που λέει ότι ένας τρελός, παίζοντας, θα κερδίσει ένα βασίλειο μια μέρα. Οι τρόποι του κέρδους πολλοί, απόλυτοι, βάρβαροι, ή παιγνιώδεις, με καύσιμη ύλη τους όποιους κάθε φορά διαφορετικούς, πριν μετατρέψουν κι αυτοί την ετεροδοξία τους σ' ορθοδοξία. Αλλά η ιστορία του χαμένου, μα επανακερδισμένου βασιλείου, εξακολουθεί να ταλανίζει το γένος των ανθρώπων, «κρυμμένη μα όχι ξεχασμένη πίσω από διάφορα ονόματα από την εποχή του Μωυσή και του Οδυσσέα. Παράδεισος, Ευτυχία, Δίκαιη Κοινωνία, Έρωτας, Τέχνη…»

Τελικά, αν ισχύει (και ισχύει) ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές, υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να τους «εκδικούνται» μέσα από την χαραμάδα του χρόνου, μην αφήνοντας το παιχνίδι «να λήξει». Ίσως γιατί η ιστορία των νικητών είναι μια αφήγηση λέξεων, ενώ σε τέτοιες περιπτώσεις, η ιστορία των νικημένων είναι μια αφήγηση αρωμάτων…

Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη. Ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο που κάποιοι μέτριοι συνάδελφοι και φανατικοί, για να υπάρξουν, του κλέψαν την γλώσσα. Που του κλέψαν την τέχνη και την ζωή. Και πως όχι, αφού εκείνη, έβγαινε στη σκηνή και με δυο ατάκες ακόμη έκλεβε την παράσταση, χτυπώντας ως το μεδούλι τον εφησυχασμό μιας κοινωνίας και τον ναρκισσισμό των καλλιτεχνών. Από λιγότερο ή περισσότερο εκλεπτυσμένους ανθρώπους, όπως ο Λουντέμης κι ο Σικελιανός, ο Παλαιολόγος κι ο Σιδέρης, ο Άλκης Θρύλος κι η Μυρτιώτισσα, ο Νίκος κι η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Κόντογλου και ο Βασιλείου και τόσοι άλλοι, θεωρήθηκε ενσάρκωση της γοητείας μιας εποχής και του πιο γνήσιου καλλιτεχνικού μεγαλείου, φέρνοντας τα Βερολινέζικα σαλόνια γυναικών κοντύτερα στην Μεσόγειο..

Κι ύστερα; Ύστερα για χρόνια έπρεπε να ξεχαστεί ή να χρησιμοποιηθεί κατά τα μέτρα κάποιων σε μια βαθιά διχασμένη λόγω του απάνθρωπου εμφυλίου χώρα. Η πολύ πιθανή (μα όχι βέβαιη) ομοφυλοφιλία της κι οι μη συμβατικές της επιλογές δεν επέτρεπε στην δεξιά συντήρηση κι υποκρισία να την αντιμετωπίσει ως σύνολο, μα ως μια διάσημη καρικατούρα του Δεκέμβρη, χρησιμοποιημένη για την διάδοση της αντικομμουνιστικής υστερίας, ακόμη και σήμερα με την γνωστή εκβαρβαρισμένη γλώσσα της ακροδεξιάς. Η φρικώδης δολοφονία της από την ΟΠΛΑ τον Δεκέμβρη του 44, δεν επέτρεπε στην αριστερή αυταρέσκεια κι ευθυνοφοβία να την αντικρίσει ως σύμβολο, μα ως μια

καρικατούρα προβοκάτσιας. “Μια δολοφονία Ανοησία...” όπως την χαρακτήρισε ο Ζαχαριάδης, που εκτέλεσε Λαϊκό Δικαστήριο (στην χώρα που η άλλη μεριά δεν δίκασε τους υπόλογους για πολλαπλάσιες δολοφονίες δωσίλογους πάντως ποτέ...) να δολοφονήσει ως υπαίτιο τον ασύδοτο Ορέστη, έναν από τους δίχως ιδεολογία Λύκους που χαίρονται σε κάθε αναμπουμπούλα, συχνά αποδεκτοί όταν πρέπει να γίνει βιαστικά η βαριά δουλειά, από ηγεσίες συλλογικοτήτων που κρύβουν τις ευθύνες πίσω τους. Κι οι δυο πλευρές, (κι οι κρατικοδίαιτοι δωσίλογοι θεμέλιο μιας χυδαίας μετεμφυλιακής ιεραρχίας κι οι δίχως παιδεία “ανεκτοί” από ανασφαλείς κι ιδιοτελείς ηγέτες και διάτρητες συλλογικότητες Λύκοι) ριγμένες στην τρέλα μιας εποχής, αναμόχλευαν το ίδιο στάρι στον μύλο, που ταίζει την ανθρωπότητα αιώνες μουχλιασμένο ψωμί, παράγοντας για να τους σκοτώσει και Λόρκες και Παπαδάκηδες. Αυτό που λέει ότι κάθε ομάδα, και κάθε σύστημα, στηρίζει προβάλλει και συνηθέστατα καθιερώνει την χρυσή μετριότητα γιατί θέλει ν' αναπαράγεται δίχως κλυδωνισμούς. Κόβοντας σαν τον ολοκληρωτικό Προκρούστη αυτό που ξεχωρίζει βαθιά, προξενώντας στους υπόλοιπους έναν υπαρξιακό τρόμο…

Η Παπαδάκη (κάθε άλλο παρά θεούσα αλλά σε καμιά περίπτωση ναζί) έπαιζε. Κι έπαιζε χοντρό πόκερ. Ανίκανη ή αλαζονική να δει ότι, σ έναν κόσμο με στέρεες παρατάξεις, ρευστή όπως ήταν, μηχανορραφούσε εναντίον όλων, και του εαυτού της συμπεριλαμβανομένου. Και γι’ αυτό τους τρόμαζε. Αρνιόταν να ενταχθεί, ριγμένη ολόψυχα σ έναν αυτόνομο, βαθύ ανθρωπισμό, που δεν αποζητούσε αναγνώριση και δεν εστιαζόταν στην ετικέτα του ικέτη. Αφοσιωμένη σε μια τέχνη που της επέβαλλε την απουσία από παρέες και την ακριβή συντροφιά βιβλίων κι αγαπημένων. “Ας κάψουν το σπίτι μου, μόνο να μην πειράξουν τα βιβλία” σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μαρσαν αλλά και του ΕΑΜίτη φίλου της Δημήτρη Μυράτ. Και προκαλούσε. Τόσο στην φιλική σχέση της με τον Κουίσλιγκ πολιτικάντη πρωθυπουργό Ράλλη (ο οποίος εκμεταλλεύτηκε αργότερα τις συχνά με το αζημίωτο αγαθοεργίες που εκείνη κυρίως του επέβαλλε για να αποκαθάρει ο ίδιος το πολιτικό προφίλ του) σώζοντας (η Παπαδάκη) δεκάδες αριστερούς και δεξιούς και κρύβοντας Εβραίους, όσο και στην σχεδόν ανοικτή ερωτική σχέση της με την Αιμιλία Καραβία. Και πάνω απ’ όλα, και φθονερότερο απ όλα, μπορούσε να δίνει στις πέτρες της Επιδαύρου μια φωνή που ρχοταν θαρρείς από τα βάθη των αιώνων, ταρακουνώντας με τις ηρωίδες της την συνείδηση μιας κοινωνίας που σκοτώνει από πάντοτε τους θνησιγενείς της Ποιητές.

Μετέπειτα επώνυμοι «συνάδελφοι» που θέλαν ν' αναδειχθούν, σε μια εποχή που είχαν βγει τα μεγάλα μαχαίρια απ’ όλες τις πλευρές κι οι ανέραστοι εκμεταλλεύονταν ιδεολογίες για να κρύψουν τα πιο ποταπά προσωπικά ξεκαθαρίσματα, η υστερική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στον Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών (όμοια με το υπόλοιπο της κοινωνίας αλλά ακόμη πιο επιτονισμένα εξαιτίας του ναρκισσισμού και του ανταγωνισμού των καμαρινιών), άνθρωποι που άλλαζαν μ' ευκολία πολιτικό στρατόπεδο κι έπρεπε για να πείσουν να ναι βασιλικότεροι του βασιλέως, κι ανίδεα μυαλά σ' ανόσια χέρια, της πήραν την ζωή  και προσπάθησαν να της πάρουν και την Μνήμη.

Και πως όχι… Όταν το πτώμα της αναγνωρίστηκε, δυστυχώς γυμνό και (λέγεται) κακοποιημένο, μέρες μετά στην ΟΥΛΕΝ, δεν μπορούσε παρά να κραυγάζει μες στη συγκλονιστική σιωπή του για την «απροσχημάτιστη και παντοδύναμη βία, ηθική και υλική, που ασκεί μια κοινωνία εκδικητική, διεφθαρμένη και υποκριτική, στα άτομα που αρνούνται να αφομοιωθούν μαζί της». Και πάνω απ’ όλα κατάγγελνε το μαύρο χάλι μιας «πατρίδας» που δεν δίσταζε για τα ποταπά παιχνίδια της να φυτέψει σφαίρα στον κρόταφο της ίδιας τής της Τέχνης, άρα και του ίδιου της του λαού…

Κι όμως, είναι καιρός να επανα-διεκδικήσουμε και να φέρουμε στο φως την ιστορία των «αόρατων». Που η πρόσληψη κι η Μνήμη τους κατέληξε λογοκριμένη, υπεριδεολογικοποιημένη, “υπερ” ή “κατά” καρικατούρα.  Των ανθρώπων που, εξαιτίας της όποιας (ιδεολογικής, φυλετικής, σεξουαλικής, θρησκευτικής, σωματικής κ.ά.) ετερότητας τους, τους έκλεψαν και τους κλέβουν όπου γης τις λέξεις, το δικαίωμα όχι μονάχα στην πολύτιμη ζωή αλλά και στην μαρτυρία της. Σ αυτό, δηλαδή, που μας ενώνει με το σύνολο των ανθρώπων, κάνοντας ένα τους πολλούς και το ταξίδι πατρίδα. Από τον πίνακα «Οι δυο Φίλες» του Μόραλη στην πατρίδα μας, που η σημειολογία της διηγείται το απόκρυφο της ιστορίας σε δυο γραμμές της Παπαδάκη και της Καραβία, υπήρχαν κι υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους επιτρέπεται ούτε καν να θρηνήσουν δημόσια.

Η Αιμιλία, «η Μίλια» όπως την φώναζε στην ιδιωτική τους ζωή, σύμβολο όλων αυτών των σιωπηλών ανθρώπων, έζησε χρόνια ένα αβάσταγο πένθος πίσω από κλειστά παραθυρόφυλλα στα Πατήσια, με το βάρος μιας κλεμμένης ζωής, και με τη συντροφιά «λίγων και ακριβών». Κι όμως διέσωσε την μαρτυρία και την Μνήμη σ' έγγραφα που πήραν μετά τον θάνατο της φωτιά στα χέρια του Πολύβιου Μαρσάν (Μια Φωτεινή Θεατρική Διαδρομή μ' Απροσδόκητο Τέλος, εκδόσεις Καστανιώτη) κι έγιναν το μικρό κεράκι του Χικμετικού «Κερέμ», που «κάηκε απ τον έρωτα του»…

Ό,τι μας έμεινε από την ίδια την Παπαδάκη είναι λίγες σύντομες ηχογραφήσεις μιας φωνής εξαιρετικά ερατεινής και φωτογραφίες «ψευδοαπεικόνισης» μιας εντυπωσιακής γυναίκας μ έλλειψη φωτογένειας όπως λέγεται, μα με παρουσία εμβληματική στο νεοελληνικό θέατρο που δεν την έχει τιμήσει ούτε σε μια του Σκηνή ή σ' ένα Φεστιβάλ του.

Κι όμως! Μας έχει μείνει και κάτι ακόμα. Το παράτολμο, τραγελαφικό, ιδιόμορφο, προκλητικό με λάθος και σωστό συνάμα τρόπο, μα κι απόλυτα αξιοπρεπές «στο φως της μέρας» παιχνίδι ενός πολύπλοκου, “μακριά από τον κάθε χρώματος λαϊκισμό» ανθρώπου, που επιστρέφει μέσα απ' τα βάθη του χρόνου για να διεκδικήσει το βασίλειο που της αρπάξανε, ενώσω αναζητούσε τα όρια της Τέχνης και της προσωπικής της ελευθερίας: Την Ζωή, μέσα από την Καλλιτεχνική Προσφορά και πάνω απ’ όλα Μνήμη.

Κι ένας τάφος στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών μ ένα εξαιρετικό επίγραμμα του επίσης ΕΑΜίτη εκείνη την εποχή Α. Σικελιανού επάνω (επισήμανση όχι για ν αθωώσουμε ούτε για να ισοπεδώσουμε την ΟΠΛΑ, η ιστορία θα ερευνήσει και θα κρίνει πιο γενικά, μα για να καταλάβουμε την βλακεία της και τον βάλτο του φανατισμού). Επίγραμμα που την τοποθετεί ισαδελφή στις μεγάλες ηρωίδες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, είδος που τόσο υπηρέτησε και που τόσες θεμελιακές στιγμές υποκριτικής του κλάπηκαν απ' όλους κι όλες μας με τον πρόωρο θάνατο της.: «Μνήσθιτι Κύριε, την ώρα που άστραψε η λεπίδα του φονιά/ κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνη. Μνήσθητι Κύριε, την ώρα που οι 9 αδερφές εμφανίσθηκαν/ για να της βάλουνε των αιώνων το Στεφάνι»…

-«Έλα να παίξουμε!», έγραψε ο Μ. Αναγνωστάκης στο σπαρακτικότερο ίσως ποίημα της νεοελληνικής γραμματείας, το «Σκάκι». Βάζοντας όχι τον αδιάφορο και τον παθητικό βέβαια, αλλά τον μοναχικό, γυμνό ιδεαλιστή άνθρωπο απέναντι στον πάνοπλο στρατιώτη της κάθε χρώματος εξουσίας και της συγκροτημένης της σκέψης/ ζωής και παράταξης. «Θα σου χαρίσω τα υπάρχοντα μου, θα σου χαρίσω τους φίλους μου… μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω, που ξέρει μόνο σ ένα χρώμα να πηγαίνει… αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις…». Το να θυμόμαστε, το να επαναδιεκδικούμε (έστω κι άβολα κι ενοχλητικά) την ιστορία (απελεύθερη από κυρίαρχες εμμονές και τις εμμονές των όποιων κυρίαρχων) στα μέτρα των ανθρώπων είναι πολιτική πράξη και απαίτηση ηθικής και συναισθηματικής αρχικά (ως προαπαιτούμενο κι όλων των άλλων) απελευθέρωσης ενός τόπου κι ενός λαού. Στ' αλήθεια λοιπόν, κάποιοι «ακατάτακτοι», κάποιοι «διαφορετικοί» γυρίζουν απ’ το ντουλάπι του χρόνου κι «εκδικούνται» μέσα από την ιστορία των αρωμάτων τούς, τους «πολλούς» και τους «επιζήσαντες», κι ανάμεσα τους θρυλικούς συναδέλφους που τη διέβαλλαν με τη θανατηφόρα φιλοδοξία των καμαρινιών της εποχής κι ας μην ήξεραν που θα οδηγούνταν η ιστορία.  Ίσως γιατί, όπως ο Τ. Ουίλιαμς έγραψε…. «Οι άγριες υπάρξεις αφήνουν δέρματα πίσω τους... αφήνουν καθαρά δέρματα και δόντια κι άσπρα κόκαλα πίσω τους κι αυτά είναι σημάδια που περνούν από τον έναν στον άλλο, για να μπορούν οι φυγάδες ν' ακολουθούν πάντα τους ομοίους τους...»



http://www.elzoni.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: